όπως ο ζητιάνος που χτυπάει για πέμπτη φορά την πόρτα εκείνη που του είχαν ανοίξει τις προηγούμενες τέσσερις: και μένει τώρα, την πέμπτη του φορά, πεινασμένος·
όπως ο πληγωμένος που τρέχει το αίμα του, ενώ περιμένει τον γιατρό: και το αίμα του συνεχίζει να τρέχει,
έτσι ερχόμαστε κι εμείς και γράφουμε και λέμε για τα κακά που έχουμε τραβήξει και για τα εγκλήματα που έχουμε υποστεί.
Την πρώτη φορά που αναφέραμε ότι σφάζανε τους φίλους μας με μέτρο και αραιά-αραιά, βγήκε μια κραυγή απόγνωσης και φρίκης.
Είχανε σφάξει, τότε, εκατό. Όταν όμως ύστερα σφαχτήκαν χίλιοι, και τελειωμό δεν είχανε οι σφαγές, απλώθηκε παντού σιωπή.
Όταν έρχονται και πέφτουν σαν βροχή τα εγκλήματα, κανείς τότε δεν βγαίνει να φωνάξει Σταματήστε!
Όταν τα εγκλήματα γίνονται σωρός, γίνονται και αόρατα.
Όταν τα βάσανα είναι αβάσταχτα και θεριεύει ο πόνος, κραυγή από πουθενά δεν ακούγεται.
Γιατί και οι κραυγές… έτσι πέφτουνε κι αυτές… σαν βροχή, σαν βροχή καλοκαιριάτικη.