Γράφει ο Γιώργος-Βύρων Δάβος
Οι Δυτικοί έχυσαν δάκρυα για τους Αρμένιους, όμως όπως φαίνεται δεν έχουν δάκρυα να χύσουν για τους Παλαιστινίους. Η ελληνική κυβέρνηση εξέφρασε τη στήριξή της, διά του ΥΠΕΞ εξέδωσε ανακοίνωση υπέρ της Αρμενίας, καταδικάζοντας τον διωγμό των πληθυσμών από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και δήλωνε έτοιμη να δεχθεί πρόσφυγες, αλλά δεν ψηφίζει την καταδίκη του Ισραήλ. Το δικαίωμα του οποίου να σφαγιάζει με πρόσχημα την «άμυνά» του καθαγιάζει και δημοσίως ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όχι, μη βιασθείτε: δεν πρόκειται για μία απλοϊκή, επιπόλαιη και βιαστική συγκριτική αναγωγή των δύο περιπτώσεων. Και αυτό γιατί πίσω από τα δύο δράματα, βρίσκεται ένας κοινός παρονομαστής, που η υποκρισία της Realpolitik των Δυτικών διαρκώς παραβλέπει και συγχωρεί. Και ο κοινός αυτός παρονομαστής σε αυτά τα δύο φρικαλέα γεγονότα που τα χωρίζει ελάχιστο διάστημα, ακούει στο όνομα Ισραήλ, άσχετα που οι διεθνείς ηγέτες και τα μέσα ενημέρωσης δεν θέλουν να κατονομάσουν και συνδυάσουν.
Και αν στην παρούσα επέμβαση στη Γάζα οι ισραηλινές δυνάμεις είναι ο άμεσος αυτουργός, στην περίπτωση του Ναγκόρνο-Καραμπάχ η στρατιωτική συμβολή του Ισραήλ (οπλικά, αλλά και με πληροφοριακά συστήματα) ναι μεν ήταν έμμεση και παρασκηνιακή, αλλά τούτο δεν αίρει το γεγονός πως στάθηκε εξόχως σημαντική για την εξέλιξη της ήττας των Αρμενίων και την εκκένωση της περιοχής. Άλλωστε, μία τέτοια εξέλιξη είναι και ο διακαής πόθος και των Ισραηλινών για τη Γάζα μετά την ισοπέδωση και το μακέλεμά της.
Το ρομάντζο ανάμεσα στις δύο χώρες έχει ξεκινήσει από παλιά, έστω κι εάν ο διεθνής παράγοντας και τα μέσα ενημέρωσης, λίγο ασχολήθηκαν με αυτό. Η ισραηλινή στήριξη στο Αζερμπαϊτζάν, σε μία χώρα μουσουλμανική σε διαμάχη με μία χώρα όπως η Αρμενία, που έχει δεσμούς με κράτη της Δύσης που στηρίζουν το Ισραήλ, είναι ένα σενάριο που φαινομενικά εκπλήσσει. Όμως την εποχή που όλες ομοθυμαδόν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχυναν τα κροκοδείλια δάκρυά τους και καταδίκαζαν στις 19 Σεπτεμβρίου την αστραπιαία επίθεση που επέτρεψε στο Αζερμπαϊτζάν να πάρει τον έλεγχο της αυτονομιστικής περιοχής του Ναγκόρνο-Καραμπάχ (όπου πλειοψηφεί ο αρμενικός πληθυσμός) ο Χικμέτ Χατζίγιεφ, κύριος σύμβουλος του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγιεφ, χαιρέτισε δημοσίως στις 20 Σεπτεμβρίου τη «στρατηγική υποστήριξη» που παρείχε στη χώρα του το Ισραήλ.
Εάν κάναμε, εύλογα, πολιτικές και ιστορικές αναγωγές, όλοι ανεξαιρέτως θα πιστεύαμε ενστικτωδώς, πως το Ισραήλ ψυχολογικά θα συστρατευόταν στο στρατόπεδο του Γερεβάν. Πως θα συμμεριζόταν το δράμα του αρμενικού λαού, που επίσης γνώρισε τη Διασπορά και επίσης υπήρξε θύμα μίας γενοκτονίας (1915-1923) και που σήμερα γίνεται στόχος μιας επίθεσης που προέρχεται από ένα σιιτικό έθνος. Μολαταύτα, εδώ και πολλά χρόνια, το Τελ Αβίβ έχει επιλέξει να συνάψει δεσμούς έμπρακτης φιλίας με το Μπακού έναντι του Γερεβάν. Μάλιστα, περισσότερο από αληθινούς δεσμούς φιλίας, τα δύο κράτη οικοδομούν περισσότερο μια στρατηγική, ρεαλιστική συμμαχία. Λίγο βαραίνει το γεγονός ότι το Αζερμπαϊτζάν συνδέεται βαθιά και με την Τουρκία–άλλον έναν παραδοσιακό εχθρό του Ισραήλ.
Η αφειδώλευτη και αναντίρρητα υπερέχουσα τεχνικά οπλική και στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ ήταν εκείνη που κατά γενική ομολογία επέτρεψε στο Μπακού να κερδίσει μια εκπληκτική νίκη και να οδηγήσει σε μία νέα προσφυγιά περισσότερους από 100.000 Αρμένιους από τον θύλακα, υπό τον φόβο μίας νέας εθνοκάθαρσης. Μόλις στις 13 Σεπτεμβρίου, λίγες μέρες πριν την επίθεση ένα γιγαντιαίο Ιλιούσιν από το Μπακού προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο Εϊλάτ στο Ισραήλ για να φορτώσει πολεμικό υλικό, σαν εκείνο που έπεσε βροχή στο Ναγκόρνο-Κάραμπαχ κι εξασφάλιζε τη νίκη.
Μόλις τον περασμένο Μάιο, ο Ισραηλινός πρόεδρος Γιτζάκ Χέρτζογκ μετά τη συνάντηση με τον ομόλογό του στο Μπακού δήλωνε διάτορα: «Το Αζερμπαϊτζάν είναι μια μουσουλμανική χώρα με σιιτική πλειοψηφία, ωστόσο υπάρχει αγάπη και στοργή μεταξύ των εθνών μας». Την ώρα που η επίσημη ισραηλινή θέση δεν σταματά να ονειδίζει οτιδήποτε σιιτικό (από το Ιράν ίσαμε τη Χεζμπολάχ και τους Χούθι στην Υεμένη) σαν ενσάρκωση της τρομοκρατίας. Όμως για το σιιτικό Αζερμπαϊτζάν, το Τελ Αβίβ έχει μόνον αίνους να δαψιλεύσει. Οι δύο χώρες έχουν πολλαπλασιάσει τον αριθμό των επίσημων επισκέψεων και τις φιλικές φιλοφρονήσεις τα τελευταία χρόνια. Τον Φεβρουάριο, αλλά και τον περασμένο Ιούλιο, ο υπερορθόδοξος Ισραηλινός υπουργός Άμυνας, Γιοάβ Γκάλαντ ταξίδευσε στο Μπακού, όπου είχε θερμές συνομιλίες κι έκλεισε κερδοφόρες συμφωνίες, υπογραμμίζοντας τη συνεργασία των δύο χωρών «ενάντια στην τρομοκρατία».
Άλλωστε, οι δεσμοί ανάμεσα στις δύο πρωτεύουσες χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1990: Το Ισραήλ ήταν μια από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την ανεξαρτησία του Αζερμπαϊτζάν το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε και τα αμερικανικά σχέδια για άλωση της καταρρέουσας σοβιετικής αυτοκρατορίας και τον έλεγχο των αποσπασμένων περιφερειακών μελών της -ιδίως όσων ήσαν πλούσια σε πετρέλαιο-διευκόλυνε το Ισραήλ να ανοιχθεί στην περιοχή. Το 1993 το Τελ Αβίβ άνοιξε μια πρεσβεία στην πρωτεύουσα Μπακού. Βέβαια, από την πλευρά του το Αζερμπαϊτζάν άργησε κάπως να ανταποδώσει, κυρίως φοβούμενο ως μουσουλμανική χώρα μην άλλα ισλαμικά κράτη, που διάκειντο εχθρικά προς το εβραϊκό κράτος. Τελικά, το Μπακού έκανε το ποθητό βήμα και τελικά εγκαινίασε την πρεσβεία του στο Τελ Αβίβ τον περασμένο Μάρτιο. Ρόλο βέβαια έπαιξαν κι οι Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020, που έσπασαν τα πολυετή ταμπού των μουσουλμανικών κρατών(Μπαχρέιν, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μετά Μαρόκο, Σουδάν και λίγο πριν τα συμβάντα στη Γάζα ακόμη και η Σαουδική Αραβία ετοιμαζόταν να προσχωρήσει).
Από το 2017 κυρίως όμως οι σχέσεις, ιδίως σε στρατιωτικό και ενεργειακό επίπεδο οι σχέσεις των δύο χωρών γνώρισαν μία ιδιαίτερη επιτάχυνση. Ο ρυθμός ενίσχυσης του Αζερμπαϊτζάν με ισραηλινά όπλα προηγμένης τεχνολογίας, όπως drone Harpy 2, είχαν οδηγήσει την Αρμενία να ανακαλέσει το 2020 τον πρέσβυ της στο Τελ Αβίβ. Ενώ και στη Γαλλία (χώρα με ιστορικούς δεσμούς με την Αρμενία κι από τις πρώτες που αναγνώρισαν τη γενοκτονία του λαού της) είχαν υψωθεί φωνές διαμαρτυρίας κι εκκλήσεις για να σταματήσει ο ταχύτατος εξοπλισμός του Αζερμπαϊτζάν από το Ισραήλ, ζητώντας και την παρέμβαση των γαλλικών εβραϊκών θεσμών. Μάλιστα, πριν λίγο καιρό οι Times of Israel είχαν τεκμηριωμένα αναφερθεί στο πώς η μεγαλύτερη αεροκατασκευαστική εταιρεία του Ισραήλ είχε μεταβιβάσει τουλάχιστον 155 εκατ. δολάρια στο διάστημα 2012-14 σε δύο εταιρείες που χρησιμεύουν ως «βιτρίνα» και μαύρα ταμεία για την κλεπτοκρατική ελίτ του Αζερμπαϊτζάν.
Το Μπακού και ιδιαίτερα ο «πατριάρχης» της δυναστείας Αλίγιεφ που λυμαίνεται τη χώρα, έχει αποδυθεί τα τελευταία 15 χρόνια να ενισχύσει το στρατιωτικό του οπλοστάσιο και να ξεπλύνει το όνειδος της προηγούμενης στρατιωτικής ήττας από τους Αρμένιους ( χάρη και στη στήριξη της Ρωσίας) στο Ναγκόρνο-Κάραμπαχ. Στράφηκε φυσικά στον στρατηγικό της σύμμαχο, το Ισραήλ. Τον δέκατο μεγαλύτερο εξαγωγέα όπλων στον κόσμο και ιδιαίτερα γνωστό για τα εξαρτήματά του υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ειρήνης της Στοκχόλμης (Sipri), το οποίο τεκμηριώνει το παγκόσμιο εμπόριο όπλων, οι εξαγωγές στο Μπακού ξεκίνησαν το 2005 με την πώληση μεγάλου αριθμού πυραυλικών συστημάτων που αναπτύχθηκαν από την Israel Military Industries (η IMI Systems αποκτήθηκε το 2018 από την Elbit Systems).
Έκτοτε, τα συμβόλαια διαδέχονται το ένα το άλλο. Σε ένα πρόσφατο άρθρο, η μεγάλη ισραηλινή εφημερίδα Haaretz συνέταξε έναν πολύ μακρύ κατάλογο: αναγνωριστικά drones, drones καμικάζι Harop, αντιαρματικά βλήματα Spike, αυτοπροωθούμενα πυροβόλα ATMOS, όλμοι 120 χιλιοστών, αντιαεροπορικοί πύραυλοι Barak, ναυτική περίπολος πλοία, βάσεις πυροβόλων Typhoon, κατευθυνόμενοι αντιαρματικοί πύραυλοι Lahat, προηγμένα συστήματα ραντάρ, εξοπλισμός επικοινωνίας τελευταίας γενιάς και τουφέκια Tavor, βάσεις εκτόξευσης Lynx. Μάλιστα, πολλά από τούτα τα όπλα είναι τέτοιου τύπου που σε διεθνές επίπεδο έχουν εγείρει ηθικούς προβληματισμούς για τη χρήση τους -ακόμη και από την αμερικανική πλευρά, όπως τεκμαίρει ένα έγγραφο του τότε πρέσβη στο Μπακού το 2009 και διέρρευσε το WikiLeaks. Βέβαια (παραπλανητικά;) τα δυτικά μέσα ενημέρωσης εστίασαν περισσότερο στο τουρκικής προέλευσης τμήμα του οπλοστασίου του Αζερμπαϊτζάν: όμως τούτο είναι ένα ελάχιστο κλάσμα σε σχέση με τα ισραηλινά όπλα. Ενδεικτικό είναι πως τα drones Bayraktar που διαθέτει το Μπακού και «εξυμνήθηκαν» σχεδόν από τους Δυτικούς είναι μόλις 50, ενώ τα αντίστοιχα Ισραηλινά φθάνουν τα 620 (120 τακτικού πολέμου και 600 καμικάζε)!
Συμβάσεις αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά πάνω απ’ όλα, η εφημερίδα εντόπισε, χάρη στην παρατήρηση αεροναυτικών δεδομένων, πως το αποκορύφωμα στις παραδόσεις όπλων -το 2016, το 2020 και το 2021-ταυτίζεται με τις τρεις περιόδους επίθεσης του Αζερμπαϊτζάν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που έφεραν επίσης τις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλές ευρωπαϊκές χώρες να επιβάλουν περιορισμούς στις εξαγωγές πολεμικού υλικού προς το Αζερμπαϊτζάν και την Αρμενία. Αλλά εκείνο που εκείνο που θεωρείται πως έπαιξε σημαντικό ρόλο είναι το λογισμικό παρακολούθησης Pegasus, που διέθεσε το Ισραήλ στο Μπακού με στόχο αξιωματούχους της Αρμενίας στη διάρκεια της σύρραξης.
Σε αντάλλαγμα αυτού του μαζικού εξοπλισμού, το εβραϊκό κράτος δεν λαμβάνει μόνο πληρωμές σε πολλά δισεκ. δολάρια σε ύποπτους λογαριασμούς. Το Μπακού έχει πολλούς άλλους πόρους να προσφέρει στον σύμμαχό του. Ειδικά πετρέλαιο. Βέβαια, το Ισραήλ δεν δημοσιεύει λεπτομέρειες για τις ενεργειακές του προμήθειες, αλλά οι ειδικοί εκτιμούν γενικά ότι το 40% του πετρελαίου εισάγεται τώρα από το Αζερμπαϊτζάν μέσω του αγωγού Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν.
Ιδίως μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, που έχει δυσχεράνει παγκοσμίως τη ροή ενέργειας, η εξασφάλιση της επάρκειας σε πετρέλαιο για το Ισραήλ από εναλλακτικές πηγές είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Εξ ου και η στρατηγική συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν προσλαμβάνει μεγάλες διαστάσεις. Βέβαια, τα δύο τούτα κράτη, το Ισραήλ και το Αζερμπαϊτζάν βρίσκονται επίσης συνδεδεμένα με έναν κοινό εχθρό: το Ιράν. Δεν χρειάζεται εδώ να περιγράψουμε πάλι την προαιώνια σχεδόν εχθρότητα ανάμεσα σε Τελ Αβίβ και Τεχεράνη. Εκείνο όμως που θα πρέπει ιδιαίτερα να τονίσουμε είναι οι πολύ λιγότερο προφανείς, πλην όμως εξαιρετικά έντονες τριβές μεταξύ Μπακού και Τεχεράνης.
Μία διένεξη που φαινομενικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει, μιας και τα δύο κράτη είναι κυρίως σιιτικά. Όμως εδώ βρίσκεται ο πυρήνας της αντιπαράθεσης, καθώς όλα συνδέονται με τη σημαντική σε αριθμό μειονότητα των Αζέρων στο Ιράν. Η κοινότητα τούτη, που αριθμεί 12 εκατ. είναι η δεύτερη σε αριθμό στη χώρα και αποτελεί έναν από τους μοχλούς για τον αζέρικο αλυτρωτισμό που διασαλπίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα το Μπακού. Η ύπαρξη της μειονότητας αυτής και ο πόθος της για ανεξαρτησία, μολονότι δεν έχει οργανωθεί όπως η αντίστοιχη κουρδική μειονότητα στο Ιράν, ή οι Βαλούχοι, συνιστά έναν παράγοντα αντιπαράθεσης -όπως τα στρατιωτικά γυμνάσια που είχε αναγγείλει ο Αλίγιεφ στα σύνορα το 2022 «με σκοπό να καταδείξει πως μπορεί να προστατεύσει τους Αζέρους στο Ιράν και ανά τον κόσμο».
Αλλά και οι δύο χώρες έρχονται αντιμέτωπες ακόμη και για το θέμα της Αρμενίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία (αλλά και η αδιαφορία της Αρμενίας, που μαγεύτηκε από τις Σειρήνες της Δύσης και του νεοφιλελευθερισμού) μετατόπισε το ενδιαφέρον της Ρωσίας από την Υπερκαυκασία, αφήνοντας έτσι ένα κενό, που έσπευσαν να το εκμεταλλευθούν οι Τούρκοι και οι Αζέροι. Το αποτέλεσμα είναι η Αρμενία και το Ιράν να προσεγγίσουν, πρώτον για να εγείρουν ένα κρηπίδωμα ενάντια στην επέκταση τούτη, αλλά και δεύτερον γιατί το αρμενικό έδαφος αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικό για τη μεταφορά του ιρανικού πετρελαίου και ο έλεγχος της ιρανο-αρμενικής μεθορίου θα σήμαινε οικονομικό αποκλεισμό της Τεχεράνης. Για τον λόγο τούτο, η αντιπαράθεση στις ακτές της Κασπίας έχει φθάσει σε τέτοιον παροξυσμό: τον Νοέμβριο του 2022 το Μπακού είχε διαφημίσει τη σύλληψη τ «κατασκόπων» της Τεχεράνης, ενώ στις 27 Ιανουαρίου 2023 ο θάνατος του Αζέρου υπεύθυνου ασφαλείας κατά τη διάρκεια επίθεσης στην πρεσβεία στην Τεχεράνη είχε χαρακτηρισθεί από τον Αλίγιεφ ως «τρομοκρατικό πλήγμα», μολονότι το Ιράν αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή.
Επιπλέον, το Αζερμπαϊτζάν έχει μία μεθόριο άνω των 600 χιλιομέτρων με το Ιράν, την οποία σιωπηρή συναινέσει χρησιμοποιούν και οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών για τις εισβολές τους στο ιρανικό έδαφος. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο τον Ιανουάριο του 2018, πράκτορες της Μοσάντ κατάφεραν να κλέψουν μισό τόνο αρχείων σχετικά με την ιρανική πυρηνική έρευνα από μια αποθήκη στη νότια Τεχεράνη όπου ήταν αποθηκευμένα και στη συνέχεια τα διοχέτευσαν στην κοινή γνώμη μέσω του Αζερμπαϊτζάν και τη διαφήμισε κι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου σε ομιλία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των δύο χωρών είναι σημαντική και μια μελέτη του Ινστιτούτου της Ουάσιγκτον από το 2005 ισχυρίζεται μάλιστα ότι οι Ισραηλινοί έχουν εγκαταστήσει επίσης ηλεκτρονικούς σταθμούς ακρόασης κατά μήκος της Κασπίας Θάλασσας και στα ιρανικά σύνορα (κάτι που τα δύο κράτη αρνούνται).
Στο ίδιο το Ισραήλ, ωστόσο, όσο κι εάν η προσέγγιση με το Μπακού έτυχε ευνοϊκής υποδοχής τα τελευταία χρόνια σε κυβερνητικό επίπεδο, η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να εκφράζει τη δυσαρέσκειά της μετά τις επιθέσεις κατά του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Στις 27 Σεπτεμβρίου, η εφημερίδα Haaretz κατήγγειλε τις πωλήσεις όπλων στο Μπακού σε ένα άρθρο με τίτλο «Εθνοκάθαρση με τα όπλα μας». Στα μέσα Αυγούστου, στους Times of Israel, ο Αβιντάν Φρίντμαν, ένας από τους ιδρυτές της οργάνωσης Yanshoof που κάνει εκστρατεία για τον τερματισμό των ισραηλινών πωλήσεων όπλων σε έθνη που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τόνιζε από την πλευρά του: «Η ανάγκη να σφυρηλατηθούν δεσμοί με το Αζερμπαϊτζάν δεν πρέπει να επιτρέπει στο Ισραήλ να αγνοεί τα δεινά των Αρμενίων του Ναγκόρνο-Καραμπάχ». Βέβαια, το ερώτημα είναι εάν σήμερα οι τολμηροί τούτοι προασπιστές του αρμενικού λαού, που κατήγγειλαν τον διωγμό τους και την εθνοκάθαρσή τους, θα έχουν το θάρρος να υψώσουν τη φωνή τους και στον επιδιωκόμενο -όπως προκύπτει από τις αποκαλύψεις του WikiLeaks- διωγμό και ίσως την εθνοκάθαρση, που η χώρα τους μεθοδεύει με όπλα ισάξια κι ακόμη πιο τρομακτικά από εκείνα που εξήγαγε στο Αζερμπαϊτζάν για να «εκκενώσει» από Αρμένιους το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.