Του Γιώργου Μαργαρίτη
8 Μαρτίου 2020
Επιτρέψτε μου μερικές αναδρομές στο παρελθόν. Πρώτα στα 1896, όταν η Ελλάδα ήταν μικρή και οι προσδοκίες της, στα μέτρα του Ελληνισμού, μεγάλες. Την άνοιξη εκείνου του χρόνου έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, οι πρώτοι της σύγχρονης εκδοχής των αγώνων αυτών. Σε αυτούς εκδηλώθηκε κύμα ενθουσιασμού, εθνικού ενθουσιασμού, που αμέσως μετά, από το καλοκαίρι κιόλας του 1896, μεταπλάστηκε σε εθνική έξαρση.
Πλήθη ανθρώπων, νέων ή λιγότερο νέων, άρχισαν να εγγράφονται σε διάφορες λίστες εθελοντών κάτω από τα λάβαρα αυτοσχέδιων οπλαρχηγών που αφηγούνταν μεγάλα κατορθώματα στο παρελθόν, αποδείξεις της ακαταμάχητης πολεμικής τους εμπειρίας. Επρόκειτο συνήθως για φανταστικά κατορθώματα, αλλά σε τέτοιες στιγμές πολλοί είναι πρόθυμοι να αγνοήσουν τέτοιου είδους λεπτομέρειες.
Ετούτοι οι εθελοντές, μόλις συγκροτούσαν αποσπάσματα κάτω από τη σκιά των Στύλων του Ναού του Ολυμπίου Διός της Αθήνας, έφευγαν σε αναζήτηση δόξας –ίσως και κάποιων “τυχερών”, λαφύρων εννοώ– στις γειτονικές υπόδουλες ζώνες Ελληνισμού: η Κρήτη ήταν ένας καλός προορισμός, η Μακεδονία η λιγότερο προτιμώμενη, λόγω φτώχειας, η Ήπειρος ένας άλλος.
Η ήττα του 1897
Οι ομάδες αυτές αναστάτωσαν όντως τις όμορες προς το ελληνικό κράτος οθωμανικές επαρχίες επιδιδόμενες κυρίως στην τρομοκράτηση αμάχων – αλλόφυλων και άπιστων οπωσδήποτε αμάχων. Οι σποραδικές τους συναντήσεις με αποσπάσματα του οθωμανικού στρατού ήταν λιγότερο ένδοξες και συχνά οδηγούσαν στην κατάπτωση του απελευθερωτικού ζήλου των εθελοντών αυτών.
Μετά από πολλούς μήνες αψιμαχιών, την άνοιξη του 1897, οι σποραδικές αυτές συγκρούσεις έδωσαν τη θέση τους σε ανοικτό πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε, όμως, η Ελλάδα ανακάλυψε αμήχανη ότι έχει δύο τύπους στρατού. Ο ένας ήταν εκείνος των εθελοντών, συντονιζόμενος –η λέξη είναι πολύ σχετική– από την περίφημη Εθνική Εταιρεία. Ο άλλος ήταν ο στρατός του ελληνικού κράτους, του βασιλιά για να είμαστε πιο ακριβείς.
Οι δύο αυτοί στρατοί πολύ συχνά κατέστρωναν διαφορετικά σχέδια και πορεύονταν στη μάχη με τον τρόπο που το καθένα από αυτά επιθυμούσε. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι κωμικό αν δεν ήταν εξόχως τραγικό: ο οθωμανικός στρατός πέτυχε τον πιο εύκολο θρίαμβο της ιστορίας του και το ανεξάρτητο βασίλειο της Ελλάδος θα έκλεινε την ιστορία του κάπου εκεί εάν δεν επενέβαιναν οι Μεγάλες Δυνάμεις – η Ρωσία για να είμαστε και πάλι ακριβείς.
Τα Freikorps
Ας αλλάξουμε, όμως, εποχή και ας μεταφερθούμε στους μήνες που ακολούθησαν την ανακωχή που τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις 11 Νοεμβρίου 1918. Στην κεντρική Ευρώπη και στα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας οι γερμανικοί πληθυσμοί έδιναν σκληρό αγώνα επιβίωσης μετά το τέλος της Αυστρο-Ουγγαρίας και την ταπείνωση της Γερμανίας.
Από τα σπαράγματα του γερμανικού στρατού και το πλήθος εθελοντών κάθε είδους δημιουργήθηκαν παραστρατιωτικά τμήματα ένοπλων, πολιτών πλέον. Αυτά τα τμήματα πήραν μέρος με πάθος και με την πρέπουσα αγριότητα στην ανελέητη διαμάχη για εξασφάλιση εδαφών και προσδιορισμό συνόρων. Τα Freikorps όπως ονομάστηκαν αυτές οι παρακρατικές ένοπλες ομάδες αναδείχθηκαν πολύ σύντομα σε πολύτιμο εργαλείο της γερμανικής πολιτικής ζωής.
Βέβαια δεν είχαν να κάνουν με τον προσδιορισμό των συνόρων, ή την προστασία των γερμανικών πληθυσμών: αυτά τα κανόνιζαν οι μεγάλοι στις λαμπρές αίθουσες της Συνδιάσκεψης Ειρήνης στο Παρίσι. Τα Freikorps διακρίθηκαν ως το άγριο χέρι της νέας σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Με αυτά έπνιξε στο αίμα τις εργατικές, σοσιαλιστικές επαναστάσεις στο Βερολίνο, στο Μόναχο και αλλού. Από την προστασία του έθνους ως τον σφαγιασμό του λαού του ίδιου έθνους, ο δρόμος αποδείχθηκε πολύ μικρός.
Η περίπτωση της ΕΟΚΑ Β
Θα ήταν ίσως περιττό να θυμίσουμε ότι ετούτες οι τρομοκρατικές παρακρατικές μονάδες αποτέλεσαν την πρώτη ύλη στη δημιουργία του ναζιστικού κόμματος. Για την ακρίβεια το κόμμα αυτό ήταν η πολιτική έκφραση αυτών ακριβώς των σχημάτων. Το τέρας που τότε γεννήθηκε μάτωσε τους λαούς της Ευρώπης όσο ποτέ άλλοτε κανείς δεν το είχε κάνει, μαζί και τον γερμανικό λαό, στον εφιαλτικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην περίπτωση που κάποιος πιστεύει ότι αυτά γίνονται μόνο στη “βάρβαρη” Εσπερία και όχι στην κινούμενη στο άπλετο φως του μακραίωνα πολιτισμού της Ελλάδα, ίσως θα χρειαζόταν να αναφερθούμε στα έργα και στις ημέρες της ΕΟΚΑ Β. Ίσως περισσότερο θα χρειαζόταν να αναφερθούμε στα αποτελέσματα των έργων αυτών. Ελπίζω να μη βρεθεί κανείς αναγνώστης να με ρωτήσει για τη σχέση που μπορεί να έχουν οι παραπάνω ιστορικές αναφορές στα όσα συμβαίνουν σήμερα στα ανατολικά σύνορα της χώρας μας και ιδιαίτερα στον προμαχούντα Έβρο.
Η “εθνική έξαρση” και η πιθανή “παλλαϊκή κινητοποίηση” που πολλοί ισχυρίζονται ότι επικρατεί εκεί –ίσως και να επικρατεί, δεν θα αντιδικήσω σε αυτό– είναι άριστο εργαλείο για την αποκατάσταση της όποιας δημοσκοπικής “ομοψυχίας” και τη συνακόλουθη ανάταση του θλιβερού μας πολιτικού συστήματος. Πιθανότατα είναι δε και χρήσιμη σε αυτό το είδος “πολέμου” –συγγνώμη “εισβολής”– που αντιμετωπίζει εκεί η χώρα.
Στο απυρόβλητο η Τουρκία
Ο καθείς μπορεί να καταγάγει νίκες λαμπρές μαχόμενος εναντίον γυναικών, παιδιών, βρεφών και απελπισμένων ξεριζωμένων ανθρώπων. Από την άλλη μεριά όμως, στα σοβαρά, σπουδαία και ουσιαστικά, την πραγματική τουρκική απειλή που περιζώνει τη χώρα, ετούτη η μεταβίβαση, η διάχυση μάλλον, κρατικών αρμοδιοτήτων σε παραστρατιωτικά σώματα απλά διαλύει τον κρατικό μηχανισμό και τον στρατιωτικό αντίστοιχο.
Ήδη, μερικές πρώτες εικόνες από τις μηχανοκίνητες φάλαγγες τρακτέρ και αγροτικών με ένοπλους επιβαίνοντες, παραπέμπουν σε καταστάσεις χωρών που η παρούσα δίνη της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου έχει ήδη διαλύσει. Και δεν μιλώ για την προφανή τάση να μεταπλαστούν αυτές οι πρωτοβουλίες σε πολιτικό κίνημα. Ένα πολιτικό κίνημα που τον χαρακτήρα του τον υπαγορεύει καιροσκοπικά –και ταξικά– η παρούσα πολιτική ηγεσία της χώρας, στρέφοντας έντεχνα το μένος των πολεμοχαρών ενάντια στα θύματα και όχι ενάντια στον θύτη.
Οι εικόνες εστιάζουν πάνω στους απελπισμένους μεν, “βαρβάρους” δε, αφήνοντας κυριολεκτικά στο απυρόβλητο τη γειτονική “σύμμαχο στο ΝΑΤΟ” χώρα. Τι εννοώ; Δεν βρίσκετε πολύ περίεργο το γεγονός ότι ενώ η χώρα μας δηλώνει ότι δέχεται “εισβολή” δεν έχει καθόλου ενημερωθεί ή ενοχληθεί ο πρέσβης έστω της “εισβάλλουσας” χώρας. Πολύ παράξενα διπλωματικά ήθη είναι αυτά!
Κι ο εχθρός ολοένα και πιο συχνά καταδεικνύεται πίσω, προς την ενδοχώρα. Όποιος δεν επιθυμεί να φύγει εθελοντής για τον Έβρο, ίσως, ακούγεται, να είναι όργανο του Ερντογάν. Ο εθνικισμός δεν διακρίνεται για τη λογική του συνοχή. Δεν διακρίνεται επίσης για την ευφυή σύλληψη όποιου πολιτικού σχεδιασμού. Μόνο κραυγές φανατισμού και παραπλάνηση έχει να προσφέρει. Και στην κρίσιμη αυτή εποχή είναι πάλι εδώ για να πρωτοστατήσει στην καταστροφή της χώρας.