Στο Διεθνές το Μαγαζί μονολογούσαν οι χαζοί για της ζωής το κρίμα
πως ειν’ ντροπή πως ειν’ ντροπή όλου του κόσμου οι σοφοί να πουληθούν στο χρήμα
Επειδή η εξουσία διαφθείρει, άνθρωποι διεφθαρμένοι πίστεψαν πως διεφθαρμένη είναι η φύση του ανθρώπου. Η μη αντίδραση των ανθρώπων θεωρήθηκε συνενοχή στην παλιανθρωπιά. Κι αφού ισχύει πως όλοι είναι παλιάνθρωποι, κάθε παλιανθρωπιά είναι δικαιολογημένη. Σήμερα, αυτή η αλήθεια καταρρέει. Στις αυθόρμητες διαδηλώσεις που ξεκίνησαν, σήμερα, οι πολίτες αυτής της χώρας, «αγανακτισμένοι» φωνάζουν: δεν είμαστε παλιάνθρωποι! Δεν είμαστε συνένοχοι! Δε σιωπούμε! Είμαστε εδώ και δε συναινούμε!
Αυτοί οι διεφθαρμένοι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε ανώτερα αισθήματα και σκέψεις. Όλα είναι κυνικά δομημένα. Ο αλτρουισμός, η θυσία για κάποιο ιδανικό; Μα είναι τόσο ξεπερασμένα… Δίκαιο; Άδικο; Όλα είναι σχετικά. Το δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρού. Ή, στο δίκαιο πιστεύουν μόνο όσοι έχουν ανάγκη να πιστεύουν στην ύπαρξή του λόγω της αδυναμίας τους να κάνουν αλλιώ ς: όλοι είναι παλιάνθρωποι. Δεν υπάρχει αδικία, οπότε δεν υφίσταται και η έννοια του δίκαιου. Και τώρα, ανησυχούν μα έτσι το βλέπουν.
Το δίκαιο, δεν το χρειάζεται ο ισχυρός: δεν υπάρχει. Υπάρχει η ισχύς. Αυτό λένε, στις κρίσεις ειλικρίνειάς τους. Ο κυνισμός έχει κυριαρχήσει στις ψυχές τους. Και από μέσα τους τώρα αναδύεται μονάχα το σκοτάδι. Κάλυψε τη γη η απληστία τους. Πιστέψαν οι διεφθαρμένοι στην ψυχή πως είναι αδυναμία η Δικαιοσύνη. Κι οπότε, και η Αξιοπρέπειά θεωρήθηκε περιττή. Γιατί, δεν είναι η διασφάλιση της αξιοπρέπειας ενός ατόμου ή της κοινωνίας, η αιτία της δικαιοσύνης; Γιατί τι είναι η Αξιοπρέπεια παρά άλλο ένα εμπόδιο ως προς την Ελευθερία;
Γιατί, ένας αξιοπρεπής άνθρωπος θέτει όρια στις πράξεις του και στις συμπεριφορές των άλλων γύρων του. Λέει, από εδώ και κάτω, δεν πάει. Λέει, από εδώ και πάνω, δε σου επιτρέπω να πας. Γιατί ένας αξιοπρεπής άνθρωπος επιθυμεί τη δικαιοσύνη, σε αυτόν και στους γύρω του. Γιατί υπάρχουν ευθύνες στην αξιοπρέπεια. Υπάρχει η συνείδηση. Όταν αυτός ο παλιάνθρωπος, αυτός ο «ελεύθερος» γνωρίζει πως όλ’ αυτά είναι αδυναμία και περιττοί περιορισμοί. Περιορίζει η αξιοπρέπεια τις κινήσεις. Θεωρείται δυσκινησία η Συνείδηση. Δεν τα επιτρέπει όλα.
Αν είσαι αρκετά καλός θα υπερισχύσεις, σουσουρίζει ο διεφθαρμένος. Αν είσαι αρκετά ισχυρός θα νικήσεις. Κι όσο πιο ισχυρός, τόσο πιο ελεύθερος. Δε θέλεις να είσαι με τους χαμένους, οι άλλοι φοβούνται, έλα με τους νικητές: Γίνε κι εσύ ισχυρός όσο μπορείς. Κι η ελευθερία ταυτίζεται με την ασυδοσία. Παλιάνθρωποι! Φόρεσε λοιπόν το μαύρο κουστούμι του, έσφιξε τη γραβάτα του και κοίταξε τον εαυτό του ευχαριστημένος στον καθρέπτη από τα πειστικά του λόγια. Και είπε αρχικά: αφού όλοι είναι παλιάνθρωποι, εγώ οφείλω να είμαι ο πιο ισχυρός απ’ όλους αυτούς.
Μετά: αφού είμαι πιο ισχυρός, είμαι κι εγώ ένας παλιάνθρωπος. Οφείλω λοιπόν να είμαι ο θύτης και όχι το θύμα. Και αφού ο θύτης είναι παλιάνθρωπος και το θύμα είναι παλιάνθρωπος, δεν υπάρχει παλιανθρωπιά: αυτός είναι ο Άνθρωπος: δεν υπάρχει έγκλημα, δεν υπάρχει δικαιοσύνη, είμαι ελεύθερος.
Μεταξύ εγκληματιών το έγκλημα είναι νόμος όχι αδικία, σκέφτεται ο διεφθαρμένος. Η ισχύς του εγκληματία είναι ελευθερία, ο αδύναμος δεν είναι το θύμα: είναι ο λιγότερο δυνατός εγκληματίας. Αλλά παραμένει εγκληματίας. Οπότε, δεν υπάρχουν συνειδησιακές ενοχές και τύψεις.
Αφού δεν υπάρχουν αξίες, το χρήμα είναι η μόνη αντιπροσωπευτική μονάδα μέτρησης της ποσότητας ελευθερίας: η Ελευθερία γίνεται μετρήσιμο αγαθό: εμπορευματικοποιήθηκε. Η αξία της ελευθερίας μετριέται σε χρήμα και ασυδοσία. Και ζήτησαν τότε οι αρχιπαλιάνθρωποι από τους υπόλοιπους: «μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια». Παραδεχθείτε το: «Μαζί τα φάγαμε». Και τώρα «εθνική συναίνεση» και «συνεννόηση»: συνενοχή: υποταγή. Διαστρέβλωση!
Λοιπόν, ήταν λογικό πως άνθρωποι με μια τέτοια λογική δε θα μπορούσαν παρά να αποδεχθούν το δίκαιο του ισχυρότερου. Αυτό είναι το μόνο που σέβονται. Έτσι προστατεύουν τα δικαιώματα των ομοίων τους: την ελευθερία τους: μια ιδέα καταστρεπτική.
Κι ήταν λογικό αφού η ελευθερία γι’ αυτούς έρχεται με την υποταγή. Η αξιοπρέπεια είναι ανούσια. Κι οπότε, οι πολίτες αυτή της χώρας στοχοποιήθηκαν. Ξεπουλήθηκαν ως οι πλέον ανίσχυροι μα εγκληματίες. Έπρεπε να είναι εγκληματίες για να ξεπουληθούν. Για να είναι χαμηλή η τιμή τους στο διεθνές παζάρι και επιπλέον το κέρδος.
Λοιδορήθηκαν και εξευτελίστηκαν, κατηγορήθηκαν από δίκαιους και άδικους, στιγματίστηκαν ως παλιάνθρωποι. Τους είπαν κοπρίτες, απατεώνες, κλέφτες: ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ. Υποτίμησαν την αξία τους για να πουληθούν φθηνά: σα ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ. Και κέρδισαν ακόμα παραπάνω χρήμα, περισσότερη ελευθερία για τους ισχυρούς! Οι Ασύδοτοι! Οι Υποκριτές!
Είχαν γίνει παλιάνθρωποι πολλοί απ’ αυτούς. Είχαν διεφθαρεί και πιστέψει πως δίκαιο είναι μονάχα το δίκαιο του ισχυρού. Και όλα δικαιολογούνται για την κατάκτηση της ελευθερίας: χρήμα. Ήταν μια αλήθεια.. Δικαιώματα; Δικαιοσύνη; Αξιοπρέπεια; Περιττά… Αρκεί να υπάρχει ο τρόπος. Αρκεί να υπάρχει ο ισχυρός του οποίου θα είσαι πελάτης, στον οποίο θα υποταχθείς. Αρκεί να υπάρχει το χρήμα. Για την απόκτησή του, όλα δικαιολογούνται. Κι όσο πιο ασύδοτος, τόσο πιο ισχυρός αποδεικνύεσαι. Τόσο πιο ικανός να ανταπεξέλθεις και να υπερισχύσεις. Δυνατός και ελεύθερος. Δίχως ονειροπολήματα. Ο Άνθρωπος γινόταν παλιάνθρωπος.
Η κιτς ξετσιπωσιά μιας κυνικής αλαζονίας με πύλινα πόδια αποτυπώθηκε στα σπασμένα πιάτα και τις γαρδένιες των παραλιακών σκυλάδικων, στα δάνεια για εορτές και αυτοκίνητα, στο κυνήγι της «καλής», στο κυνήγι ενός πρότυπου ελευθερίας που ταυτίστηκε με τον πλούτο και την αλαζονία. Πλούτος που δε χρειάζεται να είναι αλλά να φαίνεται. Δάνεια και αυθαιρεσίες… Ασυδοσία.. Όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν με την ψευδαίσθηση του πλούτου. Αλλά τίποτα δε χαρίζεται..
Σε αυτόν τον κόσμο που φτιάξανε οι ισχυροί, τον καθ’ εικόνα και ομοίωσή τους, υπήρχαν και οι ηλίθιοι, οι γραφικοί, οι ηττημένοι, οι τίμιοι και αξιοπρεπείς: οι χαζοί. Οι οπαδοί μιας ανύπαρκτης για τους υπόλοιπους αξιοπρέπειας. Ήταν άνθρωποι από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Υπήρχαν αριστεροί, μα υπήρχαν κεντρώοι, υπήρχαν δεξιοί, άνθρωποι που πιστεύαν σε ένα Θεό, σε πολλούς ή σε κανένα, εργάτες και φοιτητές, δουλεύανε τη γη ή σε γραφεία: Ήταν τίμιοι και γι’ αυτό περιθωριακοί.
Την εποχή εκείνη της ευμάρειας ήταν οι στιγματισμένοι. Οι υπόλοιποι άνθρωποι δε μπορούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγο επέμεναν σε ιδέες και αξίες. Έλεγαν για αξιοπρέπεια και τιμή, για πίστη στον Άνθρωπο, μα όλ’ αυτά φάνταζαν ξεπερασμένα.
Είναι άνθρωποι οι οποίοι δε φάγανε στις «χρυσές» εποχές του χρηματιστηρίου, που δε «λαδώσανε» ή δε δεχτήκανε «ρουσφέτια» από πολιτικούς και παράγοντες. Που πίστευαν στη Δικαιοσύνη γιατί η Δικαιοσύνη χρειάζεται να λειτουργεί για ανθρώπους που δεν έχουν άλλο δρόμο. Για τους οποίους δεν τους επιτρέπει η συνείδησή τους να ακολουθήσουν άλλο δρόμο. Ήταν η Συνείδηση της κοινωνίας που είχε μπει στο περιθώριο. Και γίνεται Δημοκρατία δίχως Συνείδηση; Διαφθορά!
Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε συμβιβασμούς για να λειτουργήσουν σε μια κοινωνία γενικευμένης ασυδοσίας. Όμως δεν κάνανε τόσους ώστε να μη μπορούν να κοιτάνε τον εαυτό τους στον καθρέπτη. Και τον κοιτούσανε. Με μια συγκατάβαση.
Το πρωινό, πριν ξεκινήσουν για τη δουλειά, καθώς κοιτούσαν τον εαυτό τους στον καθρέπτη δυσανασχετούσαν. Παρηγοριόντουσαν με τη σκέψη, πως μέσα από το λάκκο με τα σκατά δε μπορείς να βγεις απόλυτα καθαρός. Θα ήταν καθαρή υποκρισία να υποστηρίζεις κάτι διαφορετικό. Ικανό να ειπωθεί μονάχα από έναν ψεύτη ή έναν υποκριτή, σκεφτόντουσαν. Για έναν άνθρωπο στη θέση τους, έναν ανίσχυρο, θα ήταν επιπλέον μια ανοησία.
Σε καιρούς ευμάρειας οι σημερινοί κυνικοί της ισχύς ήταν οι ψεύτες και υποκριτές. Αρκετοί πιστέψανε τα ψέμματά τους. Πολλοί, δεν είχαν άλλο περιθώριο: παραιτήθηκαν. Βίωσαν τη ματαίωση των προσδοκιών, των ελπίδων, των ονείρων τους – ότι καλύτερο είχανε – στο πετσί τους.
Μα αυτοί παρέμειναν ειλικρινείς με τους εαυτούς τους εκείνο τον καιρό που δεν ευνοούσε τις κυνικές παραδοχές. Έκαναν κάθε μέρα την αυτοκριτική τους. Γινόντουσαν σκληροί με τους εαυτούς τους, όχι αισχροί. Έπρεπε να γίνουν σκληροί για να μην κατρακυλήσουν στην παλιανθρωπιά. Αναγνώριζαν τον κόσμο γύρω τους και έπρατταν το καλύτερο που τους επέτρεπαν οι συνθήκες. Δεν αποδέχτηκαν τον κυνισμό μέσα στους εαυτούς τους. Δεν περίμεναν τον Στρος Καν να τους πει: «Έλληνες, είστε μέσα στα σκατά»!
Αυτοί οι άνθρωποι δεν «τα φάγανε» μαζί με τους υπόλοιπους. Έχουν το ηθικό ανάστημα σήμερα να διαμαρτυρηθούν. Αυτοί, ναι, θα μπορούσαν να ζητήσουν ευθύνες. Από τον Άνθρωπο δίπλα τους που έχασε το δρόμο του. Αυτόν που τους άφησε μόνους. Οι ισχυροί, δεν έχουν αυτό το δικαίωμα.
Κι ύστερα απ’ τις κατάρες, τις λάσπες και τα σφυρίγματα, έφτασε η νηνεμία. Κι οι Άνθρωποι, αυτοί που είχαν κατρακυλήσει στην παλιανθρωπιά, αυτοί που λύγισαν από το βάρος της ματαίωσης, κι αυτοί που έπρατταν το καλύτερο που τους επέτρεπαν οι συνθήκες, έμειναν μονάχοι, όπως και ήθελαν. Δεν υπήρχε πλέον κάποια ενωτική ιδέα να φωτίζει τα μυαλά τους και το τελευταίο ηλιοβασίλεμα τους άφησε μέσα στο σκοτάδι και το κρύο. Όλοι, ήταν λιποτάκτες και παραιτημένοι. Ορφανιά.
Ως λιποτάκτες και παραιτημένοι, προδότες της Συνείδησής τους και προδομένοι απ’ αυτούς που τους έπεισαν ή τους ανάγκασαν να προδόσουν, μόνοι πλέον, δέχθηκαν την ολοκληρωτική επίθεση. Για να μπορέσουν να αντιληφθούν.
Στο χρόνο που μεσολάβησε, αβοήθητοι πλέον και χωρίς φωνή, οι άνθρωποι που ξυπνούν κάθε πρωί «για να σπουδάσουν, να εργαστούν ή να βρουν δουλειά», με τη δικαιοσύνη να είναι για τους ισχυρούς και τη δημοκρατία για τους λίγους, δίχως προοπτική, είδαν τον εαυτό τους στον καθρέπτη: Ξεγελάστηκαν και εξοργίζονται: ξεπουλήθηκαν. Σιγά – σιγά, αναγνωρίζουν ότι η Ελευθερία της Κοινωνίας έρχεται μέσα από την επανάσταση στη συνείδηση του κάθε ατόμου αυτής.
Οι «Αγανακτισμένοι» είναι αυτοί που πλέον καθώς ο ήλιος έχει δύσει αποδέχονται ότι για να ξαναγυρίσει «θέλει δουλειά πολύ». Αναλαμβάνουν την ευθύνη δίχως διέξοδο. Υψώνουν τα χέρια τους και το βλέμμα τους προς την Αξιοπρέπεια. Τώρα, αποτελούν το παν ο ένας για τον άλλο. Και βλέπουν τον κόσμο ξανά με το βλέμμα του εραστή πάνω στην ερωμένη του.
Δε ζητούν ευθύνες απ’ αυτούς που παραστράτησαν. Γιατί ο άνθρωπος που θα κατηγορήσουν είναι ο γείτονας, ο φίλος, ο συγγενής τους που έχασε το δρόμο του. Αυτός που στάθηκε αδύναμος και τώρα βρίσκεται διπλά μόνος και προδομένος. Είναι όλοι. Σε αυτό τον αγώνα που ξεκινά στην Ελλάδα, οι «Αγανακτισμένοι» είναι όλοι αυτοί που αισθάνονται την ευθύνη. Κι ο αγώνας αυτός δε θα γίνει μόνο απ’ αυτούς που άντεξαν όταν όλοι οι άλλοι έχασαν τη Συνείδησή τους. Δεν είναι για τους δυνατούς που άντεξαν καλύτερα. Είναι για όλους. Γι’ αυτούς που λύγισαν, δεν τόλμησαν, που χλεύασαν και είχαν αποδεχθεί τον κυνισμό στη ζωή τους. Όλοι υποχώρησαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Είναι μια «Αγανάκτηση» συνειδιακή.
Γιατί ο αγώνας αυτός δεν είναι πλέον μια ατομική υπόθεση επιβίωσης του ισχυρότερου: σε πλούτο ή σε δύναμη πεποιθήσεών. Γιατί ο διαχωρισμός πλέον καταρρέει. Γιατί από εδώ και κάτω, «δεν πάει άλλο». Ο Άνθρωπος πλέον δεν είναι μόνος. Έχει δίπλα του πολλούς άλλους. Κι αυτή είναι μια εν δυνάμει επανάσταση συνειδήσεων. Αρχίζουμε να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο και να δίνουμε το χέρι. Μια πραγματική Αλλαγή. Λένε, εσείς φτιάχνατε τους κανόνες κι εμείς ακολουθούσαμε. Αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας. Μετανιώνουμε.
Γιατί από σήμερα οι πολίτες αυτής της χώρας απαντάνε στις κατηγορίες: Δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε εγκληματίες. Είμαστε αυτοί που σκάβουν τη γη, αυτοί που στελεχώνουν τα γραφεία, οι υπάλληλοι στις τράπεζές σας, αυτοί που σερβίρουν τα πιάτα με το φαγητό σας, αυτοί που σκουπίζουν τους διαδρόμους και βάφουν τους τοίχους σας, είμαστε οι επιστήμονες που ερευνούν για τις επιχειρήσεις σας, οι καθηγητές στα σχολεία και οι μανάβηδες που αγοράζεται τα τρόφιμά σας. Είμαστε δακτυλογράφοι, γραμματείς και μικροεπιχειρηματίες. Είμαστε μετανάστες. Είμαστε οι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι που δε φεύγουν στο εξωτερικό μετανάστες: δεν υποκύπτουν στο έγκλημα: προσπαθούν να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους. Είμαστε εδώ και παράγουμε τον πλούτο σας. Είμαστε ο πλούτος αυτής της χώρας.
Και απευθύνονται στους πολιτικούς: Φοβάστε την Πραγματική Δημοκρατία. Είμαστε οι πολίτες που διεκδικούν ξανά τη φωνή τους. Γιατί εμείς μόνο μπορούμε να εκφράσουμε αυτά που μας απασχολούν. Τα Πραγματικά Προβλήματά μας. Είμαστε εδώ. Σήμερα, σε όλη την Ελλάδα, «οι Αγανακτισμένοι», είναι αυτοί που έχουν κάνει τον εσωτερικό μονόλογό τους, έχουν κάνει την αυτοκριτική τους κι έχουν βγει δυνατοί: καθαροί. Κτίζουν, έχουν θέληση για την υπέρβαση. Αυτοί, που το διεφθαρμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας ποτέ δεν έκανε. Και πλέον, οι συνθήκες φαίνεται να μπορούν ν’ αλλάξουν. Γιατί, ο καθένας πλέον μπορεί να πει:
«Ξέρω ότι μαζί μπορούμε».
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
Πέρασαν μόλις δύο χρόνια, από τη μοιραία εκείνη νύχτα όπου ένας ασυνείδητος οδηγός που έτρεχε…
Ο συνδυασμός του Αντώνη Ροκάκη σημείωσε σαρωτική νίκη στις εκλογές του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου…
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα καθημερινά για το σχεδιασμό του Υπουργείου Μετανάστευσης να δημιουργηθούν στην Κρήτη, δομές…
Απαντήσεις για το κύμα γαστρεντερίτιδας στα Χανιά τον περασμένο Οκτώβριο αναζητά ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ζητώντας…
Συνεχίζονται οι δράσεις του Δήμου Χανίων και της ΔΕΔΙΣΑ Α.Ε. (ΟΤΑ) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής…
This website uses cookies.