[…] Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση…
(Τάσος Λειβαδίτης, Τα μοναχικά βήματα)
Ο πολιτιστικός σύλλογος “ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ” συνεχίζοντας τον δεύτερο κύκλο των προβολών του κινηματογραφικού αφιερώματος στον φημισμένο ιταλικό κινηματογράφο με τον γενικό τίτλο: “Μικρά Αριστουργήματα Μεγάλων Ιταλών Σκηνοθετών”, θα προβάλλει στα Χανιά (σε συνεργασία με τη NEW STAR) την Κυριακή, 07/02/2016 στις 8.00 μ.μ. στη γνώριμη αίθουσα του Τ.Ε.Ε. Δυτικής Κρήτης (Νεάρχου 23) την ταινία: “Οι αρραβωνιασμένοι” (1979) του Ερμάνο Όλμι.
Σκηνοθεσία: Ερμάνο Όλμι, ο οποίος καταγράφει με οξύ κινηματογραφικό βλέμμα, στα όρια μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, το πικρό χρονικό μιας υπαρξιακής ήττας.
Παίζουν οι ηθοποιοί: Άννα Κάνζι, Κάρλο Καμπρίνι
Διάρκεια: 77′
Περίληψη: Στον βιομηχανικό βορά της Ιταλίας ζει ο Τζιοβάννι, ένας εξειδικευμένος εργάτης φάμπρικας. Το αφεντικό θα του προτείνει προαγωγή, αρκεί να πάει στη Σικελία για 18 μήνες, ώστε να βοηθήσει σε ένα νέο παράρτημα. Η απουσία του θα κάνει κακό στη σχέση του με την αρραβωνιαστικιά του, Λιλιάνα, μια σχέση που κινείται μέσα σε κάποιες μονάχα συναντήσεις.
Πριν την προβολή θα παρουσιάσει μια σύντομη εισήγηση για την ταινία: “Οι αρραβωνιασμένοι” του Ερμάνο Όλμι η εκπαιδευτικός Γεωργία Κωσταριδάκη.
Για την ταινία: “Οι Αρραβωνιασμένοι” (1963), του Ερμάνο Όλμι
Μετάφραση από τα Αγγλικά:
Βίκυ Παπαναγιώτου
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Ερμάνο Όλμι βλέπει τον εαυτό του περισσότερο σαν τεχνίτη του κινηματογράφου παρά σα διανοούμενο. Σαν τέτοιος διαφέρει από τον τυπικά (επι)κριτικό συγγραφέα και είναι περισσότερο σαν κι εμάς (τους πιο πολλούς), κάποιος δηλαδή που αντιλαμβάνεται τα πράγματα βυθισμένος στην πολυπλοκότητα του κόσμου που τον περιβάλλει. Εμείς γενικά δε δρούμε εμφατικά με τους ξεκάθαρα οριοθετημένους τρόπους των ηθοποιών που συνήθως βλέπουμε στις ταινίες.
Ο Όλμι εμφανώς το αντιλαμβάνεται αυτό και ό,τι τον ξεχωρίζει από και (τον τοποθετεί) πάνω από τους περισσότερους σκηνοθέτες είναι η ικανότητά του να λέει τις κινηματογραφικές του ιστορίες μ’ έναν πιο νατουραλιστικό τρόπο – που είναι πιο κοντά στον τρόπο που εμείς οι ίδιοι βιώνουμε τον κόσμο. Γι’ αυτόν το λόγο ο Όλμι συχνά κατατάσσεται ως Ιταλός νεορεαλιστής (και πραγματικά ο Βιττόριο ντε Σίκα ήταν μια από τις κύριες επιρροές του), αλλά υπάρχει μια λεπτή διαφορά. Οι νεορεαλιστές είχαν την τάση να στοχεύουν να συλλάβουν το “αντικειμενικό” στη ζωή των συνηθισμένων ανθρώπων σαν να ήταν δημιουργοί ντοκιμαντέρ. Αλλά ο Όλμι (ο οποίος ομολογουμένως ήταν αρχικά δημιουργός ντοκιμαντέρ) έχει έναν τρόπο να παρουσιάζει τον κόσμο όπως υπαρξιακά βιώνεται από τους χαρακτήρες του. Αυτό κάνει τις ταινίες του λιγότερο αντικειμενικές αλλά πιο αυθεντικές.
“Οι Αρραβωνιασμένοι” (I Fidanzati, 1963) ήταν η τρίτη ταινία του Όλμι που ακολούθησε την υπέροχη ταινία “Η Θέση” (1961) και έχει κάποιες ομοιότητες μ’ αυτήν. Και οι δύο ταινίες ακολουθούν τις εμπειρίες ενός συνηθισμένου νεαρού εργαζομένου καθώς αυτός προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια καινούργια δουλειά και στις κοινωνικές περιστάσεις. Και οι δυο ταινίες έχουν τον απόηχο των πλευρών της εργατικής ζωής που την κάνουν να χάνει βαθμιαία τον ανθρώπινό της χαρακτήρα, στοιχείο που αποτέλεσε τυπικό γνώρισμα στον σύγχρονο μεταπολεμικό καπιταλισμό. Αλλά η ταινία: “Οι Αρραβωνιασμένοι” δεν ασχολείται πραγματικά τόσο πολύ με έναν κοινωνικό – πολιτικό σχολιασμό αλλά με κάτι πιο βασικό.
Η ιστορία ασχολείται με τις μικρές χαρές και λύπες ενός νεαρού ζευγαριού Ιταλών (“Οι Αρραβωνιασμένοι”), οι οποίοι έχουν αρραβωνιαστεί για να παντρευτούν κάποτε. Αυτό ήταν συνηθισμένο (φαινόμενο) στην Ιταλία για χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαιτίας της σοβαρής έλλειψης στέγης που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Ακόμα και δεκαπέντε χρόνια μετά τον πόλεμο υπήρχε μια σημαντική έλλειψη επαρκούς στέγης κι έτσι τα νεαρά ζευγάρια έπρεπε συχνά να περιμένουν για κάποιο χρονικό διάστημα πριν μπορέσουν να βρουν ένα κατάλληλο διαμέρισμα, για να μετακομίσουν και να ξεκινήσουν τον έγγαμο βίο τους 1. Αυτό το μεγάλο διάστημα της αναμονής μπορούσε να σβήσει τη φλόγα της νεανικής ρομαντικής αγάπης. Για το ζευγάρι σ’ αυτήν την ιστορία εμφανίζεται επιπλέον άγχος στη σχέση τους από τη δυσάρεστη προοπτική του χωρισμού τους για κάποιο διάστημα εξαιτίας εργασιακών υποχρεώσεων.
Στην πραγματικότητα από μία άποψη δε φαίνεται να υπάρχει καν ιστορία στην ταινία “Οι Αρραβωνιασμένοι”. Αυτή είναι πραγματικά η μαγική πλευρά των ταινιών του Όλμι γενικότερα. Μοιάζουν απλά να παρουσιάζουν μόνο μια τυχαία σειρά ασήμαντων περιστατικών που δε φαίνεται να έχουν κάποια νοηματική σύνδεση με μια συνεκτική αφήγηση. Αλλά, ωστόσο, η αθροιστική εμπειρία του να παρακολουθεί κανείς αυτά τα περιστατικά τον οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία αιφνιδιαστικά βιώνει έντονα συναισθήματα για τη ζωή και την αγάπη. Αυτό είναι που συμβαίνει εδώ στους Αρραβωνιασμένους, και βεβαιώνει την ασυνήθιστη δεξιότητα του Όλμι να φτιάχνει μια γεμάτη νόημα ταπετσαρία από διάφορα διάσπαρτα στοιχεία.
Η αφηγηματική δομή, όπως είναι, έχει σε γενικές γραμμές τέσσερα μέρη που περιγράφουν τί συμβαίνει στους δύο κύριους χαρακτήρες, τον Τζιοβάννι (που τον υποδύεται ο Κάρλο Καβρίνι) και τη Λιλιάνα (που την υποδύεται η Άννα Κάνζι). Η ταινία από την αρχή έως το τέλος εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον Τζιοβάννι.
1. Η Αναχώρηση
Η ταινία αρχίζει σε μια τοπική αίθουσα χορού στο Μιλάνο, στην οποία ο Τζιοβάννι και η Λιλιάνα εμφανώς από συνήθεια συχνάζουν για κοινωνική ζωή. Η ατμόσφαιρα της αίθουσας χορού είναι φτηνιάρικη και κακόγουστη και φαίνεται σαν οι άνθρωποι σ’ αυτή τη συνεστίαση να έχουν έλθει τόσες πολλές φορές, ώστε τώρα πια να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια κακή συνήθεια. Η ζωντανή μουσική που παίζει ο μισθωμένος πιανίστας και ο ακορντεονίστας δίνει μάλλον (στο άκουσμά της) μια αίσθηση ξεχαρβαλωμένης λατέρνας, αλλά αυτή η μουσική παραμένει στο μυαλό του Τζιοβάννι και γίνεται το κύριο μουσικό θέμα της ταινίας.
Στην αίθουσα χορού είναι εμφανές ότι ο Τζιοβάννι και η Λιλιάνα δεν είναι στα καλά τους και σχεδόν δε μιλάει ο ένας στον άλλο. Αυτή η σκηνή διανθίζεται από μια σειρά αναδρομικών αφηγήσεων (flashbacks) που παρέχουν τις πληροφορίες για ποιό λόγο το ζευγάρι είναι στα μαχαίρια. Ο Τζιοβάννι έχει δεχθεί μια πρόταση να μετατεθεί για δουλειά την οποία δεν μπορεί ν’ αρνηθεί για οικονομικούς λόγους. Είναι ένας χειρώνακτας εργάτης – οξυγονοκολλήτης και αυτή η πρόταση είναι μια ευκαιρία για να πάρει αύξηση και προαγωγή δουλεύοντας για ενάμιση χρόνο σ’ έναν κατασκευαστικό εργοτάξιο στη Σικελία, πολλές εκατοντάδες μίλια μακριά από το Μιλάνο, στον νότο. Όπως ταιριάζει σε μια καθωσπρέπει νεαρή γυναίκα, η Λιλιάνα δεν μπορεί να ακολουθήσει τον Τζιοβάννι στη Σικελία κι αυτό σημαίνει ότι θα ζήσουν χωριστά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι η Λιλιάνα σκέφτεται ότι κάτι τέτοιο φυσιολογικά θα σημαίνει και το τέλος της δέσμευσής τους για γάμο. Καθώς (ο Τζιοβάννι) είναι έτοιμος να φύγει, ο καυγάς δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει και αυτό το μέρος (της ταινίας) τελειώνει με τον Τζιοβάννι στο αεροπλάνο που κατευθύνεται νότια για τη Σικελία.
2. Άφιξη στη Σικελία
Σ’ αυτό το μέρος η κοινωνική απομόνωση του Τζιοβάννι είναι σαφής. Φτάνει στη Σικελία το βράδυ και καταλύει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου θα παραμείνει για λίγες ημέρες έως ότου να βρεθεί μια πιο μόνιμη κατοικία. Έπειτα έχει ένα μοναχικό δείπνο στο εστιατόριο του ξενοδοχείου που είναι ως επί το πλείστον άδειο. Ο Τζιοβάννι είναι ένα λιγομίλητο πρόσωπο της εργατικής τάξης που ακούει περισσότερο από ό, τι μιλάει. Στη δουλειά στο κατασκευαστικό εργοτάξιο την επόμενη μέρα, ο ίδιος παρατηρεί έναν συνάδελφο του να τραυματίζεται σοβαρά και να διακομίζεται εσπευσμένα από ένα ασθενοφόρο (στο νοσοκομείο). Ο επιστάτης του λέει ότι οι ντόπιοι Σισιλιάνοι εργάτες δεν έχουν μια επαρκή εργασιακή ηθική: εξοικειωμένοι με την εποχιακή εργασία των εργαζομένων στη γεωργία, αδυνατούν να έρθουν να εργαστούν στις βροχερές ημέρες…
3. Ο Τζιοβάννι στον ελεύθερο του χρόνο
Αλλά, επίσης, υπάρχουν και μη εργάσιμες ημέρες και ο Τζιοβάννι διερευνά την περιοχή. Έχει κάποιον ελεύθερο χρόνο, αλλά και πάλι, είναι πάντα μόνος του και δεν έχει νέους φίλους. Μπαίνει σε μια τοπική εκκλησία και κάθεται μόνος του ευλαβικά σε ένα στασίδι στο πίσω μέρος (του ναού). Όταν ένας σκύλος μπαίνει στην εκκλησία και διαταράσσει την ποιμαντική συνεδρία μερικών παιδιών, όλα τα παιδιά γελούν και ο Τζιοβάννι διασκεδάζει πολύ. Αυτή είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε να χαμογελάει, αλλά είναι ακόμα μόνος.
Στο λεωφορείο για το κατασκευαστικό εργοτάξιο, ο Τζιοβάννι ακούει τυχαία τους συνεπιβάτες συναδέλφους του να κουτσομπολεύουν περιφρονητικά την οικτρή χωριάτικη στάση των ντόπιων Σισιλιάνων.
Αργότερα (ο Τζιοβάννι) πηγαίνει σ’ ένα τραχύ τοπικό φεστιβάλ του δρόμου, στο οποίο συμμετέχουν γυναίκες μεταμφιεσμένες με καρναβαλικές μάσκες που, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, μπορούν να χορεύουν με τους ξένους στην κατάμεστη πλατεία. Ο Τζιοβάννι χορεύει με μια τέτοια γυναίκα που του δίνει ένα φιλί, αλλά δεν βγάζει τη μάσκα της.
Το εορταστικό πνεύμα οδηγεί στη γενική μέθη, και πίσω στο ξενοδοχείο ακόμα και ο Τζιοβάννι συμμετέχει σε κάποιες θορυβώδεις φάρσες με μερικούς από τους άλλους ενοίκους.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου μέρους της ιστορίας, ο Τζιοβάννι περιστασιακά έχει αναμνήσεις από το παρελθόν, από τη ζωή του στο Μιλάνο – μία που σχετίζεται με αυτόν τον καυγά του αποχωρισμού με την απαρηγόρητη Λιλιάνα και μία άλλη, όταν χόρεψε στην αίθουσα χορού με μια σέξι κοπέλα με την οποία είχε προφανώς μια σύντομη ερωτική σχέση.
Έτσι, προσπαθεί να βυθιστεί στο νέο του περιβάλλον και ίσως ν’ απομακρυνθεί από τη Λιλιάνα.
4. Αναμνήσεις
Ο Τζιοβάννι μετακινείται από το ξενοδοχείο που είχε μείνει σε ένα μικρό άβολο δωμάτιο του ξενώνα, το οποίο θα είναι το πιο μόνιμο κατάλυμα του για το χρόνο που θα βρίσκεται στη Σικελία. Αλλά κάποιες αναμνήσεις της Λιλιάνα συνεχίσουν να επανέρχονται. Θυμάται τον δεσμό του με την σέξι κοπέλα από το Μιλάνο και πως είχε πληγωθεί η Λιλιάνα. Και θυμάται τον βουβό πόνο της Λιλιάνα σαν αντίδραση και την ειλικρινή επαναβεβαίωση της αγάπης της γι ‘αυτόν.
Τώρα αρχίζει να τη θυμάται πιο στοργικά. Αρχίζουν να ανταλλάσουν επιστολές και αυτό (το γεγονός) σηματοδοτεί την εκκίνηση του πιο όμορφου μέρους της ταινίας που κάνει ο,τιδήποτε έχει συμβεί πιο πριν να λάμπει φωτισμένο μ’ ένα γεμάτο νόημα φως. Ο συνήθως σιωπηλός Τζιοβάννι ανοίγεται καθώς τα γράμματα (του) διαβάζονται δυνατά στην αφήγηση:
“Γιατί δεν μου έχεις γράψει; Έστειλα μια καρτ ποστάλ πριν από δύο εβδομάδες και ακόμα (δεν έχω πάρει) καμία απάντηση από εσένα… Τους χαιρετισμούς μου σε όλους και ένα φιλί για σένα.”
Η Λιλιάνα (του) απαντά ότι δίσταζε να ανοίξει την επιστολή του, επειδή φοβόταν ότι θα ήταν μια αποχαιρετιστήρια επιστολή από αυτόν:
“Δίστασα να (σου) απαντήσω. Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελες να το κάνω…” “Είχα χάσει την πίστη (μου) καθώς και την ελπίδα.”
Όπως ανταλλάσσουν (μεταξύ τους) περισσότερα γράμματα, μαθαίνουμε πως έχουν περάσει δύο μήνες. Η αυξανόμενη τρυφερότητα μεταφέρεται (στον θεατή) δείχνοντας (ο σκηνοθέτης) τη Λιλιάνα να μιλάει στην κάμερα διαβάζοντας τις επιστολές της φωναχτά. Λέει ότι δεν πάει για χορό πια, γιατί αυτός δεν είναι πλέον εκεί για να χορέψει μαζί της.
“Προσπάθησα να σε ξεχάσω, να σε διαγράψω από τις σκέψεις μου. Αλλά τώρα, δόξα τω Θεώ, τα πάντα έχουν αλλάξει”.
Από την πλευρά του, τα λόγια του Τζιοβάννι γίνονται τρυφερά και αισθαντικά, καθώς εκφράζει το πάθος του γι’ αυτήν. Πηγαίνει έξω και κολυμπά ευτυχισμένος στη θάλασσα και εμείς γνωρίζουμε ότι την σκέφτεται.
Στο τέλος της ταινίας είναι Κυριακή και προμηνύεται καταιγίδα έξω. Ο Τζιοβάννι αυθόρμητα παίρνει τη Λιλιάνα στο τηλέφωνο και της μιλάει. Αυτή είναι θορυβημένη και αναρωτιέται τι κακό συμβαίνει, αλλά αυτός της λέει ότι την πήρε στο τηλέφωνο απλά επειδή την σκεφτόταν. Με δυσοίωνες βροντές ν’ ακούγονται έξω (από το δωμάτιο του Τζιοβάννι), εκείνος της μιλάει τρυφερά για λίγα λεπτά και στη συνέχεια κλείνει το τηλέφωνο την ώρα που μια καταρρακτώδης βροχή με ισχυρούς ανέμους πνίγει την ύπαιθρο στην τελική σκηνή της ταινίας.
Η καταιγίδα στο τέλος της ταινίας: “Οι Αρραβωνιασμένοι” είναι ένα λαμπρό παράδειγμα ύφους από πλευράς του Όλμι και τονίζει τα δυνατά συναισθήματα στην τελική σκηνή. Ένας αριθμός κριτικών είδε την καταιγίδα στην τελική σκηνή ως ένδειξη πως η σχέση ανάμεσα στον Τζιοβάννι και τη Λιλιάνα είτε απειλείται είτε είναι καταδικασμένη να πεθάνει από ανία (για παράδειγμα 2, 3. Εγώ δεν το πιστεύω. Για μένα η καταιγίδα απλά δίνει έμφαση στην αίσθηση του χωρισμού τους και υπογραμμίζει πως είναι ευάλωτοι σε εξωτερικές δυνάμεις. Δείχνει πόσο αδύναμοι είναι μπροστά σε κρίσιμες καταστάσεις που απορρέουν από τον άγριο, φυσικό κόσμο εκεί έξω, αλλά αυτό δε μειώνει τη λαχτάρα του ενός για τον άλλο, αντίθετα φέρνει μεγαλύτερη προσοχή και (προσθέτει μεγαλύτερη) αμεσότητα στην εκπλήρωση της επιθυμίας τους.
Η ηθοποιία του Κάρλο Καμπρίνι και της Άννας Κάνζι είναι καταπληκτική. Δεν ήταν επαγγελματίες ηθοποιοί πριν από τους Αρραβωνιασμένους, παρ’ όλο που εμφανίστηκαν σε μερικές ταινίες αργότερα. Και οι δύο φτιάχνουν με αποτελεσματικό τρόπο το πορτραίτο των βασικά άναρθρων (σε λεκτικό επίπεδο) ανθρώπων της εργατικής τάξης, μα μεταφέρουν τα μεγέθη (των κοινωνικών της εμπειριών) στις εκφράσεις του προσώπου τους, ιδιαίτερα η δεσποινίδα Κάνζι.
Πάνω απ’ όλα, με εντυπωσιάζει ο τρόπος με τον οποίο ο Όλμι το κάνει αυτό -ο τρόπος δηλαδή που υφαίνει τις διάφορες πεζές απεικονίσεις του περιβάλλοντος των πρωταγωνιστών του, έτσι ώστε να μεταφέρουν μία αίσθηση μελαγχολίας και προβληματισμού.
Και μετά αλλάζει τα πράγματα, ώστε η μοναξιά να φέρει τη συνειδητοποίηση και τη λαχτάρα για τον σύντροφο που είναι μακριά.
Αυτό (δηλαδή ο τρόπος κινηματογραφικής γραφής του Όλμι) δε λειτουργεί απλά σύμφωνα με τη μυθολογία του ρεαλισμού να βγαίνει κανείς έξω και να βρίσκει συνηθισμένους “πραγματικούς” ανθρώπους και μετά να τους φωτογραφίζει. Αντίθετα συνεπάγεται ένα προσεκτικό θεατρικό στήσιμο, τον αντίστοιχο χειρισμό των ηθοποιών, τη σύνθεση των εικόνων και το μοντάζ της ταινίας. Για μένα, αυτό βρίσκεται πιο κοντά στην αυθεντική πραγματικότητα της συνειδητής μας ύπαρξης. Με τον τρόπο αυτό ο Όλμι κατασκευάζει μια εσωτερική αφηγηματική πράξη με ιδιαίτερες αποχρώσεις, για να μεταφέρει το μήνυμά του. Η αφηγηματική κίνηση της ταινίας συνοψίζεται από το μουσικό soundtrack.
Το μουσικό θέμα με το ακορντεόν που ακούγεται σα λατέρνα του δρόμου φαινόταν κακόηχο και φτηνό στην αρχή της ταινίας, αλλά βαθμιαία έρχεται να συμβολοποιήσει όλες τις στιγμές που ο Τζιοβάννι και η Λιλιάνα βρίσκονταν μαζί στην αίθουσα του χορού. Και ενώ παλιότερα είχε γίνει συνήθεια να θεωρεί ο ένας τον άλλον δεδομένο, έφτασαν αργότερα να κοιτάζουν πίσω εκείνους τους καιρούς σα θαυμάσιες στιγμές που μοιράστηκαν μεταξύ τους. Κι έτσι το θέμα του ακορντεόν στο τέλος γίνεται ένα όμορφο ακουστικό μοτίβο για την αγάπη τους που τώρα αναγνωρίζουν σαν αληθινή.
Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Paul F. Wendt , “Post World-War-II Housing Policies in Italy”, Land Economics, Vol. 38, No. 2 (May, 1962), pp. 113-133.
2. Bill Gibron, “Past Perfect: Criterion Classics – I Fidanzati (1963)”, Popmatters, (19 December 2006).
3. Kent Jones, “Rhapsody in the Rain”, The Criterion Collection, (23 June, 2003).
Το άρθρο – ανάλυση από tsak-giorgis.blogspot.gr
Σχετικά με την ενδοκοινοτική διακίνηση καρπών εσπεριδοειδών με φύλλα και ποδίσκο από την Διεύθυνση Αγροτικής…
Η Νέα Αριστερά Χανίων διοργάνωσε εκδήλωση την Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου, με θέμα τον υπερτουρισμό, θέτοντας…
Αν υπάρχει μαγεία στον κόσμο μας, γι' αυτήν υπάρχει μία επιστημονική εξήγηση. Αυτό όμως -…
Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 69 ετών, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας από το Ηράκλειο Νίκος Ψιλάκης.…
Έχει και η υποκρισία τα όρια της. Ο Σταϊνμάιερ, ηρθε στο μαρτυρικό τόπο της Καντάνου…
Είναι αυτή η τραγική πραγματικότητα. Η Γερμανία βρίσκει διαρκώς τρόπους να υπεκφεύγει των ευθυνών της…
This website uses cookies.