Αφού έγινε γνωστή η ένωση των τεσσάρων βαλκανικών κρατών σε Βαλκανική Συμμαχία, ακολούθησε πόλεμος της συμμαχίας κατά της Τουρκίας (4 Οκτωβρίου 1912). Ο ελληνικός στρατός κατανεμήθηκε σε δύο ομάδες, μία για την Ήπειρο και μία για τη Θεσσαλία. Το τμήμα της Θεσσαλίας προχώρησε στις 6 Οκτωβρίου στο Σαραντάπορο που ήταν οχυρωμένο από Γερμανούς.
Στις 11 Οκτωβρίου απελευθερώθηκαν τα Σέρβια και στις 12 η Κοζάνη. Ακολούθησαν η Κατερίνη, η Βέροια, η Νάουσα και η Έδεσσα. Στις 19 έγινε η πρώτη επίθεση των Γιαννιτσών, που ήταν το τρίτο «κλειδί» για τον έλεγχο της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, μετά το Κλειδί στις Σέρρες και το Μοναστήρι. Το βράδυ της 26ης Οκτωβρίου, μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Θεσσαλονίκη.
Οι Βούλγαροι κατέλαβαν τις Σέρρες, την Καβάλα και τη Δράμα, ενώ οι Σέρβοι το Μοναστήρι. Στις 6 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Φλώρινα και στις 7 η Κορυτσά. Χάρη στην επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό και ενώθηκε με την Ελλάδα το νότιο και μεγαλύτερο κομμάτι της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι, όμως, είχαν πολλές απαιτήσεις για τα απελευθερωμένα εδάφη και γι’ αυτό οι Έλληνες και οι Σέρβοι συνασπίσθησαν. Έτσι, όταν οι Βούλγαροι, στις 16 Ιουνίου 1913, επιτέθηκαν εναντίον της Νιγρίτας και τη άλλη μέρα εναντίον των Σερρών στη Γευγελή, οι Έλληνες κατέλαβαν το Κιλκίς και τον Λαχανά στις 21 Ιουνίου. Και με τις νίκες τους στη Δοϊράνη (22-23 Ιουνίου) και στη Στρώμνιτσα (26 Ιουνίου) ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί. Ανάλογες επιθέσεις έκαναν και οι Σέρβοι και ο Ρουμάνοι εναντίον των Βουλγάρων. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου) ορίστηκαν τα σύνορα των Βαλκανικών κρατών και η Μακεδονία ενώθηκε με τη μητέρα Ελλάδα. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η Θεσσαλονίκη έγινε έδρα των συμμάχων (2 Οκτωβρίου 1915).
Την άνοιξη του 1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία ως το Αιγαίο, και αργότερα τη Φλώρινα, η οποία απελευθερώθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου. Μετά τον σχηματισμό επαναστατικής κυβέρνησης του Βενιζέλου, η Ελλάδα συμμετείχε στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των Άγγλων και Γάλλων, στις επιχειρήσεις του μακεδονικού μετώπου. Έτσι απελευθερώθηκε και πάλι η στενάζουσα Μακεδονία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, άλλαξε και η πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής, αφού έφυγαν οι περισσότεροι τουρκοφωνοι και σλαβόφωνοι και ήρθαν Έλληνες πρόσφυγες από τον Καύκασο, τη Θράκη, τη Βουλγαρία και τη Μικρά Ασία.
Στο διάστημα που ακολούθησε μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πρόσφυγες συνετέλεσαν στο να δημιουργηθούν νέοι οικονομικοί συσχετισμοί. Γενικότερα, επήλθε μια εθνολογική και γλωσσική ομογενοποίηση της Μακεδονίας και υπήρξε έξαρση της οικονομικής δραστηριότητας.
Κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο ολόκληρη η Ελλάδα αγωνίστηκε με τους Ηπειρώτες και με τους Δυτικομακεδόνες εναντίον των Ιταλών και των φασιστών Αλβανών που συμμάχησαν μαζί τους και αντίστοιχα οι Μακεδόνες και οι Θρακιώτες εναντίον των Γερμανών, των Ιταλών και των συμμάχων τους Βουλγάρων.
Στις παραμονές της ιταλικής εισβολής, όπως σημειώνει ο Γιάννης Στεφανίδης, ο βορειοελλαδικός χώρος έφερε έντονα σημεία στρατιωτικής προπαρασκευής. Η Ανατολική Μακεδονία αποτελούσε το επίκεντρο της ελληνικής αμυντικής δραστηριότητας. Και αυτό διότι μέχρι την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, προβλεπόταν μόνο το ενδεχόμενο σύγκρουσης με τη Βουλγαρία και δινόταν έμφαση στη σειρά οχυρώσεων κατά μήκος της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου, καθώς οι Βούλγαροι είχαν διακηρύξει ότι επεδίωκαν αναθεώρηση των συνθηκών του Βουκουρεστίου και του Νεϊγύ (1919).
Οι σύμμαχοι – πρώτα οι Γάλλοι και κατόπιν οι Άγγλοι – ήθελαν να δημιουργήσουν στη Μακεδονία ένα μέτωπο, όπως στον προηγούμενο πόλεμο, για να απειλήσουν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές, από τις οποίες οι Γερμανοί προμηθεύονταν καύσιμα. Και απαιτούσαν σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων στον Αλιάκμονα, συμβάλλοντας, όμως, οι ίδιοι ελάχιστα στρατιωτικά. Οι συνταγματάρχης Δαβάκης διοικούσε στην Πίνδο με τμήμα της Στρατιάς Δ. Μακεδονίας και όταν έγινε η εισβολή των Ιταλών ανέλαβε ο αντιστράτηγος Πιτσίκας.
Το ηθικό στη Μακεδονία ήταν υψηλό. Μετά τους αγώνες και τους θριάμβους εναντίον των Ιταλών, στις 6 Απριλίου του 1941 έγινε η επίθεση των Γερμανών με διοικητή τον στρατηγό φον Λιστ. Η συνθηκολόγηση υπογράφηκε στις 9 Απριλίου στη Θεσσαλονίκη. Ακολούθησε μια τριπλή κατοχή: των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων. Στις 17 Απριλίου επιτράπηκε στους Βούλγαρους να καταλάβουν την Ανατολική Μακεδονία, δυτικά του Στρυμόνα και τη Δυτική Θράκη. Ακολούθησε, σε πρώτη φάση, η βίαιη χρήση της βουλγαρικής γλώσσας στην εκκλησία, την εκπαίδευση και τις δημόσιες υπηρεσίες. Η βία και η τρομοκρατία ήταν καθημερινά φαινόμενα. Βούλγαροι πράκτορες ήρθαν και στη Δυτική Μακεδονία (Έδεσσα, Φλώρινα), για να δημιουργήσουν κατάλληλο κλίμα για τις εδαφικές τους διεκδικήσεις. Αργότερα άρχισαν οι πρώτες αντιστασιακές εκδηλώσεις, με πρώτη την εξέγερση στην Ανατολική Μακεδονία.
Ακολούθησαν δολιοφθορές στη Θεσσαλονίκη (σιδηροδρομικό μηχανοστάσιο, γραφεία της ναζιστικής οργάνωσης «ΕΕΕ» κ.α. έργα της οργάνωσης «Ελευθερία»). Το καλοκαίρι εμφανίστηκαν οι πρώτες αντάρτικες ομάδες «Οδυσεύς Ανδρούτσος», «Αθανάσιος Διάκος» και άλλες, στη Νιγρίτα και στο Κιλκίς, στην Κοζάνη και στη Φλώρινα. Η αντίσταση, όμως, κάμφθηκε για λίγο μετά τα δραματικά «γεγονότα της Δράμας» που ακολούθησαν στην εξέγερση της 28ης και 29ης Σεπτεμβρίου 1941 στο Δοξάτο, τον Άγιο Αθανάσιο, τη Χωριστή και άλλες κοινότητες της Δράμας.
Μια επιγραφική αναφορά στους 15.000 νεκρούς, τις δεκάδες χιλιάδες απογυμνωμένων από τα υπάρχοντά τους κατοίκους, των 90.000 προσφύγων που έπρεπε να φύγουν από την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη, αδικεί το μέγεθος των καταστροφών. Κάτοικοι υποχρεώθηκαν να αλλάξουν τα επίθετά τους (1942), αλλιώς όφειλαν να εγκαταλείψουν το έδαφος της «μείζονος Βουλγαρίας». Το εβραϊκό στοιχείο εξοντώθηκε. Μετά τον Απρίλιο του 1942 αναπτύχθηκε το κίνημα αντίστασης από το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ Μακεδονίας, που κατάφεραν φοβερά πλήγματα, όπως αυτό στον Φαρδύκαμπο. Δημιουργήθηκαν και άλλες ομάδες – όπως ΠΑΟ, ΕΔΕΣ – που συντονίστηκα με το αρχηγείο στη Μέση Ανατολή (ΣΜΑ).
Ο τερματισμός της βουλγαρικής κατοχής έγινε με βάση «τη συμφωνία των ποσοστών» Ρωσίας – Βρετανίας, του Στάλιν και του Τσώρτσιλ, όπου όριζαν τις σφαίρες επιρροής τους. Στις 25 Οκτωβρίου 1944 ο τελευταίος Βούλγαρος στρατιώτης εγκατέλειψε το ελληνικό έδαφος.
Επιλογή κειμένων
Άννα Κωνσταντουδάκη – Αγγελάκη