Του Αντώνη Μπρεδήμα*
Μετά τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, η Γερμανία ανέλαβε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Βερσαλλιών (1919) την υποχρέωση να αποζημιώσει τα κράτη – νικητές (ουσιαστικά τους ιδιώτες) για τις ζημίες που υπέστησαν στη διάρκεια του πολέμου, αλλά και να επιστρέψει τα πολιτιστικά και άλλα αντικείμενα. Το ύψος των γερμανικών αποζημιώσεων υπολογίστηκε στα 132 δισ. μάρκα, που κατανεμήθηκαν μεταξύ των Συμμάχων ως εξής: Γαλλία 52%, Μ. Βρετανία 22%, Βέλγιο 0,95%, Ιταλία 10%, Σερβο – Κροατία 5%, Ρουμανία 1,1%, Πορτογαλία και Ιαπωνία 0,95% και Ελλάδα 0,40%.
Η Γερμανία ξεκίνησε πληρώνοντας σημαντικά ποσά, γεγονός που αποσάθρωσε την οικονομία της, και υποστήριξε ότι οι αποζημιώσεις οδήγησαν τον γερμανικό λαό στη σκλαβιά. Στη Συνδιάσκεψη των Παρισίων (1921) προτάθηκε η πληρωμή ενός μέρους των αποζημιώσεων με κυμαινόμενες καταβολές, δηλαδή η σύνδεση των αποζημιώσεων με την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας. Πρόταση που απορρίφθηκε από τη Γερμανία, που ζητούσε άλλες, πιο ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Η καταστροφική οικονομική κατάσταση στη Γερμανία, αλλά και η ανάγκη να διαφυλαχθεί η σταθερότητα σ’ όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, υποχρέωσε τις νικήτριες Δυνάμεις να επανεξετάσουν το θέμα των αποζημιώσεων με στόχο την αποκατάσταση της γερμανικής οικονομίας. Αυτό πραγματοποιήθηκε με τα δύο Σχέδια Dawes και Young, που συνέδεσαν την πληρωμή των αποζημιώσεων με κριτήριο την ευημερία της Γερμανίας και με σταδιακή παράταση των πληρωμών μέχρι το 1988! Όμως, η οικονομική κατάσταση στη Γερμανία δεν βελτιώθηκε, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 1929, με αποτέλεσμα να δοθεί, σε μια πρώτη φάση, ένα μορατόριουμ πληρωμών ενός έτους και στη συνέχεια, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1932), σημαντική μείωση των αποζημιώσεων (πλην αυτών προς τους ιδιώτες), αλλά όλες αυτές οι προβλέψεις καταργήθηκαν με την έλευση στην εξουσία του ναζιστικού καθεστώτος.
Τελικά, η Γερμανία πλήρωσε ένα μόνο μέρος των πολεμικών αποζημιώσεων: κατά την ίδια, το 53% του συνολικού ποσού, ενώ για τους Συμμάχους το 45,3%.
Στη Συνδιάσκεψη του Πότσνταμ (1945) αποφασίστηκε, κατ’ αρχάς, η πληρωμή των αποζημιώσεων προς τις τέσσερις κύριες νικήτριες Δυνάμεις μέσα από τη μεταφορά βιομηχανιών που ευρίσκονταν στις αντίστοιχες ζώνες κατοχής, με την ΕΣΣΔ να λαμβάνει ένα περαιτέρω 15% από τις Δυτικές ζώνες κατοχής. Από την άλλη πλευρά, η πληρωμή των χρεών θα έπρεπε να αφήσει στον γερμανικό λαό επαρκείς πόρους που θα του επέτρεπαν να επιβιώσει χωρίς εξωτερική βοήθεια. Αλλά, ενώ η σοβιετική πλευρά ζητούσε μαζικές μεταφορές βιομηχανιών, οι Δυτικοί υποστήριξαν ότι οι γερμανικές εξαγωγές θα έπρεπε να αφιερωθούν στην πληρωμή των εισαγωγών ειδών πρώτης ανάγκης.
Με συμπληρωματικές συμφωνίες, υιοθετήθηκε (1946) ένα Σχέδιο για τις αποζημιώσεις και το επίπεδο της γερμανικής οικονομίας, σύμφωνα με το οποίο το βιομηχανικό επίπεδο της Γερμανίας θα έπρεπε να περιοριστεί στο 50% του 1938. Αυτό θεωρήθηκε ως επαρκές για την επιβίωση της Γερμανίας χωρίς εξωτερική βοήθεια, με το βιωτικό επίπεδο να μειώνεται στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών (εξαιρουμένης της Μ. Βρετανίας και της ΕΣΣΔ). Αυτό το Σχέδιο εγκαταλείφθηκε στις ζώνες κατοχής των Δυτικών, που αποφάσισαν τη βιομηχανοποίηση της Γερμανίας στο 70-75%.
Όσον αφορά τις αποζημιώσεις της Δυτικής Γερμανίας, οι συμφωνίες των Παρισίων (με συμμετοχή 18 κρατών) προσδιόρισαν ότι «οι αποζημιώσεις θα πρέπει να γίνουν προς τις χώρες που έφεραν το κύριο βάρος του πολέμου, υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες και οργάνωσαν τη νίκη επί του ‘εχθρού’. Οι αποζημιώσεις διαιρέθηκαν: (α) στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εμπορικά πλοία και πλοία εσωτερικών διαδρομών, και (β) όλες τις άλλες μορφές αποζημιώσεων. Από την πρώτη κατηγορία, η Ελλάδα έλαβε το 4,35% και από τη δεύτερη το 2,70%. Και ενώ το άρθρο 2Α προσδιόριζε ότι με αυτό καλύπτονταν όλες οι αποζημιώσεις της Γερμανίας, ταυτόχρονα προσδιόριζε στη συνέχεια ότι η προηγούμενη ρύθμιση δεν προκαταλάμβανε, στον προσδιορισμό, σε εύθετο χρόνο, του συνολικού ποσού των αποζημιώσεων της Γερμανίας.
Έτσι, ενώ το 1947 μειώθηκαν οι βιομηχανικές μεταφορές κατά το ήμισυ, πολιτικοί λόγοι, όπως το Σχέδιο Μάρσαλ και η ένταξη της Δυτ. Γερμανίας στο Δυτικό στρατόπεδο, επέβαλαν τη διατήρηση του βιομηχανικού της επιπέδου, δηλαδή τη μείωση της αποβιομηχανοποίησης. Με αποτέλεσμα, το 1949 η αξία των μεταφερόμενων εγκαταστάσεων να περιοριστεί στο 20% των προβλεπόμενων του 1946.
Με τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953), και στο πλαίσιο της όλης πολιτικής των Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων για στήριξη της Δυτ. Γερμανίας, αναβλήθηκε η πληρωμή των επανορθώσεων πολέμου, μέχρις ότου γίνει οριστική ρύθμιση του προβλήματος, χωρίς να προσδιορίζεται πότε θα γινόταν αυτή η ρύθμιση. Με άλλη συμφωνία, του 1954, προσδιορίστηκε ότι οι επανορθώσεις θα ρυθμιστούν με τη συνθήκη ειρήνης της Γερμανίας με τα πρώην εχθρικά κράτη, δηλαδή μέχρι να πραγματοποιηθεί η ενοποίηση της χώρας, χωρίς όμως να αποκλείεται η σύναψη σχετικών προγενέστερων συμφωνιών. Η αναστολή αυτή της πληρωμής των αποζημιώσεων δεν ήταν υποχρεωτική στο νομικό επίπεδο, αφού η ίδια η Δυτική Γερμανία θεωρούσε ότι ήταν η συνέχεια του γερμανικού κράτους. Αυτή η αναστολή (ή μορατόριουμ) οφειλόταν σε λόγους καθαρά πολιτικού καιροσκοπισμού, δηλαδή της ανασυγκρότησης της γερμανικής ισχύος στο πλαίσιο της διαιρεμένης Ευρώπης. Και ενώ η οικονομία της Γερμανίας είχε αναρρώσει πλήρως, αρνείτο επιμόνως οποιαδήποτε συζήτηση για αποζημίωση (με εξαίρεση την περίπτωση των Εβραίων).
Η επανένωση των δύο Γερμανιών το 1990, με τη Συνθήκη 2+4 (δύο Γερμανίες και τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις), έθεσε πάλι το θέμα των αποζημιώσεων. Η Γερμανία υποστηρίζει ότι με τη Συνθήκη αυτή καταργήθηκε η υποχρέωση αποζημίωσης. Πλην του ότι αυτό δεν προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της Συνθήκης, όσον αφορά την Ελλάδα (ενδεχομένως και άλλες χώρες) η Συνθήκη αυτή δεν την δεσμεύει. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε δεσμευθεί (όπως άλλες χώρες) μόνο αν είχε ρητώς ή σιωπηρώς παραιτηθεί των αξιώσεών της. Αυτό όμως δεν έγινε, στο μέτρο που, μετά το 1990, η Ελλάδα επανέφερε επανειλημμένα το θέμα απέναντι στη Γερμανία. Η αξίωση της Ελλάδας επομένως παραμένει στο νομικό επίπεδο, ανεξαρτήτως του αν μπορεί να την διεκδικήσει σε δικαιοδοτικό επίπεδο.
Η Γερμανία εξήλθε ηττημένη εκ του 1ου και του 2ου Παγκοσμίου πολέμου. Υπέγραψε, ως προς τον πρώτο, τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών και, ως προς τον δεύτερο, η υπογραφή συνθήκης ειρήνης αναβλήθηκε και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Γερμανία επωφελήθηκε από την αντιμετώπισή της αυτή από τους νικητές και μπόρεσε έτσι να προχωρήσει στην οδό της ανάπτυξης. Η Ελλάδα εξήλθε εν πολλοίς κατεστραμμένη από τον 1ο Παγκόσμιο πόλεμο, αλλά δεν αποζημιώθηκε από την ευημερούσα πλέον Γερμανία. Ακόμα δε περισσότερο, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 και τη χρεοκοπία του 2009, η Ελλάδα βρέθηκε, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, στη μέγγενη των Μνημονίων και στη βαθιά προσβολή των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, χωρίς να υπάρχει φως ανάπτυξης στο βάθος του τούνελ. Η Γερμανία επιβάλλοντας στην Ελλάδα, με τη βοήθεια ασφαλώς και άλλων διεθνών παραγόντων, τις πολιτικές της λιτότητας και της ύφεσης, μεταβλήθηκε από θύμα σε θύτη.
* Ο Αντώνης Μπρεδήμας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών