Μεταφέρουμε την μαρτυρία του από παλιότερη συνέντευξή του στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα του Στέλιου Κούλογλου:
“Μετά την εγκατάλειψη των στρατιωτών από τους αξιωματικούς, κάποιοι άρχισαν να αυτοκτονούν και άλλοι να σκορπούν προς διάφορες κατευθύνσεις. Τότε εγώ τους φώναζα «παιδιά, μην αυτοκτονείτε, ελάτε μαζί μου» και προσκολλήθηκαν στο λόχο. Μαζεύτηκαν περίπου 200 – 250 και στις οχτώ ξεκινήσαμε από το Μέταλλο στη Φαιά Πέτρα, για να περάσουμε το δημόσιο δρόμο Σιδηροκάστρου – Σερρών, να φτάσουμε στο Στρυμόνα, να βρούμε καμία γέφυρα για να περάσουμε και να ξεκινήσουμε για το Aγιον Όρος.
Στους στρατιώτες μου δεν είχε πει τίποτα. Η απόφασή μου ήταν Κρήτη. Διότι κατάλαβα ότι οι Γερμανοί μέσω των πλοίων θα καταλάβουν την Ηπειρωτική Ελλάδα. Μια βραδιά περάσαμε στη Λήμνο. Δεύτερη βραδιά στη Μυτιλήνη, και δεύτερη βραδιά στη Χίο. Οι Γερμανοί βύθιζαν ό,τι κινούνταν προς Ανατολάς και προς Νότο. Ό,τι πλεούμενο. Κι εγώ ενδιαφέρθηκα για τον καταυλισμό τους, ένα σχολείο, για την τροφοδοσία, τις μέρες που μείναμε στη Χίο, αλλά με απασχολούσε το πρόβλημα τι θα γίνει με τους στρατιώτες.
Εγώ είχα αποφασίσει πια ότι θα πάω στην Κρήτη. Αλλά μπορούσα να διακινδυνεύσω την τύχη τόσων οικογενειών; Τεράστια ευθύνη. Μέναμε σε ένα ξενοδοχείο με έναν Ξάνθο, αυτός ήταν δύο χρόνια νεότερος από μένα. Αυτός μου έλεγε να πάμε, να περάσουμε στην Τουρκία και από κει στην Αίγυπτο.
Εγώ φυσικά του έλεγα, εμείς είμαστε μόνο αξιωματικοί. Έχουμε υποχρέωση να υπερασπίσουμε την πατρίδα μας. Η Κρήτη δεν θα καταληφθεί, και θα αποτελέσει το γεφύρωμα, τι δουλειά έχουμε εμείς στην Τουρκία και στην Αίγυπτο; Τελικά δεν ξέρω τι έγινε. Είχαν μαζευτεί στη Χίο περίπου 300 αξιωματικοί, μόνιμοι και έφεδροι, εκτός από τους στρατιώτες, και επικεφαλής ήταν ένας συνταγματάρχης. Αντί αυτός ο συνταγματάρχης να πάρει πρωτοβουλία και να οργανώσει την μετάβαση όλων αυτών των αξιωματικών και των στρατιωτών στην Κρήτη, έβγαλε μια διαταγή να δηλώσουν, πόσοι θέλανε να πάνε στην Κρήτη, πόσοι στην Ηπειρωτική Ελλάδα, και πόσοι στην Τουρκία.
Δήλωσαν αρκετοί για την Κρήτη. Αλλά όπως αποδείχτηκε, μόνο μια ομάδα περίπου δεκαπέντε αξιωματικών, με πρωτοβουλία δική τους, με επικεφαλής, δεν θυμάμαι αυτήν την στιγμή το όνομά του, έναν συνταγματάρχη, πήγανε στην Κρήτη και πολέμησαν. Άλλοι δήλωσαν για την Ηπειρωτική Ελλάδα και άλλη για την Τουρκία. Αν πήγαιναν όλοι αυτοί οι αξιωματικοί στην Κρήτη, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε, όπως αποδείχτηκε, να καταληφθεί η Κρήτη από τους Γερμανούς. Από το αδιέξοδο αυτό, με έβγαλε η ανακοίνωση από το ράδιο της Αθήνας, ότι οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες του ελληνικού στρατού δεν θεωρούνται αιχμάλωτοι και μπορούν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Τους συγκέντρωσα στην αυλή του σχολείου όλους τους στρατιώτες και βαθμοφόρους και τους είπα: «Σας έφερα μέχρις εδώ. Δεν σας παρέδωσα στους Γερμανούς. Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν ήξερα τι να κάνω. Εγώ είμαι μόνιμος αξιωματικός και είμαι υποχρεωμένος να υπερασπίζω την πατρίδα μέχρι την τελευταία πιθαμή, και θα πάω στην Κρήτη. Όμως εσείς είστε κληρωτοί και πρέπει να γυρίσετε στις πατρίδες σας. Σας περιμένουν οι οικογένειές σας». Όλοι φώναξαν: «Όλοι στην Κρήτη».
Τους επαναλαμβάνω ακόμα μια φορά ότι εγώ είμαι υποχρεωμένος να πάω στην Κρήτη, εσείς είστε κληρωτοί, πρέπει να γυρίσετε στις πατρίδες σας. Θα σας βάλω, τους Πελοποννήσιους σε ένα με δυο καΐκια για την Πελοπόννησο, τους Στερεοελλαδίτες και τους Θεσσαλούς με ένα γεωκαΐκιο στην Εύβοια, και από κει, ο καθένας, ατομικά ή ομαδικά να γυρίσει στην πατρίδα του, σας περιμένουν οι οικογένειές σας.
Πάλι φώναξαν: «Όλοι στην Κρήτη». Τότε, τους δίνω με βροντερή φωνή «προσοχή». «Σας δίνω εντολή σαν λοχαγός σας να γυρίσετε στις πατρίδες σας κι εκεί να αγωνιστείτε για την απελευθέρωση της πατρίδας».
Ένας λοχίας, Παπαγεωργόπουλος Γιάννης, από το Άργος, μου λέει «εγώ δεν πειθαρχώ. Θα έρθω μαζί σου». Του λέω «θα συνδέσουμε την τύχη μας». Έτσι, τώρα καταλαβαίνετε ποιος ήταν ο αποχωρισμός. Όταν ξεκίνησαν τα καΐκια για την Πελοπόννησο και για την Εύβοια, εγώ με τον Παπαγεωργόπουλο, μαζί με έναν ταγματάρχη και μερικούς άλλους Κρητικούς, καμιά δεκαριά, μπήκαμε σε ένα βαποράκι εμπορικό μικρό, περάσαμε στην Τήνο, την δεύτερη βραδιά στην Νάξο, και τρίτη βραδιά στη Θήρα, στη Σαντορίνη.
Εκεί, το απόγευμα ανακάλυψε το βαποράκι ένα αεροπλάνο ιταλικό. Και ο καραβοκύρης δεν ήθελε να ξεκινήσει, γιατί μας έλεγε ότι δεν προλαβαίνουμε να φτάσουμε και θα μας πάρει η μέρα στη θάλασσα και θα μας βουλιάξουν. Το είδε ο ταγματάρχης, βγάζει το πιστόλι και του λέει «ή ξεκινάς ή σε σκοτώνω», και αναγκάστηκε να ξεκινήσει ο καραβοκύρης.
Ξεκινήσαμε λοιπόν. Όλοι ξενυχτούσαμε στο βαπόρι, διότι οι Γερμανοί βύθιζαν, και έβλεπες, παραδείγματος χάριν, σανίδες, βάρκες δεξιά και αριστερά. Όλοι ήμαστε στο κατάστρωμα, όλοι αγρυπνούσαμε.
Τελικά, μας πήρε ο ήλιος μιάμιση ώρα περίπου από την Κρήτη. Βγήκαμε στην ακτή και πήγαμε στο Ηράκλειο. Παρουσιαστήκαμε στον Φρούραρχο…”
Μια ιστορία ηρωικών πράξεων