Πριν χαράξει Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019, οι ΗΠΑ είχαν ήδη προδώσει τους Κούρδους -όχι για τρίτη- αλλά για όγδοη φορά. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχοντας πάρει τηλεφωνικά τις ευλογίες του Ντόναλντ Τραμπ, έδωσε το πράσινο φως για να ξεκινήσει η επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης». Ο πόλεμος δηλαδή κατά των Κούρδων της Συρίας, που αφού βοήθησαν τις ΗΠΑ πολεμώντας επιτυχώς επί χρόνια τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, μένουν για άλλη μια φορά στην ιστορία τους… μόνοι και προδομένοι.
Τώρα οι ΗΠΑ όχι μόνο τους αφήνουν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, αλλά παραδίδουν ουσιαστικά και ολόκληρη τη βόρεια Συρία στα χέρια του σουλτάνου.
Το μεγαλύτερο έθνος χωρίς κράτος
Περίπου 35 εκατομμύρια Κούρδοι ζουν σήμερα στην ορεινή περιοχή που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Τουρκίας, του Ιράκ, της Συρίας, του Ιράν και της Αρμενίας. Αποτελούν την τέταρτη μεγαλύτερη εθνότητα στη Μέση Ανατολή, αλλά δεν έχουν το δικό τους κράτος. Και κανένας δεν θέλει να αποκτήσουν. Στις μέρες μας, αποτελούν μια ξεχωριστή κοινότητα, ενωμένη μέσω της φυλής, του πολιτισμού και της γλώσσας, παρόλο που δεν έχουν καθιερωμένη διάλεκτο. Είναι μια πολυθρησκευτική κοινότητα αν και η πλειοψηφία είναι σουνίτες μουσουλμάνοι.
Η πορεία για ένα αυτόνομο Κουρδιστάν ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι αυτόχθονες πληθυσμοί των Κούρδων άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να αποκτήσουν επιτέλους τη δική τους πατρίδα. Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι νικητές των δυτικών συμμάχων προέβλεψαν ένα κουρδικό κράτος με τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920. Οι ελπίδες τους όμως διαψεύστηκαν πολύ σύντομα, το 1923, όταν η Συνθήκη της Λωζάνης όρισε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας, αφήνοντας τους Κούρδους σε καθεστώς μειονότητας στις αντίστοιχες χώρες όπου ζούσαν Κατά τα επόμενα 80 χρόνια, κάθε κίνημα των Κούρδων για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, καταπνίγηκε βάναυσα.
Μόνιμα σε πόλεμο
Θα έλεγε κανείς ότι οι Κούρδοι είναι μόνιμα σε πόλεμο. Στα μέσα του 2013, οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους έστρεψαν το βλέμμα τους σε τρεις κουρδικούς θύλακες στη βόρεια Συρία. Τότε ξεκίνησαν επανειλημμένες επιθέσεις, οι οποίες μέχρι τα μέσα του 2014 αποκρούστηκαν από τις Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) – την ένοπλη πτέρυγα του Συριακού Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος (PYD).
Όταν το Ισλαμικό Κράτος προχώρησε στο βόρειο Ιράκ τον Ιούνιο του 2014 έσυρε επίσης τους Κούρδους της χώρας αυτής στη σύγκρουση. Η κυβέρνηση της αυτόνομης περιφέρειας του Κουρδιστάν έστειλε δυνάμεις των Πεσμαργκά σε περιοχές που εγκαταλείφθηκαν από τον ιρακινό στρατό. Τον Αύγουστο του 2014, οι τζιχαντιστές ξεκίνησαν μια αιφνίδια επίθεση και οι Πεσμαργκά αναγκάστηκαν να φύγουν από πολλές περιοχές. Ένας αριθμός πόλεων που κατοικούνταν από θρησκευτικές μειονότητες έπεσε, κυρίως το Σιντζάρ, όπου οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους σκότωσαν και αιχμαλώτισαν χιλιάδες Γιεζίντι.
Απαντώντας, ένας πολυεθνικός συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ξεκίνησε αεροπορικές επιδρομές στο βόρειο Ιράκ και έστειλε στρατό για να βοηθήσει τους Πεσμέργκα. Το YPG και το PKK, το οποίο αγωνίστηκε για την κουρδική αυτονομία στην Τουρκία για τρεις δεκαετίες και έχει βάσεις στο Ιράκ, βοήθησε επίσης.
Το Σεπτέμβριο του 2014, ξεκίνησε μια νέα επίθεση στο θύλακα γύρω από τη βόρεια συριακή κουρδική πόλη Κομπάνι, αναγκάζοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να διαφύγουν στα κοντινά τουρκικά σύνορα. Παρά την εγγύτητα των μαχών, η Τουρκία αρνήθηκε να επιτεθεί σε θέσεις του Ισλαμικού Κράτους ή να επιτρέψει στους Κούρδους, που ζουν σε εδαφη της, να περάσουν τα συριακά σύνορα για να υπερασπιστούν το Κομπάνι. Τον Ιανουάριο του 2015, μετά από μια μάχη που άφησε τουλάχιστον 1.600 νεκρούς, οι κουρδικές δυνάμεις ανέκτησαν τον έλεγχο του Κομπανίου.
Οι Κούρδοι – αγωνιστές μαζί με πολιτοφυλακές των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), βοηθούμενοι από αεροπορικές επιδρομές, όπλα και συμβούλους των ΗΠΑ, στη συνέχεια απώθησαν σημαντικά τους τζιχαντιστές και ανέκτησαν τον έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος των συνόρων με την Τουρκία.
Στο μεταξύ, η Τουρκιά εξαπέλυσε δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Κούρδων της Συρίας. Η πρώτη, με την κωδική ονομασία «Ασπίδα του Ευφράτη», διεξήχθη το 2016 και είχε ως στόχο της τη δημιουργία μιας «ζώνης ασφαλείας» πλάτους 100 χλμ. και βάθους περίπου 50χλμ. δυτικά του Ευφράτη, η οποία υποτίθεται πως θα λειτουργούσε ως εμπόδιο στους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και ως «ασφαλές καταφύγιο» για τους Σύριους πρόσφυγες. Η δεύτερη μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας έλαβε χώρα στη βορειοδυτική Συρία, στις αρχές του 2018 και ονομάστηκε «Κλάδος Ελαίας». Στόχος της ήταν η κατάληψη του κουρδικού καντονιού του Αφρίν προκειμένου η Τουρκία να εγκαταστήσει φιλικούς προς την ίδια πληθυσμούς εκεί, ώστε να τους χρησιμοποιεί ως μοχλός τουρκικής ανάμειξης στις συριακές υποθέσεις.
Οι Κούρδοι της Συρίας έχουν μείνει πίσω να υπερασπιστούν όχι μόνο τα εδάφη που με κόπο έχουν κρατήσει αλλά και να διαχειριστούν και το μεγάλο πρόβλημα των χιλιάδων αιχμάλωτων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους, που συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών της μάχης, καθώς και τις δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένες γυναίκες και παιδιά που συνδέονται μαζί τους.
Τώρα, οι Κούρδοι αντιμετωπίζουν τη νέα στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας, η οποία θέλει να δημιουργήσει μια βαθιά «ζώνη ασφαλείας» 32 χιλιομέτρων στη βορειοανατολική Συρία για να προστατεύσει τα σύνορά της και να επανεγκαταστήσει έως και 2 εκατομμύρια Σύριους πρόσφυγες. Τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται ο Ερντογάν.
Οι Κούρδοι από την πλευρά τους είναι αποφασισμένοι να υπερασπιστούν τα εδάφη τους «με κάθε κόστος».
7+1 προδοσίες
Οι Κούρδοι ιστορικά έχουν αποτελέσει ένα τέλειο εργαλείο για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτό γιατί όποτε θέλουν οι ΗΠΑ προωθούν τους Κούρδους εκεί που θέλουν να δημιουργήσουν προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, δεν θέλουν οι Κούρδοι που χρησιμοποιούν να γίνουν ποτέ πολύ ισχυροί. Αν συμβεί αυτό, οι άλλοι Κούρδοι – δηλαδή εκείνοι που ζουν σε οποιαδήποτε από αυτές τις χώρες που είναι σήμερα σύμμαχοί των ΗΠΑ – θα μπορούσαν να ζητήσουν και οι ίδιοι ελευθερία και ανεξαρτησία.
Ο Αμερικανός δημοσιογραφος Jon Schwarz, παρουσιάζει πως οι ΗΠΑ έχουν προδώσει τους Κούρδους 7+1 φορές, σε άρθρο του στο Τhe Ιntercept.
Η πρώτη φορά: Όπως και πολλοί άλλοι εθνικισμοί, ο κουρδικός εθνικισμός άνθισε στα τέλη του 18ου αιώνα. Σε αυτό το χρονικό σημείο, όλη η πατρίδα των Κούρδων βρισκόταν υπό την κυριαρχία της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με επίκεντρο την σημερινή Τουρκία. Αλλά η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρευσε μετά από τη συστράτευση της με την πλευρά που έχασε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε, οι Κούρδοι πίστεψαν εύστοχα, ότι είχε έρθει η στιγμή τους.
Η Συνθήκη των Σεβρών το 1920 διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων από όσα είναι σήμερα η Τουρκία, και προέβλεψε ένα τμήμα για ένα πιθανό κράτος του Κουρδιστάν. Αλλά οι Τούρκοι αγωνίστηκαν για να πάρουν πίσω τα μέχρι πρότινος κεκτημένα τους, δημιουργώντας τόσα προβλήματα ώστε οι ΗΠΑ να υποστηρίξουν μια νέα συνθήκη το 1923, τη Συνθήκη της Λωζάνης. Η Συνθήκη της Λωζάνης επέτρεψε στους Βρετανούς και στους Γάλλους να αποκόψουν το σημερινό Ιράκ και τη Συρία, αντίστοιχα, για τον εαυτό τους. Αλλά δεν προέβλεπε τίποτα για τους Κούρδους.
Αυτή ήταν η πρώτη και η μικρότερη αμερικανική προδοσία σε βάρος των Κούρδων. Εκείνη την περίοδο όμως, η κύρια προδοσία των Κούρδων έγινε κυρίως από τους Βρετανούς, οι οποίοι συνέτριψαν το βραχύβιο βασίλειο του Κουρδιστάν στο Ιράκ, στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Λίγα χρόνια αργότερα, οι Βρετανοί θα είχαν τη χαρά να δουν τη δημιουργία μιας κουρδικής «Δημοκρατίας του Αραράτ» στην τουρκική επικράτεια. Αλλά όπως αποδείχθηκε οι Τούρκοι ήταν πιο σημαντικοί για τους Βρετανούς απ’ ό,τι οι Κούρδοι, οπότε το Ηνωμένο Βασίλειο, έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να αφανίσει το νέο κράτος. Το γεγονός αυτό έδωσε στη Βρετανική αυτοκρατορία τον υποτιμητικό τίτλο της «ύπουλης Αλβιώνας». Σήμερα, τα ηνία της δολιότητας παρέλαβαν οι ΗΠΑ.
Η δεύτερη φορά: Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ ανέλαβαν σταδιακά τον ρόλο της Βρετανίας ως κύριας αποικιακής δύναμης στη Μέση Ανατολή. Τότε εξόπλισαν τους Κούρδους του Ιράκ κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Αμπντ αλ-Καρίμ Κασέμ, ο οποίος κυβέρνησε το Ιράκ από το 1958 έως το 1963. Το έκαναν γιατί δεν τηρούσε τις αμερικανικές εντολές. Στη συνέχεια οι ΗΠΑ υποστήριξαν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα το 1963 – στο οποίο έπαιξε έναν μικρό υποστηρικτικό ρόλο ο νεαρός Σαντάμ Χουσεΐν – που έριξε τον Κασέμ από την εξουσία. Τότε οι ΗΠΑ διέκοψαν αμέσως τη βοήθειά τους προς τους Κούρδους και, στην πραγματικότητα, παρείχαν στη νέα ιρακινή κυβέρνηση βόμβες ναπάλμ, για να τις χρησιμοποιήσει εναντίον τους.
Η τρίτη φορά: Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η ιρακινή κυβέρνηση είχε μετακινηθεί στην τροχιά της Σοβιετικής Ένωσης. Η κυβέρνηση Νίξον, με επικεφαλής τον Χένρι Κίσινγκερ, οργάνωσε τότε ένα σχέδιο με το Ιράν (που υπό τον Σάχη ήταν σύμμαχος της Ουάσιγκτον), προκειμένου να οπλίσει τους Κούρδους του Ιράκ. Το σχέδιο δεν προσέβλεπε σε νίκη των Κούρδων του Ιράκ, καθώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους Κούρδους του Ιράν να ξεσηκωθούν και οι ίδιοι. Στόχος ήταν απλώς να πληγεί η ιρακινή κυβέρνηση. Όπως, όμως, τέθηκε αργότερα σε μια αναφορά του Κογκρέσου: «Η πολιτική μας αυτή δεν υιοθετήθηκε από τους Κούρδους του Ιράκ που συνέχισαν να αγωνίζονται. Ακόμα και ως συγκεκαλυμμένη δράση, η επιχείρησή μας ήταν κυνική».
Στη συνέχεια, οι ΗΠΑ υπέγραψαν συμφωνίες μεταξύ του Σάχη και του Σαντάμ Χουσεΐν, που περιλάμβαναν τη διακοπή βοήθειας προς τους Κούρδους. Τότε, ο ιρακινός στρατός κινήθηκε προς το βορρά σφαγιάζοντας χιλιάδες ανθρώπους, ενώ οι ΗΠΑ αγνοούσαν τις σπαραξικάρδιες εκκλήσεις από τους άλλοτε σύμμαχούς τους Κούρδους. Όταν ρώτησαν τον Κίσινγκερ, εκείνος απάντησε με μπλαζέ ύφος ότι «η συγκεκαλυμμένη δράση δεν πρέπει να συγχέεται με την ιεραποστολική εργασία».
Η τέταρτη φορά: Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η κυβέρνηση του Ιράκ προχώρησε σε μια πραγματική γενοκτονία κατά των Κούρδων, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης χημικών όπλων. Η κυβέρνηση Ρήγκαν γνώριζε για τη χρήση του θανατηφόρου αερίου από τον Σαντάμ, αλλά επειδή αρέσκονταν με τη ζημιά που προκαλούσε εκείνος στο Ιράν, αντιτάχθηκε στις προσπάθειες του Κογκρέσου να επιβάλει κυρώσεις στο Ιράκ. Τα αμερικανικά ΜΜΕ έπαιξαν επίσης πιστά τον ρόλο τους. Όταν ένας ρεπόρτερ της Washington Post προσπάθησε να πείσει την εφημερίδα να δημοσιεύσει μια φωτογραφία ενός Κούρδου που σκοτώθηκε από χημικά όπλα, ο εκδότης του απάντησε: «Ποιος θα νοιαζόταν;»
Η πέμπτη φορά: Την ώρα που οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν το Ιράκ κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991, ο Τζόρτζ Μπους ο πρεσβύτερος, κάλεσε «τον στρατό και τον λαό του Ιράκ να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να αναγκάσουν τον δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν να αποσυρθεί». Τόσο οι Σιίτες στο νότιο Ιράκ όσο και οι Κούρδοι στο βόρειο Ιράκ, έλαβαν το μήνυμα Μπους και προσπάθησαν να το κάνουν πράξη.
Όπως αποδείχτηκε όμως, ο Μπους δεν είχε 100% ειλικρινείς προθέσεις σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ο στρατός των ΗΠΑ απλώς αποχωρούσε, όταν ο ιρακινός στρατός σφαγίαζε τους αντάρτες σε ολόκληρη τη χώρα. Γιατί; Λίγο αργότερα ο αρθρογράφος των New York Times, Τόμας Φρίντμαν εξήγησε ότι «ο Μπους δεν υποστήριξε ποτέ τις κουρδικές και σιιτικές εξεγέρσεις εναντίον του Χουσεΐν, ή για οποιοδήποτε άλλο δημοκρατικό κίνημα στο Ιράκ, γιατί η “σιδερένια γροθιά” του Σαντάμ κρατούσε το Ιράκ ενωμένο, κάτι που ευχαριστούσε τους συμμάχους των Αμερικανών, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία». Αυτό που ήθελαν οι ΗΠΑ ήταν το να αναλάβει το κουμάντο ο ιρακινός στρατός.
Η έκτη φορά: Ωστόσο, η εικόνα των νεκρών Κούρδων του Ιράκ στα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης, προκάλεσε τόσο αρνητικές αντιδράσεις, ώστε η κυβέρνηση Μπους αναγκάστηκε να αναλάβει δράση. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν, τελικά, τη βρετανική αμφιλεγόμενη προσπάθεια προστασίας των Κούρδων στο βόρειο Ιράκ. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990, οι Κούρδοι του Ιράκ, ήταν οι… καλοί Κούρδοι. Εξαιτίας του γεγονότος ότι διώκονταν από το Ιράκ, τον «εχθρό» των ΗΠΑ, ήταν άξιοι της συμπάθειας των Αμερικανών. Αλλά οι Κούρδοι, λίγα μίλια βορειότερα στην Τουρκία, άρχισαν να έχουν βλέψεις κι αυτοί, και αφού ενοχλούσαν την Άγκυρα που ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ, ήταν οι κακοί Κούρδοι. Οι ΗΠΑ έστειλαν τότε στην Τουρκία τεράστιες ποσότητες όπλων, τα οποία χρησιμοποίησε – εν γνώσει των Αμερικανών – για να δολοφονήσει δεκάδες χιλιάδες Κούρδους και να καταστρέψει χιλιάδες χωριά.
Η έβδομη φορά: Πριν από τον πόλεμο του Ιράκ το 2003, αναλυτές, όπως ο Κρίστοφερ Χίτσενς, υποστήριξαν ότι οι ΗΠΑ έπρεπε να βοηθήσουν τους Κούρδους. Αντίθετα, ο whistleblower στην υπόθεση των Pentagon Papers, Ντάνιελ Έλσμπεργκ, είχε μια χαρακτηριστική συνομιλία τότε με τον τον νεοσυντηρητικό Γουίλιαμ Κρίστολ στο C-SPAN μόλις ξεκίνησε ο πόλεμος:
- Έλσμπεργκ: Οι Κούρδοι έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι θα προδοθούν ξανά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως συνέβη συχνά στο παρελθόν. Το θέαμα των ΗΠΑ να προσκαλούν τους Τούρκους σε αυτόν τον πόλεμο, δεν θα μπορούσε να καθησυχάσει τους Κούρδους.
- Κρίστολ: Είμαι ενάντια στην προδοσία των Κούρδων. Σίγουρα δεν θέλετε να πείτε, πως επειδή τους προδώσαμε στο παρελθόν, θα πρέπει να τους προδώσουμε και αυτή τη φορά.
- Έλσμπεργκ: Όχι ότι πρέπει, απλώς ότι αυτό θα κάνουμε.
- Κρίστολ: Δεν θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνουμε.
Ο Έλσμπεργκ, όπως άλλωστε αποδείχτηκε, είχε δίκιο. Η μεταπολεμική ανεξαρτησία των Κούρδων του Ιράκ, ήταν μια πηγή νευρικότητας για την Τουρκία. Το 2007, οι ΗΠΑ επέτρεψαν στην Τουρκία να πραγματοποιήσει μια δυναμική επιχείρηση βομβαρδισμών κατά των Κούρδων στο Ιράκ. Τότε, το Weekly Standard, περιοδικό του Κρίστολ, υποστήριζε ότι αυτή η προδοσία ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνουν οι ΗΠΑ.
«Να μην έχεις άλλους για φίλους εκτός από τα βουνά»
Με τον Τραμπ να έχει σηκώσει τους αντίχειρες δίνοντας το πράσινο φως για άλλη μια σφαγή των Κούρδων, βρίσκεται σε εξέλιξη η όγδοη προδοσία των ΗΠΑ προς τον πολύπαθο αυτό λαό Οι Κούρδοι έχουν ένα παλιό γνωμικό που λέει «να μην έχεις άλλους για φίλους εκτός από τα βουνά». Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι δύσκολο να πει κανείς ότι έχουν άδικο.