Του Γεώργιου Χουστουλάκη
Υπήρχαν εποχές στην Κρήτη, που οι νοικοκυρές δεν αγόραζαν χρώματα από τον μπακάλη για να βάψουν τα αυγά τους, τα φάδια τους, τις κλωστές τους, γενικά τα μάλλινα τα βαμβακερά ή μεταξωτά τους ρούχα, κι αυτό γιατί δεν υπήρχαν ακόμα οι έτοιμες βαφές του εμπορίου, είτε δεν είχαν λεφτά για να τις αγοράσουν.
Λεύκανση πριν τη βαφή
Οι πρώτες υφαντικές ύλες τους όμως δεν ήταν εντελώς λευκές, ούτε το μαλλί του προβάτου, ούτε το λινάρι, αλλά ούτε ακόμα και το μετάξι, αφού όλα είχαν μια υποκίτρινη απόχρωση.
Έτσι προτού τα βάψουν, φρόντιζαν πρώτα να τα λευκάνουν, γιατί το λευκό ρούφαγε περισσότερο χρώμα, και έτσι έβγαιναν πιο ζωηρά τα χρώματα της βαφής. Αν επρόκειτο όμως για φάδια από μαλλί προβάτου ή ίνες μεταξιού, τότε τα λεύκαιναν με τριμμένο σαπούνι και ζεστό νερό. Έτριβαν δηλαδή το σαπούνι στον τρίφτη, και τα τρίμματα τα διέλυαν στο ζεστό νερό. Εκεί σε ένα καζάνι ή στη σκάφη, τα έβαζαν για μερικές ώρες ώσπου να φύγει η κιτρινίλα τους. Έκαναν φυσικά ίδιο και στο κανονικό πλύσιμο των ρούχων, όταν ήταν δηλαδή να φύγει η βρωμιά τους και να καθαρίσουν. Κάποια ρούχα, μαλλιά ή κλωστές που δεν λευκαίνανε με το σαπούνι, τότε έβραζαν ζεστό νερό στο μπουγαδοτσίκαλο, για παράδειγμα αν χωρούσε 30 κιλά νερό ένα μέσο καζάνι, τότε έσφιγγαν καμιά δεκαριά λεμόνια και έβαζαν τον χυμό τους, ή αν δεν είχαν λεμόνια, τότε έριχναν μέσα μισή οκά ξύδι, και τα άφηναν δυο τρεις ώρες, οπότε τα ξέπλεναν.
Η μέθοδος όμως λεύκανσης του λιναριού που κι αυτό ήταν υποκίτρινο, ήταν διαφορετική. Το λινάρι το έβαζαν σε μια σκάφη, και από επάνω το σκέπαζαν με την αθοπετσέτα. Η πετσέτα αυτή ήταν υφαντή στον αργαλειό και ήταν κάπως παχιά. Επάνω εκεί στην αθοπετσέτα, έριχναν μια φτυαριά άθο, στάχτη δηλαδή από την παρασθιά, και μετά από επάνω άδειαζαν λίγο – ένα τσικάλι ζεματιστό νερό. Η πετσέτα φιλτράριζε τη στάχτη, και περνούσε μέσα μονάχα καθαρό το σταχτόνερο. Το άφηναν έτσι μερικές ώρες, και μετά τα ξέπλεναν, και το λινάρι πλέον ήταν λευκότερο. Μεταγενέστερα είδαμε και τη σκόνη το λουλάκι, αν και λένε πως υπήρχε από την αρχαιότητα, επίσης τη δεκαετία του ‘50 είχαμε και την χλωρίνη σαν λευκαντικό.
Η βαφή στα βάθη των αιώνων
Η ταχτική της βαφής με φυτικές ή ζωικές ύλες, υπήρχε από την Μινωική εποχή, και συμβάδιζε με τις θεραπευτικές ιδιότητες πολλών εξ αυτών, καθώς και η επιστήμη για τον καλλωπισμό του σώματος, του δέρματος, των μαλλιών κλπ, όπου κι αυτή συμβάδιζε με τις ιατρικές επιστήμες. Όμως οι Μινωίτες πολλά πράγματα τα διδάχτηκαν από τον πολιτισμό της Αιγύπτου, καθώς ήταν το κέντρο πολιτισμού εκείνα τα χρόνια, και εκείνοι πολλά τα πήραν από Ασιατικούς λαούς.
Η Κρήτη λοιπόν τελειοποίησαν τις επιστήμες αυτές, και στη συνέχεια έδωσε τον πολιτισμό αυτόν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, και έπειτα στην Κεντρική Ευρώπη. Οι Μινωίτες επίσης είχαν τελειοποιήσει και την βαφή της χλαμύδας του βασιλιά, με βαφή παρμένη από μύδια της θάλασσας, που της έδινε αυτό το πορφυρή χρώμα, το κόκκινο προς το ιώδες.
Δεν είναι τυχαίο, και αυτό το γνωρίζουν όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι, πως ο μεγάλος Θεοτικόπουλος, που γνώριζε τα σπάνια βότανα και λουλούδια της Κρήτης, παράγγελνε να του φέρουν κάποια από αυτά, δεν ξέρουμε ακριβώς ποια, για να τα χρησιμοποιήσει στις βαφές του.
Την εποχή που βάφανε τα φάδια με βαφές από φύλλα χόρτα, και άνθη του αγρού
Βρισκόμαστε στο 1930, που η νοικοκυρά έχει λευκάνει το μαλλί ή τα ρούχα, και ήρθε πλέον η ώρα τα λευκά αυτά μάλλινα ρούχα ή υφάσματα, ή κλωστές, για να τα βάψει σε ότι χρώμα ή απόχρωση ήθελε. Κι αφού οι περισσότερες νοικοκυρές όπως προαναφέραμε δεν είχαν χρήματα, ούτε έβρισκαν βαφές στο εμπόριο, τη λύση την έδινε η ίδια η φύση!
Μπορεί οι περισσότερες παλιές γυναίκες εκείνης της εποχής που χρησιμοποιούσαν φυτικές βαφές να φύγανε από τη ζωή, όμως ρωτήσαμε τον 95χρονο σήμερα τον κ. Μύρωνα Μαραγκάκη, που τα έζησε παρακολουθώντας τη μάνα του, και έτσι μάθαμε πάνω κάτω πως ενεργούσαν.
Τα μάλλινα λοιπόν, τα μεταξωτά ή τα βαμβακερά, αφού το λεύκαιναν έπρεπε μετά να τα βάψουν με κάποια χρωστική ουσία. Αν ήταν μεγάλη ποσότητα μαλλιού, ή αν ήταν μπατανίες ή κουβέρτες κλπ, χρειαζόταν μεγάλη ποσότητα βαφής, όμως για μια κούκλα κλωστής ή για ένα λευκό σεμεδάκι, χρειαζόταν λίγη ποσότητα.
Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με ένα καλαθάκι να τους βρουν τα απαραίτητα, όπως άνθη, φύλλα, φλούδια, ρίζες, βολβούς, ανάλογα το χρώμα που απαιτούσε η κάθε περίσταση.
Για να βάψουν κόκκινο χρώμα τα φάδια τους, χρησιμοποιούσαν τα κόκκινα άνθη της κουτσουνάδας, (άγριας παπαρούνας). Τα παιδιά μάζευαν μόνο τα κόκκινα πέταλα, και τα πήγαιναν στο σπίτι. Αν ήταν εποχή που υπήρχαν πολλές παπαρούνες όπως τον Απρίλη, τότε μάζευαν πολλά πέταλα όπου τα πήγαιναν στο σπίτι, τα αποξήραιναν και τα είχαν για εποχές που δεν υπήρχαν. Για κόκκινο χρώμα επίσης χρησιμοποιούσαν ρίζες από έναν άγριο κρίνο που κάποτε έβγαινε στο χωριό μας στη Γαλιά στην περιοχή του Βελούδη κοντά στον Άη Γιάννη. Έβγαζαν τις ρίζες του κρίνου, τους βολβούς δηλαδή, τους πλένανε και τους άφηναν στον ήλιο να ξεραθούν, οπότε και τους διατηρούσαν όλο το χρόνο. Στη συνέχεια τους έκοβαν σε μικρά κομματάκια όπως και έριχναν μερικά τέτοια κομματάκια στο νερό που βράζει και τα ρούχα έπαιρναν μια απόχρωση του μπορντό ή γκρενά.
Σκούρο κόκκινο επίσης έδιναν και τα φλούδια κρεμμυδιού, και συνήθως με αυτά βάφανε πουλόβερ. Και η φασκομηλιά επίσης έδινε μια απόχρωση το κόκκινου προς το καφετί, αλλά και οι κορφές από την λαδανιά έδινε ένα καφετί χρώμα στα ρούχα.
Η κάπα του βοσκού που έπρεπε να έχει μια σκούρα απόχρωση, γκρι προς το μαύρο, τότε τα παιδιά μάζευαν φλούδια από χλωρά καρύδια όπου τα έβραζαν, και μέσα εκεί έκαναν τη βαφή. Για γκρι απόχρωση επίσης έβρισκαν φλούδια του ροδιού όπου τα έβραζαν και εκεί βουτούσαν τα μάλλινα. Ανάλογα την ποσότητα ήταν και η τονικότητα της απόχρωσης από ανοιχτό γκρι μέχρι πιο σκούρο μαύρο. Το ίδιο έκαναν και με τις κούπες από την ήμερη βελανιδιά – δρυ, και αυτά βρασμένα έδιναν απόχρωση του γκρι προς το μαύρο. Γκρι επίσης προς το μαύρο, έδιναν και τα φύλλα της αγκινάρας, αφού τα έκοβαν μικρά – μικρά κομματάκια και τα έβραζαν.
Τα ανθάκια της κίτρινης μαντιλίδας ή τα κατακίτρινα άνθη της ξυνίδας , έδιναν το χρώμα του κίτρινου, και επίσης τα άνθη πορτοκαλιάς και νεραντζιάς, έδιναν στα ρούχα μια απόχρωση του ελαφρύ κίτρινου, και συνήθως με αυτά έβαφαν τα μεταξωτά, που ούτως ή άλλως είχαν από μόνα τους μια κίτρινη απόχρωση.
Φυσικά για το πράσινο χρώμα χρησιμοποιούσαν διάφορα πράσινα φύλλα ή χόρτα.
Φυσικά αν επρόκειτο για μικρά λευκά σεμεδάκια, μαντίλια ή πλεκτά διάφορα, τους ήταν εύκολο να βρουν πολλά όμορφα άγρια ανθάκια, τα οποία συναντάμε και σήμερα σε διάφορες αποχρώσεις του μοβ του μπλε κόκκινου κλπ. Διάλεγαν έτσι το χρώμα κάποιου άνθους, και μάζευαν κάποια ποσότητα από αυτά.
Με τις ίδιες βαφές έβαφαν και τα μαλλιά τους
Και μιας και αναφερόμαστε για μαλλί προβά του, να τι έκαναν οι γυναίκες κάποτε και με τα δικά τους μαλλιά!
Από την αρχαιότητα ο άνθρωπος φρόντιζε τα μαλλιά του, τα αναζωογονούσε με διάφορα βότανα και, πότε τους έδινε μια ξανθιά απόχρωση, και πότε μια πιο σκούρα.
Έβαζαν μέλι και ρετσίνι από πεύκα και μολόχα για να δυναμώνουν. Επίσης για το δυνάμωμα των μαλλιών υπήρχε μια παλιά φράση, προφανώς απόσπασμα από κάποιο μεγαλύτερο ποίημα, δεν ξέρουμε απόλυτα πως το εννοούσαν οι παλιές γυναίκες.
Υπάρχει η παρακάτω σχετική φράση όπως την έχω ακαούσει από τον Μαραγκομύρο:
«Αντωναίδα και λουλάκι και ένα άλλο χορταράκι δυναμώνουν το μαλλάκι».
Την φράση αυτή την ‘εχω ακούσει και από την λαογράφο της Φανερωμένης την κα Αικατερνη Νικολιδάκη:
“Αντωνανίδα και λουλάκι και ενα άλλο χορταράκι, και να ξέρουν οι κοπέλλες πως να φτιάχνουν τα μαλλιά τους”.
Από την μητέρα μου η φράση είχε ως εξής:
Αντωναίδα και λουλάκι και ένα άλλο χορταράκι, για να ξέρει η κοπελιά πως να φτιάχνει το μαλλάκι”!
Λουλάκι η φράση εννοεί μάλλον αυτό του εμπορίου κατόπιν προσμήξεως με τα υπόλοιπα βότανα, όμως ποιό να ήταν άραγε το άλλο χορταράκι;
Πιθανολογείται οτι “Το άλλο χορταράκι” ήταν το “δάκρυ της Παναγιάς”, γνωστό και ως ελίχρυσος.
Γνωρίζουμε πάντως και σήμερα πολλοί από εμάς, πως για να σκουρύνουν οι παλιοί τα μαλλιά τους, τα έλουζαν με νερό βρασμένο με κυπαρισσόμηλα, ή και φύλλα από κυπαρίσσι, επίσης το ίδιο γινόταν και με φλούδια δροσερού καρυδιού, είτε και φύλλα καρυδιάς, ή καρυδόφλουδες. Το ίδιο σκούρα γινόταν και με το αρισμαρί (δενδρολίβανο). Για να ξανθύνουν τα μαλλιά τα έλουζαν με λειχήνες που έβρισκαν σε υγρά μέρη, ή τα ξέπλεναν με αχυρόνερο. Για μια ξανθιά επίσης απόχρωση στο μαλλί, έστελναν τα παιδιά να τους βρουν άνθη χαμομηλιού, ή άνθη κίτρινης μαντιλίδας ή άνθη ξυνίδας, τα έβραζαν στο νερό και ξέπλεναν με αυτό τα μαλλιά τους.
Τα αυγά επίσης τα έβαφαν με τα ίδια φυτά ή άνθη που έβαφαν και τα ρούχα, αλλά και τα παιδιά στο σχολείο όταν δεν είχαν χρώματα, χρωμάτιζαν τις ιχνογραφίες τους με φύλλα ή άνθη διαφόρων αποχρώσεων της εξοχής, και όχι μόνον.
Κάποια εποχή όμως ήρθαν και οι έτοιμες βαφές σε σκόνη παρόμοια με την ώχρα, αλλά η ώχρα ήταν άλλη βαφή, και φυσικά άλλες βαφές για τα αυγά αλλά και άλλες για τα ρούχα. Τότε οι νοικοκυρές για να κάνουν τα χρώματα αυτά στα ρούχα ανεξίτηλα χωρίς να ξεβάφουν, χρησιμοποιούσαν και το βιτριόλι. Μαζί με την βαφή αγόραζαν από τον μπακάλη και χύμα βιτριόλι (υδροχλωρικό οξύ), και έριχναν στο καυτό νερό και από ένα ποτήρι βιτριόλι στο μπουγαδοτσίκαλο, και φυσικά έριχναν και τη σκόνη το χρώμα.
Αν δεν είχαν βιτριόλι, τότε έριχναν μισή οκά ξύδι.
Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Με τη συμμετοχή πλήθους πολιτών κάθε ηλικίας, το Ενετικό Λιμάνι των Χανίων γέμισε φως και…
Ένα ασυνήθιστο περιστατικό σημειώθηκε στο κέντρο της Αθήνας, όταν ο γνωστός λυράρης Γρηγόρης Σαμιόλης με…
Οι Γερμανοί εργάζονται λιγότερο από όλους τους Ευρωπαίους, ενώ, αντιθέτως πιο σκληρά εργαζόμενοι είναι οι…
Η Αυστραλία βάζει πιο αυστηρούς νόμους για τη χρήση των social media από ανήλικους και…
Τα παιδιά μιλούν για την αναπηρία ! 8 μικρού μήκους ταινίες από τα εκπαιδευτικά προγράμματα…
Τρομακτική δυσαρέσκεια για την Κυβέρνηση, εντοπίζει η Ζωή Κωνσταντοπούλου μέσα στην κοινωνία και δεν το…
This website uses cookies.