Σπάμε τη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού: Ευρώπη, πεδίο του αγώνα
ΤΩΝ ΣΑΝΤΡΟ ΜΕΤΖΑΝΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟΝΙ ΝΕΓΚΡΙ*
Μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να τεθεί το ζήτημα του μισθού, όπως και εκείνο του εισοδήματος, ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων, όπως και των διαστάσεων του κοινωνικού κράτους, το θέμα των συνταγματικών εσωτερικών αλλαγών στην κάθε χώρα, όπως και το πρόβλημα του ευρωπαϊκού συντάγματος. Σήμερα, εκτός αυτού του πλαισίου, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ρεαλισμός
Όποιος, σαν εμάς, δεν έχει εκλογικά συμφέροντα, βρίσκεται στην καλύτερη θέση για να αναγνωρίσει τη μεγάλη σημασία που θα έχουν το 2014 οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Είναι εύκολο να προβλέψουμε, στο μεγαλύτερο τμήμα των ενδιαφερόμενων χωρών, υψηλή αποχή και σημαντική επιβεβαίωση των «ευρωσκεπτικιστικών» δυνάμεων, ενωμένες από τη ρητορική της επιστροφής στην «εθνική κυριαρχία», την εχθρότητα στο ευρώ και τους «τεχνοκράτες των Βρυξελλών». Δεν είναι καλά πράγματα για εμάς. Είμαστε εδώ και καιρό πεπεισμένοι πως η Ευρώπη υπάρχει, τόσο από ρυθμιστική – νομικιστική άποψη όσο και από την κυβερνητική και καπιταλιστική άποψη, με την ολοκλήρωση να έχει περάσει πλέον το κατώφλι της μη αναστρεψιμότητας.
Με την κρίση, μια γενική αναδιάταξη των εξουσιών γύρω από την κεντρικότητα της ΕΚΤ και αυτού που ονομάζεται «εκτελεστικός φεντεραλισμός» έχει αλλάξει σίγουρα την κατεύθυνση της πορείας της ολοκλήρωσης, αλλά δεν αμφισβήτησε τη συνέχισή της. Το ίδιο το κοινό νόμισμα φαίνεται σήμερα παγιωμένο στην προοπτική της τραπεζικής ένωσης: να αντιπαρατεθούμε στη βία με την οποία εκφράζει την καπιταλιστική κυριαρχία είναι απαραίτητο, αλλά το να φανταστούμε μια επιστροφή στα εθνικά νομίσματα σημαίνει πως δεν έγινε κατανοητό ποιο είναι σήμερα το πεδίο που παίζεται ο ταξικός αγώνας.
Φυσικά, η Ευρώπη σήμερα είναι «η γερμανική Ευρώπη», της οποίας η οικονομική και πολιτική γεωγραφία αναδιοργανώνεται γύρω από ακριβείς σχέσεις δύναμης και εξάρτησης που αντικατοπτρίζονται και στο νομισματικό επίπεδο. Μόνο η νεοφιλελεύθερη γοητεία μάς οδηγεί να νομίζουμε ότι η μη αντιστρεψιμότητα της διαδικασίας ολοκλήρωσης αποτελεί την αδυναμία να τροποποιήσουμε τα περιεχόμενα και τις κατευθύνσεις, να κινήσουμε μέσα στον ευρωπαϊκό χώρο τη δύναμη και τον πλούτο μιας νέας υπόθεσης συνταγματικής ανοικοδόμησης. Το να σπάσουμε αυτή τη γοητεία, που στην Ιταλία φαίνεται σαν να έχει πολλαπλασιαστεί από την πραγματική δικτατορία στην οποία ζούμε, σήμερα σημαίνει να ανακαλύψουμε τον ευρωπαϊκό χώρο ως έναν χώρο πολιτικού αγώνα, πειραματισμού και ανακαλύψεων. Ως ένα πεδίο στο οποίο η νέα κοινωνική σύνθεση των εργαζομένων και των φτωχών θα ανοίξει, πιθανώς, μια προοπτική πολιτικής οργάνωσης. Σίγουρα, αγωνιζόμενη στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή θα έχει τη δυνατότητα να πλήξει απευθείας τη νέα καπιταλιστική συσσώρευση. Μόνο στο ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να τεθεί το ζήτημα του μισθού, όπως και εκείνο του εισοδήματος, ο προσδιορισμός των δικαιωμάτων, όπως και των διαστάσεων του κοινωνικού κράτους, το θέμα των συνταγματικών εσωτερικών αλλαγών στην κάθε χώρα, όπως και το πρόβλημα του ευρωπαϊκού συντάγματος.
Σήμερα, εκτός αυτού του πλαισίου, δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικός ρεαλισμός. Μας φαίνεται ότι οι δυνάμεις της Δεξιάς έχουν καταλάβει εδώ και καιρό πως η μη αναστρεψιμότητα της πορείας ολοκλήρωσης σηματοδοτεί σήμερα την περίμετρο αυτού που είναι πολιτικά νοητό και εφικτό στην Ευρώπη. Γύρω από μια υπόθεση ουσιαστικής εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού οργανώθηκε πλέον ένα ηγεμονικό μπλοκ που συμπεριλαμβάνει στο εσωτερικό του παραλλαγές που είναι σημαντικά ετερογενείς, από τα ανοίγματα όχι μόνο τακτικής στην κατεύθυνση των σοσιαλδημοκρατικών υποθέσεων της Άνγκελα Μέρκελ, έως τη βίαιη κατασταλτική και συντηρητική στροφή του Μαριάνο Ραχόι. Οι ίδιες οι δυνάμεις της Δεξιάς που παρουσιάζονται ως «αντιευρωπαϊκές», τουλάχιστον στις πιο αντιληπτές συνιστώσες τους, παίζουν αυτή την εκδοχή στο ευρωπαϊκό επίπεδο, στοχεύοντας να διευρύνουν τα περιθώρια της εθνικής αυτονομίας τους, που στο σύνταγμα της Ε.Ε. είναι καλά προσδιορισμένα, και να ανακτήσουν στο καθαρά δημαγωγικό επίπεδο τη διάχυτη δυσφορία και οργή σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ύστερα από χρόνια κρίσης.
Η αναφορά στο έθνος αποδεικνύεται σε αυτό το σημείο γι’ αυτό που είναι: η μεταμόρφωση μιας έννοιας ανικανότητας σε ξενόφοβη επιθετικότητα, η υπεράσπιση των ιδιωτικών συμφερόντων που φαντασιώνουν σαν τα επιστήλια μιας «κοινωνίας του πεπρωμένου». Αντιθέτως, η σοσιαλιστική Αριστερά, ακόμη και εκεί όπου δεν αποτελεί απευθείας τμήμα του ηγεμονικού νεοφιλελεύθερου μπλοκ, δυσκολεύεται να διαχωριστεί με επαρκή τρόπο και να επεξεργαστεί προγραμματικές προτάσεις με ξεκάθαρο ανανεωτικό σημάδι. Η υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα, του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, για πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναλαμβάνει σε αυτό το πλαίσιο μια αναμφισβήτητη σημασία και έχει καθορίσει σε πολλές χώρες το άνοιγμα θετικής συζήτησης στην Αριστερά, παρ’ όλο που σε άλλες, μεταξύ των πρώτων η Ιταλία, φαίνεται πως υπερέχουν τα συμφέροντα των μικρών ομάδων ή «κομματιδίων», ανίκανων να αναπτύξουν ξεκάθαρο πολιτικό ευρωπαϊκό λόγο.
Εάν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί μας φαίνονται σημαντικές οι ευρωεκλογές του Μαΐου; Πρώτον, γιατί τόσο η σχετική ενίσχυση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσο και η υπόδειξη από την πλευρά των κομμάτων ενός υποψηφίου για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μετατρέπουν αναγκαστικά την προεκλογική εκστρατεία σε συζήτηση για την Ευρώπη, στην οποία οι διάφορες δυνάμεις θα εξαναγκαστούν να προσδιορίσουν και να προφέρουν τουλάχιστον ένα περίγραμμα προγράμματος ευρωπαϊκής πολιτικής. Μας φαίνεται, λοιπόν, πως εδώ παρουσιάζεται η ευκαιρία πολιτικής παρέμβασης για όλους αυτούς που αγωνίζονται να σπάσουν τόσο τη γοητεία του νεοφιλελευθερισμού όσο και του επιστεγάσματός του, σύμφωνα με το οποίο η μόνη δυνατή αντιπολίτευση στη σημερινή μορφή τής Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο «λαϊκιστικός» αντιευρωπαϊσμός.
Κατ’ αρχάς δεν αποκλείουμε ότι αυτή η παρέμβαση μπορεί να βρει συνομιλητές ανάμεσα στις δυνάμεις που κινούνται στο εκλογικό επίπεδο. Μα αυτό που σκεφτόμαστε είναι πρώτα απ’ όλα μια παρέμβαση των κινημάτων, ικανή να ριζώσει και να ριζοσπαστικοποιηθεί στο εσωτερικό των αγώνων που αναπτύχθηκαν τους τελευταίους μήνες, σε τόσο διαφορετικές μορφές, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, που άρχισαν να πλήττουν με σημαντική πυκνότητα ακόμη και τη Γερμανία. Είναι καθοριστικής σημασίας να αναβαθμίσουμε ποιοτικά ένα σχέδιο προγράμματος και μόνο μέσα και εναντίον του ευρωπαϊκού χώρου είναι δυνατόν.
Δεν έχουμε να διερευνήσουμε σήμερα κοινωνιολογικά, μακάρι κάτω από τη σκιά κανενός δίκρανου, την «τεχνική ταξική σύνθεση», αναμένοντας την κατάλληλη μεσσιανική «πολιτική σύνθεση». Όπως σήμερα δεν θα πρέπει να περιμένουμε πως θα υπάρξουν νικηφόρα ταξικά κινήματα που δεν θα έχουν εσωτερικοποιήσει την ευρωπαϊκή διάσταση. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά, ακόμη και στην πρόσφατη Ιστορία των αγώνων, που ορισμένα κινήματα θα είναι αναγκασμένα από την τροποποίηση του πολιτικού πλαισίου να υποχωρήσουν από τις μεγάλες εμπειρίες σε ασφυκτικά σεχταριστικά κλεισίματα.
Πρέπει να ανοικοδομηθεί άμεσα ένας γενικός ορίζοντας αλλαγών, να επεξεργαστούμε συλλογικά μια νέα πολιτική γραμματική και ένα σύνολο προγραμματικών στοιχείων που να μπορούν να προσθέτουν δύναμη και εξουσία από το εσωτερικό των αγώνων, που να αντιπαρατίθεται στις λύσεις που είδαμε στην Ιταλία τις προηγούμενες εβδομάδες, όπου όχι τυχαία το σύμβολο ενοποίησης ήταν η τρίχρωμη εθνική σημαία. Εδώ και τώρα, το επαναλαμβάνουμε: η Ευρώπη μας φαίνεται ο μόνος χώρος όπου αυτό είναι δυνατόν.
Ένα σημείο μάς φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικό. Η βία της κρίσης θα μας κάνει να αισθανόμαστε για αρκετό καιρό ακόμη τα αποτελέσματά της. Στον ορίζοντα δεν υπάρχει η «ανάκαμψη», εάν ως ανάκαμψη εννοούμε μια σημαντική απορρόφηση της ανεργίας, τη μείωση της πρόσκαιρης εργασίας και τα σχετική εξισορρόπηση των εισοδημάτων. Παρ’ όλα αυτά, περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης νομίζουμε πως πρέπει να αποκλειστεί. Η συμφωνία για τον ελάχιστο μισθό όπου στηρίχθηκε ο νέος μεγάλος συνασπισμός στη Γερμανία φαίνεται ότι δείχνει περισσότερο τον δρόμο της διαπραγμάτευσης στο επίπεδο του κοινωνικού μισθού, που μπορεί να λειτουργήσει, με μεταβλητή γεωγραφία και γεωμετρία, ως κριτήριο της γενικής αναφοράς για τον προσδιορισμό σχετικού σεναρίου καπιταλιστικής σταθερότητας στην Ευρώπη. Είναι ένα σενάριο, όχι η σημερινή πραγματικότητα, και είναι ένα σενάριο σχετικής καπιταλιστικής σταθερότητας. Κάτω από το προφίλ της δύναμης εργασίας και των μορφών της κοινωνικής συνεργασίας, αυτό το σενάριο έχει ως στοιχεία έναρξης τη διεύρυνση και την ένταση της πρόσκαιρης εργασίας, την κινητικότητα στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού χώρου και από το εξωτερικό, την υποβάθμιση σημαντικών ποσοστών της γνωστικής εργασίας και τη δημιουργία νέων ιεραρχιών στο εσωτερικών της τελευταίας, που καθορίζονται από την κρίση.
Γενικότερα, το σενάριο της σχετικής σταθερότητας για το οποίο μιλάμε καταγράφει την πλήρη ηγεμονία ενός κεφαλαίου του οποίου οι θεμελιώδεις λειτουργίες έχουν μια εξορυκτική φύση, συνδυάζοντας δηλαδή στην εμμονή της παραδοσιακής εκμετάλλευσης μια παρέμβαση άμεσης «εισφοράς» του κοινωνικού πλούτου, διαμέσου οικονομικών ρυθμίσεων, αλλά και την υιοθέτηση ως προνομιακού πεδίου της αξιολόγησης ως «κοινών αγαθών», μεταξύ άλλων, της Υγείας και της Παιδείας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κινήματα κατανόησαν ότι σε αυτό το πεδίο δίνονται αγώνες που είναι ικανοί να πλήξουν το νέο καθεστώς συσσώρευσης, όπως αποδείχθηκε στην Ιταλία, στις 19 Οκτωβρίου.
Μέσα σε αυτό το σενάριο θα πρέπει φυσικά να εξετάσουμε την ιδιαιτερότητα των αγώνων που αναπτύσσονται, να αναλύσουμε την ετερογένειά τους και να μετρήσουμε την αποτελεσματικότητά τους στα πολιτικά, κοινωνικά και περιφερειακά – τοπικά πλαίσια, που μπορούν να είναι πολύ διαφορετικά. Μα θα πρέπει επίσης να θέσουμε το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να συγκλίνουν, πολλαπλασιάζοντας την ίδια τους την «τοπική» δύναμη μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Οι οριοθετήσεις νέων προγραμματικών στοιχείων μπορούν στο μεταξύ να πάρουν τη μορφή της συλλογικής γραφής σειράς δεσμευτικών αρχών, στο πεδίο του κοινωνικού κράτους και της εργασίας, της φορολογίας και της κινητικότητας, των μορφών ζωής και της αβεβαιότητας της εργασίας, σε όλα τα επίπεδα που εκφράστηκαν και εκφράζονται τα κινήματα στην Ευρώπη. Δεν είναι ένας χάρτης των δικαιωμάτων που γράφεται από τα κάτω, και που θα προταθεί σε κάποια θεσμική σύνοδο αυτό που σκεφτόμαστε: αποτελεί περισσότερο μια συλλογική άσκηση προγραμματικών προσδιορισμών, που, όπως φαίνεται, άρχισε να εμφανίζεται αυτές τις εβδομάδες από τη σύνταξη της «Χάρτας της Λαμπεντούζα» για ό,τι αφορά τη μετανάστευση και το άσυλο, που μπορεί να αποτελέσει εργαλείο οργάνωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χωρίς να ξεχνάμε ότι σε αυτή τη δουλειά μπορούν να αναδυθούν αποφασιστικά ερεθίσματα, από τώρα, για την οικοδόμηση συμμαχιών τοπικών και ευρωπαϊκών δυνάμεων, συνδικαλιστικών και αλληλοβοήθειας, σε κίνηση και κίνημα.
* Editorial που δημοσιεύτηκε στο ιταλικό περιοδικό EuroNomade την 1η.1.2014
* O Σάντρο Μετζάντρα είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ο Τόνι Νέγκρι είναι φιλόσοφος, πολιτικός και πανεπιστημιακός, που θεωρήθηκε, τη δεκαετία του ’70, ως ο θεωρητικός του ρεύματος της Αυτονομίας, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο των ιταλικών κατασταλτικών αρχών
Μετάφραση – Απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος