Του Δημήτρη Κ. Τυραϊδή *
Σκυμμένος πάνω από το γραφείο του, κατακίτρινος σαν κερί έγραφε ασταμάτητα από νωρίς το απόγευμα. Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά.
Το φεγγάρι πανέμορφο είχε πάρει πάλι το γνώριμο δρόμο του και ανεβαίνοντας ψηλά στον έναστρο ουρανό, θάρρευε κανείς πως έστελνε μηνύματα αγάπης στη γη, λούζοντας με το απαλό φως του βουνά και κάμπους και πως στη θάλασσα έχυνε περίσσιο τ’ ασήμι του. Κουράστηκε, κοίταξε το ρολόι του που οι δείχτες του έδειχναν μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Μετά από λίγο ένας πικρός αναστεναγμός βγήκε από τα ξερά χείλη του κι είπε κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, «τέλειωσα». Κάπου μακριά προς το μέρος του Αγίου Λουκία ανατολικά του σπιτιού του, μια κουκουβάγια σκόρπαγε τις απαίσιες κραυγές της, ταράζοντας τη γαλήνη των νεκρών και της νύχτας. Πιο πέρα, από την άλλη κατεύθυνση, δυτικά του σπιτιού του, το ούρλιασμα ενός σκύλου έμοιαζε μέσα στην απόκοσμη σιγαλιά της νύχτας σαν κλάμα πεινασμένου βρικόλακα θα μπορούσε να έλεγε κανείς. Πονούσαν τα χέρια του, το κεφάλι του βούιζε. Σηκώθηκε, άφησε την πένα από τα χέρια του φιλώντας την τρυφερά, έσβησε το φως του γραφείου του και έκλεισε την πόρτα σκεπτικός.
Κατόπιν έριξε λίγο νερό στο κουρασμένο πρόσωπό του, χτένισε λίγο τ’ ατημέλητα μαλλιά του και έφυγε με μια λαχτάρα ανείπωτη φωλιασμένη στα στήθια του. Εδώ και αρκετό καιρό σχεδόν κάθε βράδυ την ίδια ώρα, πήγαινε με το αυτοκίνητό του σε ένα συγκεκριμένο σημείο ενός δρόμου και καθότανε αρκετές ώρες εκεί κατάμονος. Ποια αόρατη δύναμη τον έσπρωχνε και τον πήγαινε σε εκείνο το μέρος; Τι τον βασάνιζε; Τι ήθελε να δει; Κανένας, μα κανένας δεν έμαθε ποτέ. Αδιαφορούσε αν οι διαβάτες που τύχαινε να περάσουν από κοντά του τον κοίταζαν κάπως παράξενα και ακόμα περισσότερο αδιαφορούσε για τα λόγια που τυχόν θα έλεγαν γι’ αυτόν. Δάκρυα από τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα όταν πήγαινε σε εκείνο το μέρος, αλλά ποτέ δεν τα σκούπιζε. Τα άφηνε να τρέξουν ελεύθερα. Ήξερε ότι οι θάμνοι και τα ξερά χόρτα που ήταν γύρω του και να τον έβλεπαν να κλαίει δεν θα τον χλεύαζαν.Τα άψυχα δεν νοιάζονται καθόλου για τον ανθρώπινο πόνο.
Διάφορες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του και λογής – λογής εικόνες έρχονταν σαν οράματα μπροστά του, για να φύγουν οι πρώτες και να ‘ρθουνε άλλες, κι ύστερα άλλες, ώσπου… να, έφτασε η πολυπόθητη στιγμή που περίμενε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, το πρόσωπό του πήρε τώρα μια γλυκιά και γαλήνια έκφραση. Όλα άλλαξαν γύρω του. Τι άραγε είδε; Τι ήταν εκείνο που όταν το έβλεπε του ‘δινε τόσο μεγάλη χαρά; Και γιατί προτιμούσε τη νύχτα να το δει; Κανένας μα κανένας δεν έμαθε ποτέ. Ένα γλυκό γέλιο ζωγραφίστηκε στα χείλη του σβήνοντας σιγά – σιγά σχεδόν αμέσως, παραχωρώντας και πάλι τη θέση του στη θλίψη.
Στη βεράντα του σπιτιού που ήταν ακριβώς απέναντί του, ένα μικρό παιδί κοιτούσε προς το μέρος του αμέριμνο. Στο κάλεσμα της μητέρας του σκόρπισε το κρυστάλλινο και αθώο γελάκι του, που έμοιαζε σαν κελάηδημα αηδονιού και ο άγνωστος με πόνο ψιθύρισε: «να σε χαίρονται οι γονείς σου, μικρό μου παιδί» και τα λόγια του έμοιαζαν σαν προσευχή και συνέχισε: «αξίζει να ζει κανείς για τέτοιες και μόνο στιγμές».
Τα πρώτα ρόδα της αυγής φάνηκαν. Σε λίγο ο αυγερινός θα παραχωρούσε τη θέση του στο ρήγα τ’ ουρανού. Η πολιτεία έπαιρνε πάλι σιγά – σιγά ζωή. Άλλη μια νύχτα είχε περάσει, όμως σε μια γωνιά ενός δρόμου ήταν σταματημένο ένα αυτοκίνητο και ένας άντρας κοιμότανε. Οι ζεστές ακτίνες του ήλιου τον ξύπνησαν, έριξε μα πονεμένη ματιά γύρω του και αναστέναξε. Έπειτα έβαλε μπροστά το αυτοκίνητό του και φορτωμένος τα λείψανα των ονείρων του πήρε το δρόμο του γυρισμού. Η επόμενη βραδιά τη συγκεκριμένη κείνη γωνίτσα του δρόμου την βρήκε κατάμονη. Στο συρτάρι ενός μικρού τραπεζιού, στο σπίτι του βρέθηκε ένα μικρό ημερολόγιο, που στο πρώτο – πρώτο φύλλο του έγραφε: «δύστυχη μάνα, εκτός από σένα δεν θέλω να μάθει κανένας άλλος απολύτως τίποτα. Σε φιλώ».
Τι έγραφε εκείνο το μικρό ημερολόγιο κανένας μα κανένας δεν έμαθε ποτέ. Το ημερολόγιο εκείνο το κράταγε η μητέρα του κρυμμένο στον κόρφο της και το ‘βρεχε με πικρά σαν τη χολή δάκρια κάθε στιγμή, ώσπου τα δάκρια της στέρεψαν και μια μέρα το ‘καψε και πάνω στις στάχτες του άφησε την τελευταία της πνοή.
* συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων
φωτό: depositphotos.com
Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News και στο facebook και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Την επιβεβλημένη ανάγκη παράτασης της προθεσμίας υποβολής δηλώσεων στο Κτηματολόγιο πέραν της 30ης/11/2024, φέρνει στη Βουλή των…
Συμβουλές προς τους καταναλωτές, κατά τη διάρκεια των φετινών εκπτώσεων της Black Friday και της…
Από το βιβλίο του Γιώργου Χαρβαλιά "Αίμα, λήθη και υποτέλεια - Η άγνωστη ελληνογερμανική ιστορία...":…
του Θάνου Καμήλαλη Η Ελλάδα είναι σταθερά η χώρα με το υψηλότερο κόστος στέγασης σε σχέση…
Το Σάββατο το βράδυ ήμουν στον Σταυρό του Νότου, όπου εμφανίστηκαν οι Σπύρος Γραμμένος και…
Φίλες και φίλοι, σας γράφω σήμερα πίτες γλυκές που έχω φτιάξει και έχουν πάντα επιτυχία.…
This website uses cookies.