Η ομιλία του Γιώργου Πετρόπουλου: “Ο Δημήτρης Γληνός ως επιστήμονας και πολιτικός” εκφωνήθηκε στα Χανιά το Σάββατο 07 του Δεκέμβρη 2013 στην εκδήλωση – αφιέρωμα για τον Δημήτρη Γληνό που διοργάνωσε ο πολιτιστικός σύλλογος ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ)
Κυρίες και κύριοι,
Αγαπητοί φίλοι,
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1943, μέσα σε μαύρο πένθιμο πλαίσιο, στην πρώτη του σελίδα, ο Ριζοσπάστης της κατοχής φιλοξενούσε μια ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ. Η ανακοίνωση είχε τον τίτλο «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ» αλλά το όλο στήσιμο του δημοσιεύματος δεν άφηνε περιθώρια παρανοήσεων:
«Το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ- έλεγε η ανακοίνωση (βλ. «Ριζοσπάστης» αρ. φύλλου 80, 30/12/1943 και «Το ΚΚΕ- Επίσημα κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος Ε’, σελ. 190) – με βαθύτατη θλίψη αγγέλνει στον ελληνικό λαό ότι ύστερα από σοβαρή εγχείρηση πέθανε στις 26.12.1943 ο εκλεχτός εκπρόσωπος της ελληνικής διανόησης ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΛΗΝΟΣ, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και της Γραμματείας του Πολιτικού Γραφείου της. Με το θάνατο του Δ. Γληνού ο Ελλ. λαός χάνει έναν από τους πιο θαρραλέους μαχητές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, χτίστη του νεοελληνικού πολιτισμού του και τα ελληνικά γράμματα η επιστήμη και η διανόηση τον πιο πρωτοπόρο αντιπρόσωπο τους, το κόμμα μας έναν από τους πιο αγαπημένους του ηγέτες».
Στην ανακοίνωση του ΠΓ δεν υπήρχε τίποτα που να ήταν περιττό ή υπερβολικό για τον εκλιπόντα. Για την ακρίβεια τα λόγια υπήρξαν πολύ φτωχά για να περιγράψουν το μέγεθος της απώλειας.
Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου αυτού διανοητή. Για την επιστήμη και την διανόηση δεν είναι απλώς ο πιο πρωτοπόρος αντιπρόσωπός τους. Ήταν και παραμένει ο κορυφαίος εκπρόσωπός τους στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Δεν υπήρξε άλλη προσωπικότητα που να κατάφερε να τον ξεπεράσει. Και τούτο δεν έχει να κάνει με το αν στον έναν ή στον άλλον τομέα της επιστήμης και της διανόησης υπήρξαν ή δεν υπήρξαν μεγάλες προσωπικότητες. Ασφαλώς και υπήρξαν. Αφορά στην διαπίστωση πως η επιστήμη και η διανόηση μετά το Γληνό δεν κατάφεραν ποτέ να αναδείξουν μια τόσο ολοκληρωμένη προσωπικότητα που να είναι: Κορυφαίος επιστήμονας στον κλάδο του, κορυφαίος διανοητής με πολύπλευρη μόρφωση, άμεσα συνδεδεμένος με τον λαό και τις ανάγκες του, βαθύς γνώστης των λαϊκών προβλημάτων, κορυφαίος διαφωτιστής, πρωτοπόρος αγωνιστής κι επαναστάτης.
Αν ο Γληνός δεν είχε περάσει ποτέ με το κομμουνιστικό κίνημα.
Αν παρέμενε ένας φιλελεύθερος αστός ή ένας διανοούμενος εντός των τειχών.
Αν δεν ανακατευόταν με τα κοινά παρά μόνο για αναλύσεις και συμβουλές καθέδρας.
Σήμερα θα είχε ονομαστεί δάσκαλος του γένους, θα είχε αναγορευτεί σε σύμβολο και σφραγίδα της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Λαμπροί δρόμοι και πλατείες θα είχαν το όνομά του, ενδεχομένως και κάποια πολύ σημαντικά βραβεία με την ονομασία «Δημήτρης Γληνός» θα απονέμονταν σε αριστεύσαντες φοιτητές ή σε πρωτοπόρους επιστήμονες. Τίποτα, όμως, απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει και το γιατί μπορούμε εύκολα να το αντιληφθούμε. Ο Γληνός υπήρξε ένα κακό κοινωνικό παράδειγμα, ότι χειρότερο, για την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Γι’ αυτό και είναι καθήκον δικό μας, όλων όσων αντιλαμβανόμαστε τον ιστορικό, ανατρεπτικό συμβολισμό της προσωπικότητας του να τον κρατήσουμε ζωντανό, να κάνουμε εύκολη την πρόσβαση της νέας γενιάς στο έργο και στις ιδέες του, να τον παραδώσουμε φωτεινό παράδειγμα σ’ αυτούς που έρχονται, όπως τον παρέδωσαν σε μας οι προηγούμενες γενιές της Εθνικής Αντίστασης, των μεγάλων λαϊκών αγώνων, των υψηλών ιδανικών και των οραμάτων.
Αγαπητοί φίλοι,
Θα έχετε συχνά αναρωτηθεί γιατί η σημερινή εποχή στερείται προσωπικοτήτων σαν αυτή του Δημήτρη Γληνού. Και θα έχετε, ενδεχομένως, προβληματιστεί διαπιστώνοντας πως κάθε φορά που φεύγει από την ζωή μια μεγάλη προσωπικότητα αφήνει πίσω της ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
Η απάντηση σε τέτοια ερωτήματα και διαπιστώσεις ασφαλώς δεν έχει να κάνει με το ότι δεν υπάρχουν στις μέρες μας ευφυείς και καλλιεργημένοι άνθρωποι. Το αντίθετο ακριβώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβαίνει. Η ίδια η εξέλιξη των επιστημών φανερώνει πως κάθε επόμενη γενιά είναι περισσότερο εξοπλισμένη από τις προηγούμενες, με περισσότερες γνώσεις με καλύτερα και τελειότερα εφόδια για να πάει μπροστά.
Οι μεγάλες προσωπικότητες, όμως, οι άνθρωποι που μπορούν να χαρακτηριστούν οδηγητές μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης, της επιστήμης, της διανόησης, της πολιτικής, των γραμμάτων και της τέχνης δεν είναι απλά μια συνισταμένη γνώσεων και εμπειριών αλλά ο διαλεκτικός συνδυασμός πολύ περισσότερων πραγμάτων. Κάπου ο Φρίντριχ Ένγκελς έγραψε ότι κάθε εποχή έχει τους ηγέτες που της αξίζουν. Αυτό μοιάζει περισσότερο με αφορισμός αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.
Όλες οι εποχές διακρίνονται για την συσσώρευση δράσεων που συντελούνται μέσα σ’ αυτές. Δηλαδή γνώσεων και εμπειριών, ιδεών και ανακαλύψεων, πράξεων και αδράνειας, πετυχημένων και αποτυχημένων εγχειρημάτων. Δεν συντελείται, όμως σε όλες τις εποχές η μετατροπή των ποσοτήτων που συσσωρεύονται σε ποιότητα και μ’ αυτή την έννοια οι ηγέτες κάθε εποχής- σε οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας κι αν εμφανίζονται, είτε στην πολιτική, είτε στις επιστήμες είτε στις τέχνες- συνήθως καταλήγουν να προστεθούν στη συσσωρευμένη ποσότητα.
Εκείνοι που ξεχωρίζουν κι αφήνουν το στίγμα τους στην ιστορία είναι αυτοί που καταφέρνουν να μετατρέψουν την συσσωρευμένη ποσότητα σε μια νέα ποιότητα ή τουλάχιστον να υπερβαίνουν το μέσο όρο της εποχής τους. Για να συμβεί αυτό με μια προσωπικότητα χρειάζεται ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων. Το ταλέντο και οι ικανότητες, το μορφωτικό επίπεδο και η εμπειρία, η θέληση για παραγωγή έργου και πολύ περισσότερο η ίδια η παραγωγή του είναι οπωσδήποτε απαραίτητες προϋποθέσεις, που, όμως μπορούν να μην δώσουν ποτέ το ξεχωριστό αποτέλεσμα αν δεν συνδέονται με το κατάλληλο αντικειμενικό, ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή με την εποχή και τις αντικειμενικές της τάσεις. Αν λοιπόν ο Δημήτρης Γληνός υπήρξε μεγάλη προσωπικότητα, αν εξέφρασε τις τάσεις της εποχής του και δημιούργησε μια νέα ποιότητα είναι γιατί κατάφερε να έχει τον συνδυασμό που προαναφέραμε.
Ο Γληνός έχει καταγραφεί στην ιστορία ως επιστήμονας- διανοητής και ως πολιτικός. Δεν πρόκειται για δύο ξεχωριστές ιδιότητες αλλά για την διαλεκτική τους σχέση. Κι αυτό γιατί ποτέ στον Γληνό δεν θα δούμε απόψεις, ιδέες, θέσεις και την επιστημονική τους θεμελίωση χωρίς αυτά να συνδυάζονται με την εφαρμογή τους στην κοινωνία. Την κοινωνία μελετούσε, τις ανάγκες της κατέγραφε, γι’ αυτήν εργαζόταν.
Θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή την διαπίστωση, αλλά και την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του αν παρακολουθήσουμε την πορεία του μέσα στον ιστορικό χρόνο.
Η πρώτη φάση της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του Γληνού
Ο Δημήτρης Γληνός γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1882, στη Σμύρνη. Ο πατέρας του που καταγόταν από την Άνδρο, είχε στη Σμύρνη επιχειρήσεις κρασιών ενώ η μητέρα του, κόρη μεγαλοκτηματία, καταγόταν απ’ το Μπουρνόβα της Σμύρνης. Από μικρός υποχρεώθηκε να γνωρίσει τη βιοπάλη αφού οι αλλεπάλληλες ατυχίες στις επιχειρήσεις του πατέρα του, καθώς και το γεγονός ότι ήταν μέλος πολυμελούς οικογένειας, έφεραν πολλές δυσκολίες στις σπουδές του. Εντούτοις κατάφερε να ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και το 1905 να αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για ένα διάστημα δίδαξε σε εκπαιδευτικά ιδρύματα μέσης εκπαίδευσης και στα 1908 έφυγε για ειδικές σπουδές στη Γερμανία. Έμεινε στην Ιέννα και στη Λειψία ως τα 1911 όπου σπούδασε παιδαγωγικά, φιλοσοφία, ψυχολογία και κοινωνιολογία (Γ. Ζιούτου: Εισαγωγή στο ανολοκλήρωτο έργο του Δ. Γληνού: «Τα σημερινά προβλήματα του ελληνισμού», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1945, σελ. 6).
Όταν ήταν στη Γερμανία ο Γληνός συνδέθηκε φιλικά με τον Γ. Σκληρό από τον οποίο δέχτηκε την παρόρμηση να επιδοθεί στις σοσιαλιστικές μελέτες. Ακόμη, κατά το ίδιο διάστημα είχε τακτική επαφή με τον Ίωνα Δραγούμη, τον Αλ. Δελμούζο, το Μ. Τριανταφυλλίδη και άλλους που ενεργούσαν τότε για να ιδρυθεί ο εκπαιδευτικός όμιλος.
Ας δούμε όμως από τί σηματοδοτείται αυτή η πρώτη φάση της ζωής του Δημήτρη Γληνού. Στο εισαγωγικό του κείμενο στον πρώτο τόμο των Απάντων του Γληνού, ο επιμελητής της έκδοσης Φ. Ηλιού γράφει: «Ήταν έξι ετών όταν κυκλοφόρησε Το ταξίδι μου του Ψυχάρη, φοιτητής στην περίοδο των Ευαγγελικών, των Ορεστειακών και της εμφάνισης του Νουμά, εικοσιπέντε ετών όταν κυκλοφόρησε Το κοινωνικόν μας ζήτημα τού Γ. Σκληρού και ο Δωδεκάλογος του Γύφτου του Κωστή Παλαμά, εικοσιέξι όταν έγινε η επανάσταση των Νεότουρκων και εικοσιεπτά όταν εκδηλώθηκε το κίνημα στο Γουδί» (Δημήτρης Γληνός: «Άπαντα», εκδόσεις Θεμέλιο, Εισαγωγή- Σημειώσεις Φ. Ηλιού, τόμος Α’ σελ. ιγ- ιδ.) Όσο κι αν αυτές οι επισημάνσεις γεγονότων, που σφραγίζουν την ζωή του Γληνού, έχουν την σημασία τους, στην πραγματικότητα δεν λένε τίποτα αν δεν συνδεθούν με τον χαρακτήρα της εποχής, τις τάσεις και τις μεταβολές της, την ιδιαιτερότητα της, τότε, ελληνικής πραγματικότητας.
Την εποχή που Γληνός ανδρώνεται επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτικά, ο καπιταλισμός ως παγκόσμιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα περνάει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, δηλαδή στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Το προτσές μετασχηματισμού του παλιού καπιταλισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού σε μονοπωλιακό καπιταλισμό- ιμπεριαλισμό ολοκληρώθηκε προς τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Η εξέλιξη αυτή δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο- και φυσικά δεν έχει την ίδια σημασία- για όλες τις χώρες. Στις χώρες που παρουσιάζουν καθυστέρηση στην ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής κι ακόμη περισσότερο στις μικρές χώρες που επίσης διακρίνονται από αυτή την καθυστέρηση, η γενική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι συνδυασμένη- σύμφωνα με τον ορισμό του Τρότσκι στην «Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης»- αλλά και περίπλοκη, με ιδιομορφίες που πολλές φορές τις προσεγγίζουμε με τον όρο «στρεβλώσεις», δεδομένου ότι συνιστούν στρεβλώσεις του γενικού κανόνα αλλά δεν είναι καθόλου στρεβλώσεις στο πλαίσιο της παγκόσμιας διάστασης του συστήματος κι ενός αντίστοιχου καταμερισμού εργασίας. Η συνδυασμένη αυτή ανάπτυξη συνίσταται στο γεγονός ότι δίπλα στην μεγάλη καθυστέρηση εμφανίζεται και συνυπάρχει η τελευταία λέξη της ανάπτυξης ενώ κοινωνικά, παράλληλα με την ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού, δηλαδή μιας καθαρής αστικής επανάστασης διαμορφώνονται και οι όροι της προλεταριακής.
Η Ελλάδα της πρώτης περιόδου της ζωής του Δημήτρη Γληνού είναι μια χώρα εξαρτημένη, με μεγάλη οικονομική καθυστέρηση, απαρχαιωμένους θεσμούς και άκρως συντηρητικό πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Το ελληνικό κράτος που ιδρύθηκε μετά την επανάσταση ήταν ουσιαστικά ξένο προτεκτοράτο. Η πολυπόθητη ανεξαρτησία ήταν υπό την κηδεμονία των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας- με πρωταγωνιστικό το ρόλο της πρώτης. Το φιλελεύθερο πνεύμα της επανάστασης δεν μπόρεσε να επικρατήσει στη μετεπαναστατική περίοδο και η ελληνική αστική τάξη λόγω του μεταπρατικού χαρακτήρα της συμβιβάστηκε γρήγορα- μέσα στην διάρκεια της επανάστασης- με τον κοτσαμπαδισμό με αποτέλεσμα οι αναγκαίες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που εισηγούνταν οι αστικές επαναστάσεις της Ευρώπης και ο αστικός τρόπος παραγωγής ουσιαστικά να αναβληθούν για πολλά χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι παραγωγικές σχέσεις στην Ελλάδα παραμένουν απαρχαιωμένες και σχεδόν αναλλοίωτες στην μετεπαναστατική περίοδο, ότι παρασιτισμός και η κερδοσκοπία του κεφαλαίου δίνουν και παίρνουν αφού αρχικά αναπτύσσεται το εμπορικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο και κατόπιν- προς εξυπηρέτηση των πιστωτικών αναγκών αυτού του κεφαλαίου- το χρηματιστικό, τραπεζιτικό κεφάλαιο ενώ τελευταία και με πολύ αργά βήματα έρχεται η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας (Γ. Κορδάτου: «Εισαγωγή εις την ιστορία της Ελληνικής Κεφαλαιοκρατίας», εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ σελ. 37 κ.ε.)
Είναι γεγονός ότι μια δειλή ανάπτυξη της βιομηχανίας παρουσιάζεται στην Ελλάδα από το 1870 και μετά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ενώ το 1867 υπήρχαν στη χώρα 22 εργοστάσια με ιπποδύναμη 300 ατμόιππους, το 1889 έφτασαν τα 145 με ιπποδύναμη 8.568 ατμόιππους («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΔ, σελ. 55). Η ανάπτυξη αυτή δεν σήμαινε και πολλά πράγματα αν και φαίνεται σημαντική δεδομένης της ασήμαντης βιομηχανικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων. Το κύριο πάντως χαρακτηριστικό στην βιομηχανική ανάπτυξη αυτής της περιόδου- και ιδιαίτερα στο διάστημα 1880- 1890- δεν είναι τόσο η αύξηση του αριθμού των βιομηχανιών (εκτός από τις αλευροβιομηχανίες που υπερδιπλασιάστηκαν) αλλά η διατήρηση, η ενίσχυση και η μεγέθυνση όσων υπήρχαν. Βεβαίως κεφάλαια στην Ελλάδα μπήκαν και μάλιστα πολλά- τόσο ελληνικά όσο και ξένα- που όμως δεν πήγαν στην βιομηχανική ανάπτυξη αλλά διοχετεύτηκαν σε πιο επικερδείς κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Χαρακτηριστική είναι η συμπεριφορά των Ελλήνων κεφαλαιούχων της διασποράς που, από το 1873 και μετά, μετέφεραν μέρος ή το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους στη χώρα (Συγγρός, Μελάς, Μπαλτατζής, Μαυρογορδάτος, Παπούδωφ, Θεολόγος, Βούρος, Δρακούλης, Σκουλούδης, Καραπάνος καθώς και οι Ζαφείρης, Ζάππας, Ροδοκανάκης, Σκυλίτσης, Ζαφειρόπουλος, Στεφάνοβικ κ.α.). Οι επιχειρηματίες αυτοί- πολλοί εκ των οποίων θεωρούνται ακόμη και στις μέρες μας εθνικοί ευεργέτες- βρίσκονταν σε στενή σύνδεση με τους ευρωπαϊκούς μεγαλοχρηματιστικούς οίκους (Π.χ. τον οίκο Hampros του Λονδίνου, το Comtoir National d’ Escompte του Παρισιού όπου υποδιοικητής ήταν ο φίλος του Συγγρού Βλαστός κ.ο.κ.) και με την είσοδό τους στον ελλαδικό χώρο φρόντισαν μόνο να κερδοσκοπήσουν και τίποτα περισσότερο. Έτσι απέφυγαν να τοποθετήσουν κεφάλαια στη βιομηχανία και ανέπτυξαν δραστηριότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα (από το 1867 έως το 1880 δημιουργήθηκαν 15 νέα πιστωτικά ιδρύματα στη χώρα και από το 1880 έως το 1898 άλλα 6), στην εκτέλεση δημοσίων έργων, στους σιδηροδρόμους και στην κερδοσκοπική εκμετάλλευση της γης. Επίσης πρωταγωνίστησαν στην οργάνωση και πραγματοποίηση του συνόλου σχεδόν των εξωτερικών δανείων που σύναψε εκείνο το διάστημα το ελληνικό κράτος.
Ενδεικτικό του ρόλου που έπαιξαν στα ελληνικά πράγματα και του συντηρητισμού της τάξης τους είναι το γεγονός ότι εμπόδισαν τον αστικό εκσυγχρονισμό στο ζήτημα της γης αφού μετατράπηκαν οι ίδιοι σε τσιφλικάδες στέλνοντας στο καλάθι των αχρήστων το αστικοδημοκρατικό σύνθημα- όταν η αστική τάξη ήταν επαναστατική- για μοίρασμα των τσιφλικιών στους κολίγους. Έτσι με την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας- και φυσικά με την σύμφωνη γνώμη του Τρικούπη- έβαλαν στο χέρι τα μεγαλύτερα και περισσότερα τσιφλίκια ή μ’ άλλα λόγια το 50%- 64% των καλλιεργήσιμων εκτάσεων αυτών των περιοχών όχι βέβαια με σκοπό να αναπτύξουν την αγροτική οικονομία αλλά για να κερδοσκοπήσουν (Κ. Βεργόπουλου: «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα», εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ σελ. 121 κ.α).
Από την εικόνα που δώσαμε μέχρι στιγμής γίνονται εμφανή τα εξής αντιφατικά χαρακτηριστικά της μετεπαναστατικης ελληνικής κοινωνίας που χαρακτηρίζουν την εξέλιξή της. Στο πλαίσιο της, εξ αντικειμένου, ασφυκτιούσε η ανάγκη για αστικοδημοκρατικό, πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό. Από την άλλη όμως τροχοπέδη σ’ αυτές τις εξελίξεις έμπαιναν τα συμφέροντα της ίδιας της αστικής τάξης που επέβαλαν τα όποια βήματα προς ένα προοδευτικό εκσυγχρονισμό να είναι ελεγχόμενα και να μην διαταράσσουν τις συμμαχίες της κυρίως με το ξένο κεφάλαιο. Παρόλα αυτά η ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού ξεπηδάει από την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα. Κι όσο περισσότερο καθυστερεί μετατρέπεται σιγά- σιγά, σε κοινωνικό ρεύμα.
Το ρεύμα αυτό, ανάμεσα στα άλλα σφραγίζεται και από την κυρίαρχη ιδεολογία του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους, μια ιδεολογία που επηρεάζεται άμεσα και καταλυτικά από το Ανατολικό ζήτημα και συμπυκνώνεται στον πολύ γνωστό μας όρο «Μεγάλη Ιδέα». Εκ των πραγμάτων αυτός ο όρος περιείχε αντιφατικά πράγματα. Επρόκειτο για ένα κράμα δίκαιων απαιτήσεων- που συνδέονταν με την απελευθέρωση των Ελλήνων της Θεσσαλίας της Κρήτης και της Ηπείρου- και εθνικιστικών σοβινιστικών αξιώσεων περί αναβιώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για μια μείξη που συνδέει δίκαιους λαϊκούς πόθους με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου και την ανάγκη της αστικής τάξης να επεκτείνει την εσωτερική της αγορά μέσω της προσάρτησης, χωρίς όρια, νέων εδαφών.
Την ανάγκη του αστικού εκσυγχρονισμού, δηλαδή την ανάγκη για μια νέα αστική επανάσταση που θα έβαζε τέρμα στα φεουδαρχικά κατάλοιπα της ελληνικής κοινωνίας και θα εκσυγχρόνιζε το πολιτικό σύστημα, το κράτος, την εκπαίδευση και τις παραγωγικές σχέσεις και θα διεύρυνε εδαφικά τη χώρα- άρα την εσωτερική αγορά της αστικής τάξης-, που θα έλυνε όλους τους λογαριασμούς με τον σκοταδισμό, τον λογιοτατισμό και την πνευματική καθυστέρηση, την συναντάμε παντού σε όλα τα, κάθε λογής, κινήματα και στις εξεγέρσεις του τελευταίου τέταρτου του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.
Οι αγροτικές εξεγέρσεις αυτής της περιόδου, με αποκορύφωμα το Κιλελέρ του 1910, ξεπήδησαν από αυτή την αντικειμενική αναγκαιότητα.
Οι πόλεμοι, η εμπλοκή σε επαναστάσεις στο έδαφος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας- όπως η εμπλοκή ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία- συνδέονταν άμεσα με το αίτημα για απόλυτη κυριαρχία της αστικής τάξης και επέκταση αυτής της κυριαρχίας.
Το κίνημα του δημοτικισμού ξεπηδούσε επίσης από την αναγκαιότητα του αστικού εκσυγχρονισμού. Η επέκταση και εκσυγχρονισμός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής απαιτούσε προλεταριοποίηση ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή νέων μεθόδων παραγωγής, η ίδια η μηχανοποίηση της παραγωγής, απαιτούσε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Κι αυτή η εξειδίκευση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς ένα ορισμένο επίπεδο μόρφωσης του λαού. Πως όμως θα γινόταν αυτή η μόρφωση όταν στη χώρα κυριαρχούσε η διγλωσσία, το γεγονός δηλαδή ότι άλλη ήταν η επίσημη γλώσσα των σχολείων και των πανεπιστημίων και άλλη αυτή που μιλούσε ο λαός στην καθημερινότητά του; Η μόρφωση του λαού έπρεπε να γίνει στη γλώσσα που αυτός μιλούσε. Έτσι, ότι εννοούμε με τον όρο δημοτικισμός σε αυτή την περίοδο πρέπει να το δούμε σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Τα Ευαγγελικά (1901), τα Ορεστειακά (1903), το Παρθεναγωγείο και τα Αθεϊκά του Βόλου (1908 και 1911), η έκδοση του Νουμά (1903) κλπ. είναι εκφράσεις, ξεσπάσματα και αντιδράσεις που πηγάζουν από την αναγκαιότητα του αστικού εκσυγχρονισμού.
Μόνο που αυτός ο εκσυγχρονισμός, λόγω της καθυστέρησης της ελληνικής κοινωνίας από την μια και των εξελίξεων στο υπόλοιπο κόσμο- ειδικά στον ανεπτυγμένο- από την άλλη, λόγω του φαινομένου της συνδυασμένης ανάπτυξης στην οποία αναφερθήκαμε πιο πριν επιγραμματικά εμπεριέχει και την υπέρβασή του. Ταυτόχρονα με τον αστικό εκσυγχρονισμό έστω και καθυστερημένα, έστω και νεφελώδικα αναπτύσσεται και το αίτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Με την εμφάνιση της ελληνικής βιομηχανίας εμφανίζεται και η εργατική τάξη. Την ίδια περίοδο, μέσα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα κάνουν τις εμφάνισή τους και οι πρώτες σοσιαλιστικές κινήσεις που κινούνται στο έδαφος του ουτοπικού σοσιαλισμού. Ο μαρξισμός θα αργήσει να κατακτήσει τις εργατικές μάζες και τους διανοούμενους, γεγονός που εξηγεί, για την περίοδο που μιλάμε, το γεγονός ότι συχνά οι σοσιαλιστικές ιδέες διαπλέκονται με αυτές του αστικού εκσυγχρονισμού, συνυπάρχουν μαζί τους κι ενίοτε αποτελούν την πιο αριστερή έκφρασή τους. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία ότι ο σοσιαλισμός, έστω κι έτσι είναι παρών γιατί μας βοηθάει να εξηγήσουμε τις μετέπειτα εξελίξεις σε πρόσωπα και καταστάσεις.
Το αίτημα του αστικού εκσυγχρονισμού θα λάβει εκρηκτικές διαστάσεις μετά την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893 και κυρίως μετά τον αποτυχημένο πόλεμο με την Τουρκία το 1897 και την επιβολή- λόγω της χρεοκοπίας- του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898. Από εκεί και μετά η χώρα μπαίνει καθαρά σε επαναστατική κρίση για να βγει απ’ αυτήν με την επανάσταση στο Γουδί το 1909 και την έλευση του Βενιζέλου το 1911.
Μόνο μέσα σ’ αυτό πλαίσιο μπορούμε να προσεγγίσουμε σωστά την διαμόρφωση της προσωπικότητάς του Δημήτρη Γληνού στην πρώτη φάση της ζωής του. Ο Γληνός διαμορφώνεται ως επιστήμονας και πολιτικός ως κοινωνικό και πολιτικό ον σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Σε συνθήκες όπου οι πάνω δεν μπορούν και οι κάτω δεν θέλουν, όπου η ανέχεια και η εξαθλίωση των λαϊκών μαζών ξεπερνάει τα συνηθισμένα όρια, σε συνθήκες που αυτές οι μάζες παίζουν ανεξάρτητο, αυτοτελή ιστορικό ρόλο. Επομένως, ο Γληνός ευνοείται από αυτές τις συνθήκες να διαμορφώσει ανεξάρτητη και πρωτοβουλή σκέψη και δράση, σε αρμονία με τις αντικειμενικές τάσεις στην κοινωνία, αναζητώντας διαρκώς το ιστορικά αναγκαίο, σε μια εποχή που η ποσότητα τείνει να μετατραπεί σε ποιότητα κι ως ένα βαθμό το επιτυγχάνει. Ο Γληνός, ενδεχομένως χωρίς να το αντιλαμβάνεται, βιώνει και συνεπώς ενσωματώνει τι σημαίνει οι λαϊκές μάζες να κινούνται ανεξάρτητες και με ιστορικούς όρους, δηλαδή με όρους κοινωνικής αλλαγής. Συνεπώς εκπαιδεύεται από τα πράγματα να διαμορφώσει τα αισθητήρια που του φανερώνουν τις τάσεις αυτής της αλλαγής κι έτσι έχει την ικανότητα να τις δει και να τις ακολουθήσει.
Υπό αυτή την έννοια νομίζω πως έχει δίκιο ο Κ. Καραγιώργης όταν γράφει για τον Γληνό (Κώστα Καραγιώργη: «Δημήτρης Γληνός», ΚΟΜΕΠ Δεκέμβρης 1945, σελ. 28): «Όλη του η ζωή, ως που κατέβηκε στην Ελλάδα μπορεί να θεωρηθεί σαν προπαρασκευή για την κατοπινή πολύπλευρη δράση του… Μέσα σ’ αυτή βρίσκονται οι πηγές για την παραπέρα εξέλιξη του Γληνού. Τα βασικά στοιχεία στην εξέλιξη αυτή ήταν 1) σύνδεσή του με το λαό από τον οποίο προήλθε και που με τη βιοπάλη της πρώτης ηλικίας του δέθηκε περισσότερο μαζί του. 2) μαχητική ανάμειξή του στο προοδευτικό γλωσσικό, εκπαιδευτικό και γενικότερα πνευματικό αστικοδημοκρατικό κίνημα της εποχής του, το δημοτικισμό. Σύνδεση του με τα προοδευτικά αστικά στοιχεία της πνευματικής ζωής της εποχής του. 3) Γερή αστική επιστημονική του κατάρτιση στα παιδαγωγικά, που υπήρξαν ο άξονας των σπουδών του αλλά και στη φιλοσοφία, ψυχολογία και κοινωνιολογία. Δεν περιορίστηκε σαν φιλόλογος στις ανθρωπιστικές σπουδές της εποχής του αλλά και τις πλάτυνε προς την ψυχολογική και κοινωνιολογική πλευρά 4) Φιλοσοφικός ματεριαλιστικός προσανατολισμός του και 5) Επηρεασμός του από τη σοσιαλιστική μαρξιστική κοσμοθεωρία».
Από τον αστικό εκσυγχρονισμό στον επιστημονικό σοσιαλισμό
Από το 1911 που επιστρέφει στην Ελλάδα, ως τα 1943 που πεθαίνει, ο Δ. Γληνός εμφανίζει με τη δράση του ένα κολοσσιαίο σε όγκο και ποιότητα πνευματικό έργο.
Στα 1912- 1914 εμπνέει στο Κόμμα των Φιλελευθέρων την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που όμως ποτέ δεν θα αφήσει η αντίδραση να γίνει νόμος του κράτους. Το υλικό αυτό με άρθρα, παρεμβάσεις και εισηγήσεις θα κυκλοφορήσει αργότερα, από τον ίδιο, σε βιβλίο υπό τον τίτλο «Ένας άταφος νεκρός» («Ένας άταφος νεκρός- μελέτες για το εκπαιδευτικό μας σύστημα», Εκδοτική εταιρεία «Αθηνά», Αθήνα 1925).
Στα 1917 η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης υπό τον Ε. Βενιζέλο τον διορίζει στη θέση του προέδρου του εκπαιδευτικού συμβουλίου του υπουργείου παιδείας. Από τη θέση αυτή ο Γληνός συντάσσει το ιστορικό διάταγμα της 1/5/1917 για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία. Κι όταν η κυβέρνηση αυτή εγκαταστάθηκε στη Αθήνα ο Γληνός ως εκπαιδευτικός σύμβουλος και ΓΓ του υπουργείου Παιδείας επιχειρεί να εφαρμόσει τη γλωσσική μεταρρύθμιση του σε ολόκληρη τη χώρα με αποτέλεσμα να συναντήσει την αντίδραση της ντόπιας ολιγαρχίας και τελικά να παραιτηθεί από τη δημόσια θέση του για να συνεχίσει τους αγώνες του από άλλο μετερίζι, από τη θέση του προέδρου και του ηγετικού στελέχους του εκπαιδευτικού ομίλου.
Το 1922 ο Γληνός ξαναγύρισε στο υπουργείο παιδείας και το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση της παιδαγωγικής ακαδημίας- στην ίδρυση της οποίας πρωταγωνίστησε. Από την Παιδαγωγική Ακαδημία διώχθηκε το 1926 με πρωτοβουλία της παγκαλικής δικτατορίας.
Η περίοδος αυτή της νεοελληνικής ιστορίας, σηματοδοτεί το πέρασμα του Δημήτρη Γληνού από τον αστικό εκσυγχρονισμό στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Πρόκειται για μια εξέλιξη η οποία δεν συντελείται σε ιστορικό- κοινωνικό και πολιτικό- κενό. Αντίθετα σημαδεύεται από συγκλονιστικά ιστορικά γεγονότα για την Ελλάδα και τον κόσμο. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο διπλασιασμός της έκτασης της Ελλάδας, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο λεγόμενος εθνικός Διχασμός, η Οκτωβριανή Επανάσταση, η ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας που σύντομα μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, η μικρασιατική καταστροφή, η πρώτη ελληνική Δημοκρατία και η δικτατορία του Πάγκαλου, είναι τα σημαντικότερα εξ’ αυτών που σφραγίζουν και την δική του πορεία. Και τούτο διότι μέσα από αυτά τα γεγονότα αποδεικνύεται πλήρως ο συντηρητισμός της αστικής τάξης και αναδεικνύεται ο νέος κοινωνικός ριζοσπαστισμός που εισάγει πλέον στο ιστορικό προσκήνιο το εργατικό κίνημα. Στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος οι αστικές ιδέες περί δημοκρατίας, ελευθερίας, ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης παίρνουν εντελώς διαφορετικό νόημα ενώ η Οκτωβριανή Επανάσταση επιβεβαιώνει ότι αυτό το νόημα είναι ρεαλιστικό να πραγματοποιηθεί στη ζωή. Δεν είναι απλά ένα όραμα και μια ουτοπία αλλά μια πραγματικότητα με ανοικτούς ορίζοντες στην εξέλιξη της.
Ας δούμε αυτή τη διαπίστωση πιο αναλυτικά. Στο επίπεδο του αστικού εκσυγχρονισμού η αστική τάξη, μετά το Γουδί και την ανάληψη της πολιτικής εξουσίας από τον Βενιζέλο, προσπαθεί να φρενάρει τις ριζοσπαστικές τάσεις της κοινωνίας. Να ελέγξει τις εκδηλώσεις του ενσωματώνοντας ταυτόχρονα τον παλιό κόσμο στη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Η ρήξη με το παρελθόν ήταν μερική και όχι ολική. Αυτός ο συντηρητισμός ήταν λογικός. Δεν επρόκειτο για μια επανάσταση που ερχόταν να γκρεμίσει ολοκληρωτικά το παλιό σύστημα όπως είχε οικοδομηθεί μετά την επανάσταση του 1821 αλλά για μια πολιτική μεταβολή που άλλαζε τους συσχετισμούς τάξεων στο επίπεδο της εξουσίας προκαλώντας την υποχώρηση του φεουδαρχισμού και ενισχύονταν ουσιαστικά το αστικό στοιχείο. Επιπλέον η αλλαγή που συντελείται αυτή την περίοδο γίνεται στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος το οποίο έχει γίνει τροχοπέδη και εχθρός των βαθιών κοινωνικών αλλαγών δεδομένου ότι έχουν γεννηθεί και αναπτυχθεί οι όροι υπέρβασής του- δηλαδή το εργατικό κίνημα, τα εργατικά κόμματα, η διεκδίκηση του σοσιαλισμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο η ιδέα της εθνικής απελευθέρωσης και εθνικής ολοκλήρωσης έχει συμπληρωθεί και εν πολλοίς έχει αντικατασταθεί από την ιδέα του εθνικισμού και του σωβινισμού.
Ο Δημήτρης Γληνός είναι ένας άνθρωπος που εννοεί αυτά που πιστεύει και αγωνίζεται για την πραγματοποίησή τους. Συνεπώς το πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού είναι πια πολύ στενό γι’ αυτόν. Εξαντλεί όλα τα όρια για την υλοποίηση των ιδεών του δημοτικισμού που κατά την δική του αντίληψη δεν περιορίζονται σε μια απλή αντιπαράθεση γύρω από την γλώσσα αλλά επεκτείνονται και στην ανάγκη δημιουργίας όλων των νομικών και υλικοτεχνικών υποδομών ώστε να πραγματοποιηθεί μια εκ βάθρων αλλαγή στην παιδεία που να εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και την κοινωνική πρόοδο. Άρα το γλωσσικό έπαιρνε άλλες διαστάσεις. Η γλώσσα του λαού έπρεπε να περάσει παντού. Και έπρεπε να αποτελεί το εργαλείο με το οποίο ο λαός θα μορφωνόταν για να μπορεί να συμβάλλει σε μια πολιτική, πολιτιστική, κοινωνική αναγέννηση. Το όραμα αυτό δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθεί στο πλαίσιο του αστικού εκσυγχρονισμού. Το όραμα αυτό ταυτιζόταν με την σοσιαλιστική προοπτική.
Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ σε ορισμένα σημεία της Διακήρυξης της Διοικούσας Επιτροπής του Εκπαιδευτικού Ομίλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, στο τεύχος Ιουλίου- Αυγούστου του 1927. Είναι ένα κείμενο του Δημήτρη Γληνού που απηχεί πλήρως τις απόψεις του και μας διαφωτίζει για την πορεία του από τον αστικό εκσυγχρονισμό προς τον Σοσιαλισμό:
Διαβάζουμε: «Το κόμμα των Φιλελευθέρων, πού από τα 1910 αντιπροσωπεύει την «ανορθωτική» κίνηση στην Ελλάδα, σε όλες τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του (εργατική πολιτική, αγροτική πολιτική,, εκπαιδευτική πολιτική) βάδισε δειλά, και αντιφατικά, έχοντας αδιάκοπα να υπερνικήσει εσωκομματική αντίδραση έντονη και αποτελεσματική. Την αδυναμία του αυτή τη μεγάλωσαν οι ελληνικές περιπέτειες του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, γιατί δώσανε ευκαιρία στα παλιά αντιδραστικά στοιχεία να παρασύρουν με το μέρος τους την πλειονοψηφία των μικροαστικών και των λαϊκών τάξεων, που υποφέρανε φοβερά από τον πόλεμο και το διχασμό.
Κοντά σ’ αυτά τα αίτια η εξέλιξη της εθνικής οικονομίας, η σχετική ανάπτυξη του καπιταλισμού και του βιομηχανισμού στη χώρα μας, η προσφυγική συρροή, η ατελή λύση τού αγροτικού ζητήματος, δημιούργησαν και εδώ αισθητό εργατοαγροτικό κίνημα, πού έγινε αφορμή μεγάλης ανησυχίας στην άρχουσα τάξη, όπως το παγκόσμιο εργατικό κίνημα έστρεψε στη συντηρητική αντίδραση όλο τον κυρίαρχο αστισμό.
Η βίαιη ανατροπή και η εξόντωση τού φεουδαρχικού και αστικού κοινωνικού καθεστώτος της Ρωσίας, η έντονη δράση των κομμουνιστικών κομμάτων στη Δύση, οι ισχυρότατες και βαθιές μεταπολεμικές κρίσεις τού καπιταλισμού, η συναίσθηση για τον κλονισμό και την κατάρρευση όλου τού ιδεολογικού και ηθικού επιστρώματος, της αστικής κοινωνίας, γέννησαν στις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις μια συντηρητική και αντιδραστική κίνηση και θεωρητική πραχτική, πού ολοένα δυναμώνει. Δικτατορίες, φασισμός, οικουμενικές κυβερνήσεις, προετοιμάζουν και πραγματοποιούν την περίοδο τής αστικής απολυταρχίας. Η αστική τάξη αισθάνεται για ενοχλητικές και επικίνδυνες και καταργεί τις ελευθερίες, που αυτή η ίδια είχε καταχτήσει και καθιερώσει στην επαναστατική της περίοδο, καθώς και τις ελευθερίες, πού είχε αναγνωρίσει ώς τώρα στην εργατική τάξη.
Αυτά είναι τα αίτια, πού ενεργώντας όλα μαζί, στρέψανε και την ελληνική αστική τάξη, ύστερα από μια βραχύχρονη περίοδο σχετικού φιλελευθερισμού, στην αντίδραση, πού ολοένα και εδώ μεγαλώνει.
Κάθε προοδευτική ιδέα χαρακτηρίζεται κομμουνισμός, κάθε ελευθερία είναι ενοχλητική και είτε με σοφιστικά πλαγιοβαδίσματα ουσιαστικά «αναιρείται», είτε καταλύεται με την άμεση βία. Η άρχουσα τάξη και εδώ γίνεται ολοένα- συντηρητικότερη και σήμερα όλα τα κόμματά της, δίχως καμιά σχεδόν ουσιαστική διαφορά, ταυτίζονται και συνεργάζονται. Από την άλλη μεριά, με τη συνειδητοποίηση των προβλημάτων στην εργατική τάξη και με το σχετικό ξύπνημα των δασκάλων, οι απαιτήσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση γίνονται όσο πάει και ουσιαστικότερες. Και έτσι το λίγο, πού δόθηκε στην εκπαίδευση φαίνεται μηδαμινό και οι ελπίδες για κάποια άμεση πρόοδο στην παιδεία κάθε μέρα και λιγοστεύουν».
Και σε άλλο σημείο της Διακήρυξης του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Γληνός συμπληρώνει: «Η θεωρία, πώς ο Εκπαιδευτικός Όμιλος άμα δεχτή ειλικρινά την αρχή τής πάλης των τάξεων, παύει να είναι εκπαιδευτικό σωματείο και γίνεται πολιτικό, δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά πώς ο Όμιλος δεν πρέπει ίσα ίσα ν’ αντικρίζει το συμφέρον του «συνόλου», παρά μιας μόνο τάξης, της αστικής και να μελετάει τα εκπαιδευτικά ζητήματα μέσα στο πλαίσιο μόνο των δικών της συμφερόντων.
Μόνο λοιπόν άμα αναγνωρίσει και δεχτεί την αλήθεια για τον κοινωνικό καθορισμό τής παιδείας, τότε και μόνο τότε εργάζεται πραγματικά για το σύνολο, τότε και μόνο τότε αγκαλιάζει ολόκληρο το πρόβλημα τής παιδείας.
Γιατί τότε βλέπει ο Όμιλος την αλήθεια και ερμηνεύει σωστά. Βλέπει, ως ποιο σημείο μπορεί να προχωρήσει η άρχουσα τάξη στην οργάνωση της παιδείας και ακόμα, πως το σημείο αυτό, που άγρυπνα φυλάγεται, είναι η γραμμή του ταξικού συμφέροντος.
Βλέπει, πως κανένας ρομαντικός φιλανθρωπισμός και μόνο ο αγώνας μπορεί να δώσει ένα μέρος ή το σύνολο από τα πνευματικά αγαθά, σε κείνους πού σήμερα δεν τάχουν, όπως μόνο με τον αγώνα μπορούν να καταχτήσουν οι αδικημένοι ένα μέρος ή το σύνολο από τα υλικά αγαθά.
Βλέπει, πώς αυτοί αποτελούν σήμερα τα οχτώ δέκατα του λαού κι όμως η αδικία υπάρχει. Εκπαιδευτική πρόοδος και εκπαιδευτική αναγέννηση δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά να καταχτήσουν αληθινά τα πνευματικά αγαθά όλοι όσοι έχουν φυσιολογικά τη δυνατότητα μέσα τους. Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος λοιπόν δε μπορεί να λέγεται και να είναι αληθινά προοδευτικό σωματείο, αν δε μελετήσει τα μέσα και δε βοηθήσει μ’ όλη του τη δύναμη, για να λείψει πια αυτή η αδικία. Αυτό είναι το νόημα τής Λαϊκής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης. Και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος, όταν πάψει να επιδιώκει και να προετοιμάζει μια ουσιαστική λαϊκή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τότε ίσα ίσα βγαίνει έξω από το σκοπό του και αλλάζει κατεύθυνση» (Περιοδικό ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ, Χρονιά Α’ τεύχος 11- 12 (Ιουλίου- Αυγούστου) 1927, σελ. 580 και 583).
Το πέρασμα στις σοσιαλιστικές ιδέες
Ο Γληνός- αν και έχει έρθει πολύ νωρίς σε επαφή με το σοσιαλιστικό κίνημα- εκδηλώνεται ανοικτά υπέρ των σοσιαλιστικών ιδεών στα 1927 όταν στον εκπαιδευτικό όμιλο συγκρούονται δύο ομάδες (Ο ίδιος έχει γράψει ότι έγινε σοσιαλιστής στα 1907 και στα 1908- 9, στη Λειψία μαζί με τον Σκληρό, μπήκε στην υλιστική φιλοσοφία (Βλέπε: Δημήτρης Γληνός: «Άπαντα», εκδόσεις Θεμέλιο, Εισαγωγή- Σημειώσεις Φ. Ηλιού, τόμος Α’ σελ. κζ): η σοσιαλιστική που είναι και πλειοψηφούσα με επικεφαλής τον ίδιο και η αστική με επικεφαλής τον Δελμούζο. Ο Τριανταφυλλίδης προτίμησε να αποστασιοποιηθεί και να περιορισθεί στο επιστημονικό και μόνο πεδίο αν και η αποστασιοποίησή του από τα δρώμενα του Εκπαιδευτικού Ομίλου καταγράφεται από τα 1921- 1922 (Γιώργου Γάτου: «15 Ανέκδοτα Γράμματα του Δημήτρη Γληνού Στον Αλέκο Δελμούζο», ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, τεύχος 119-120 (Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1964), σελ. 513- 514 και 528. Επίσης: Δημήτρης Φ. Χαραλάμπους: «Ο Εκπαιδευτικός Όμιλος: Η ίδρυση, η δράση του, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η διάσπασή του», Εκδόσεις ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 125).
Από τη σύγκρουση επήλθε διάσπαση αφού η μειοψηφούσα ομάδα αποχώρησε και ο εκπαιδευτικός όμιλος προσανατολίστηκε οριστικά προς το σοσιαλισμό. Αυτή την περίοδο ο Γληνός διευθύνει τα Περιοδικά «Αναγέννηση» (1926- 1928) και «Νέος Δρόμος» (1928- 1929).
Την διάσπαση στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και την τεράστια διαφορά μεταξύ Γληνού και Δελμούζου την καταγράφει με απόλυτη ακρίβεια ο Τέλλος Άγρας σε ένα γράμμα του προς τον πρώτο με ημερομηνία 8 Μαΐου 1927. Γράφει ο Άγρας στον Γληνό (Φ. Ηλιού: «Ο Τέλλος Άγρας και ο Εκπαιδευτικός όμιλος (Τέσσερα Γράμματα στον Δημήτρη Γληνό)», Περιοδικό ΔΕΝΔΡΟ, τεύχος 15/1985, σελ. 10): «Διάβασα εξ άλλου το βιβλίο του κ. Δελμούζου ‘‘Δημοτικισμός και Παιδεία’’. Άκουσα τις τρεις ομιλίες σας στον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Ένοιωσα απ’ αρχής πώς βρίσκομαι- αδίσταχτα- πλησιέστερα με το μέρος τού πρώτου, παρά με το δικό σας. Εσείς στρέφεστε στην κοινωνία- ο κ. Δελμούζος στην παιδεία. Εσείς στρέφεστε στο σύστημα- ό κ. Δελμούζος στο πρόγραμμα. Εσείς κηρύχνεστε όχι μόνο ό αντίπαλος μιας αντίληψης ειδικής, αλλά ό ασυμβίβαστος εχθρός ολόκληρης πολιτικής τάξης πραγμάτων: ό κ. Δελμούζος προτείνει συμμαχία με το σημερινό καθεστώς. Έτσι, η αποστολή σας δεν μπορεί να νοηθεί πιά μέσα στο κράτος τούτο ή, έκτος από το πολεμικό της μέρος, η ουσιαστική της άσκηση βρίσκεται πολύ μακριά, πίσω από τη ζωή μας και τη γενεά μας, σε μιαν έποχήν ασφαλώς μεταγενέστερη».
Αν και για πολλά χρόνια βρισκόταν κοντά στο ΚΚΕ, ο Δ. Γληνός μπήκε στις γραμμές του το 1935 (Κ. Καραγιώργη, στο ίδιο, σελ. 30). Προηγουμένως, όμως, είχε προσφέρει σπουδαία δουλειά είτε συνεργαζόμενος με το περιοδικό της Κομμουνιστικής διανόησης «Νέοι Πρωτοπόροι» είτε αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και περιοδικά. Εκπληκτικές είναι οι μελέτες του για την πνευματική αντίδραση του τόπου, για την εκπολιτιστική επανάσταση, για τη φιλοσοφία του Χέγκελ κ.ά που δημοσιεύτηκαν στους «Νέους Πρωτοπόρους» όπως και μια σειρά εκλαϊκευτικών δημοσιευμάτων για την ΕΣΣΔ που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος» απ’ αφορμή την επίσκεψή του στη Μόσχα το 1934 όπου παρακολούθησε το Συνέδριο των Σοβιετικών διανοουμένων.
Σ’ ένα βιογραφικό του σημείωμα- γραμμένο το 1936- ο Δ. Γληνός αξιολογούσε ως εξής τη ζωή και το έργο του (Δημήτρης Γληνός: «Άπαντα», εκδόσεις Θεμέλιο, Εισαγωγή- Σημειώσεις Φ. Ηλιού, τόμος Α’ σελ. κζ): «Οι κεντρικές πράξεις της ζωής μου είναι τρεις: 1) Η Θεσσαλονίκη και η δημοτική γλώσσα στα σκολειά. 2) Η διάσπαση του εκπαιδευτικού ομίλου και η διακήρυξη του 1927. 3) Ο κομμουνισμός»
Στις εκλογές του 1936 ο Δ. Γληνός εκλέχτηκε βουλευτής του Παλλαϊκού Μετώπου και μ’ αυτή του την ιδιότητα ανέπτυξε πλούσια δραστηριότητα για τα λαϊκά προβλήματα. Είναι δε ο πρωταγωνιστής στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στο περίφημο σύμφωνο Σκλάβαινα- Σοφούλη, το οποίο αν εφαρμοζόταν, ενδεχομένως να έφραζε το δρόμο στη Δικτατορία του Μεταξά. Γι’ αυτή του τη δράση το καθεστώς της 4η Αυγούστου τον εξόρισε αρχικά στην Ανάφη, στη συνέχεια τον έκλεισε στην Ακροναυπλία (1936- 1938), κατόπιν τον ξαναεξόρισε στη Σαντορίνη και τελικά λόγω της κλονισμένης υγείας του υποχρεώθηκε να τον μεταφέρει στην Αθήνα και να του επιβάλει κατ’ οίκον περιορισμό κάτι που ο Γληνός το εκμεταλλεύτηκε για διανοητική εργασία, όπως άλλωστε έκανε και στο διάστημα που ήταν στη φυλακή ή στην εξορία.
Όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό φασιστική κατοχή η Ασφάλεια παρέδωσε το Γληνό στους ιταλούς κατακτητές οι οποίοι όμως υποχρεώθηκαν να τον απελευθερώσουν λόγω ασθένειας. Έτσι ο Γληνός συνδέθηκε γρήγορα με το κίνημα της εθνικής αντίστασης και το ΚΚΕ και τον Δεκέμβρη του 1942, στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη του κόμματος, εκλέχτηκε στην ΚΕ και στο Π.Γ. και λίγο αργότερα στη γραμματεία του Π.Γ.
Ο Γληνός πρόσφερε τεράστια υπηρεσία ως πολιτικός ηγέτης και ως διανοητής στο κίνημα της εθνικής αντίστασης. Αρθρογραφούσε συχνά στο Ριζοσπάστη και στην ΚΟΜΕΠ και συνέβαλε τα μέγιστα στην καθοδήγηση του αγώνα του ελληνικού λαού. Αλλά και τίποτα απ’ όλα αυτά να μην έκανε πάλι θα ξεχωρίζαμε την προσφορά του. Είναι ο συγγραφέας ενός εκ των σημαντικότερων ντοκουμέντων τη ιστορίας αυτού του τόπου. Είναι ο άνθρωπος που έγραψε το φλογερό βιβλιαράκι «ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΕΑΜ» (Το βιβλιαράκι αυτό πρωοκυκλοφόρησε το Σεπτέμβρη του 1942 και σε δεύτερη έκδοση τον Νοέμβρη του 1944, με πρόλογο του Γ. Ζέβγου, από τον εκδοτικό οργανισμό «Ο ΡΗΓΑΣ»).
Μιλώντας στο πολιτικό μνημόσυνο του Δ. Γληνού, στη δεύτερη επέτειο από το θάνατο του ο Πέτρος Ρούσος είχε πει χαρακτηριστικά για τη δράση του μεγάλου διανοητή στα χρόνια της αντίστασης («Δημήτρης Γληνός», Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, 1963, σελ. 82): «Ο Γληνός εστάθηκε μια από τις κεντρικές μορφές αυτής της εθνικής μας αντίστασης, που ήταν κάτι παραπάνω από αντίσταση: ήταν εξόρμηση και ανάταση. Ζωντανά ηχούν τα μαχητικά συνθήματα στο βιβλιαράκι του ‘‘Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ’’. Ο Γληνός εστάθηκε σκαπανέας της αντίστασης, διαφωτιστής και αγωνιστής από την πρώτη στιγμή ως τη ύστατη πνοή της ζωή του. Στάθηκε ο μεγάλος δάσκαλος της νεολαίας μας, που πρώτη πρέπει να φρονιματισθεί από το παράδειγμά του».
Στα χέρια της ιστορίας
Ας επανέλθουμε όμως στο βασικό ερώτημα. Πολλοί ήταν οι ικανοί και οι μορφωμένοι στην εποχή που έζησε ο Γληνός. Πολλοί από αυτούς μαζί με τον δρόμο της επιστήμης ακολούθησαν και τον δρόμο της πολιτικής. Εκείνοι όμως δεν είχαν την πορεία του Γληνού. Άραγε γιατί;
Την απάντηση στο ερώτημα αυτό νομίζω πως την δίνει η Ρόζα Ιμβριώτη η οποία γράφει (ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΕΧΝΗΣ, τεύχος 119-120 (Νοέμβρης- Δεκέμβρης 1964), σελ. 403): «Όταν αναφέρεται το όνομα του Δημήτρη Γληνού ξεπηδάει μπροστά μας ολόκληρος ηθικός κόσμος… Νομίζω ακράδαντα, ότι τα ελατήρια που τον ώθησαν σε όσα μεγάλα έπραξε ήταν κατεξοχήν ήθικοκοινωνικά».
Ασφαλώς, εδώ, η Ιμβριώτη δεν χρησιμοποιεί την ηθική με την τρέχουσα, σχετική, σημασία της αλλά με την αίσθηση του καθήκοντος. Ο Γληνός είχε μια μοναδική αίσθηση του καθήκοντος και ως επιστήμονας και ως πολιτικός. Κι αυτό το καθήκον το αντιλαμβανόταν άμεσα συνδεδεμένο με τις ανάγκες και τα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού. Αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα γι’ αυτόν. Αυτή ήταν η ηθική του και τα ελατήρια που τον έσπρωξαν να έχει μια τόσο μοναδική διαδρομή. Και μόνο αυτή την πλευρά του να εξετάσει κανείς δεν μπορεί παρά να υποκλιθεί στο μέγεθος της προσωπικότητας του.
Ο Δ. Γληνός έφυγε από τη ζωή σε μια στιγμή που ετοιμαζόταν να προσφέρει τη μεγαλύτερη, ίσως, υπηρεσία στο λαό και στο κόμμα του, σε μια περίοδο μεγάλης πνευματικής παραγωγής. «Ο Γληνός- γράφει ο Π. Κόκκαλης («Δημήτρης Γληνός», Πολιτικές και Λογοτεχνικές εκδόσεις, 1963, σελ. 85) – αυτούς τους τελευταίους μήνες που πλησίαζε ο χαμός του έβλεπε ότι ερχόταν η ώρα για να ολοκληρώσει τη μεγαλειώδη προσπάθεια. Η ζωή του έπαιρνε έτσι μια δραματική έξαρση. Δούλευε εντατικά και όσοι είχαν την ευτυχία να συνεργαστούνε μαζί του νιώθανε τη λαχτάρα του για την υλική και πνευματική προκοπή του λαού, για τη δημιουργία ενός πραγματικού νεοελληνικού πολιτισμού».
Ο θάνατος βρήκε το Δ. Γληνό τη στιγμή που το ΚΚΕ και το ΕΑΜ προετοίμαζαν τη συγκρότηση της κυβέρνησης του βουνού με πιθανό υποψήφιο για τη θέση του προέδρου τον ίδιο (Π. Ρούσου: «Η Μεγάλη Πενταετία», τόμος Β’ σελ. 14). Αλλά κι αν δεν αναλάμβανε αυτά τα καθήκοντα κανείς δεν αμφιβάλει πως στη Κυβέρνηση του βουνού, θα είχε εξέχουσα θέση. Άλλωστε το ΚΚΕ τον είχε ορίσει βασικό εισηγητής στην 10η ολομέλεια της ΚΕ του ώστε «με βάση τα αποτελέσματα των επαφών και διαπραγματεύσεων που θα γίνονταν στο μεταξύ και τις γενικότερες εξελίξεις θα πρότεινε τον άμεσο σχηματισμό του κεντρικού καθοδηγητικού οργάνου στην Ελεύθερη Ελλάδα» (Θανάση Χατζή: «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε», εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ, τόμος Γ’, σελ. 35).
Ο Δ. Γληνός πέθανε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι του γιατρού Σμπαρούνη. «Για να ησυχάσει από τις όλο και πιο οδυνηρές και πιο επικίνδυνες ηπατικές κρίσεις και ν’ αποκαταστήσει την κλονισμένην από τους διωγμούς υγεία του- γράφει ο Γ. Ζιούτος (Γ. Ζιούτου: εισαγωγή στο έργο του Δ. Γληνού «Τα σημερινά προβλήματα του ελληνισμού, εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1945, σελ. 9) – αποφασίζει να κάνει την επικίνδυνη εγχείρηση».
Η απόφασή του αυτή συνάντησε τις έντονες αντιρρήσεις των μελών της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά ο Δάσκαλος ήταν αμετάπειστος. Ήθελε ν’ ανέβει στο βουνό απολύτως υγιής.
«Κάναμε μεγάλη συζήτηση στο Πολιτικό Γραφείο- γράφει ο Β. Μπαρτζιώτας (Β. Μπαρτζιώτα: «Εθνική Αντίσταση και Δεκέμβρης 1944», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 156) – και προσπαθούσαμε όλοι μας να τον πείσουμε ότι δεν έπρεπε να κάνει εγχείρηση. Ήταν και τα χρόνια τα πολλά που τον βάραιναν, οι κακουχίες που πέρασε στις εξορίες και τη Ακροναυπλία σε μεγάλη ηλικία. Δεν θέλαμε, ακόμα, (δεν το κρύβαμε), να κάνει την εγχείρηση ο στενός φίλος του Γληνού και ικανός χειρούργος, μόνο και μόνο γιατί ανήκε τότε στο λεγόμενη ‘‘χρυσή αντίσταση’’. Ο Δάσκαλος, αντίθετα προσπαθούσε να μας πείσει ότι η εγχείρηση ήταν ‘‘εύκολη’’ και ότι η φιλία του με τον χειρούργο θα σταθεί πιο ψηλά από τη διαφορά της ιδεολογία τους!».
Το πρωί της 26ης Δεκεμβρίου του 1943 τα μάτια του Γληνού έκλεισαν για πάντα. Ο ίδιος πέρασε στα χέρια της ιστορίας. Κι εκείνη, όσο κι αν πολλές φορές κακοποιεί καταστάσεις και ανθρώπους γιατί και η ίδια κακοποιείται από τους κάθε λογής επίδοξους μνηστήρες κι εραστές της, στο τέλος, ποτέ δεν είναι άδικη. Τον Γληνό τον έχει γράψει με ανεξίτηλα γράμματα στις πιο λαμπρές σελίδες της. Γι’ αυτό είμαστε άλλωστε εδώ απόψε.-
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Τριάντα δύο επιζώντες υπάρχουν μετά το αεροπορικό δυστύχημα στο Καζακστάν, σύμφωνα με τις καζάκικες αρχές και συγκεκριμένα…
Την Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024, στις 12:00 το μεσημέρι, πραγματοποιήθηκε μουσική πατινάδα με παραδοσιακά κάλαντα…
Αγαπητοί αναγνώστες, Ευχαριστούμε που είστε δίπλα μας και μας εμπνέετε να συνεχίσουμε τον δικό μας…
Η ψυχρή αέρια μάζα που έφτασε στην Κρήτη, σε συνδυασμό με διαταραχή στην ανώτερη ατμόσφαιρα,…
Επιβατικό αεροσκάφος με 110 ανθρώπους συνετρίβη, την Τετάρτη (25/12), κοντά στην πόλη Ακτάου του Καζακστάν και στον…
Έπεσε περαιτέρω στο 61% το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας, σύμφωνα με έρευνα της Metron Analysis. Θυμίζουμε ότι…
This website uses cookies.