Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ δεν φοβάται πλέον κανέναν. Είναι το πλεονέκτημα της ηλικίας. Είναι λοιπόν από τους τελευταίους που τολμούν να πουν αυτό που πραγματικά πιστεύει σε αντίθεση με τους συναδέλφους του. Η τελευταία του ομιλία αφορά τον Ζελένσκι στο Φεστιβάλ των Καννών. Θα δυσκολευτεί να χρηματοδοτήσει την επόμενη ταινία του, αυτό είναι σίγουρο, αλλά είναι ελεύθερος και η ελευθερία του λόγου είναι καλύτερο από το να καταλήξεις γονατιστός μπροστά στο χέρι αυτού που πληρώνει…
Την παρέμβαση του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο φεστιβάλ κινηματογράφου των Καννών σχολίασε σκωπτικά ο μεγάλος σκηνοθέτης Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο Ζελένσκι είπε μεταξύ άλλων ότι «ο κόσμος χρειάζεται έναν νέο Τσάπλιν που θα αποδείξει σε εμάς ότι το σινεμά δεν είναι σιωπηλό. Χρειαζόμαστε ένα σινεμά που θα δείξει ότι κάθε φορά το τέλος θα είναι με την πλευρά της ελευθερίας», προκαλώντας την αντίδραση του Γκοντάρ, ο οποίος δήλωσε:
«Η παρέμβαση του Ζελένσκι στο φεστιβάλ των Καννών είναι προφανής, αν την εξετάσουμε από την άποψη αυτού που ονομάζεται “σκηνοθεσία”: ένας κακός ηθοποιός, ένας επαγγελματίας κωμικός υπό το βλέμμα άλλων επαγγελματιών οικείων επαγγελμάτων. Νομίζω ότι έχω πει κάτι ανάλογο πριν από πολύ καιρό. Χρειάστηκε έτσι η σκηνοθεσία του νιοστού παγκόσμιου πολέμου και η απειλή μιας ακόμη καταστροφής για να μάθει ο κόσμος ότι οι Κάννες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας, όπως όλα τα άλλα. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική…
Η συνειδητοποίηση αυτή δεν είναι κάτι σπουδαίο κι όμως ήδη είναι. Η αλήθεια των εικόνων έρχεται αργά. Τώρα, φανταστείτε ότι ο ίδιος ο πόλεμος είναι αυτή η αισθητική που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια ενός παγκόσμιου φεστιβάλ, του οποίου οι ενδιαφερόμενοι είναι τα κράτη που βρίσκονται σε σύγκρουση ή μάλλον “συμφέροντα”, που μεταδίδουν αναπαραστάσεις των οποίων είμαστε όλοι θεατές… εσείς και εγώ. Ακούω συχνά τον όρο “σύγκρουση συμφερόντων”, ο οποίος είναι ταυτολογία. Υπάρχει σύγκρουση, μικρή ή μεγάλη, μόνο αν υπάρχει συμφέρον.
Πέραν της μαζικοποίησης των δολοφονιών, δεν έχουν αλλάξει πολλά: Βρούτος, Νέρωνας, Μπάιντεν ή Πούτιν, Κωνσταντινούπολη, Ιράκ ή Ουκρανία…».
Πρωτοπόρος του λεγόμενου Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ με βασικό του σύνθημα ότι στην τέχνη όλα επιτρέπονται, από τη δεκαετία του ’50 άρχισε να πειραματίζεται με τους κινηματογραφικούς κώδικες. Αντλώντας έμπνευση από την προσωπική του ζωή και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, δοκιμάζει μια σειρά από νέες τεχνικές ανατρέποντας την καθιερωμένη τάξη των πραγμάτων: κάμερα στο χέρι, αυτοσχεδιασμός, μακράς διάρκειας πλάνα, jump cuts, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων είναι μόνο μερικές από τις πρωτοποριακές λύσεις που εφάρμοσε για πρώτη φορά.
Όπως και οι σύγχρονοί του σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, ο Γκοντάρ επέκρινε το κυρίαρχο ρεύμα του γαλλικού κινηματογράφου για “Παράδοση στην Ποιότητα”, το οποίο “έδινε περισσότερο βάση στη τέχνη παρά στη καινοτομία, έδινε προνόμια σε καταξιωμένους σκηνοθέτες παρά στους νέους, και προτιμούσε τα σπουδαία έργα του παρελθόντος παρά τον πειραματισμό”. Για να αμφισβητήσει αυτή την παράδοση, άρχισε μαζί με ομοϊδεάτες του κριτικούς, να σκηνοθετούν τις δικές τους ταινίες.Πολλές ταινίες του Γκοντάρ αμφισβητούν και τους κώδικες του παραδοσιακού Χόλυγουντ μαζί με αυτές του Γαλλικού κινηματογράφου. Οι ταινίες του επίσης καταδεικνύουν τη γνώση του για την ιστορία του κινηματογράφου μέσω των αναφορών του σε παλαιότερες ταινίες. Επιπλέον οι ταινίες του Γκοντάρ συχνά αναφέρονται στον υπαρξισμό, μιας και ήταν μανιώδης αναγνώστης του υπαρξισμού και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο γαλλικό νουβέλ βαγκ.
Το 2002 σε ψηφοφορία κριτικών του κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound, του βρετανικού ινστιτούτου κινηματογράφου (BFI), κατετάγη τρίτος ανάμεσα στους δέκα καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Δέκα χρόνια αργότερα, το Sight & Sound ονόμασε την ταινία του Με Κομμένη Την Ανάσα την 13η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Στην ίδια ψηφοφορία, τρεις άλλες ταινίες του συμπεριλήφθηκαν στην λίστα των 50 καλύτερων ταινιών. Αυτές ήταν Η Περιφρόνηση, Ο Τρελός Πιερό και το Histoire(s) du Cinema. Λέγεται ότι έχει δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα σώματα κριτικής ανάλυσης από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το 2010 βραβεύτηκε με το Τιμητικό Όσκαρ, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων. Οι ταινίες του Γκοντάρ ενέπνευσαν πολλούς σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Σκορσέζε, Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 2015 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, το οποίο μοιράστηκε μαζί με ακόμα μία ταινία. To 2018 η ταινία του Le Livre d’Image κέρδισε το πρώτο βραβείο Ειδικού Χρυσού Φοίνικα.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ήταν το «Με κομμένη την ανάσα», (1960) που θεωρείται ορόσημο για το Νέο Κύμα. Mέσα από την ερωτική σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας κι ενός Γάλλου στο Παρίσι, ο Γκοντάρ εξέφρασε το αδιέξοδο και τις ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1962, με το «Ζούσε τη Ζωή της», συνδυάζει μοναδικά το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αφηγούμενος τη ζωή μιας γυναίκας που μέσα από την εκπόρνευσή της αναζητάει την ελευθερία της. Η Άννα Καρίνα που έγινε σύντροφος της ζωής του και μούσα του, μεταφέρει τη βαθύτερη φιλοσοφική σκέψη του μεγάλου auteur πάνω σε διαχρονικά ερωτήματα, υποδυόμενη μια νεαρή αποτυχημένη ηθοποιό που επιλέγει να πουλήσει το κορμί της για να κερδίσει την ψυχή της.
Το 1963 για πρώτη φορά αναλαμβάνει ένα πρότζεκτ κατά παραγγελία. Η «Περιφρόνηση», που βασίστηκε σε ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, μέσα από την ιστορία ενός αποξενωμένου ζευγαριού αποτελεί μια σύγχρονη Οδύσσεια, στην οποία ο Γκοντάρ κατάφερε ένα ενσωματώσει και αρκετά βιογραφικά του στοιχεία. Εδώ όμως δεν πρωταγωνιστεί η Καρίνα, αλλά η Μπριζίτ Μπαρντό, που όμως σε μια σκηνή φοράει μελαχρινή περούκα.
Το 1965 ήταν μια ιδιαιτέρως παραγωγική χρονιά για τον Γκοντάρ, αφού ολοκληρώνει δυο ταινίες που θεωρούνται σταθμοί. «Ο Τρελός Πιερό» είναι ένα road trip που ανατρέπει τις συνηθισμένες φόρμες, μέσα από την πορεία ενός άνδρα, που νιώθει εγκλωβισμένος στο γάμο του. Όταν θα συναντήσει έναν παλιό του έρωτα, αποφασίζει να αποδράσει από τη «φυλακή» του, δοκιμάζοντας τα όριά του.
Παράλληλα θα κυκλοφορήσει και το «Αλφαβίλ» ένα φουτουριστικό δράμα, εντελώς διαφορετικό από τις προηγούμενες ταινίες του, που μας εισήγαγε σε ένα δυστοπικό μετα-μέλλον όπου το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται. Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, αποσπώντας την Χρυσή Άρκτο.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα ιδρύσει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και τον ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα ολοκληρώσει μια σειρά από ταινίες-δοκίμια, ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους.
Το 1971 ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επιστρέφει σε πιο προσωπικά θέματα, πειραματιζόμενος με τα νέα μέσα και κυρίως το βίντεο.
Έτσι το 1972 με το «Όλα θα πάνε καλά» και πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα, καταγράφει τις σκέψεις γύρω από τον Μάη του ’68, αποδεικνύοντας τέσσερα χρόνια μετά ότι τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει.
Στη συνέχεια εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να επεξεργάζεται τη «θεϊκή τριλογία», που αποτελείται από τα: «Passion» (1982), «First Name: Carmen» (1983) και το «Hail Mary”»(1985), τρεις ταινίες που πραγματεύονται τη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και την ίδια την εικόνα.
Το 2014 με την ταινία «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» δοκιμάζει την τρισδιάστατη τεχνολογία, αποδομώντας για μια ακόμα φορά τους κανόνες. Κερδίζει το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών -εξ ημισείας με τον Καναδό σκηνοθέτη, Ξαβιέ Ντολάν- αλλά αρνείται να δώσει το παρόν.
Το 2018 με το «Βιβλίο της εικόνας» μια ταινία που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου με πλάνα από παλιότερες δημιουργίες, απέδειξε ότι στα 88 του χρόνια συνεχίζει να είναι καινοτόμος.
902.gr με πληροφορίες από wikipedia, bovary.gr