Θυσίες από τον ελληνικό λαό ζήτησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης “για να μπορέσουμε επιτέλους να θωρακίσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις” λόγω και της σύγκρουσης που εκκολάπτεται με την Τουρκία για τους υδρογονάνθρακες.
Όλα αυτά δεν προκαλούν καμία έκπληξη.
Τα έχουμε γράψει σε σειρά άρθρων και το έχει επισημάνει και σε λεπτομερές κείμενό του ο καθηγητής Οικονομικών του Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών κ. Παναγιώτης Πετράκης ότι “η μελέτη των ιστορικών διακρατικών διαφορών καταλήγει ότι η εμφάνιση ενεργειακών πόρων σε μια χώρα τείνει να πολλαπλασιάσει την πιθανότητα σύγκρουσης. Ειδικότερα η χώρα που υστερεί στην κατοχή των πόρων αναπτύσσει συμπεριφορές σύλληψης των πόρων της γειτονικής χώρας και προσπαθεί να κυριαρχήσει της συνήθως μετριοπαθούς συμπεριφοράς της πλούσιας χώρας. Οι διαπιστώσεις ισχύουν όσο περισσότερο γειτνιάζουν οι πηγές των υδρογονανθράκων.”
Το πρόβλημα, βεβαίως, δεν είναι μόνο η σύγκρουση αλλά και η προπαρασκευή για τον μη πόλεμο, δηλαδή η μεγέθυνση των αμυντικών δαπανών!
Αυτό που είπε ο Μητσοτάκης, άλλωστε, το είχε πει και ο πρώην Υπουργός Εθνικής Άμυνας επί ΣΥΡΙΖΑ κ. Αποστολάκης σε πρόσφατη συνέντευξη, ότι θεωρεί μονόδρομο τη μεγέθυνση του προϋπολογισμού για εξοπλιστικά προγράμματα:
“Χρειάζεται ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, να ολοκληρωθούν τα προγράμματα που έχουν κατατεθεί, έχουν γίνει μελέτες για το τι πρέπει να γίνει. Κάθε φορά που γίνεται μία τέτοια συζήτηση καταλήγουμε πάντα στο ίδιο σημείο: ισχυρές ένοπλες δυνάμεις”.
Αυτό, είναι βεβαίως κάτι που θα επιθυμούσαν και οι ΗΠΑ και χώρες της Ευρώπης. Άλλωστε, από εκεί θα προμηθευτούμε τα όπλα.
Όμως, οι συνέπειες για τον ελληνικό λαό θα είναι δραματικές.
Γιατί, όπως τονίζει ο καθηγητής Πετράκης, υπάρχει ο κίνδυνος τα μνημόνια του παρελθόντος να αντικατασταθούν με αναγκαστικά εξοπλιστικά πακέτα τη στιγμή όπου:
“…τα οφέλη θα διασπείρονται ευρύτερα”.
Προφανώς, αυτή είναι μία κατάσταση που ευνοεί τις ΗΠΑ και την Ευρώπη αφού τα κύρια οφέλη από τις εξορύξεις θα πηγαίνουν στις εταιρείες τους, ενώ και τα οφέλη από την ανάγκη ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων θα πηγαίνουν πάλι προς τις εταιρείες παραγωγής οπλικών συστημάτων με έδρα τις χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ.
Μόνος μεγάλος χαμένος θα είναι ο λαός της Ελλάδας που θα βρεθεί αντιμέτωπος με μία διπλή κρίση, μία που γέννησε η πανδημία του κορωνοϊού, και μία δεύτερη που θα γεννήσει η ανάγκη αγοράς εξοπλιστικών προγραμμάτων για την ενίσχυση της εθνικής άμυνας, απέναντι στην Τουρκική προκλητικότητα, την στιγμή που η 10ετή κρίση λόγω των πολιτικών λιτότητας που επιβλήθηκαν, ποτέ στην πραγματικότητα δεν τελείωσε.
Αυτή είναι η πραγματικότητα που διαμορφώνεται πέρα από ωραιοποιήσεις.
Και είναι πάνω σε αυτή την πραγματικότητα που εκκολάπτονται και τα σενάρια περί συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου ως της «μόνης ρεαλιστικής επιλογής» για την αναγκαία εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Να υπενθυμίσουμε ότι τα σενάρια της συνεκμετάλλευσης δεν είναι καινούργια. Ήδη, από το 1970 το παγκόσμιο ενεργειακό λόμπι πιέζει για πολιτικές διευθετήσεις προκειμένου να συνεχιστούν απρόσκοπτα και με ασφάλεια τα πρότζεκτ που βρίσκονται σε εξέλιξη στην ανατολική Μεσόγειο ενώ Ελληνικές κυβερνήσεις του παρελθόντος (Σημίτης – Παπανδρέου) είχαν ολοκληρώσει με κάθε λεπτομέρεια τις συζητήσεις οι οποίες περιγράφουν επακριβώς τους όρους του συμβιβασμού που οδηγεί στη συνεκμετάλλευση.
Η λογική της συνεκμετάλλευσης συνάδει έτσι κι αλλιώς με την κατάσταση που οι Αμερικανοί και το ΝΑΤΟ έχουν δημιουργήσει στην περιοχή, αντιμετωπίζοντας Ελλάδα και Τουρκία ως ενιαίο χώρο και αδιαφορώντας για… λεπτομέρειες όπως είναι τα σύνορα, τα οποία από το 1996 και την κρίση των Ιμίων είναι – ας μην το ξεχνάμε – γκρίζα.