Γράφει ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Γλυκύτατος άνθρωπος ο μπάρμπα Μαθιός, ο αϊθαλής, έτσι τον αποκαλούσα εγώ. Και γιατί τον αποκαλούσα αϊθαλή αγαπητοί μου αναγνώστες θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές του σημερινού μας διηγήματος.
Δεν θυμάμαι ακριβώς πόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε που γνώρισα τον μπάρμπα Μαθιό. Είναι πάντως πολλά. Ε, λοιπόν, από τότε μέχρι πριν λίγα χρόνια παρέμενε ο ίδιος. Θαρρούσε κανείς ότι ο χρόνος δεν περνούσε από πάνω του καθόλου, γι’ αυτόν τον λόγο δεν του άφηνε και κανένα σημάδι, όπως αφήνει σε όλα τα πλάσματα, άψυχα ή έμψυχα, πάνω στη γη. Ο μπάρμπα Μαθιός παρέμενε πάντα ο ίδιος κι απαράλλαχτος. Το επάγγελμα που εξασκούσε ο μπάρμπα Μαθιός ήταν γεωργός. Σχεδόν γκριζομάλλης από τότε που τον γνώρισα, με ελαφρά ρυτιδιασμένο πρόσωπο και πάντα με την μαγκούρα του στο δεξί χέρι. Τώρα, τα δικά μου μαλλιά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισαν ν’ ασπρίζουν σιγά – σιγά, ώσπου άσπρισαν τελείως, ενώ του μπάρμπα Μαθιού παρέμεναν πάντα τα ίδια. Δεν ήταν μόνο αυτό, δηλαδή που δεν άσπριζαν τα μαλλιά του και γι’ αυτό τον αποκαλούσα αϊθαλή αλλά μήτε οι ρυτίδες μεγάλωναν περισσότερο στο ηλιοκαμένο πρόσωπό του, μήτε τα ροζιασμένα χέρια του σκλήρεναν πιο πολύ, απ’ τη σκληρή δουλειά ως γεωργός που ήτανε. Με δύο λόγια, ο μπάρμπα Μαθιός δεν γερνούσε ποτέ. Ήταν δε καλός οικογενειάρχης, καλός νοικοκύρης, αρκετά ευκατάστατος, στοργικός πατέρας και υποδειγματικός σύζυγος. Ζούσε και εξακολουθεί να ζει σε ένα μικρό γραφικό χωριό κάπου στη δυτική Κρήτη. Ποτέ δεν είχε φύγει από το χωριό του, απ’ ότι γνωρίζω, εκτός από τότε που πήγε στρατιώτης, γύρω στη δεκαετία του σαράντα, υπηρετώντας την πατρίδα κι αυτός, όπως όλα τα ελληνόπουλα, πολέμησε στο μέτωπο της Αλβανίας, πέρασε κακουχίες, γεύτηκε και κείνος το πικρό ποτήρι του εμφύλιου σπαραγμού. Και όταν όλα τελείωσαν γύρισε στο αγαπημένο του χωριό. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι τις λίγες φορές που έτυχε να κουβεντιάσω μαζί του, ειλικρινά θαύμαζα την ηρεμία του. Δεν έλεγε πολλά λόγια, λίγα και μετρημένα ήταν τα λόγια του μπάρμπα Μαθιού. Προνόμιο που λίγοι άνθρωποι το διαθέτουν. Απ’ ότι γνωρίζω έχει παντρεμένα όλα τα παιδιά του, που δεν γνωρίζω όμως τον αριθμό. Ξέρω επίσης ότι έχει γευθεί και τη χαρά του παππού. Εδώ όμως πρέπει να τονίσω, ότι σε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του, του συμπαραστάθηκε παραδειγματικά και η καλοσυνάτη και πολύ άξια γυναίκα του. Ήταν και παραμένει να είναι, έλεγαν όλοι οι χωριανοί, σε διάφορες συζητήσεις που έτυχε να παρευρεθώ, πως ήταν και είναι πολύ στοργική μητέρα, υποδειγματική σύζυγος, εξαίρετη νοικοκυρά κ.λπ. Με δύο λόγια, ήταν και παραμένουν να είναι, ένα από τα πιο ταιριασμένα ζευγάρια.
Αυτός ήταν ο μπάρμπα Μαθιός, και το γράφω αυτό αγαπητοί μου φίλοι γιατί, τώρα πια ο μπάρμπα Μαθιός δεν είναι εκείνος ο αγέραστος άνθρωπος όπως προαναφέρω, ο γαλήνιος εκείνος άνθρωπος που τον θαύμαζα, έχει γεράσει πια. Ναι αγαπητοί μου, εκείνη η γαλήνια όψη του, εκείνο το γλυκό και χαρούμενο γέλιο του, που ήταν πάντα ζωγραφισμένο στα χείλη του, δεν διακρίνεται πια, τη θέση του πήρε ένα άλλο πικρό χαμόγελο. Η αιτία που κατέβαλε εκείνον τον αγέραστο άνθρωπο, τόσο πολύ και που του άλλαξε τελείως και την γλυκιά όψη του, αλλά και όλη του την ήρεμη ζωή που περνούσε, ήταν το αναπάντεχο, θλιβερό γεγονός που τον βρήκε. Σε ένα τροχαίο δυστύχημα, αγαπητοί μου φίλοι, έχασε ένα του παιδί. Έσβησε αγαπητοί μου, στο βωμό της ασφάλτου, όπως χιλιάδες άλλοι συνάνθρωποί μας σβήνουν καθημερινά. Θυμάμαι, τότε το κακό μαντάτο έπεσε σαν κεραυνός πάνω στην οικογένεια του μπάρμπα Μαθιού βυθίζοντας την, στο απύθμενο πέλαος της ψυχοφθόρας θλίψης.
Από την αποφράδα εκείνη μέρα, ο μπάρμπα Μαθιός, μέρα με τη μέρα γινότανε και πιο μελαγχολικός. Τον έβλεπα να κουβαλάει στις κυρτωμένες πια πλάτες του, το σταυρό του μαρτυρίου του, με υπομονή, με θλιμμένη όψη και πικραμένη θολωμένη ματιά. Πολλές φορές τον θωρούσα να κάθετε στην άκρη του κοιμητηρίου ή μέσα σ’ αυτό, σκεπτικός κι αφάνταστα λυπημένος. Άλλες φορές πάλι τον θωρούσα ν’ ανεβαίνει το δρόμο αγκομαχώντας, πηγαίνοντας προς το κοιμητήριο που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το σπίτι του. Δεν του έλεγα τίποτα άλλο εκτός από την καλημέρα του θεού. Άλλωστε τι μπορεί κανένας να πει σε έναν τόσο πολύ πικραμένο γονιό. Ποια είναι άραγε τα λόγια εκείνα που θα μπορούσαν να σταλάξουν σαν βάλσαμο πάνω στην αιμορραγούσα πληγή που του έχει ανοιγμένη το ανελέητο σπαθί του αγλύκαντου ώστε να του γλυκαίνουν λίγο τον αβάσταχτο πόνο του.
Με το σκεπτικό αυτό, προτιμούσα να τον καλημερίζω μόνο, αφήνοντάς τον ήσυχο στον πικρό πόνο του.
Έτσι περνούσε ο καιρός. Η εικόνα όμως που αντίκρισα και που με συγκλόνισε πάρα πολύ και που ήταν και η αιτία, να πάρω στα χέρια μου, την αγαπημένη μου πένα και να γράψω για τον μπάρμπα Μαθιό, όσα διαβάσατε πιο πάνω, και όσα θα διαβάσετε στις επόμενες σειρές, ήταν η πιο κάτω αγαπητοί μου αναγνώστες. Ήταν ένα μουντό κι ασυνήθιστο πρωινό. Ο αέρας ήταν τόσο πολύ δυνατός που σήκωνε τις πέτρες από τη γη κατά τα κοινώς λεγόμενο, θα μπορούσε να πει κανείς πως ο θεός Αίολος είχε ανοίξει τον ασκό του, ποιος ξέρει γιατί, και όλοι οι αέρηδες μαζί λεύτεροι πια χόρευαν σαν δαίμονες βγαλμένοι από της κόλασης την μαύρη άβυσσο.
Πολλά κλαδιά σπασμένα από τα διάφορα δέντρα που βρίσκονται κατά μήκος του δρόμου μετακινούνταν από τη μιά μεριά στην άλλη, σαν καπνός, ενώ εγώ ένιωθα το αυτοκίνητό μου να το ταρακουνάει ο άνεμος με κίνδυνο να βρεθεί μέσα στο χαντάκι των ομβρίων υδάτων ή πάνω σε κάποιον δέτη. Κι όμως αγαπητοί μου φίλοι, μέσα σ’ αυτήν την ανεμοθύελλα που νόμιζε κανείς πως έτριζαν οι αρμοί της φύσεως, τον μπάρμπα Μαθιό τον είδα από το παράθυρο του αυτοκινήτου μου να πηγαίνει προς το κοιμητήριο, κρατώντας στο ένα χέρι την αγαπημένη του μαγκούρα και στο άλλο μια ανθοδέσμη με πολύχρωμα λουλούδια. Σταμάτησα κι ειλικρινά σαστισμένος και έκθαμβος, ενδόμυχα ψιθύρισα: “Ω, θεέ μου, πόσο πονάει αυτός ο άνθρωπος;”. Ήξερα αγαπητοί μου ότι πήγαινε στον τάφο του παιδιού του. Γνώριζα ότι πήγαινε ν’ αποθέσει την ανθοδέσμη στον σταυρό του, ποτίζοντας τα με δάκρυα, αν δεν έχουν στερέψει πια τα θολωμένα μάτια του. Επίσης γνώριζα ότι κανένα στοιχείο της φύσεως δεν θα τον σταματούσε. Σίγουρα θα έφτανε εκεί που τον ωθούσε η δύναμη της ψυχής του και ο καημός του πονεμένου πατέρα. Φεύγοντας του είπα την καλημέρα μου, όμως δεν ξέρω αν την άκουσε. Εγώ όμως είδα περνώντας από πλάι του την αποφασιστικότητα να φθάσει στο κοιμητήρι, ζωγραφισμένη στην θλιμμένη και πολύ πικραμένη του όψη. Από το μυαλό μου πέρασαν χιλιάδες παρόμοιες εικόνες του μπάρμπα Μαθιού, όμως εκείνη η συγκεκριμένη εικόνα του, τυπώθηκε με ανεξίτηλα χρώματα πάνω στα φύλλα της καρδιάς μου, και δεν θα σβήσει ποτέ.
Τέλος λίγο πιο κάτω στην άκρη του χωριού συνάντησα κάποιον γνωστό μου. Δεν άντεξα, σταμάτησα και τον ρώτησα γιατί ο μπάρμπα Μαθιός ήταν πολύ περισσότερο στεναχωρημένος σήμερα, συμπληρώνοντας, μήπως χρειάζεται βοήθεια και ότι είμαι πρόθυμος να βοηθήσω, αν του συμβαίνει τίποτα κακό. Ο συνομιλητής μου κούνησε λίγο το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά και μου είπε με τρεμάμενη φωνή. Σήμερα αγαπητέ μου Δημήτρη είναι το συναπάντημα του αδικοχαμένου παιδιού του. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο, και φεύγοντας είπα: “Τώρα εξηγούνται όλα”, ενώ δύο σταγόνες πικρά δάκρυα κύλησαν από τις βρύσες των ματιών μου, λέγοντας σχεδόν ενδόμυχα “έλεος θεέ μου, όχι άλλες ζωές στο βωμό της αιματοβαμμένης ασφάλτου”.
* συγγραφέας – ποιητής
Με αφορμή την είδηση ότι τα πρωτεία των θανατηφόρων τροχαίων στην Ελλάδα έχει η Κρήτη…
Με την καθημερινότητα και κυρίως με τα ζητήματα που άπτονται του κόστους ζωής και της οικονομικής επιβάρυνσης των πολιτών επιχειρεί το ΠΑΣΟΚ να…
Για τη χρονιά που πέρασε, τον Στέφανο Κασσελάκη, τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη σχέση τους…
Μια όμορφη έκπληξη περίμενε τη γνωστή τραγουδίστρια Άννα Βίσση, ανήμερα των γενεθλίων της στο κέντρο…
Μια πρόσφατη έρευνα του Bloomberg Businessweek έριξε φως στο αναπτυσσόμενο παγκόσμιο εμπόριο ανθρώπινων ωαρίων, αποκαλύπτοντας…
Εικόνες ντροπής εκτιλύχθηκαν σε ματς της ιταλικής Serie B καθώς μερίδα οπαδών της Γιούβε Στάμπια, πανηγύρισαν με…
This website uses cookies.