Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ‘σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι.
Δημοσθένης Παπαμάρκος, «Νόκερ», Γκιακ, Αντίποδες, 2014.
Γράφει η Κωνσταντίνα Γεωργαντά / kgeorganta@athensinapoem.com
Στη συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου βρίσκουμε τις ιστορίες ανθρώπων που βιώνουν έναν ιδιότυπο πόλεμο∙ έναν πόλεμο προσωπικό, με τον εαυτό τους και με τους γύρω τους, καθώς ο τίτλος του βιβλίου, αυτό το αμφίσημο ‘Γκιακ’ (δεσμός συγγένειας και φόνος μαζί), λερώνει – και συνδέει – τις ιστορίες με μια γραμμή που αφήνει το αποτύπωμα σκοτωμένου αίματος πάνω σε αρραβώνες, τραγούδια, τη γλύκα από τα πρώτα σύκα, το άγχος του βιοπορισμού, το αντίτιμο της τιμής, τη ξενιτιά, την αδερφική αγάπη. Παρακολουθούμε μια λωρίδα αίματος που ενώνει, τελικά, και εμάς τους αναγνώστες στο τωρινό 2015 με τους επιζώντες μιας γενιάς που δε γλυκάθηκε τόσο. Όπως έγραφε το 1941 ο σουρεαλιστής ποιητής και κριτικός Νικόλαος Κάλας (1907-1988), «εάν ο Πρώτος Παγκόσμιος ξεκίνησε για εμάς το 1912, διήρκησε τέσσερα χρόνια περισσότερα από ότι οπουδήποτε αλλού και τελείωσε με τη Μικρασιατική καταστροφή το 1922» ενώ οι δύο γενιές του μεσοπολέμου, ανάμεσα στο 1922 και το 1940, τελείωσαν τα σχολικά τους χρόνια στο μέτωπο ή στις Τούρκικες φυλακές ή πέρασαν όλη τους την παιδική ηλικία κάτω από το ψυχολογικό φορτίο ξένων και εμφυλίων πολέμων.
Είναι παράδοξο, όμως, το ότι, ενώ η συλλογή ξεκινά από το γεγονός του πολέμου, οι ιστορίες που εμπεριέχει δείχνουν να ξεκινούν από την άρνησή του. Καθώς το σκηνικό αλλάζει κάθε που πέφτουν οι περισσότερες από τις εννεά συνολικά αυλαίες του Γκιακ, οι ιστορίες σκηνοθετούν ένα παιχνίδι με αυτό που θα θεωρούσαμε ίσως αναμενόμενο και έτσι η συλλογή παρουσιάζει ένα πείραμα. Ποια σχέση δημιουργεί, ή μπορεί να δημιουργήσει, ένας θεατής/αναγνώστης, ένα οποιοδήποτε κοινό, με τη ζωντανή εμπειρία κάποιου άλλου; Πόση βρωμιά μπορούμε να αντέξουμε πάνω στα δικά μας χέρια; Είναι αυτή μια διαχρονική ματιά στην ανθρωπότητα, που δεν θέλει να λερώνει τα χέρια της με αίμα, μα τα χέρια είναι βαμμένα κόκκινα, που βάζει το δίκιο το δικό της ανώτερο από όλα τα άδικα του κόσμου, μα είναι αυτό το δίκιο τόσο στενό, μικρό, σκοτεινό και άδικο. Ένας κόσμος, θα έλεγε κανείς, τόσο μα τόσο παροντικός που θες να τον κάνεις ερείπια.
Οι πρωταγωνιστές του Γκιακ μας ψιθυρίζουν έναν κόσμο όπου, σε πρώτο πλάνο, η πραγματικότητα λυγίζει κάτω από το βάρος του πολέμου. Γιατί η πραγματικότητά μας – όσο κυνική – είναι αδύνατον να συλλάβει αυτό που δεν μπορεί να φανταστεί, ή αυτό που φαντάζεται απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Έτσι, δημιουργείται η σύγχιση μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτό που δύναται και δεν δύναται να φανταστεί κανείς την ίδια στιγμή. Αυτό που λογιάζουμε ως πραγματικότητα φαντάζει έτσι παράλογο∙ γιατί συνηθίζουμε να λέμε πως η φρίκη του πολέμου ξεπερνά τα όρια της λογικής αλλά είναι αυτή η ίδια η λογική μας που επεκτείνει τα όρια της φρίκης για να μπορεί να υπάρχει μέσα σε αυτήν ως μέσα σε ένα από τα δεδομένα της ζωής. Το τι θεωρούμε αποδεκτό, τι μας αγγίζει και τι όχι, τι μας κάνει να σηκωθούμε από την καρέκλα μας, να αναφωνήσουμε, να εκραγούμε, να βγούμε στους δρόμους ή να σωπάσουμε αλλάζει έτσι συνεχώς. Και συνεχώς χάνουμε τα όριά του. Γιατί τελικά αυτά τα όρια τα ελέγχει ο συλλογικός εγκέφαλος πολλών συνιστωσών∙ μέσα σε αυτές, το ένστικτό μας αλλά και ο δικαιολογημένος ίσως φόβος για κάτι άγνωστο, οι επιταγές της κοινωνίας, κάποιες εικόνες που προβάλλονται συνεχώς μπροστά μας, κάποιες κουβέντες που επαναλαμβάνονται, αλλά και οι συνήθειές μας οι καθημερινές.
Πού χωρά η λογική μέσα σε όλα αυτά; Χωρά στην ανάγκη κάποιου να ζήσει μέσα στα όρια της φρίκης της πραγματικότητάς του που δημιουργήθηκε από την εμπειρία του της ζωής μέσα σε μια εμπόλεμη καθημερινότητα. Έτσι και ο πρωταγωνιστής του «Νόκερ» – καμωμένος δέκα χρόνια μέσα στον πόλεμο από τα δεκαοχτώ ως τα εικοσιοχτώ του – που εγκαταλείπει τη ζωή του στο χωριό όταν το συνεπαρμένο από το ιδεώδες του ηρωισμού ακροατήριό του έρχεται αντιμέτωπο με τις θηριωδίες που μετατρέπουν έναν άνθρωπο σε κάτι άλλο και το κοινό αυτό δεν αντέχει στη θέα αυτού του τέρατος που βλέπει μπροστά του και το εξοβελίζει. Του άρεσαν καλύτερα τα ωραία τα λόγια και μια αλήθεια που δεν ήταν αλήθεια. Ήταν όμως ευκολοχώνευτη. Και τώρα; Τι θ’ απογίνουν;
Ο Αργύρης γίνεται νοκέρης σε σφαγεία της ξενιτιάς για να βάλει «χαλινό» στην ψυχή του, ντύνεται κατάσαρκα το όνομά του και επιλέγει να κοιτάζει καθημερινά την έκρηξη του αίματος με προορισμό την κατανάλωση.
«Έγειρε πάν’ απ’ το τραπέζι κι άπλωσε τα δυο τα δάχτυλα τ’ στο μέτωπό μ’, έτσ’ δα λίγο, ίσα να μ’ ακουμπήσει, να, σαν όπως όταν σφραγίζει ο παπάς το μωρό στη βάφτιση. Δω το χτυπάω και το ξαπλώνω, μου λέει. Αυτό θα πει νοκέρης.»
Το βιβλίο του Δημοσθένη Παπαμάρκου σπάει τη μεμβράνη που μας χωρίζει από το θηρίο και μας επιτρέπει να δούμε τις ιστορίες ανθρώπων που με πολύ κόπο προσπαθούν να συμφιλιώσουν το εδώ και το εκεί, όπου ‘εδώ’ η όποια ομαλότητα μιας κάποιας ζωής και το ‘εκεί’ το χρονικό διάστημα όταν αυτή η ομαλότητα ήρθε αντιμέτωπη με το χειρότερο εαυτό της. Και τότε, το θηρίο που λέγεται άνθρωπος συνάντησε το θηρίο που λέγεται άνθρωπος. Και τα όρια διασπάστηκαν. Και το αίμα ξεπετάχτηκε σαν από ανοιχτή πληγή.
Το Γκιακ είναι ένα βιβλίο πολέμου∙ του μικρόκοσμου του πολέμου, εκεί όπου γεννιέται η προσφυγιά και η απώλεια μετράει πραγματικά. Δεν είναι ένα βιβλίο για τη μεγάλη αφήγηση του πολέμου, για τους δυνατούς, τους κραταιούς και τα συμφέροντα επικράτησης, αλλά μικρές αφηγήσεις κομμένες στα μέτρα του ανθρώπου που έχει βιώσει κάποιες από τις θανατικές εκφάνσεις του εαυτού του και τις πληγές του τις κουβαλά για πάντα έπειτα. Και προσπαθεί να αγαπήσει, να φτιάξει οικογένεια, να βρει την ισορροπία, να βρει – γιατί όχι; – την ευτυχία. Κι εσύ θα μπορούσες να είσαι αυτός ο άνθρωπος που από το αίμα προσπαθεί να ξαναπλάσει σώμα. ‘Γκιακ’∙ όπως η απώθηση των σκοτεινότερων βιωμάτων μας. ‘Γκιακ’∙όπως μια άρνηση που γίνεται σιγά σιγά συναίνεση. «Συ προτού να μπλιέξεις με το οτιδήποτες να το σκεφτείς με τον εαυτό σ’ με το τι θες να βρωμιστείς. Γιατί καθαρός δεν είν’ κανένας, μονάχα ο άπραγος.» («Νόκερ», σελ. 112) Εσύ, θα το μπορούσες;
Η Πρωτοβουλία Αντίστασης καταγγέλλει, μέσω ανακοίνωσής της, τις "εκδικητικές απολύσεις εργαζομένων και εκλεγμένων μελών του…
Η Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Νομού Ρεθύμνης, με ανακοίνωσή της, συγχαίρει το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών της…
«Καμπάνες» άνω του 1 εκατ. ευρώ επέβαλε η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η υπόθεση αφορά αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές νόθευσης διαγωνισμών.…
Ανακοίνωση εξέδωσαν τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας για την ανάκτηση της ιθαγένειας και την υιοθέτηση του επωνύμου “Ντε Γκρες”, στην οποία…
Αυξημένα είναι τα κρούσματα της mpox (Ευλογιάς των Πιθήκων) διεθνώς. Για το διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου τα επιβεβαιωμένα…
Για τη νέα δομή των ενόπλων δυνάμεων και για τους δύο θόλους (iron dome), ενημέρωσε…
This website uses cookies.