Του Γιώργου Βύρων Δαβού *
H εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ αναγκάζει την ««Γκότα» της Ε.Ε. να επισπεύσει τις κινήσεις που θα τη βγάλουν από τον «δογματικό ύπνο» της πλήρους υποταγής της οικονομίας της στις αμερικανικές στρατηγικές πρωτοβουλίες, σε όλους τους τομείς, που έχουν αυξήσει την αποβιομηχάνισή της και το χάσμα τόσο με την ένθεν του Ατλαντικού σύμμαχο, αλλά και την Κίνα. Γι’ αυτό η επί θύραις παρακμή της ηπείρου και ο κίνδυνος ενός οικονομικού πολέμου με τις ΗΠΑ, ώθησαν τους ηγέτες της στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής της Βουδαπέστης να εγκρίνουν τις βασικές γραμμές της έκθεσης για την ανταγωνιστικότητα, που είχαν αναθέσει στον πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι. Φροντίζοντας ωστόσο να μη θέσουν τον δάκτυλο επί των τύπον των ήλων στο θέμα του κοινού χρέους -καθώς με την κατάσταση της Γερμανίας και της Γαλλίας στη συντρέχουσα περίσταση να το καθιστά ταμπού.
Με τη, νέα, εφεκτικότητά τους αυτή, οι «27» επαναλαμβάνουν τις αρχές που τους οδήγησαν εξαρχής να ζητήσουν από τον Ντράγκι να βρει τρόπο για το (όπως έλεγε κι ο τίτλος ενός γνωστού κι ευτυχήσαντος βιβλίου) «Πώς να σώσουμε τον καπιταλισμό από τους καπιταλιστές». Δηλ. όχι τόσο για να διασώσει το όραμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού από τις αδηφάγες τάσεις του (23 χρόνια μετά τη Στρατηγική της Λισσαβόνας, που μετέτρεψε τον ανταγωνισμό σε «ευέλικτη απορρύθμιση»), όσο να διορθώσει με μια επιδέξια τιμονιά τα «παραστρατήματά» του εκείνα που τον οδηγούν στα αδιέξοδα, που καταλήγουν σε κρίσεις του και μειώνουν τα ποσοστά κέρδους του. Να προτείνει εκείνες τις «γατοπαρδικές» αλλαγές στην ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική κι ευρύτερη πολιτική που θα επιτρέψουν να μην αλλάξει τίποτα από τα «μάντρα» της.
Κι αυτές ακριβώς οι αρχές περιλαμβάνονται στην έκθεση: η δέσμευση για εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, η απελευθέρωση νέων χρημάτων για τις μεγάλες και νεοσύστατες επιχειρήσεις, μείωση της γραφειοκρατίας, προώθηση της εγχώριας υψηλής τεχνολογίας, σύναψη «βιώσιμων» εμπορικών συμφωνιών και δαπάνη τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ στην έρευνα και ανάπτυξη μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Κι όλα τούτα, «αρτυμένα» με το απαραίτητο ευχολόγιο για την «Πράσινη Συμφωνία», με χρονικό ορίζοντα το 2050 για να επιτευχθεί η πολυπόθητη κλιματική ουδετερότητα και η απαλλαγή από τα ορυκτά καύσιμα.
Η Ε.Ε. αντιλαμβάνεται πλέον ότι θα πρέπει να κινηθεί με γοργά βήματα, με κατευθυντήριες γραμμές που αφενός να ανταποκρίνονται στην υποδεέστερη θέση των ευρωπαϊκών ομίλων απέναντι στους Αμερικανούς και Κινέζους ανταγωνιστές τους κι αφετέρου να δημιουργήσουν αντισταθμιστικά αίτια, που θα προλαμβάνουν και στο μέλλον ένα δυσοίωνο πτωτικό ρυθμό του ποσοστού κέρδους τους. Ιδίως εάν χάσουν το τρένο των ανταγωνιστικών εξαγωγών. Ο Ντράγκι έχει καλή επίγνωση του πώς πως ο «Νόμος της Αξίας» συνίσταται στην αναλογία της ανταλλαγής των προϊόντων, στην ποσότητα παραγωγής και στον καταμερισμό της εργασίας στους διάφορους κλάδους της παραγωγής. Με την Ευρώπη να πάσχει και στις τρεις συνιστώσες, είναι αναγκαίο να αναδιαταχθεί ο ρόλος τους, στο πλαίσιο των αντικειμενικών δυνατοτήτων που διαθέτει η παραγωγή στην ήπειρο.
Όταν το διακύβευμα της έκθεσης είναι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας, είναι αναπόφευκτο να την απασχολούν μόνον οι οικονομικές παράμετροι κι όχι οι κοινωνικές συνθήκες και συνέπειες της παραγωγής κι αναπαραγωγής τους. Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ευρώπης επαναλαμβάνει τα μάντρα της πολιτικής των Βρυξελλών ήδη από την περασμένη θητεία της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν. Ανταγωνιστικότητα, πράσινη οικονομία, απασχόληση (με χαμηλούς όμως μισθούς), ενέργεια και πολεμική βιομηχανία ως κύριος μοχλός ανάπτυξης των μεγάλων εταιρειών. Κι η οικονομική ορθοδοξία επιτάσσει, όπως όριζε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο από τις απαρχές της επιστήμης, πως για να επιτύχει μία χώρα (ή περιοχή) ένα πλεονέκτημα έναντι άλλων ανταγωνιστών της θα πρέπει να καλλιεργήσει μία παραγωγική και τεχνολογική εξειδίκευση, που μαζί με τις καλύτερες τιμές (πιο χαμηλές δηλ.) θα τις προσδώσουν περίοπτη σχέση στην παραγωγή και στις εξαγωγές. Και φυσικά στα κέρδη. Η γνώση για την πραγματική υστέρηση που έχουν οι μεγάλοι παραγωγικοί τομείς στην Ευρώπη σε σύγκριση με τις ΗΠΑ ή την Κίνα (πχ η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ), τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα), που επηρεάζουν την εξαγωγική δραστηριότητα προς τρίτες χώρες, που αυτή είναι το ζωτικό γάγγλιο της Ε.Ε. (55% έναντι 40% της Κίνας και 25% των ΗΠΑ), ωθεί τον Ντράγκι να προτάξει εκείνους τους τομείς όπου πραγματικά η ήπειρος μπορεί να αναπτύξει ικανοποιητικά (κι ίσως μονοπωλιακά) και να αποκτήσει το προβάδισμα. Όπως την πολεμική βιομηχανία, η οποία είναι ο μόνος τομέας που μπορεί να απορροφήσει την σχετικά περιορισμένη δυνατότητα να ενσωματωθεί η ΑΙ σε μία μαζικότερη κλίμακα παραγωγής και κατανάλωσης και σε προϊόντα που μπορούνε ν’ ανταγωνισθούν τα αμερικανικά και κινέζικα αντίστοιχα.
Για τον λόγο τούτο προκρίνει πρωτίστως, στην παρούσα συγκυρία κι έως ότου οι συστάσεις του για την αυτόνομη ανάπτυξη της απαιτούμενης καινοτόμου και τεχνολογίας αιχμής, την κατάρτιση του κατάλληλου εξειδικευμένου προσωπικού, τον επιτυχή καταμερισμό εργασίας (που προϋποθέτει και δημογραφικές λύσεις και παρεμβάσεις στο μεταναστευτικό, ειρήσθω εν παρόδω), η ευρωπαϊκή οικονομία να εστιασθεί κατ’ αρχάς σ’ εκείνους τους τομείς που μπορούν να λειτουργήσουν παραγωγικά κι ανταγωνιστικά με το βαθμό καινοτομίας που σήμερα διαθέτει η Ε.Ε..
Και σε τούτο, ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν σαφής: θα πρέπει άξονες ανάπτυξης στην πρώτη τούτη φάση να είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, η φαρμακοβιομηχανία, την εναλλακτική ενέργεια και η στρατιωτική βιομηχανία. Η πρώτη -παρά τα πλήγματα, που οδήγησαν μεγάλες εταιρείες, όπως οι Volkswagen, Stellantis, να κλείσουν εργοστάσια- μπορεί ακόμη να αποδώσει, ιδίως σε περίπτωση οικονομικού πολέμου με τις ΗΠΑ χάρις στις παραγωγικές σχέσεις συνεργασίας με την Κίνα. Τον έτερο στόχο της δασμολογικής πολιτικής του Τραμπ. Η φαρμακοβιομηχανία έχει αποδείξει, χάρις και στα πανδημικά φαινόμενα και την έως τώρα τεράστια στήριξη των Βρυξελλών, την ευρωστία της και την ικανότητα να απορροφά διαθέσιμες και μετρημένες «ποσότητες» τεχνολογίας αιχμής. Η «πράσινη» ενέργεια κι αυτή από την πλευρά της έχει τη δυνατότητα υψηλής κερδοφορίας, χρησιμοποιώντας τη διαθέσιμη τεχνολογία για αρκετό διάστημα μέχρις ότου υπάρξουν βελτιώσεις.
Ενώ κι η κρίσιμη στρατιωτική βιομηχανία, πέρα από τα προηγμένα οπλικά συστήματα, πάντα έχει ανάγκη από συμβατικά πυρομαχικά και όπλα κι οι πόλεμοι, σε Ουκρανία, Γάζα, επιχειρήσεις σε Ερυθρά Θάλασσα κλπ, εξασφαλίζουν παραγωγή, εξαγωγές και κέρδη. Η παραδοχή πως «μόνον ένας πόλεμος μας σώζει» φαίνεται κι από την ίδια την προτροπή του Ντράγκι για συντονισμό της κερματισμένης ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, στα πρότυπα των προτάσεών του για ακόμη πιο κοινή αγορά. Κυνικό μεν, αλλά η Ε.Ε. για το δικό της καλό (sic!) σε περίπτωση που αποσυρθεί από το Ουκρανικό ο Τραμπ, οφείλει να είναι έτοιμη και να συνεχίσει να στηρίζει τον πόλεμο για να μην καταρρεύσει ένα από τα βασικά θεμέλια που στηρίζουν σήμερα την κλυδωνιζόμενη οικονομία της.
Η άμεση αποδέσμευση των 750-800 δισεκ. που προτείνει ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης, περνά μέσα και από την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, την οποία άλλωστε και συνιστά άμεσα. Έχοντας επίγνωση πως η πολιτική της ΕΚΤ κι ο πληθωρισμός, όχι μόνον αποψίλωσαν την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα κι επενδύσεις, αλλά παράλληλα διευκόλυναν την διείσδυση αμερικανικών μονοπωλίων σε πολλούς τομείς της παραγωγής κι έρευνας, ο Ντράγκι αναγνωρίζει πως τώρα πρέπει ν’ αλλάξει ο ποσοτικός συσχετισμός της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Ευρώπη, καθώς η συγκεκριμένη χρονική περίοδος της ανόδου της -κυρίως σε ό,τι αφορά μόνο τις τράπεζες και τους ενεργειακούς ομίλους- έχει φθάσει σε ένα τέλος. Ιδίως όταν, με βάση ότι με το «αντισταθμιστικό αίτιο» (που θα έλεγε κι ο Μαρξ), το υπερταμείο των 800 δισεκ. θα εξασφαλίζεται πλέον στις μεγάλες, ευνοούμενες, επιχειρήσεις η σταθερότητα της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου τους, θα εκπληρώνουν την (ασυνείδητη πάντα) βελτίωση των προϋποθέσεων για έναν ανώτερο τρόπο παραγωγής και κατά συνέπειαν κατανάλωσης -δίχως να διακυβεύεται η πτώση του ποσοστού κέρδους τους .
Ο Ντράγκι αντιλαμβάνεται πως η δημιουργία πλεονασμάτων χωρίς κίνηση του κεφαλαίου δημιουργεί όρια στην κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων, ιδίως τώρα που λόγω του υπερπληθωρισμού έχει περιορισθεί η κατανάλωση. Η ΕΕ των επιχειρήσεων -όπως το Κράτος που έχει ταυτισθεί με το χρηματο-οικονομικό κεφάλαιο, όπως θα έλεγε και ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ- μπορεί να ξεπεράσει, το απέδειξε ο ίδιος άλλωστε στην προηγούμενη κρίση, το πρόβλημα του ανεπαρκούς αρχικού κεφαλαίου, είτε με την επιπλέον κυκλοφορία νομίσματος, είτε με «επενδύσεις», που καταλήγουν κατευθείαν στις εταιρείες μέσω των προγραμμάτων ανάκαμψης και με την ενοποίηση της κερματισμένης κεφαλαιαγοράς.
Πλέον εκείνο που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί είναι η ανεπάρκεια των μέσων και απαραίτητων πηγών παραγωγής και η έλλειψη υψηλής τεχνολογίας. Αλλά κι οι ανεπάρκειες σε νέες μορφές οργάνωσης της παραγωγής και σε πολλούς τομείς η έλλειψη επαρκούς και καταρτισμένου εργατικού δυναμικού (άλλωστε σε τούτο απαντούσε και η αμέσως προηγούμενη έκθεσή του). Επίσης ένα εμπόδιο ακόμη συνιστούν οι αντιστάσεις κι ανεπάρκειες στους χώρους εργασίας και στην εργασιακή διαδικασία όλοι γνωρίζουμε πώς αντιμετωπίζονται. Κάτι που διαταράσσει τη διαρκή κι αυξανόμενη τάση κατανάλωσης κι οι δυνατότητες των νοικοκυριών να ξοδεύουν. Ιδίως στη σημερινή συγκυρία, με τους χαμηλούς μισθούς, τις αυξημένες τιμές στην ενέργεια, τις μετακινήσεις, τα βασικά προϊόντα διαβίωσης και τις υπηρεσίες, η καθήλωση της ασυγκράτητης κατανάλωσης δεν ευνοεί την παραγωγή νέου κεφαλαίου και προϊόντων.
Η λύση που προτείνει ο Ντράγκι είναι σαφής και βασίζεται στην χρηματιστικοποίηση (financiarization) της ευρωπαϊκής αγοράς. Κοντολογίς, να δημιουργηθεί το συντομότερο δυνατό μια ενιαία κεφαλαιαγορά στην Ευρώπη, η οποία θα μπορεί να διαχειρίζεται ταυτόχρονα όλες τις αποταμιεύσεις των πολιτών των κρατών-μελών, χωρίς αυτές να καταλήγουν σε αμερικανικά κεφάλαια. Βέβαια, στο σημείο τούτο θα πρέπει να αντιμετωπισθεί η πρόσδεση χωρών, όπως η Ιταλία κι η Ελλάδα σε μεγάλα αμερικανικά funds που εξαγοράζουν σημαντικά κρατικά και στρατηγικά assets τους.
Οι αποταμιεύσεις των πολιτών στην Ε.Ε., πιο σημαντικές από τα φορολογικά έσοδα -προορίζονται εν μέρει για να ενθαρρύνουν την ίδια τη χρηματιστικοποίηση- θα μπορούσαν να αποτελέσουν το μέσο διά του οποίου θα μπορούσε να τιτλοποιηθεί ένα κοινό ευρωπαϊκό χρέος και να εξαγορασθούν μετοχές και ομόλογα ευρωπαϊκών εταιρειών. Εν τούτοις, αυτό σημαίνει αυτομάτως πως οι πολίτες της Γηραιάς Ηπείρου θα γίνονταν οικονομικά υποκείμενα που θα αντλούσαν μέρος του εισοδήματός τους από τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών δημόσιων και ιδιωτικών τίτλων. Όμως, αυτός ο στόχος απαιτεί ευρωπαϊκούς τραπεζικούς και ασφαλιστικούς γίγαντες ικανούς να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα υπερβολική δύναμη των αμερικανικών κεφαλαίων.
Κι επιπλέον, το κοινό ευρωπαϊκό χρέος θα ανταγωνιζόταν αναπόφευκτα τα χρέη μεμονωμένων κρατών. Τα οποία όμως θα ήσαν υποχρεωμένα να πληρώνουν υψηλότερους τόκους ακριβώς λόγω της ύπαρξης ενός μεγαλύτερου κοινού χρέους. Αυτό, βάσει της έκθεσης Ντράγκι, προϋποθέτει ότι τα κράτη οφείλουν να μειώσουν με μια αυστηρή πολιτική λιτότητας τα δικά τους χρέη. Με το κοινό χρέος, η ΕΚΤ δεν προβλέπεται να εκδίδει παραπάνω νόμισμα, ούτε να εξαγοράζει το χρέος μεμονωμένων εθνικών κρατών. Άρα, τα κράτη μέλη αναπόφευκτα θα πρέπει να συρρικνώσουν δημόσιες δαπάνες, στηριζόμενα μόνο στα «στοχευμένα» ευρωπαϊκά κονδύλια. Κάτι που σήμερα δε συμφέρει όχι μόνον χώρες όπως η Ελλάδα κι η Ιταλία, αλλά πλέον και τη Γερμανία και τη Γαλλία, που βλέπουν τα δημοσιονομικά ελλείμματά τους να εκτοξεύονται. Εξ ου και η σολομώντεια λύση των «27» στη Βουδαπέστη: ναι στα μέτρα για ανταγωνισμό και κοινή αγορά, όχι (ακόμη) στο κοινό ευρωπαϊκό χρέος.
Κι ερχόμαστε στον τρίτο παράγοντα του Νόμου της Αξίας, που η βαθιά ριζωμένη στις ορθόδοξες αρχές της οικονομίας, έκθεση του Ντράγκι, προσπαθεί να σταθεί πιστός. Ο καταμερισμός της εργασίας στις νέες συνθήκες παραγωγής κι ανάπτυξης που επαγγέλλεται ο Ντράγκι απαιτούν νέες ψηφιακές δεξιότητες. Για να βελτιωθούν αυτές οι αδύναμες δεξιότητες μεταξύ ενός μη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, συνεπάγονται αυξημένες δαπάνες για Ε&Α (συμπεριλαμβανομένων των επιχορηγήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας και του Horizon Europe). Επίσης, τροποποίηση του εκπαιδευτικού παραδείγματος, με περισσότερη εξειδίκευση στα θέματα «STEM» που σχετίζονται με την τεχνολογία και ένα Πρόγραμμα Απόκτησης Τεχνικών Δεξιοτήτων για την προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης, που θα καταπολεμά την περιορισμένη επιτυχία που είχαν άλλες πρωτοβουλίες -βλέπε πρόγραμμα REFIT, «βελτίωση της νομοθεσίας», το Ρυθμιστικό Συμβούλιο Ελέγχου και ούτω καθεξής. Κατά τον Ντράγκι, παρά την περιορισμένη επιτυχία τους θα πρέπει να ενταθούν.
Η έκθεση Ντράγκι, πιστή στο δόγμα της διοίκησης μίας υπερεθνικής οντότητας ως επιχείρηση, αποτελεί ένα άρθρο πίστης όχι στην Ευρώπη, αλλά στα παραπαίοντα ισχυρά μέλη των «27», τα οποία θα πρέπει να στηριχθούν γιατί εκείνα αποτελούν την κινητήριο δύναμη της υλικής παραγωγής της ηπείρου. Με τη βιομηχανία των»“μεγάλων» να έχει υποχωρήσει σημαντικά από το 2019– Γερμανία 9%, Γαλλία 5%, Ιταλία 3,5% -σε σύγκριση με την εκτόξευση της μεταποίησης σε χώρες-δορυφόρους (Πολωνία 23%, Ελλάδα 21%, Βέλγιο 13%, Ιρλανδία 10%)- η έκθεση Ντράγκι αποτελεί ένα ζωτικό vademecum στην προσπάθεια της Ε.Ε. να συνεχίσει τον νεο-αποικιακό, πειθαρχικό της ρόλο στην καθοδήγηση της ηπείρου.
* Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο του….γράφει.