Στις 20 Μαΐου 1941 συμπληρώθηκαν 79 χρόνια από τότε που οι Γερμανοί φασίστες, υπό την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής», ξεκίνησαν αεροπορική έφοδο κατά της Κρήτης. Μετά την κατάληψή της, στις 1 Ιουνίου, μια μάχη που τους κόστισε πολύ σε ανθρώπινες και υλικές δυνάμεις, άρχισε η οικοδόμηση ενός αιματηρού κατοχικού καθεστώτος. Ο κρητικός λαός υπέφερε τα πάνδεινα. Στο κείμενο που ακολουθεί περιγράφεται αυτή η εποχή του τρόμου (ΠΓ).
Τρομοκρατία ενάντια στον άμαχο πληθυσμό: Γερμανοί αλεξιπτωτιστές τουφεκίζουν σε μια «εκκαθαριστική επιχείρηση», στις 2 Ιουνίου 1941, αμάχους στο χωριό Κοντομαρί Χανίων. Το χωριό στη συνέχεια καταστράφηκε. Το πόσοι άνδρες δολοφονήθηκαν δεν είναι γνωστό. Σε μια αναμνηστική πλάκα καταγράφονται 26 ονόματα.
Αφότου η Βέρμαχτ υπέταξε στις αρχές καλοκαιριού του 1940 τη δυτική Ευρώπη, η γερμανική ηγεσία άρχισε να προετοιμάζει την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης: Για να αποφύγει έναν πόλεμο σε δυό μέτωπα, επιδιώχτηκε μια συμφωνία με τη Μ. Βρετανία. Το Λονδίνο όμως δήλωσε αρκετές φορές ότι θα συνεχίσει να παλεύει μέχρι τη νίκη επί του φασισμού. Εντούτοις, με ειρηνικά μηνύματα και στρατιωτική πίεση [έγιναν προσπάθειες] να παρακινηθούν οι Βρετανοί σε υποχώρηση. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Franz Halder (Φραντς Χάλντερ) σημείωσε στις 30 Ιουνίου 1940: «Η Αγγλία μάλλον θα χρειαστεί ακόμη μια επίδειξη της στρατιωτικής μας δύναμης προτού υποχωρήσει και μας αφήσει τα όπισθεν ελεύθερα για την Ανατολή». Την ίδια ημέρα ο Αρχηγός του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ (OKW) Alfred Jodl (Άλφρεντ Γιοντλ) έγραψε: «Αν τα πολιτικά μέσα δεν οδηγήσουν στο στόχο πρέπει να κατασταλεί η βούληση για αντίσταση της Αγγλίας με τη βία α) πολεμώντας ενάντια στη Βρετανία, β) επεκτείνοντας τον πόλεμο στη περιφέρεια».
Ο στρατηγός επέστησε τη προσοχή στη σύμμαχο Ιταλία, η οποία θα μπορούσε να διεξάγει στο πόλεμο εναντίον της Αγγλίας στη βόρεια Αφρική, έναν πόλεμο δια αντιπροσώπων. Ο Γιοντλ έγραψε: «Πιο αποτελεσματική είναι μια ιταλική επιθετική επιχείρηση κατά της Διώρυγας του Σουέζ». Οι ηγέτες των ναζιστών πίεζαν τη Ρώμη για μια επίθεση που θα ξεκινούσε από την ιταλική αποικία, τη Λιβύη, κατά της Αιγύπτου. Το Βερολίνο υποσχέθηκε για υποστήριξη μια σύγχρονη μονάδα τεθωρακισμένων.
Σ΄ αυτό το πλαίσιο η Κρήτη μπήκε στο στόχαστρο των Γερμανών σχεδιαστών. Το Επιτελείο Επιχειρήσεων της Βέρμαχτ κατέγραψε στις 13 Ιουλίου: «Ο φύρερ» πίεσε τη Ρώμη να θέσει την Κρήτη υπό κατοχή. Στις 12 Σεπτεμβρίου άρχισε η ιταλική επίθεση κατά της Αιγύπτου, η οποία όμως σύντομα σταμάτησε ξανά. Ο Χάλντερ επεσήμανε «κατ΄ επανάληψη», «ότι η διεξαγωγή του πολέμου στα ανατολικά της Μεσογείου θα οδηγήσει σε γρήγορες επιτυχίες αν τεθεί υπό κατοχή η Κρήτη». Μια ημέρα αργότερα σημείωσε ότι είναι αναγκαία μια «προσγείωση από αέρος στη Κρήτη».
Από το καλοκαίρι του 1940 η γερμανική ηγεσία προσπάθησε να ενσωματώσει την Ελλάδα με «ειρηνικά» μέσα στο φασιστικό σύστημα συμμαχιών. Όταν αυτό απέτυχε και τα βρετανικά στρατεύματα έσπευσαν προς βοήθεια των Ελλήνων κατά της ιταλικής επίθεσης που άρχισε από την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου, η ναζιστική ηγεσία αποφάσισε στις 4 Νοεμβρίου να υποτάξει στρατιωτικά την Ελλάδα. Στις 6 Απριλίου 1941 ξεκίνησε η επίθεση, η οποία τέλειωσε στις 30 Απριλίου με την κατοχή της ελληνικής ηπειρωτικής χώρας. Από τις 15 Απριλίου η Βέρμαχτ προετοίμαζε την εισβολή στη Κρήτη υπό την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής». Το νησί θα έπρεπε να χρησιμεύσει, όπως αναφέρεται στη βασική εντολή της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, ως βάση ανεφοδιασμού και εκκίνησης για επιθετικές ενέργειες, ιδιαίτερα για τη διεξαγωγή πολεμικών αεροπορικών επιθέσεων κατά της Βρετανίας στην Ανατολική Μεσόγειο και στη βόρεια Αφρική. Με την εκδίωξη των Βρετανών από αυτό το χώρο τα σημαντικά για τη γερμανική πολεμική οικονομία κοιτάσματα πετρελαίου στη Ρουμανία και τη νότια πτέρυγα της παράταξης κατά της Σοβιετικής Ένωσης, θα βρίσκονταν έξω από την εμβέλεια της [βρετανικής] Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Εισβολή και εκστρατείες εκδίκησης
Στις 20 Μαΐου η εισβολή στη Κρήτη ξεκίνησε με ένα συνδυασμό προσγείωσης από αέρος και απόβασης από τη θάλασσα. Οι υπερασπιστές του νησιού, περίπου 32.000 στρατιώτες της βρετανικής αυτοκρατορίας καθώς και περίπου 10.000 Έλληνες στρατιώτες, προκάλεσαν στους εισβολείς υλικές και ανθρώπινες απώλειες, που ξεπερνούσαν το 50% της χρησιμοποιηθείσας δύναμης. Εξαιτίας των απροσδόκητα μεγάλων απωλειών το τέλος των μαχών ήταν απρόβλεπτο. Στην Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού εξέταζαν κατά καιρούς μια μετατόπιση της ημερομηνίας της επίθεσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης που είχε καθοριστεί για τις 22 Ιουνίου 1941.
Οι απώλειες του προσωπικού των Γερμανών ήταν δραματικά τόσο υψηλές, επειδή ο πληθυσμός της Κρήτης συμμετείχε σε μεγάλο βαθμό στην απόκρουση της επίθεσης. Για τους μιλιταριστές η ένοπλη αντίσταση του λαού θεωρούνταν τρομοκρατική πράξη αντάξιας θανάτου. Παρ΄ όλο που αυτή η συμπεριφορά των Κρητικών καλύπτονταν από το Άρθρο 2 του Κανονισμού περί Πολέμου σε μια Χώρα, του 1907, οι εισβολείς πήραν ως αφορμή αυτή τη συμπεριφορά για μια κτηνώδη εκστρατεία εκδίκησης κατά του πληθυσμού. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι διεπράχθησαν φρικαλεότητες ενάντια στους Γερμανούς αιχμαλώτους.
Ο Διοικητής της 5ης Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Julius Ringel (Γιούλιους Ρίνγκελ), διέταξε να παίρνονται όμηροι και για κάθε έναν σκοτωμένο ή τραυματισμένο Γερμανό να τουφεκίζονται δέκα Έλληνες. Οι ορεινοί καταδρομείς και οι αλεξιπτωτιστές περικύκλωναν χωριά και συγκέντρωναν τον πληθυσμό. Μπροστά στα μάτια των χωριών τουφεκίζονταν αδιακρίτως και χωρίς να εξετάζεται αν ο πληθυσμός σ΄ αυτά τα μέρη είχε πάρει μέρος στον αγώνα, τις περισσότερες φορές από 20 έως 50, μερικές φορές ακόμη και περισσότεροι άνδρες. Τα χωριά λεηλατούνταν και στη συνέχεια καταστρέφονταν.
Στα τέλη Μαΐου οι μάχες είχαν τελειώσει. Η Ιταλία είχε θέσει υπό κατοχή στα ανατολικά, περίπου το ένα τρίτο του νησιού, το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα τέθηκε υπό γερμανική κυριαρχία. Οι βρετανικές και οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες μπόρεσαν κάτω από βαριές απώλειες να μεταφερθούν στη βόρεια Αφρική. Μερικοί αξιωματικοί παρέμειναν πίσω. Έπρεπε να συλλέξουν πληροφορίες, να κάνουν σαμποτάζ και να υποστηρίξουν την αντίσταση των Κρητικών.
Η τρομοκρατία κατά του πληθυσμού συνεχίστηκε και μετά το τέλος των μαχών για να εξαναγκάσουν τους Κρητικούς να ανεχθούν τη κατοχή και την οικονομική εκμετάλλευση καθώς και την εργασία για τους Γερμανούς. Εδώ, σε πρώτο πλάνο εμφανιζόταν όλο και περισσότερο η εκφοβιστική λειτουργία ενάντια σε μια δυνατή αντίσταση.
Στις 31 Μαΐου ο διοικητής, πτέραρχος του XI Σώματος Αεροπορίας, Kurt Student (Κουρτ Στούντεντ), ο οποίος αποκαλούσε τον εαυτό του αυτάρεσκα κυβερνήτη της Κρήτης, εξέδωσε μια βασική διαταγή. Η εντολή αυτή αποτελεί μια από τις πιο κτηνώδεις διαταγές της νεότερης γερμανικής στρατιωτικής ιστορίας. Ο Στούντεντ μ΄ αυτή τη διαταγή νομιμοποιούσε τις «άγριες» μαζικές εκτελέσεις αμάχων από «το στράτευμα» κατά τη διάρκεια των μαχών. Τώρα θα έπρεπε να λαμβάνονται συστηματικά μέτρα. Ο πτέραρχος διέταξε να λαμβάνονται μέτρα «με την πιο ακραία σκληρότητα». Η τρομοκρατία –με βάση αυτή τη διαταγή- θα έπρεπε να αποτελεί εκδίκηση για τις μεγάλες απώλειες, και, όπως τόνισε ο Στούντεντ, «να χρησιμεύσει ως αποτρεπτικό μέσο για το μέλλον». Αφετηριακό σημείο του κύματος τρομοκρατίας ήταν η αναζήτηση αμάχων για τους οποίους υπήρχε υποψία ότι συμμετείχαν στον αγώνα κατά των εισβολέων. Τα «ποινικά δικαστήρια» που θα γίνονταν στη συνέχεια έπρεπε να λάβουν χώρα με αποκλεισμό της [στρατιωτικής] δικαιοσύνης της Βέρμαχτ, η οποία ασφαλώς δεν ήταν ευαίσθητη σε τέτοια ζητήματα. Οι δολοφονίες –σύμφωνα με τη διαταγή- έπρεπε να πραγματοποιηθούν από τη «στρατιωτική μονάδα». Ο Στούντεντ καθόρισε έναν δρακόντειο κατάλογο ποινών. Εκτός από την «πυρπόληση των χωριών» έπρεπε να γίνουν μαζικές δολοφονίες που θα έφταναν μέχρι «την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού ολόκληρων περιοχών». Με την άρση του ανώτατου ορίου της «εξιλέωσης των νεκρών» (μέχρι τότε ίσχυε ότι για κάθε ένα νεκρό ή τραυματισμένο Γερμανό έπρεπε να δολοφονούνται δέκα Κρητικοί), οι τουφεκισμοί, τις περισσότερες φορές, των αδιακρίτως αιχμαλωτισθέντων αμάχων, οδήγησαν σε φοβερά υψηλούς αριθμούς θυμάτων. Στο πλαίσιο αυτού του κύματος τρομοκρατίας, δολοφονήθηκαν από τις αρχές Ιουνίου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου 1941, περίπου 2.000 Κρητικοί, πολλά χωριά λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Ακόμη και αργότερα, μέχρι τα τέλη του 1942, υπήρχαν διαρκώς μαζικές εκτελέσεις. Οι εκτελέσεις αυτές τις περισσότερες φορές αποτελούσαν πράξεις εκδίκησης εναντίον του πληθυσμού για δραστηριότητες των Βρετανών κομάντος που επιχειρούσαν στο νησί.
Στα τέλη του 1942 η στρατιωτική κατάσταση άλλαξε ριζικά. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, όχι μόνο στην Ανατολή αλλά και στη Μεσόγειο, οδηγήθηκε σε στρατηγική άμυνα. Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ ξεκινούσε απ΄ τη θέση ότι οι σύμμαχοι, ήδη στο πρώτο εξάμηνο του 1943, θα έκαναν απόβαση στην Ελλάδα. Η Κρήτη, που μέχρι τότε υπήρξε βάση ανεφοδιασμού και εκκίνησης για τις γερμανικές επιθετικές ενέργειες, έπρεπε να μετατραπεί σε κέντρο μιας ζώνης οχυρών που θα ξεκινούσε από τα Δωδεκάνησα και θα έφτανε μέχρι την Πελοπόννησο, με σκοπό να εμποδιστεί μια εισβολή των συμμάχων στο Αιγαίο. Οι στρατιωτικές μονάδες στο νησί, που μέχρι τότε υπάγονταν στον διοικητή της Βέρμαχτ της Νότιας Ελλάδας, υπάχθηκαν στην Ανώτατη Διοίκηση της Ομάδας Στρατού Ε, που ήταν υπεύθυνη για όλη την Ελλάδα. Η λειτουργική αλλαγή στους στρατηγικούς υπολογισμούς των Γερμανών σήμαινε για τους Κρητικούς μια πιο έντονη εκμετάλλευση και μια ακόμη πιο σκληρή καταπίεση. Στη βασική οδηγία του Χίτλερ της 28ης Δεκεμβρίου 1942 καθορίστηκε ότι «η Κρήτη πρέπει να αναπτυχθεί σε τεράστιο φρούριο». Η Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ πίεζε για την «οριστική ειρήνευση της ενδοχώρας και την εξόντωση των εξεγερμένων και των συμμοριτών κάθε είδους». Σε περίπτωση μιας συμμαχικής ενέργειας οι [ναζιστές] ήθελαν να έχουν «ελεύθερη την πλάτη».
Οργανωμένη αντίσταση
Στο μεταξύ, στο νησί αναπτύχθηκε ένα ισχυρό αριστερά προσανατολισμένο κίνημα αντίστασης, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο στρατιωτικός του βραχίονας, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ). Το κίνημα αυτό ανέπτυξε δράση σε όλη την Κρήτη, ιδιαίτερα στο δυσκολοπρόσιτο ορεινό όγκο στο νότο. Η εξόντωση αυτού του κινήματος έγινε το κύριο καθήκον των δυνάμεων κατοχής. Η βρετανική πολιτική παρακολουθούσε επίσης την ανάπτυξη του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ με καχυποψία. Προκειμένου να περιοριστεί η επιρροή του, βρετανοί αξιωματικοί το φθινόπωρο του 1942 ίδρυσαν στο νησί μια εθνικιστική αντιστασιακή οργάνωση (ΕΟΚ), η οποία αποτελούνταν από αστικές δυνάμεις στις πόλεις. Η οργάνωση αυτή διατηρούσε επίσης καλές επαφές με τους κατακτητές με την έγκριση των Βρετανών.
Στόχος των κατοχικών δυνάμεων ήταν να εκφοβίσουν με την τρομοκρατία τον πληθυσμό με τρόπο τέτοιο, που να μην τολμήσει να ξεσηκωθεί σε περίπτωση εισβολής. Επιπλέον, ο πληθυσμός έπρεπε να εξαναγκαστεί να αφιερώσει την εργατική του δύναμη και να εγκαταλείψει ακόμη περισσότερο απ΄ ό,τι μέχρι τότε τους οικονομικούς πόρους του στους κατακτητές. Τη βάση της νέας φάσης της κατοχικής πολιτικής στην Ελλάδα αποτέλεσε μια βασική διαταγή του Ανώτατου Διοικητή του Νοτιοανατολικού [Μετώπου], Alexander Löhr (Αλεξάντερ Λερ), στις 14 Ιουλίου 1943. Ο Λερ ξεκινούσε απ΄ το ότι κατά τις συμμαχικές αποβάσεις «πρέπει να αναμένεται μια μέγιστη συμμετοχή ντόπιων τμημάτων του πληθυσμού στο πλευρό του εχθρού». Ως εκ τούτου, θα πρέπει από πριν «να ληφθούν τα πιο αυστηρά μέτρα». Στη συνέχεια παρείχε σε «όλους τους διοικητές» την άδεια για κάθε είδους κτηνώδη δολοφονία. Ο Λερ διαβεβαίωσε ότι θα καλύψει όλα τα «μέτρα». Στρατιώτες οι οποίοι δεν θα ενεργήσουν με την «αυστηρότητα» που έχει διαταχθεί ή δεν θα εκτελέσουν τα «μέτρα αντιποίνων» λόγω «αδυναμίας», «θα λογοδοτήσουν».
Ένα από τα πρώτα θύματα αυτής της νέας φάσης της κατασταλτικής πολιτικής υπήρξε ο μεγάλος δήμος της Βιάννου στα νοτιοανατολικά του νησιού. Η 22η Μεραρχία Πεζικού στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1943, έκανε με ισχυρές δυνάμεις μια «εκκαθαριστική επιχείρηση» σ΄ αυτή την περιοχή. Ομάδες ανταρτών προσπάθησαν να απωθήσουν τους Γερμανούς προκαλώντας τους απώλειες. Οι φασίστες πήραν σκληρή εκδίκηση. Η «εκκαθαριστική επιχείρησή» τους ήταν η μεγαλύτερη σφαγή αμάχων στην Κρήτη. Ήδη στην πρώτη έκθεση της Μεραρχίας της 14ης Σεπτεμβρίου αναφέρεται: «Μέχρι στιγμής τουφεκίστηκαν 280 Έλληνες ενόσω διέφευγαν. Η Κάτω Σύμη και ο Πεύκος πυρπολήθηκαν. Ο ανδρικός πληθυσμός της Άνω Βιάννου συνελήφθη. Τώρα συνελήφθησαν συνολικά 310 άνδρες.» Στην τελική έκθεση της Ομάδας Στρατού Ε γίνεται ο απολογισμός: «440 συμμορίτες νεκροί, 200 συλληφθέντες, 3 χωριά συμμοριτών κατεστραμμένα». Μετά τη σφαγή τα χωριά λεηλατήθηκαν, στη συνέχεια καταστράφηκαν και δημιουργήθηκε μια μεγάλης κλίμακας ζώνη αποκλεισμού γύρω από τις κοινότητες. Όλοι, όσους τους συναντούσαν μέσα σ΄ αυτή τη ζώνη, μπορούσαν να τους πυροβολήσουν χωρίς προειδοποίηση –μια μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στις περισσότερες ενέργειες ενάντια στα «ύποπτα» χωριά. Έτσι αφαιρέθηκαν από τους επιζώντες τα βασικά μέσα επιβίωσης.
Οι φασίστες ενεργούσαν πάντα κτηνωδώς ενάντια στους κατοίκους εκείνους που θεωρούσαν ότι διάκεινται «εχθρικά». Στις 15 Αυγούστου 1944 ο φρούραρχος της Κρήτης, Friedrich-Wilhelm Müller (Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλερ), διέταξε «αυστηρή καταπολέμηση…, για να επιβληθεί η βούλησή μας στον ελληνικό πληθυσμό». «Δεν» πρέπει «να υπάρξει πλέον δισταγμός απέναντι στους αθώους άνδρες, γυναίκες και παιδιά.» Διέταξε, «χωριά με ιδιαίτερα εχθρικό πληθυσμό να εκκενωθούν εντελώς και να ισοπεδωθούν». Χωρίς προειδοποίηση έπρεπε «οι υπό εξέταση» οικισμοί να καταστραφούν «με τα συγκεντρωμένα πυρά του πυροβολικού».
Στις 13 Αυγούστου 1944 πλήγηκε η κοινότητα Ανώγια, νοτιοδυτικά του Ηρακλείου. Χωρίς προφανή λόγο ο φρούραρχος διέταξε «να ισοπεδωθεί ο τόπος και όλος ο ανδρικός πληθυσμός… να εκτελεστεί, όσοι βρίσκονταν μέσα στο χωριό ή συναντιούνταν σε μια ακτίνα απόστασης μέχρι ενός χιλιομέτρου». Δεν γλύτωσε κανένα από τα 940 κτίρια του χωριού. Κατά τη διάρκεια της κατοχής δολοφονήθηκαν συνολικά 117 κάτοικοι.
Στόχος των μεγάλων «εκκαθαριστικών επιχειρήσεων» γίνονταν όλο και περισσότερο οι κοινότητες στη δυτική Κρήτη επειδή αυτό το τμήμα του νησιού σε περίπτωση μιας συμμαχικής εισβολής έπρεπε να θεωρείται ως «πυρήνας-φρούριο». Η Ομάδα Στρατού Ε ανέφερε στις 23 Αυγούστου σε μια «εκκαθαριστική επιχείρηση» ότι «τουφεκίστηκαν 191 ύποπτοι συμμορίτες, καταστράφηκε ένας συνοικισμός συμμοριτών, μετεγκαταστάθηκαν 1.500 άμαχοι». Στις 31 Αυγούστου η Ομάδα Στρατού ανέφερε ότι σε μια άλλη «εκκαθαριστική επιχείρηση» «τουφεκίστηκαν 223 συμμορίτες και συνεργοί συμμοριτών» και συνελήφθησαν 175 άτομα. Μέσω των ουλαμών εξόντωσης, μόνο τον Αύγουστο του 1944, δολοφονήθηκαν 1.000 άμαχοι πολίτες.
Στις 20 Αυγούστου 1944 ο Κόκκινος Στρατός στη μάχη στο λάι-Κισινάου [Μολδαβία] διέσπασε το νότιο τμήμα του γερμανο-σοβιετικού μετώπου. Οι σοβιετικοί στρατιώτες άνοιξαν το δρόμο στην κατεύθυνση Βιέννη/Βελιγράδι. Οι δυό γερμανικές Ομάδες Στρατού που βρίσκονταν στα Βαλκάνια απειλούνταν με περικύκλωση, ένα «υπερ-Στάλινγκραντ». Η γερμανική ηγεσία αποφάσισε, με στόχο την ανάπτυξη ενός σταθερού μετώπου στο Δούναβη, να αποσύρει στρατεύματα από την Ελλάδα, αρχίζοντας από τα νησιά. Με συνοπτικές διαδικασίες μεταφέρθηκε προς το βορρά το ισχυρότερο στρατιωτικό τμήμα που βρισκόταν στη Κρήτη, η 22η Μεραρχία Πεζικού. Οι στρατιωτικές μονάδες που παρέμειναν αποσύρθηκαν στον πυρήνα φρούριο» γύρω από τα Χανιά, όπου συνθηκολόγησαν μόλις στις 9 Μαΐου 1945.
Ατιμώρητοι από τα γερμανικά δικαστήρια
Τα εγκλήματα στη Κρήτη ήρθαν αμέσως μετά το 1945 στα διεθνή και ελληνικά δικαστήρια. Ο Διοικητής της Ομάδας Στρατού Ε, Λερ, εκτελέστηκε το 1947 στο Βελιγράδι. Στους υπεύθυνους επίσης στρατηγούς για την Κρήτη, τους Hellmuth Felmy (Χέλμουτ Φέλμυ) και Wilhelm Speidel (Βίλχελμ Σπαίντελ), στη δίκη που έγινε για τις δολοφονίες ομήρων από ένα στρατιωτικό δικαστήριο των ΗΠΑ το 1948, τους επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης πολλών ετών, λόγω όμως του επανεξοπλισμού της Δυτικής Γερμανίας αποφυλακίστηκαν ήδη το 1951. Οι «στρατηγοί της Κρήτης» Bruno Bräuer (Μπρούνο Μπρόϊερ) και Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλερ εκτελέστηκαν το 1947 στην Αθήνα. Ο προκάτοχός τους Alexander Andrae (Αλεξάντερ Αντρέ), καταδικάστηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, αποφυλακίστηκε όμως το 1952. Ο Στούντεντ που βρισκόταν υπό βρετανική φύλαξη, απέφυγε την τιμωρία επειδή το Λονδίνο απέρριψε την παράδοσή του στην Ελλάδα.
Οι γερμανικές αρχές διενήργησαν προανακρίσεις μόνο κατόπιν πίεσης της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία απέστειλε εκτενή αποδεικτικό υλικό σε βάρος περίπου 80 κατηγορουμένων. Όλες οι δίκες σύντομα διακόπηκαν, έτσι που ως αποκαλυπτικό συμπέρασμα παραμένει: Κανένας από τη Βέρμαχτ δεν καταδικάστηκε από γερμανικό δικαστήριο για κακουργήματα που διαπράχτηκαν στη Κρήτη.
Η άλλη πλευρά αυτού του σκανδάλου είναι ότι πολλοί αξιωματικοί της ναζιστικής μονάδας αλεξιπτωτιστών μπόρεσαν να συνεχίσουν σχεδόν χωρίς διακοπή την καριέρα τους στη Μπούντεσβερ [ΠΓ: σημερινός γερμανικός στρατός]. Ένας από τους πρώτους των «μαχητών της Κρήτης» και κάτοχος του Σταυρού των Ιπποτών, ο Erich Timm (Έριχ Τιμ), υπήρξε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διοικητής συντάγματος και οι στρατιώτες του που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του τον ονόμαζαν «Knochen-Ede». Ο Έριχ Τιμ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των δυτικογερμανικών σχηματισμών των αλεξιπτωτιστών. Ο Walter Gericke (Βάλτερ Γκερίκε), «μαχητής της Κρήτης» (διοικητής τάγματος) και κάτοχος του Σταυρού των Ιπποτών, οργάνωσε το σύστημα εκπαίδευσης για τους δυτικογερμανούς αλεξιπτωτιστές, έγινε υποστράτηγος και παρασημοφορήθηκε με το Σταυρό για Κατορθώματα της Γερμανίας. Το πιο κραυγαλέο παράδειγμα επαναχρησιμοποίησης των ανώτερων ναζιστών αξιωματικών είναι ο Heinz Trettner (Χάιντς Τρέτνερ). Κατά την εισβολή στη Κρήτη υπήρξε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου (Ια) του Στούντεντ. Μετά το 1945 έγινε ανώτατος αξιωματικός και Γενικός Επιθεωρητής της Μπούντεσβερ. Η ιστοσελίδα του Συνδέσμου Γερμανών Αλεξιπτωτιστών (BDF) αναφέρει: «Πολλοί σύντροφοι της πρώην μονάδας των αλεξιπτωτιστών συνέβαλαν επιτυχώς από εξέχουσες διοικητικές θέσεις για να οργανώσουν και να εκπαιδεύσουν τα νέα αεροαποβατικά στρατεύματα».
Εγκλήματα που εξυμνήθηκαν
Οι «μαχητές της Κρήτης» επί δεκαετίες άσκησαν σημαντική επιρροή στο Σύνδεσμο Γερμανών Αλεξιπτωτιστών (BDF) ο οποίος συνέβαλε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση απόψεων και στην καλλιέργεια της παράδοσης μέσα και έξω από τις ένοπλες δυνάμεις. Στη δεκαετία του 1950, μεταξύ άλλων, ο Στούντεντ και ο Γκερίκε, υπήρξαν «πρόεδροι» της οργάνωσης αλεξιπτωτιστών της Βέρμαχτ, στους λεγόμενους Παλιούς Αετούς, μεταξύ αυτών επίσης και των ειδικών δυνάμεων που απέκτησαν άσχημη φήμη. Ο σύλλογος αυτός είναι ευρέως δικτυωμένος και στις «συντροφιές» στις οποίες ανήκουν και όλες οι υπαρκτές ακόμη παραδοσιακές οργανώσεις των ναζιστών αλεξιπτωτιστών, ενώ παράλληλα είναι δομημένος με πολλές οργανώσεις σε επίπεδο ομόσπονδων κρατιδίων, δήμων και σε τοπικό επίπεδο. Ένα ιδιαίτερο βάρος της δραστηριότητάς τους αποτελεί η καλλιέργεια της παράδοσης και η θύμηση για τους νεκρούς των μονάδων αλεξιπτωτιστών της Βέρμαχτ. Εδώ, η Κρήτη βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Η εισβολή για πολλές δεκαετίες εξυμνήθηκε ως μοναδικό στρατιωτικό κατόρθωμα και ως παράδειγμα απαράμιλλης γενναιότητας και θυσίας των Γερμανών στρατιωτών. Λόγω της δράσης των αντιφασιστικών δυνάμεων η ημέρα μνήμης των νεκρών και η εξύμνηση δεν λαμβάνει σήμερα χώρα τόσο ανοιχτά και χωρίς διαφοροποιήσεις. Η «Ημέρα της Κρήτης» όμως, η 20η Μαΐου, εξακολουθεί να αποτελεί για το Σύνδεσμο των Αλεξιπτωτιστών και σε κάποια μέρη μια σταθερή ημερομηνία. Στο πρόγραμμα εκδηλώσεων του BDF για το 2016 υπάρχουν, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθες ημερομηνίες: «18.5.2016 έως 25.5.2016, ταξιδιωτική ομάδα (προς) την Κρήτη (αντισμήναρχος ε.α Haupt (Χάουπτ)). 21.5.2016 έως 22.5.2016, εκδηλώσεις μνήμης στη Κρήτη, Σούδα/Μάλεμε». Επιπλέον, εφιστάται η προσοχή για την 13.5.2016. Την ημέρα αυτή λαμβάνει χώρα στο Χόερ Μπρέντερ, στο Μίτενβαλντ [Βαυαρία] η εκδήλωση μνήμης του «κύκλου συντρόφων αλεξιπτωτιστών». Εδώ μνημονεύονται επίσης οι αλεξιπτωτιστές που έχασαν τη ζωή τους κατά την εισβολή στη Κρήτη. Η 5η Μεραρχία Ορεινών Καταδρομών ήταν η κύρια στρατιωτική δύναμη κατά την κατάκτηση του νησιού. Ο διοικητής Ringel (Ρίνγκελ) εξέδωσε στις 23 Μαΐου 1944 την πρώτη διαταγή για τη μαζική δολοφονία των Κρητικών.
Στις ομιλίες, κατά την «Ημέρα της Κρήτης», για τον απεσταλμένο του Συνδέσμου Αλεξιπτωτιστών, πρόκειται ιδιαίτερα για τις φασιστικές μονάδες αυτών των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων, παρουσιάζοντάς τες ως πρότυπο για τις σημερινές γενιές. Το αντιφασιστικό διαδικτυακό portal «Braune-Zone Bundeswehr???» [Γκρίζα-Ζώνη Μπούντσεσβερ;;;] παρουσίασε ένα μεγάλο απόσπασμα της ομιλίας του Jochen Haupt (Γιόχεν Χάουπτ), ακτιβιστή του BDF, για την Ημέρα της Κρήτης το 2012, σ΄ ένα μνημείο αλεξιπτωτιστών στην Αυστρία. Ο αντισμήναρχος ε.α. παρέθεσε την επιγραφή [αυτού του μνημείου] όπου αναγράφεται ότι εκεί «πέθαναν για την πατρίδα» τιμημένοι στρατιώτες. Όμως για «το σημερινό Γερμανό μέσο πολίτη», κατά τον Χάουπτ, οι «στρατιωτικές αρετές… βλέπονται καχύποπτα, η προσφορά για την πατρίδα φαίνεται σε πολλούς… μάλλον γελοία». Αντίθετα, στις αντιλήψεις για τις αξίες –όπως αναφέρει- των ναζιστών αλεξιπτωτιστών που έχασαν τη ζωή τους στεκόταν «η πατρίδα … πολύ μπροστά». Οι στρατιώτες, κατά τον Χάουπτ, «έδωσαν τη ζωή τους ως νέοι για τις πεποιθήσεις τους». Ο συνταξιούχος αξιωματικός της Μπούντεσβερ, που αυτό το έτος ήταν υπεύθυνος για το ταξίδι του Συνδέσμου Αλεξιπτωτιστών στη Κρήτη, δεν επέστησε την προσοχή ότι η τότε «πατρίδα» κυβερνούνταν από φασίστες και διεξήγαγε ένα καταστροφικό και εξοντωτικό πόλεμο στον οποίο η Βέρμαχτ διέπραξε απίστευτα εγκλήματα ενάντια στο πληθυσμό των κατεχόμενων εδαφών.
Πηγή: junge Welt, 20.05.2016
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας