Πριν από δυο χρόνια είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη – ντοκουμέντο στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Θυμάμαι εκείνες τις ημέρες και τώρα ακόμα κοιτώ προς τον ουρανό. Έβλεπα παντού αεροπλάνα και λίγο μετά, τα αλεξίπτωτα. Ακούγαμε το θόρυβο από τα στούκας και τα μεγάλα αεροπλάνα. Στην αρχή φοβήθηκα και εγώ αλλά και οι άλλοι χωριανοί. Μετά άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες την ώρα που έπεφταν οι βόμβες. Ο κόσμος ξεσηκώθηκε. Με χαρά και ψυχή, κάποιοι τραγουδούσαν. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου 20 χρόνων τότε αποχαιρέτησε την μάνα μου. “Μάνα πάω με τους άλλους στην πλατεία”. Πήρε τον κατήφορο προς τα εκεί. Όπλα δεν υπήρχαν, μόνο κάτι μονόκανα και κάτι τσιφτέδες. Οι περισσότεροι κρατούσαν γκράδες και μαγκούρες. Πήρανε το δρόμο για τον Κερίτη και το Μάλεμε για να συναντήσουν τους άλλους, να πολεμήσουν όλοι μαζί».
Λίγες ημέρες μετά στο χωριό ήρθαν οι Γερμανοί. Ανάμεσα στο Φουρνέ και τα Μεσκλά άρχισαν οι πρώτες εκτελέσεις. Ήθελαν να φοβηθεί ο κόσμος. Σε ένα ύψωμα άρχισαν να κατασκευάζουν έναν χώρο κάτι σαν εργοστάσιο. Εκεί έφτιαχναν λάστιχα και μηχανές για τα στρατιωτικά τους αυτοκίνητα. Εδώ, στα Μεσκλά, ήταν μόνιμα περίπου 30 Γερμανοί. Από τις 6 το απόγευμα δεν υπήρχαν στο δρόμο χωριανοί. Όλοι κλεινόμαστε μέσα στα σπίτια μας. Απαγορευόταν η κυκλοφορία», ανέφερε ο κ. Παπουτσάκης.
«Στο χωριό μας οργανώθηκε αμέσως μια ομάδα αντίστασης του ΕΛΑΣ. Θέλαμε οι κατακτητές να νιώσουν τον φόβο. Σε ένα σημείο υπήρχε και ασύρματος. Εγώ στις 22 Ιουνίου του 1943 μαζί με άλλους ανέβηκα στο βουνό. Στις 10 Φεβρουαρίου του 1944 ανάμεσα στο Θέρισο και στο χωριό έπεσα σε μπλόκο. Ήμασταν και άλλοι.
Μας πήγανε στην Αγιά, στις φυλακές. Από εκεί με στρατιωτικά αεροπλάνα στις φυλακές Αβέρωφ. Έκατσα εκεί 20 μέρες.
Η συνέχεια… Με τραίνο στη Μπάνιτσα στη Σερβία και μετά γραμμή για Πολωνία, στο Μανχάουζεν.
Από τα Μεσκλά πήγαμε 36 γυρίσαμε 11 στο χωριό. Πέρασα 18 μήνες σε ένα κολαστήριο. Δέκα άτομα μοιραζόμαστε μια κουραμάνα ψωμί. Τρώγαμε ακόμα και τα ψίχουλα για να ζήσουμε. Μπήκα στο στρατόπεδο 60 κιλά. Βγήκα από εκεί 22 κιλά. Ήταν 5 Μαΐου του 1944, ημέρα της Αγίας Ειρήνης. Οι σύμμαχοι σπάσανε τις πόρτες για να είμαστε ελεύθεροι. Ο καθένας μπορούσε να πάει όπου ήθελε.
Πήγα στο Λίντς στην Αυστρία. Από κει στη Βιέννη και με ένα ποταμόπλοιο μέχρι τη Σερβία. Μας συνόδευαν Ρώσοι στρατιώτες. Μετά από 3 μήνες φύγαμε. Το δρομολόγιο… Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σιδηρόκαστρο και τέλος Θεσσαλονίκη. Εκεί βρήκαμε ένα δικό μας χωριανό αξιωματικό. Έκανε έρανο για να φθάσομε στην Αθήνα. Κατέβηκα στον Πειραιά και πήρα το πλοίο “Έλενα” και έκαμα ταξίδι 3 ημέρες για το Ηράκλειο. Μέσα φθινοπώρου ήρθα στα Χανιά, στο χωριό μου».
Ο Σταύρος Παπουτσάκης είχε εκφράσει και το παράπονό του για την ερήμωση της υπαίθρου:
«Σας τα είπα όλα αυτά γιατί θέλω να στείλω ένα μήνυμα. Να μαθαίνουν οι νέοι μας την ιστορία. Όπως οι παλιοί την δίδαξαν σε εμάς έτσι και εμείς πρέπει να τη διδάσκομε. Εγώ έχω ένα παράπονο. Το δημοτικό σχολειό του χωριού μου είχε την περίοδο του πολέμου 106 μαθητές. Σήμερα, 3 μαθητές πηγαίνουν στο κοντινό δημοτικό σχολείο…».