Απώλεια για την τοπική κοινωνία. Μία προσωπικότητα των Χανίων που επέλεγε εδώ και χρόνια να μη βρίσκεται στο προσκήνιο έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 86 ετών.
Ο Κάρολος Καμπελόπουλος ήταν ένας σπουδαίος γλύπτης και ένας παγκόσμιας φήμης κομμωτής. Η ιστορία του μοιάζει να βγήκε από κάποια ταινία αφού ξεκινά από τη Σμύρνη, περνά από την Αίγυπτο και το Παρίσι, αποτέλεσε πρωτοπόρος της τέχνης της κομμωτικής ενώ από τα χέρια του πέρασαν διασημότητες όπως ο παγκοσμίας φήμης φιλόσοφος Ζακ Λακάν αλλά και η μεγάλη Μαρία Κάλλας, η Σοφία Λόρεν, η Μπριτζίτ Μπαρντό, η Κατρίν Ντενέβ αλλά και η Σενγκολέν Ρουαγιάλ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο φιλόσοφος – ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν ήταν επί 10 χρόνια πελάτης του ενώ συνήθιζε να του λέει ότι αυτός ήταν καλύτερος στην ψυχανάλυση από τον ίδιο.
Να σημειώσουμε επίσης ότι ήταν και ένας σπουδαίος γλύπτης. Χαρακτηριστικό είναι ότι το πορτραίτο της Μαρίας Κάλλας που δημιούργησε βρίσκεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, του Καζαντζάκη βρίσκεται στο Μουσείο Καζαντζάκη, ενώ δημιούργησε πορτραίτα του Ρίτσου, του Βουτσινά και πολλά άλλα.
Για την προτομή του Καβάφη είπε: “με κάνει πολύ περήφανο, γιατί είναι το μόνο άγαλμα του 20ού αιώνα που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας”.
Ο Κάρολος Καμπελόπουλος επέστρεψε στα Χανιά και δημιούργησε το Μοναστήρι του Καρόλου. Χαρακτηριστικό και της προσωπικότητάς του είναι και η εξής ιστορία:
Το κτίριο που στεγάζεται το “Μοναστήρι” στη Χατζημιχάλη Νταλιάνη ήταν ερείπιο. Δίχως καμία βοήθεια από κανέναν παράγοντα του κράτους και μετά από 9 χρόνια εργασιών, το κτίριο αναστηλώθηκε στην ενετική του δόξα. Όμως, στα εγκαίνια, ήρθαν δήμαρχοι, βουλευτές και επίσημοι φορείς του τόπου.
Ο Κάρολος στο εγκαίνια πήρε το μικρόφωνο και είπε:
“Σήμερα ολοκληρώθηκε το όνειρο της ζωής μου αν και κανείς σας δε με βοήθησε”.
Πήρε το ψαλίδι, έκοψε μόνος του την κορδέλα και δήλωσε:
“Τώρα μπαίνω στο σπίτι μου”.
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα αφήνωντας άφωνους τους επίσημους.
Ο Κάρολος Καμπελόπουλος ήθελε πάν’ απ’ όλα να τον θυμούνται ως Καλλιτέχνη.
Ακολουθεί μία πολύ ωραία συνέντευξη που είχε δώσει τον Αύγουστο του 2010 στη δημοσιογράφο Ματίνα Βεντούρα:
– Μ.Β.: Κύριε Καμπελόπουλε, ας τα πάρουμε λιγάκι από την αρχή. Γεννηθήκατε στο Κάιρο της Αιγύπτου, από γονείς με κρητική καταγωγή. Ασχοληθήκατε από μικρή ηλικία με την τέχνη της κομμωτικής;
– Κ.Κ.: Από όταν ήμουν μικρός μου άρεσε να χτενίζω τη γιαγιά μου που είχε μακριά μαλλιά. Κι αυτή, επειδή μου είχε αδυναμία, με άφηνε να τη χτενίζω με τις ώρες. Της έλεγα ότι θα την κάνω σαν βέρα Ελληνίδα και της έπλεκα τα μαλλιά της σε μακριά πλεξούδα.
– Μ.Β.: Στη συνέχεια, παρακολουθήσατε κάποια σχετική σχολή ή είστε από τους ολίγους αυτοδίδακτους;
– Κ.Κ.: Είμαι αυτοδίδακτος. Όταν έγινα δεκατριών ετών τα τσιφλίκια του πατέρα μου έπεσαν έξω, οπότε έπρεπε να εργαστώ. Εκείνη την εποχή ήταν για να γίνεις μηχανικός για κομμωτής. Η βασική μου επιθυμία ήταν να γίνω ιερέας- έμεινα και έξι μήνες στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης-, και να σπουδάσω, παράλληλα, για να γίνω φιλόλογος. Αυτό, όμως, χρειαζόταν χρήματα κι εμείς δεν είχαμε πια. Κι έτσι, έγινα κομμωτής.
– Μ.Β.: Και πώς αποφασίσατε να φύγετε από το Κάιρο- σε ηλικία είκοσι ετών- και να πάτε στο Παρίσι;
– Κ.Κ.: Από όταν ξεκίνησα να δουλεύω ως κομμωτής, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ήθελα μια μέρα να καταφέρω να πάω στο Παρίσι να γίνω κάποιος. Εκείνη την εποχή η Αίγυπτος- επί βασιλέως Φαρούκ- ήταν σαν δεύτερο Παρίσι. Ήμουν κομμωτής στην Όπερα του Καΐρου, όπου άκουσα όλες τις μεγάλες φωνές της εποχής, Χτένιζα, επίσης,- στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Καΐρου- όλες τις Πριγκίπισσες τις Αιγύπτιες, την Πρέσβειρα κι όλες τις πλούσιες κυρίες που ερχόντουσαν κατά τη χειμερινή σαιζόν στο Κάιρο. Και θυμάμαι τους το έλεγα ότι θέλω να πάω στο Παρίσι. Αυτές, βέβαια, μου απαντούσαν ότι χτενίζω ήδη πολύ καλά και δεν χρειάζεται να φύγω από την Αίγυπτο. Εμένα, όμως, δεν μου έφευγε η σκέψη από το μυαλό. Ήθελα να πάω στο Παρίσι να γίνω κάποιος.
– Μ.Β.: Γιατί θέλατε, συγκεκριμένα, να πάτε στο Παρίσι;
– Κ.Κ.: Γιατί το Παρίσι είναι η Πόλη του Φωτός. Εκεί βγαίνουν οι τάσεις της μόδας που επικρατούν ανά τον κόσμο. Έτυχε, κιόλας, να έρθει στο Κάιρο το 1950 ένας μεγάλος κομμωτής από το Παρίσι, ο Fernand Aubry- που καθιέρωσε στο μακιγιάζ το περίφημο «Μάτι του Ελαφιού»-, ο οποίος έκανε μία μεγάλη επίδειξη και την οποία είχα την τύχη να παρακολουθήσω. Πήγα, λοιπόν, και του μίλησα και του έκανα, αρχικά, εντύπωση, γιατί μιλούσα πολύ καλά γαλλικά. Το 1951 που πήγα στο Παρίσι, δεν ήξερα κανέναν. Αρχικά, γράφτηκα στη σχολή της L’Oréal, για να πάρω και ένα δίπλωμα κομμωτικής. Εκείνη την εποχή, το πρώτο μάθημα που δίδασκαν ήταν η μασιά. Είχε πενήντα μαθητές και τρεις καθηγητές. Μόλις ξεκίνησα να κάνω τη μασιά, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό. Στην Αίγυπτο, όμως, είχαν όλες μπούκλες, που ήθελαν ίσιωμα, οπότε την ήξερα καλά. Έτσι, αντί για έξι μήνες που ήταν η σχολή, πέρασα τις εξετάσεις στις δεκαπέντε πρώτες μέρες. Στη L’Oréal έτυχε να συναντήσω πάλι τον Fernand Aubry, ο οποίος με ρώτησε τι σκόπευα να κάνω και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Αποφάσισα, όμως, τότε να επιστρέψω στην Αίγυπτο, όπου έμεινα για ένα χρόνο ακόμη. Το 1952 που γύρισα στο Παρίσι, ξεκίνησε η συνεργασία μου μαζί του.
– Μ.Β.: Πώς πήγε αυτή η συνεργασία;
– Κ.Κ.: Εκείνο τον καιρό, ο Fernand Aubry είχε κάνει τον κότσο «μπανάνα» για τον οίκο μόδας Balmain. Χτένιζα όλα τα μοντέλα και έκανα δέκα κότσους την ημέρα. Έκανα συμβόλαιο μαζί του για πέντε χρόνια. Αυτό το κομμωτήριο ήταν το μοναδικό τότε στον κόσμο που είχε στο πάτωμα μοκέτα, αλλά δεν έβλεπες κάτω ούτε μία φουρκέτα, ούτε μία τρίχα. Όταν κούρευες άνοιγες ένα ειδικό κουτί, όπου έπεφταν οι τρίχες, και πέρναγε η αρμόδια κοπέλα κάθε τόσο και το άδειαζε. Η διακόσμηση δε του χώρου ήταν τύπου Napoleon III. Εκεί γνώρισα πολύ κόσμο. Όταν έληξε το συμβόλαιό μου, έφυγα για Βραζιλία, όπου είχαν ανοίξει κομμωτήριο δύο παλιές μου φίλες από την Αίγυπτο. Στη Βραζιλία, έμεινα για ένα χρόνο και ασχολήθηκα με τη ζωγραφική. Το διάστημα εκείνο γνώρισα και μαθήτευσα δίπλα στους ζωγράφους Τζακ Πόλοκ και Μπαντέρα, οι οποίοι μου έλεγαν να αφήσω την κομμωτική και να αφιερωθώ στη ζωγραφική, πράγμα που το αρνήθηκα.
– Μ.Β.: Την αγαπάτε την κομμωτική;
– Κ.Κ.: Τη θεωρώ καλλιτεχνία. Πιστεύω ότι είναι σαν τη γλυπτική. Επιστρέφοντας στο Παρίσι, το 1960, πήγα κατευθείαν στο ινστιτούτο ομορφιάς των αδελφών Carita, που απελευθέρωσαν τις γυναίκες από τις μπούκλες, όπως τις απελευθέρωσε η Coco Chanel από τους κορσέδες. Ήταν το πρώτο κομμωτήριο στο Παρίσι. Πήγα, λοιπόν, στο γραφείο της Carita, φορώντας ιταλικό κοστούμι, μπλε με τρία κουμπιά, βιολετί πουκάμισο και κίτρινη γραβάτα με πολύχρωμες πινελιές, για να ζητήσω εργασία. Κι εκείνη μου απήντησε ότι θα με προσλάμβανε μόνο και μόνο για το θράσος μου να πάω να ζητήσω δουλειά, χωρίς να με έχει προηγουμένως συστήσει κάποιος. Μου έκαναν συμβόλαιο με δύο όρους: ότι δεν θα συνάψω ποτέ προσωπική σχέση με πελάτισσα και ότι θα φύγω από το ινστιτούτο όταν πεθάνω. Έτσι, ξεκίνησε η καριέρα μου στην Carita την πρώτη Οκτωβρίου του 1960, και έληξε το 1991, οπότε και συνταξιοδοτήθηκα.
– Μ.Β.: Μείνατε, δηλαδή, στην Carita τριάντα ένα χρόνια. Πώς ήταν εκεί η καθημερινότητά σας; Τι αισθήματα σας άφησε η πολύχρονη αυτή συνεργασία;
– Κ.Κ.: Ήμουν τυχερός. Με έβαλαν πρώτο κομμωτή, να χτενίζω στη βιτρίνα του ινστιτούτου για να φαίνομαι. Ήμουν σαν σπάνιο πουλί. Με έντονα μαύρα φρύδια και μαλλιά μέχρι τους ώμους. Μία από τις πρώτες ημέρες, έτυχε να έρθει στο ινστιτούτο μία παλιά μου πελάτισσα από την Αίγυπτο η οποία είπε τα καλύτερα λόγια για μένα και τη δουλειά μου. Με φώναξε, λοιπόν, η μία εκ των αδελφών και με ρώτησε γιατί δεν της είχα πει ότι χτένιζα τη βασιλική οικογένεια της Αιγύπτου. Και της απάντησα: ορίστε που το μάθατε! Δεν μου άρεσε ποτέ να μιλώ για τον εαυτό μου και ό,τι έχω κάνει. Προτιμούσα να μιλώ με τα έργα μου. Μετά από αυτό το συμβάν, μου παραχώρησε ποσοστό τριάντα τις εκατό από τις πληρωμές των πελατισσών μου. Στην Carita δουλεύαμε συνολικά τριάντα κομμωτές. Μέσα σε τρεις μήνες αναδείχθηκα δεύτερος καλύτερος κομμωτής, μετά από μια κομμώτρια που ήταν ανώτερη από μένα. Όσον αφορά στην καθημερινότητά μου, χτυπούσα κάρτα καθημερινά στις εννέα και μισή κάθε πρωί και δεν έφευγα νωρίτερα από τις οκτώ κάθε βράδυ. Πέρναγαν από μένα τριάντα πελάτισσες την ημέρα. Από το 1960 έως το 1980, πέρναγαν από το Ινστιτούτο πεντακόσιες γυναίκες καθημερινά. Αυτό δεν πρόκειται να ξαναγίνει ποτέ στον κόσμο. Σε μία δεξίωση, αν ήταν εκατό γυναίκες, οι ενενήντα πέντε ήταν χτενισμένες από εμάς. Εκεί, κατάφερα να γνωρίσω όλους τους διάσημους. Έχω χτενίσει τις τρεις γυναίκες του Σάχη της Περσίας. Η πρώτη- που ήταν και η πιο όμορφη- ήταν η αδελφή του βασιλιά Φαρούκ. Η δεύτερη ήταν η Σοράγια και η τρίτη η Φαράχ Ντίμπα, την οποία χτένισα, μάλιστα, δυο φορές εδώ στην Ελλάδα. Καμία δεν γνώριζε ότι έχω χτενίσει την άλλη. Ποτέ δεν μιλούσα για τις πελάτισσες μου. Τώρα που θα κυκλοφορήσει το βιβλίο για τη ζωή μου, θα μάθει η μία για την άλλη. Η αδελφή του βασιλέως Φαρούκ, που ζει στην Αίγυπτο, και η τρίτη που είναι εν ζωή. Όποια καθόταν στην καρέκλα μου, είτε ήταν βασίλισσα, πριγκίπισσα, εκατομμυριούχος, είτε υπηρέτρια, για μένα ήταν πελάτισσα και τη σεβόμουν το ίδιο. Και ένα πράγμα που πρέπει να μάθουν οι κομμωτές είναι να αναλαμβάνουν εξ’ ολοκλήρου τις πελάτισσες τους. Να τις κουρεύουν και να τις χτενίζουν. Και όχι να αφήνουν το χτένισμά τους στους μαθητευόμενους. Εφαρμόζοντας αυτή την τακτική, έχω τρεις γενιές πελάτισσες και όλες με εμπιστεύονται. Όταν σταμάτησα το 1991 από την Carita, είχα φτάσει να έχω πεντακόσιες πελάτισσες. Από αυτές κράτησα μόνο τις πενήντα. Έγινε χαμός στο Παρίσι. Με γυρεύανε. Μέχρι τώρα, έχω πελάτισσες ακόμα στο Παρίσι, τη Φλωρεντία, τη Νάπολη, τη Νέα Υόρκη και την Αθήνα, και μου είναι όλες πιστές.
– Μ.Β.: Πώς εξηγείτε αυτή τους την αφοσίωση; Έχετε κάποια εξειδίκευση;
– Κ.Κ.: Έχω μία ειδικότητα στο κόψιμο. Κόβω τα μαλλιά τετραγωνικά, διευκολύνοντας τη γυναίκα να χτενίζεται μόνη της. Μπορεί να περάσουν δύο χρόνια χωρίς να κουρευτεί και μεγαλώνουν τα μαλλιά της χωρίς να πετά ούτε μία τρίχα. Είχε έρθει μία φορά στην Carita μία ηθοποιός και είπε ότι πήγε σε όλα τα μεγάλα κομμωτήρια, αλλά κανείς δεν αναλάμβανε να κουρέψει τα μακριά μαλλιά της. Πάντα, σε περιπτώσεις δύσκολες και απαιτητικές, φώναζαν εμένα. Μόλις την είδα, διαπίστωσα ότι είχε ενάμιση μέτρο πλεξούδα. Πριν τη λούσουν, της την έκοψα. Στο μεταξύ, όλοι οι συνάδελφοι σκέφτηκαν ότι η συγκεκριμένη πελάτισσα θα αντιδρούσε άσχημα βλέποντας τα μαλλιά της κομμένα. Μόλις είδε το τελικό αποτέλεσμα, έφυγε χωρίς να πει μιλιά. Την επόμενη ημέρα, μου τηλεφώνησε για να με ευχαριστήσει και να μου πει ότι όλοι στο θίασο ενθουσιάστηκαν με τη νέα της εμφάνιση. Όποτε άλλαζα τα μαλλιά μιας γυναίκας, έμενε πάντα ικανοποιημένη. Ήρθε το 1948 στην Αίγυπτο μία γυναίκα με πολύ μακρύ μαλλί. Όταν της το έκοψα κοντό, σηκώθηκε από την καρέκλα και μου έκοψε ένα χαστούκι, από το σοκ της. Όλοι οι συνάδελφοι μου γελούσαν. Το απόγευμα, όμως, έστειλε τον οδηγό της με ένα μεγάλο κουτί με μαρόν γλασέ, συνοδευόμενο από ένα σημείωμα που έλεγε ότι ακόμη και η πεθερά της, που δεν τη χώνευε, την βρήκε ωραία και μου ζητούσε συγνώμη για το χαστούκι.
– Μ.Β.: Είναι τέτοια η φύση της δουλειάς του κομμωτή που- σε συνδυασμό με τις ιδιαιτερότητες του γυναικείου ψυχισμού- πολλές φορές καλείται να παίξει και το ρόλο του προσωπικού εξομολόγου των πελατισσών του. Έχετε νιώσει ποτέ να παίζετε και αυτόν το ρόλο, καθώς κουρεύετε;
– Κ.Κ.: Βεβαίως. Να σκεφτείτε ότι είχα δέκα χρόνια πελάτη τον μεγάλο ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν ο οποίος μου έλεγε ότι είμαι καλύτερος στην ψυχανάλυση από αυτόν. Σε μία περίπτωση, μία πελάτισσα μου εξομολογήθηκε ότι ήταν δυστυχισμένη και σκεπτόταν μέχρι και την αυτοκτονία. Αλλάζοντας το στυλ των μαλλιών της, της άλλαξα και τη διάθεση. Όταν σηκώθηκε από την καρέκλα, μου φίλαγε τα χέρια ευχαριστώντας με.
– Μ.Β.: Έχετε έρθει ποτέ σε δύσκολη θέση από τις εκμυστηρεύσεις κάποιας πελάτισσάς σας;
– Κ.Κ.: Ποτέ. Αντιμετώπιζα ό,τι κι αν άκουγα με μεγάλη ψυχραιμία. Προσπαθούσα πάντα να δίνω σωστές συμβουλές. Είχα μία πελάτισσα, μητέρα τριών παιδιών, πολύ όμορφη γυναίκα. Επί ένα χρόνο που τη χτένιζα έβλεπα ότι δεν ήταν καλά. Μέχρι που δεν άντεξα και τη ρώτησα τι την απασχολεί. Τότε μου εκμυστηρεύτηκε ότι αισθανόταν δυστυχισμένη, γιατί ο σύζυγος της- καθότι πολυάσχολος επιχειρηματίας- την παραμελούσε. Αντιδρώντας στα παράπονά της, της πρότεινε να την πάει στον ψυχίατρο για να της δώσει κάποιο φάρμακο, ώστε να συνέλθει. Τότε, της είπα να μην πάρει φάρμακα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να κοινωνικοποιηθεί, να φροντίσει τον εαυτό της, να αποκτήσει και άλλα ενδιαφέροντα, πέρα από την οικογένειά της, και γενικότερα να ανανεωθεί. Μέσα σε ένα δεκαήμερο, έγινε άλλος άνθρωπος, με αποτέλεσμα να κερδίσει πάλι το ενδιαφέρον και την προσοχή του συζύγου της.
– Μ.Β.: Ποιες διάσημες γυναίκες υπήρξαν πελάτισσές σας; Ποια από αυτές σας εντυπωσίασε, είτε θετικά, είτε αρνητικά;
– Κ.Κ.: Χτένιζα όλη την ελίτ. Από τις αρτίστες, αυτές που είχαν φυσική ομορφιά- και ακόμη και άβαφες παρέμεναν όμορφες- ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό και η Τζέιν Φόντα. Η Κατρίν Ντενέβ, αν δεν βαφόταν, δεν έδειχνε όμορφη, ενώ δεν είχε και καλές σωματικές αναλογίες. Η αδελφή της ήταν πολύ όμορφη, αλλά έφυγε νωρίς από τη ζωή. Η ομορφότερη όλων- που τη χτένισα σε στούντιο- είναι η Σοφία Λόρεν. Από το πρόσωπό της φαίνεται πόσο καλή ψυχή έχει. Επιπλέον, διαθέτει και σώμα θηλυκό- όλο καμπύλες-, ωραία πόδια και χέρια. Είναι πανέμορφη. Ακόμα και σε αυτή την ηλικία. Μία άλλη διάσημη γυναίκα που μου έκανε εντύπωση, ήταν η σύζυγος του Αμερικανού πολιτικού, ακαδημαϊκού και συγγραφέα Χένρι Κίσινγκερ. Είχε τα μαλλιά της σαν της Ρίτας Χέηγουορθ και ήθελε να τα κόψει. Ο κομμωτής της, όμως, στη Νέα Υόρκη αρνήθηκε και της είπε να πας στον Κάρολο στην Carita. Μόνο αυτός μπορεί να σε αλλάξει, της είπε χαρακτηριστικά. Φοβόταν να αναλάβει την ευθύνη. Πριν κλείσει ραντεβού για να έρθει, το FBI διεξήγαγε έρευνα για εμένα και το ινστιτούτο για να διασφαλίσουν ότι δεν θα κινδυνέψει η κ. Κίσινγκερ, κατά την επίσκεψή της. Μετά το τέλος της έρευνας, κλείσαμε την ιδιωτική καμπίνα- που είχαμε για τις εξέχουσες προσωπικότητες- για να έρθει η κ. Κίσινγκερ να τη χτενίσω. Ήρθε, την ημέρα του ραντεβού, συνοδευόμενη από έξι συνολικά σωματοφύλακες. Την περιποιήθηκα παρουσία των δύο. Την κούρεψα και της έκανα τη χτενισιά του λέοντος. Και καθημερινά, για όσο έμεινε στο Παρίσι, πήγαινα στο ξενοδοχείο και της φρεσκάριζα τα μαλλιά. Από τότε, πήγαινα στην Ουάσινγκτον να τη χτενίσω.
– Μ.Β.: Συγκρίνοντας τα παλαιότερα πρότυπα ομορφιάς με αυτά που έχουν επικρατήσει σήμερα, σε τι συμπεράσματα καταλήγετε;
– Κ.Κ.: Οι γυναίκες, στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν ελευθερία και να επικρατήσουν στην αγορά εργασίας, φόρεσαν παντελόνια. Κι όταν πέτυχαν όλα τους τα ζητούμενα, τότε συνειδητοποίησαν ότι έχασαν τη θηλυκότητά τους. Φορώντας παντελόνια, έμαθαν να περπατάνε και να συμπεριφέρονται σαν άντρες. Τα βασικά σημεία που καθορίζουν την εμφάνιση μιας γυναίκας είναι τα παπούτσια και το μαλλί της. Μπορεί να φορέσει ένα ρούχο απλό, αλλά το παπούτσι και η κόμμωσή της μπορούν να αναδείξουν την εμφάνισή της. Αυτό που δεν μου αρέσει καθόλου, και το συνηθίζουν σήμερα, είναι να βάφουν τα βλέφαρά τους για ροζ για βιολέ, σαν να είναι μασκαράδες. Οι σκιές οι έντονες δεν είναι καθόλου ωραίες. Πάντα λέω στις γυναίκες να χρησιμοποιούν σκιές χρώματος μαρόν. Επιπλέον, είναι μεγάλος μύθος ότι μία γυναίκα είναι όμορφη μόνο όταν είναι αδύνατη. Μόνο τα μοντέλα δικαιολογείται να είναι αδύνατα. Ούτε η Μπριζίτ Μπαρντό, ούτε η Μαίριλυν Μονρόε- παντοτινά πρότυπα ομορφιάς- υπήρξαν αδύνατες. Δυστυχώς, όλες νομίζουν ότι μόνο όταν είναι αδύνατες, είναι όμορφες. Για εμένα η πιο όμορφη γυναίκα είναι η Ελληνίδα. Αλλά έχει δύο μειονεκτήματα. Ό,τι θα φορέσει η μία, θα φορέσει και η άλλη. Δεν έχουν προσωπικότητα. Και το άλλο, όταν η Ελληνίδα παντρεύεται, το δένει κόμπο, και τότε αρχίζει να παραμελεί την εμφάνισή της. Παχαίνει, αφήνεται γενικά και αρχίζει να συμπεριφέρεται στον άντρα σαν να είναι η μαμά του. Γιατί οι Έλληνες άντρες είναι πολύ κακομαθημένοι από τις μανάδες τους. Καταλήγει, λοιπόν, να είναι σύζυγος και μητέρα για τον άντρα της, ενώ πρέπει να είναι σύζυγος και ερωμένη. Και προτείνω στη γυναίκα και τον άντρα να μην τα δίνουν όλα μεμιάς στη μεταξύ τους σχέση. Πρέπει με τον καιρό να ανακαλύπτει ο ένας τον άλλο. Και οι γυναίκες να μην είναι τόσο αποκαλυπτικές στο ντύσιμό τους. Ειδικά εδώ στην Ελλάδα το παρακάνουν.
– Μ.Β.: Στα Χανιά έχετε δημιουργήσει έναν πολυχώρο που ονομάζεται «Το Μοναστήρι του Κάρολου». Περί τίνος πρόκειται;
– Κ.Κ.: Ήθελα να επιστρέψω στην πατρίδα μου, όπως όλοι οι Έλληνες που εργαζόμαστε σκληρά και λείπουμε χρόνια στο εξωτερικό. Ήθελα να κάνω ένα καλλιτεχνικό κέντρο που θα μείνει για τον τόπο μου. Στην αρχή, έψαχνα να βρω ένα σπίτι με κήπο, μέσα στην πόλη των Χανίων. Ένας μεσίτης μου είπε ότι υπάρχουν τρία τέτοια, μα κάτι άλλο είναι αυτό που μου ταιριάζει. Και τότε μου είπε για το μοναστήρι αυτό που ήταν ένα ερείπιο. Όταν μου εξήγησε, το αγόρασα, χωρίς καν να μπω να το δω. Και το αναστήλωσα, σύμφωνα με το πώς ήταν την εποχή των Ενετών. Γιατί, όταν έφυγαν οι Ενετοί και ήλθαν οι Τούρκοι, γκρέμισαν το μοναστήρι, τα κελιά των καλόγερων και το μετέτρεψαν σε διοικητήριο. Είχαν κάνει και ένα χαμάμ. Μετά τους Τούρκους πέρασε στα χέρια ενός Άγγλου. Εγώ το αγόρασα από τον ένατο απόγονο του Άγγλου. Ξεκίνησα να το φτιάχνω μετά από έναν χρόνο και μου πήρε συνολικά εννέα χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί. Κι αυτό, γιατί δεν είχα βοήθεια από κανέναν παράγοντα του κράτους. Το έκανα εξ’ ολοκλήρου με δικά μου χρήματα. Στα εγκαίνια ήρθαν όλοι, δήμαρχοι, βουλευτές και επίσημοι φορείς του τόπου. Τότε πήρα το μικρόφωνο και είπα ότι σήμερα ολοκληρώθηκε το όνειρο της ζωής μου και συμπλήρωσα ότι δεν με βοήθησε κανείς. Έτσι, πήρα το ψαλίδι, έκοψα την κορδέλα και δήλωσα ότι τώρα μπαίνω στο σπίτι μου. Και έμειναν όλοι άφωνοι. Ήθελα να δείξω ότι έχω μεγάλη εκτίμηση στον εαυτό μου και δεν μπορώ να καλοπιάνω τους πολιτικούς, προκειμένου να με βοηθήσουν.
– Μ.Β.: Σε αυτόν το χώρο, τι ακριβώς στεγάζεται;
– Κ.Κ.: Στεγάζεται ένα θέατρο, που το ονόμασα «Μαρία Κάλλας». Πολλοί, μάλιστα, αντέδρασαν σε αυτή μου την απόφαση λέγοντάς μου ότι έπρεπε να του δώσω το όνομα της Μελίνας, μιας και ήμουν φίλος της. Η Μελίνα, όμως, έχει τιμηθεί στην Ελλάδα. Όταν το είπα στον Ζυλ Ντασσέν, μου είπε ότι έκανα πολύ καλά. Επίσης, στο χώρο αυτό υπάρχει μία αίθουσα εκθέσεων- όπου γίνονται μοναδικές εκθέσεις πολλών καλλιτεχνών-, ένα καφενείο και ένα κομμωτήριο, που λειτουργούν όλη τη χρονιά. Εκεί, βρίσκεται και το προσωπικό μου εργαστήριο, που όμως δεν το δείχνω σε κανέναν, γιατί είναι αποκλειστικά ο δικός μου χώρος.
– Μ.Β.: Τώρα πια, δηλώνετε κάπου μόνιμος κάτοικος; Και όλα αυτά τα ταξίδια και οι αλλαγές θεωρείτε ότι σας ωφέλησαν;
– Κ.Κ.: Είμαι υπερήφανος για τη ζωή που έχω κάνει έως τώρα. Φέτος, στη Γαλλία, μου είπαν ότι είμαι ο τελευταίος μύθος εν ζωή. Αισθάνομαι πολύ καλά. Ήμουν πάντοτε προσγειωμένος, ζω απλά και όπου βρίσκομαι φροντίζω να περνώ όμορφα. Μένω μεταξύ Αθήνας, Παρισιού και Χανίων. Και όλες αυτές οι μετακινήσεις δεν με κουράζουν, γιατί είμαι πολύ καλά οργανωμένος. Δεν αλλάζω το πρόγραμμά μου για κανέναν.
– Μ.Β.: Είστε ευχαριστημένος από τη συνολική πορεία της ζωής σας;
– Κ.Κ.: Πολύ. Νιώθω υπερήφανος για τον εαυτό μου. Από μικρός που ήμουν, ένιωθα ότι αγαπούσα τον εαυτό μου. Δεν είμαι νάρκισσος. Όταν συναντάς έναν άνθρωπο- για άντρα για γυναίκα- που αγαπάει τον εαυτό του, αυτό είναι σημάδι υγιούς προσωπικότητας. Έτυχε να βρίσκομαι σε μία μεγάλη συγκέντρωση με οπαδούς του Σάι Μπάμπα από τις Ινδίες και ο ομιλητής μας ρώτησε ποιος αγαπάει τον εαυτό του. Κανένας δεν απάντησε, παρά μόνο εγώ. Μόνο όταν αγαπάς τον εαυτό σου, μπορείς να αγαπήσεις και τους άλλους. Από πέντε χρονών που ήμουν, η γιαγιά μου έλεγε πάντα να κοιτώ εμπρός και προς τα πάνω και να συναναστρέφομαι ανθρώπους καλύτερους από μένα. Ακόμα και οι μονοτυπίες που κάνω, ξεκινάνε από κάτω προς τα πάνω. Και πρέπει να είμαστε πιστοί. Το κερί μου το ανάβω στο σπίτι μου, όπου καίει για δύο ώρες, και όχι στην εκκλησία που στο σβήνουν αμέσως. Κι αν αμαρτήσω, κάνω το σταυρό μου και ζητάω από το Θεό να με συγχωρήσει. Ο Θεός είναι παντού.
– Μ.Β.: Να τολμήσω να ρωτήσω ποιος ήταν ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής σας;
– Κ.Κ.: Αγάπησα μία γυναίκα κι απέκτησα μαζί της ένα παιδί. Δυστυχώς, όμως, έφυγε από τη ζωή, όταν η κόρη μας ήταν επτά χρονών. Όταν γνωριστήκαμε, επί ένα χρόνο, έμενε στο Λονδίνο. Κι εγώ, έπαιρνα το τελευταίο αεροπλάνο, τρεις φορές την εβδομάδα, μετά τη δουλειά, και πήγαινα να τη βρω. Το επόμενο πρωί, έπαιρνα το πρώτο αεροπλάνο για να είμαι εγκαίρως στη δουλειά μου, στις εννέα και μισή ακριβώς.
– Μ.Β.: Σήμερα, ο έρωτας έχει αλλάξει ακολουθώντας τις γενικότερες σύγχρονες τάσεις κι εξελίξεις. Ποια είναι η γνώμη σας;
– Κ.Κ.: Δεν υπάρχει πια έρωτας, γιατί έχει χαθεί η εκτίμηση ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. Η γυναίκα πρέπει να είναι γυναίκα και ο άνδρας να είναι σωστός απέναντί της. Τώρα, οι νέοι όταν βγαίνουν έξω δεν προσπαθούν να γνωριστούν μεταξύ τους, παρά ασχολούνται διαρκώς με το κινητό τους στέλνοντας μηνύματα ο ένας στον άλλο. Και κάτι άλλο. Δεν είναι σωστό ένας άντρας να συνοδεύει μία γυναίκα και να την αφήνει να πληρώνει. Αυτό δεν είναι φυσικό. Για να αλλάξει αυτή η κατάσταση, πρέπει οι γονείς να διδάξουν σωστά τα παιδιά τους και να μην τα κακομαθαίνουν. Μόνο στην Ελλάδα βλέπεις τις καφετέριες γεμάτες νέους που δεν δουλεύουν και κάθονται, γιατί τους δίνουν χρήματα οι γονείς τους. Στο Παρίσι, όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα, ζήτημα να πήγα για καφέ δέκα φορές. Δεν προλάβαινα, γιατί δούλευα. Εδώ, οι νέοι παντρεύονται και ακόμα τους χρηματοδοτούν οι γονείς τους. Στο Παρίσι, όταν πήγα, ακόμα και η σχέση μεταξύ μητέρας και κόρης διέπονταν από μία τυπική ευγένεια. Για να επισκεφθεί η μία την άλλη, έπρεπε πρώτα να την ενημερώσει
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία…
Πολλές εκατοντάδες ήταν οι προσκεκλημένοι που πήγαν το απόγευμα του Σαββάτου στην εκκλησία όπου θα…
Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2024 σε σχέση με…
Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ξεκίνησε το πρωί της Κυριακής στα Χανιά.…
Με την συμμετοχή πλήθους κόσμου, εκπροσώπων σωματείων και μαζικών φορέων πραγματοποιείται σήμερα Κυριακή στο «Σπίτι…
Στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη Booking.com και εν γένει από τις πλατφόρμες κρατήσεων που είναι ευρύτερα γνωστές…
This website uses cookies.