Πριν από 71 χρόνια, ιδρύθηκε κατά την διάρκεια της Κατοχής η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων. Ακολουθεί απόσπασμα της συνέντευξης του Πέτρου Ανταίου από το βιβλίο «Μαρτυρίες για τον εμφύλιο και την ελληνική αριστερά», του Στέλιου Κούλογλου, εκδόσεις Εστία.Η ίδρυση της ΕΠΟΝ και η ένοπλη αντίσταση
Η δική μας γενιά είχε την ατυχία να ζήσει την προεφηβική και την εφηβική της ηλικία με το καθεστώς της φασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936. Οι πρώτες πληγές της γενιάς μας ήταν η γελοιότητα αυτού του καθεστώτος με τους μελανοχίτωνες της ΕΟΝ* και με τον τρίτο ελληνικό πολιτισμό, αλλά και οι τραγικές καταστάσεις, η φυλακή της Ακροναυπλίας, τα νησιά όπου έστελναν εξορία όσους αγωνίζονταν κατά της 4ης Αυγούστου. Από τότε άρχισε να ωριμάζει μέσα μας μια συμπάθεια προς τους ανθρώπους εκείνους που σήκωσαν το ανάστημά τους ενάντια στη δικτατορία του Μεταξά.
Αυτό, για μας τους νέους, ήταν το πρώτο κάλεσμα. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα είδαμε έκπληκτοι ένα καταπληκτικό πράγμα: να επιστρέφουν καθημαγμένοι από τρία-τέσσερα χρόνια Ακροναυπλίας ή εξοριών οι κομμουνιστές της εποχής, φυματικοί οι περισσότεροι. Έφταναν στα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου του 1941 στην Αθήνα και χωρίς μια ανάσα άρχισαν να μπαίνουν στον αγώνα της αντίστασης. Αυτό, πραγματικά, μας κέρδισε, ήταν η πρώτη συναισθηματική φόρτιση για να αποδεχθούμε καταρχήν τους κομμουνιστές. Εμείς, μια ομάδα νέοι από τη Μυτιλήνη, είχαμε φτιάξει μια καθαρά αντιδικτατορική ομάδα, το «Ξύπνημα» και βγάζαμε με έναν πρωτόγονο πολύγραφο το περιοδικάκι μας που επίσης λεγόταν Ξύπνημα. Η ομάδα αυτή, στην ακμή της, αποτελείτο από 50-60 ανθρώπους, φοιτητές, υπαλλήλους, εργαζόμενους.
Μέχρι την Κατοχή, η ομάδα ήταν αντιδικτατορική αλλά και αντιφασιστική, γιατί βλέπαμε και το μαύρο κύμα του φασισμού και την απειλή του πολέμου. Μετά την τρίτη-τέταρτη ημέρα της Κατοχής, η ομάδα μετονομάστηκε σε Φιλική Εταιρεία Νέων, εξακολούθησε να βγάζει το ίδιο όργανο, το Ξύπνημα, και επεδίωξε από την πρώτη στιγμή να έρθει σε επαφή με τους εξόριστους. Στο τέλος της άνοιξης και στις αρχές του καλοκαιριού του 1941, εγώ αλλά και πολλοί άλλοι της γενιάς μας, ο Κώστας Λιναρδάτος, ο Κώστας Φιλίνης, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Γρηγόρης Φαράκος αποκτήσαμε επαφή με τους πρώτους εξόριστους που γύριζαν από τη Φολέγανδρο στην Αθήνα. Σε αυτούς τους ανθρώπους βλέπαμε μια αύρα αγιοσύνης. Ήταν αγνοί άνθρωποι, δοσμένοι στον αγώνα. Και αυτό και μόνο το γεγονός κέρδιζε έναν έφηβο που θέλει να αγωνιστεί για το καλό.
Ακόμη και σήμερα με πληγώνει όταν διαβάζω ότι οι κομμουνιστές στην αρχή ήταν επιφυλακτικοί και αποφάσισαν τελικώς να κάνουν αντίσταση στις 22 Ιουνίου του 1941, μόνον όταν χτυπήθηκε η πατρίδα τους, η Σοβιετική Ένωση. Αυτό είναι λάθος και συκοφαντία φοβερή, διότι ήδη στις 15 Μαΐου ο Πορφυρογένης* στην Κρήτη είχε γράψει ένα άρθρο για τη σύσταση πατριωτικού μετώπου κατά των κατακτητών. Δεν περίμεναν το χτύπημα των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση, παρότι το αντιφασιστικό μένος των αγωνιστών ενισχύθηκε από το γεγονός αυτό, και τούτο ήταν φυσικό, δεδομένου του ρόλου που έπαιξε η Σοβιετική Ένωση σαν κύριος αντίπαλος του χιτλερισμού. Ανάμεσα στους εξόριστους ήταν και ο Αδάμ Μολυβδάς, μια ασκητική μορφή, ένας πάναγνος άνθρωπος, φυματικός, που ερχόταν στα ραντεβού μας, εκεί στην οδό Κερκύρας, στην Κυψέλη. Ο Μολυβδάς μας ενεθάρρυνε πολύ εμάς τους νεότερους.Έτσι άρχισε η οργάνωση της αντίστασης. Δημιουργήσαμε το ΕΑΜ των νέων. Μία από τις τις δέκα οργανώσεις που υπέγραψαν τη δημιουργία της ΕΠΟΝ ήταν και η Φιλική Εταιρεία.
Συνάντηση με τον Αρη Βελουχιώτη
Όλοι οι νέοι, ανάμεσά τους και εγώ, «βράζαμε» για να βγούμε στο βουνό. Ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται ο θρύλος του Άρη Βελουχιώτη που έφτανε στις πόλεις και μας εμψύχωνε. Το όνειρό μας ήταν να πολεμήσουμε. Φοιτητές ήμασταν, παράνομοι ήμασταν στην Αθήνα, θέλαμε, στο κάτω κάτω, ένα όπλο να πολεμήσουμε τον εχθρό. Ο καθοδηγητής μου ο Μολυβδάς μου είπε τότε: «Εσύ θα κάνεις την εισήγηση της ΕΠΟΝ». «Γιατί να κάνω εγώ την εισήγηση, αφού ο γραμματέας της Κομμουνιστικής Νεολαίας είναι άλλος», είπα εγώ. «Όχι», επέμεινε ο Μολυβδάς. «Εσύ είσαι ο γραμματέας του ΕΑΜ των νέων και θέλουμε από την αρχή να δοθεί ο τόνος μιας ενιαίας οργάνωσης, όχι αποκλειστικά κομμουνιστικής. Αν κάνεις την εισήγηση και όλα πάνε καλά και τη φτιάξουμε την οργάνωση -δεν τη λέγαμε ΕΠΟΝ ακόμα, την λέγαμε Ενιαία- τότε, μπαγάσα, θα τα καταφέρεις, θα βγεις στο βουνό». Και πραγματικά έγινε η ιδρυτική διακήρυξη της ΕΠΟΝ εκεί στους Αμπελόκηπους, στο σπίτι ενός δασκάλου, του Δημητράτου, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εκτελέστηκε. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην οδό Δουκίσσης Πλακεντίας 3. Σήμερα είναι εκεί ένα Μουσείο της ΕΠΟΝ, το πρώτο μουσειάκι που έχουμε επιτέλους στην Αθήνα. Πήγαν όλα καλά με την εισήγηση και φτιάξαμε την οργάνωση με μεγάλο ενθουσιασμό. Εκείνη τη βραδιά αποφασίσαμε να τη βγάλουμε Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, ΕΠΟΝ.
Στις 15 Μαρτίου του 1943 ξεκίνησα για τα βουνά, με αποστολή να πάω στον Άρη και να προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ομάδα επονιτών ανταρτών για τη συμμετοχή των νέων στον ένοπλο αγώνα αλλά και για την τιμή της ΕΠΟΝ. Θα ήταν μεγάλη υπόθεση για τους φοιτητές στην Αθήνα να λένε ότι η ομάδα μας στο βουνό πολεμάει. Μετά από ορισμένες περιπέτειες έφτασα στον Άρη. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή ο Άρης δεν το καλοείδε. Είχαμε και έναν αξιωματικό μαζί μας, έναν καλόκαρδο Κρητικό, που μας δούλευε και μας φώναζε ΕΟΝ, τον οποίο καταφέραμε να πείσουμε.
Ενθουσιάστηκε μάλιστα τόσο και με τους άλλους τέσσερις που ήμαστε μαζί, μια ομαδούλα από παιδιά δεκαέξι έως δεκαεννιά χρονών, που στο τέλος πήγε στον Άρη, αυτός, ένας αξιωματικός της Αλβανίας που πολέμησε θαυμάσια, και του είπε: «Θέλω να πάω με τα παιδιά». «Δεν ντρέπεσαι», λέει ο Άρης, «εσύ, ολόκληρος αξιωματικός, εδώ δεν έχουμε αξιωματικούς κι εσύ θα πας με τα παιδιά;» Τελικά και τον Άρη τον καταφέραμε, κάναμε μια πρώτη ομάδα, πήραμε αρχηγό τον Καψάλη, ο οποίος σκοτώθηκε ηρωικά στην πρώτη μεγάλη μας μάχη, πάνω στην Ήπειρο. Εκεί πολεμήσαμε δεκαπέντε παιδιά και εμποδίσαμε τους Γερμανούς από το να κάψουν ένα χωριό, τους Ασπράγγελους της Ηπείρου. Υπάρχει μια οροσειρά μπροστά από το χωριό και είχαμε πληροφορίες ότι θα έρθουν οι Γερμανοί. Το προηγούμενο βράδυ συγκεντρωθήκαμε στο χωριό, χορέψαμε, τραγουδήσαμε, ήμαστε ενθουσιασμένοι.
Την άλλη ημέρα ήρθαν οι Γερμανοί. Βγήκαμε στα υψώματα, πάνω από το βουνό, ακροβολιστήκαμε δεκαπέντε-δεκαέξι παιδιά, με τον ανθυπολοχαγό μας, το παλικάρι της Αλβανίας να μας εμψυχώνει. Αντίκρυ οι Γερμαναράδες είχαν παρατάξει ένα τάγμα. Πολεμήσαμε. Οι Γερμανοί υποχώρησαν αλλά σκότωσαν τον στρατιωτικό διοικητή και τον καπετάνιο, τον Φρίξο, και δύο από τα παιδιά. Είναι όλοι τους θαμμένοι εκεί, στους Ασπράγγελους. Αυτή ήταν η πρώτη μας μάχη και έγινε τραγούδι, ενθουσίασε τον κόσμο. Συγκινήθηκαν οι άνθρωποι που κάποιοι νεολαίοι τότε έδωσαν το αίμα τους στα κατσάβραχα της Ηπείρου, εκεί όπου λίγα χρόνια πριν είχαν δώσει το αίμα τους άλλοι αγωνιστές. Εγώ διασώθηκα και μαζί με τα άλλα παιδιά αναπτύξαμε ένα κίνημα με την αίγλη της ΕΠΟΝ αλλά και με την υποστήριξη των οργανώσεων της ΕΠΟΝ. Μπάσαμε στην ύπαιθρο τα επονίτικα τραγούδια των φοιτητών της Αθήνας και δημιουργήσαμε ένα κίνημα μοναδικό.
Με 32.000 επονίτες αντάρτες. Ήταν ένας στρατός από νέους της ΕΠΟΝ. Φτιάξαμε ξεχωριστές οργανώσεις, λόχους και τάγματα της νεολαίας. Όλοι αυτοί που στα καπέλα τους έφεραν το ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ, έγραψαν σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας. Οι κοπέλες της Κολοκυθιάς, του χωριού όπου ήταν το αρχηγείο του Άρη, μας είχαν κεντήσει σε μια σημαία το «Ελευθερία ή Θάνατος». Ήταν εκεί και ένας τσολιάς, ο Λιόλιος, που είχε καταφέρει, με χίλια βάσανα, να μάθει σάλπιγγα. Στις 13 Απριλίου του 1943, με τη σάλπιγγα και το «Ελευθερία ή Θάνατος», ξεκινήσαμε από την Κολοκυθιά μια περιοδεία ατέλειωτη σε όλη την Ελλάδα.
Η ΕΠΟΝ είχε μεγάλη συμβολή στον ένοπλο αγώνα, εξίσου σημαντική με τη μαζική δουλειά που έκανε στις πόλεις, με τις διαδηλώσεις. Χάσαμε 1.100 επονίτες αντάρτες σε μάχες. Η ΕΠΟΝ όμως δημιούργησε και ένα θαυμάσιο πολιτιστικό κίνημα, με τον Ρώτα και το θίασο της ΕΠΟΝ. Όπου πήγαιναν ομάδες ανταρτών της ΕΠΟΝ γινόταν πανηγύρι το βράδυ, γιατί πραγματικά αυτός ο πόλεμος, ο αντάρτικος, του ΕΛΑΣ, είχε τη χαρά της επανάστασης, δεν είχε τη θλίψη και την κατάρα του Εμφυλίου. Έμπαιναν οι επονίτες σε ένα χωριό και γινόταν πανζουρλισμός, ερχόταν όλο το χωριό, με τις χωριατοπούλες να μας κερνάνε ούζο, να μας περιποιούνται, να μας παίρνουν στα καταλύματα. Ήταν μια ανθοφορία του λαού μας, ήταν πολύ όμορφη αυτή η περίοδος της αντίστασής μας, όλων όσοι πολέμησαν στα βουνά, χωρίς διακρίσεις.
Η ΕΠΟΝ υπερτερούσε ίσως επειδή είχε επιπλέον και το πολιτιστικό κομμάτι. Είχαμε τις ομιλίες μας, το κοινωνικό μας όραμα, και ίσως γι’ αυτό ήμαστε πιο μαζική οργάνωση, με χιλιάδες ανθρώπους. Θυμάμαι όταν γυρίζαμε κατά ομάδες -δεν μπορούσαμε να τους πάρουμε όλους στις ομάδες μας στο αντάρτικο- όλοι οι νέοι του χωριού μάς ακολουθούσαν. Και οι κοπέλες ακόμα. Τραγουδούσαμε κιόλας. Μια φορά που έπρεπε να ανεβούμε μια ανηφόρα και τα παιδιά είχαν λαχανιάσει, σταθήκαμε να ξαποστάσουμε. Σκέφτηκα ότι χωρίς τραγούδι δεν βγαίνει. Κάθισα λοιπόν και έβαλα στο ρυθμό της Σαμιώτισσας κάποια στοιχειώδη λόγια: Απάνω στα ψηλά βουνά αντάρτες επονίτες παλεύουν για τη λευτεριά χτυπώντας τους φασίστες. Έτσι βγήκε το τραγούδι αυτό.
* ΕΟΝ: Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, την οποία είχε ιδρύσει ο Ιωάννης Μεταξάς στα πρότυπα της ναζιστικής νεολαίας.
* Μιλτιάδης Πορφυρογένης: στέλεχος του ΕΑΜ και του ΚΚΕ.
tvxs.gr