Οι φάροι αποτελούν παραδοσιακά μνημεία με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική κατασκευή, που εξακολουθούν να συμβάλλουν στην εύπλοια και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας.
Συνολικά, η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα φαρικά δίκτυα στον κόσμο & αυτή είναι η ιστορία τους.
Η ιστορία των φάρων
Η πρώτη αναφορά σε φωτοβόλο ναυτιλιακό βοήθημα περιέχεται στο Ομηρικό έπος και δικαιολογεί την χρήση ναυτιλιακών πυρσών στις ελληνικές θάλασσες από την αρχαιότητα. Ορόσημο των παγκόσμιων φάρων και φανών είναι ο περίφημος Φάρος της Αλεξάνδρειας κατασκευασμένος στο νησί Φάρος, βορειοδυτικά της πόλης.
Κατασκευάσθηκε τον 3ο αιώνα (296-280) π. χ. από τον αρχιτέκτονα Σώστρατο του Δεξιφάνους. Η ανέγερση του φάρου ξεκίνησε υπό την βασιλεία του Πτολεμαίου Α΄του Σωτήρα και ολοκληρώθηκε από τον διάδοχο του Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο.
Το ύψος του πύργου ήταν 156,9 μέτρα και τον καθιστά το υψηλότερο κτίσμα της αρχαιότητος. Η φωτοβολία του ήταν 30 ναυτικά μίλια, ενώ κατά τη διάρκεια της ημέρας, αναδύετο πυκνός καπνός που βοηθούσε τα πλοία να χαράξουν πορεία στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας.
Καταστράφηκε το 1303 ύστερα από ισχυρό σεισμό που έπληξε την περιοχή.
Απομεινάρι τέτοιας κατασκευής είναι η βάση του Φάρου των Χανίων που στη συνέχεια οι Οθωμανοί μετέτρεψαν σε πύργο που εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας λειτουργούσαν λίγοι πυρσοί κυρίως στις εισόδους των μεγάλων εμπορικών λιμένων. Οι πυρσοί αυτοί ήταν λυχνίες με φυτίλι τις οποίες τοποθετούσαν στην κορυφή πύργων των οχυρώσεων των λιμένων ή σε ικριώματα και η χρήση τους ήταν να προσδιορίζουν την είσοδο των λιμένων.
Ο πρώτος πυρσός άναψε στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους Αίγινα το 1829, στην είσοδο του λιμένα της δίπλα στο εκκλησάκι του Άγιου Νικολάου του Θαλασσινού.
Ακολούθησαν οι πυρσοί των Σπετσών και της Κέας (1831). Οι πρώτοι πυρσοί λειτούργησαν με μέριμνα των τοπικών λιμενικών αρχών. Το 1834 κατασκευάστηκε ο Φάρος Γάιδαρος Σύρου.
Από το 1848 οι φάροι και φανοί συντηρούνται με μέριμνα του κράτους. Οι παλαιότεροι φάροι που κατασκευάστηκαν στον ελλαδικό χώρο ήταν οι φάροι της Ιονίου Επτανησιακής Πολιτείας (κάστρο Κέρκυρας 1822, Βαρδιάνοι 1824, Λευκίμη 1825 Λάκκα 1825 Μαντόνας 1825) και άλλοι 9 φανοί που κατασκευάστηκαν από τους Άγγλους, οι οποίοι ενσωματώθηκαν στο ελληνικό φαρικό δίκτυο με την ένωση της Ιονίου Επτανησιακής Πολιτείας με την Ελλάδα το 1864.
Ως το 1882 το φαρικό δίκτυο αριθμούσε 40 φάρους και φανούς, ενώ έως το 1917 λειτουργούσαν 214 πυρσοί και 38 σταθεροί φανοί στις ελληνικές ακτές, μαζί με τους πυρσούς που προστέθηκαν από τις Νέες Χώρες.
Από το 1980 η Υπηρεσία Φάρων άρχισε τη μελέτη και σταδιακή αντικατάσταση των παλαιών φωτιστικών μηχανισμών με σύγχρονους ηλεκτρικούς ή ηλιακούς.
Ο εκσυγχρονισμός του φαρικού δικτύου ολοκληρώθηκε το 1998. Σήμερα λειτουργούν 1451 πυρσοί νέας τεχνολογίας στο ελληνικό Φαρικό δίκτυο ευθύνης Υπηρεσίας Φάρων.
Οι φωτιστικοί μηχανισμοί
Τα φωτιστικά μηχανήματα των φάρων στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αποτελούνταν από συστοιχίες λυχνιών τύπου Argant, δηλαδή από λυχνίες με περισσότερα από ένα κυλινδρικά φιτίλια, τοποθετημένες μπροστά από κύλα μεταλλικά κάτοπτρα και καύσιμο φυτικά ή ζωικά έλαια.
Η απόδοση αυτών των φωτιστικών μηχανισμών ήταν αρκετά ικανοποιητική και χρησιμοποιούνταν στους περισσότερου φάρους της εποχής. Στον φάρο Γάιδαρος Σύρου είχε τοποθετηθεί τετράπλευρος μηχανισμός με τρεις λυχνίες argant σε κάθε πλευρά και μηχανισμό περιστροφής. Αυτός είναι ο πρώτος περιστροφικός φάρος στην Ελλάδα.
Η εξέλιξη των φωτιστικών μηχανημάτων οφείλετε στον Γάλλο φυσικό Augustin Fresnel o οποίος επινόησε το καταδιοπτρικό οπτικό το 1822.
Το αποτέλεσμα της εφεύρεσης ήταν να περιορίσει την απώλεια της φωτοβολίας από την λυχνία στο 17%, αντί του 87% των παλαιών κατοπτρικών μηχανισμών επιτυγχάνοντας έτσι φωτοβολίες άνω των 20ν. μ.
Όμως, μεγάλη ώθηση στην εξέλιξη της φωτοσήμανσης έδωσε η εφεύρεση των αυτόματων πυρσών ασετιλίνης, το 1910 από το Σουηδό μηχανικό Gustaf Dallen, ο οποίος κατασκεύασε τον εκλαμπτήρα γυμνής φλόγας αερίου ασετιλίνης.
Στις αρχές του 1920 οι φάροι λειτουργούν με λυχνίες πυρακτώσεως ατμοποιημένου πετρελαίου, πετυχαίνοντας μεγαλύτερη φωτοβολία.
Μέσα στη δεκαετία του 1980 αντικαταστάθηκαν όλες οι λυχνίες ατμοποιημένου πετρελαίου με ηλεκτρικούς η φωτοβολταικούς φωτιστικούς μηχανισμούς. Σήμερα όλοι οι φωτιστικοί μηχανισμοί των φάρων και των αυτόματων πυρσών του Ελληνικού Φαρικού Δικτύου λειτουργούν με σύγχρονα φωτοβολταικά η ηλεκτρικά φωτιστικά συστήματα.
Φαροφύλακες γένους θηλυκού
Στα πρώτα χρόνια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους οι φαροφύλακες προσλαμβάνονταν από τις κατά τόπους λιμενικές αρχές. Το 1880 με ειδικό νόμο ιδρύθηκε το σώμα των φαροφυλάκων, το οποίο επανδρωνόταν από ναύτες που υπηρετούσαν τετραετή θητεία στους Φάρους.
Το 1887 συστάθηκε το ειδικό Σώμα Φάρων το οποίο αποτελούσαν οι επιστάτες (προϊστάμενοι φάρων) και οι φύλακες (φαροφύλακες).
Από τότε οι φαροφύλακες είναι μόνιμα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού και υπάγονται διοικητικά και οργανικά στην Υπηρεσία Φάρων.
Μετά τον τερματισμό των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και την προσάρτηση των Νέων Χωρών, στην Υ. Φάρων περιήλθε η διαχείριση των Φάρων και Φανών νεοπροσαρτισθέντων περιοχών.
Στους εν λόγω Φάρους εργάζονταν υπάλληλοι της Γαλλικής Εταιρίας Οθωμανικών Φάρων. Πολλοί από τους υπαλλήλους αυτούς, αν και Έλληνες πολιτογραφημένοι, εξακολουθούσαν να είναι πιστοί προς τους Οθωμανούς ενημερώνοντας συνεχώς για τις κινήσεις των Συμμαχικών προς την Ελλάδα Στόλων κατά την διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να απολύσει τους υπαλλήλους με φιλοοθωμανικά αισθήματα για λόγους εθνικών συμφερόντων. Η απομάκρυνση των επίορκων υπαλλήλων δημιούργησε μεγάλα κενά στη επάνδρωση των Φάρων των Νέων Χωρών.
Ο Νόμος 635 του 1915 επιτρέπει στην Υ. Φάρων, την μετάθεση επιστατών και φυλάκων από την Παλαιά Ελλάδα στους Φάρους των νεοπροσαρτισθέντων περιοχών και την πρόσληψη προσωρινών φαροφυλάκων προς κάλυψη των κενών θέσεων.
Οι προσωρινοί φαροφύλακες προσλαμβάνονταν χωρίς να πληρούν κάποια ιδιαίτερα κριτήρια, με δίμηνη σύμβαση, η οποία ανανεώνονταν σύμφωνα με τις ανάγκες της Υ. Φάρων.
Το 1920 ο Νόμος 1833, που περιέχει τροπολογίες του νόμου 635 του 1915, στο άρθρο 26 αναφέρει τα εξής:
Μετά από έρευνα στα Μητρώα της Υ. Φάρων, από το 1920 έως το 1935 προκύπτει ότι υπηρέτησαν πενήντα (50) γυναίκες ως προσωρινοί φαροφύλακες.
Οι γυναίκες που προσλήφθηκαν ήταν κυρίως σύζυγοι ή θυγατέρες φαροφυλάκων και κάλυπταν τις κενές θέσεις μονίμων φαροφυλάκων συνέπεια μεταθέσεως αλλά και αντικατάστασης οιονδήποτε ο οποίος είχε πολύμηνη άδεια (συνήθως αναρρωτική, λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης/ ατυχημάτων κ.α.).
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πρόσληψης άπορων γυναικών με παιδιά καθώς και χήρες διατελεσάντων φαροφυλάκων.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ότι παρόλο που η χρονική περίοδος 1910-1930 ήταν εξαιρετικά δύσκολη για τη Ελλάδα λόγω των συνεχών πολέμων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος κ.α.) και την ακολουθούμενη οικονομική κρίση, η Υπηρεσία Φάρων μέσω του τότε Διευθυντή της Στυλιανού Λυκούδη καθώς και της ευχέρειας που του παρείχε η κείμενη νομοθεσία, ανταποκρίνονταν θετικά στα αιτήματα άπορων γυναικών για πρόσληψή τους ως προσωρινοί φαροφύλακες εκτελώντας μέγιστο κοινωνικό έργο και δίνοντας ελπίδα ζωής σε αρκετές οικογένειες.