Σήμερα –δικαίως- θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες Ελληνίδες ηθοποιούς, με σπουδαία καριέρα, αλλά κι ένα παράπονο. Ότι έπαιζε συνεχώς ρόλους άσχημης, όπως συνήθιζε να λέει η ίδια η Γεωργία Βασιλειάδου περιπαιχτικά στον Αλέκο Σακελλάριο.
Βέβαια ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος είναι ο άνθρωπος στον οποίο η Βασιλειάδου αλλά και το ελληνικό σινεμά χρωστούν πάρα πολλά. Και αυτό διότι ήταν εκείνος που την έπεισε να επανέλθει στο καλλιτεχνικό στερέωμα το 1939 κι ενώ ήταν ήδη 42 ετών, μια προχωρημένη ηλικία ειδικά για τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Η πορεία της ως τότε ήταν αρκετά διαφορετική αφού είχε εμφανιστεί κατά κύριο λόγο σε όπερες, επενδύοντας κυρίως στις μουσικές σπουδές της, ενώ εργάστηκε και σε μεγάλα θεατρικά σχήματα όπου συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα όπως η Κυβέλη, η Κοτοπούλη και ο Μυράτ.
Η εικόνα της Βασιλειάδου τότε ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν την οποία έχουμε στο μυαλό μας. Λυγερόκορμη, στιλάτη και καλλιεργημένη, όπως άλλωστε μαρτυρά και ο φωτογραφικός φακός στις σπάνιαες φωτογραφίες από τα νιάτα της σπουδαίας ηθοποιού!
Οι δυσκολίες του Μεσοπολέμου και ο γάμος της που δεν πήγε καλά, την οδήγησαν στην απόφαση να βάλει τέλος στην καριέρα της. Τότε ήταν η Σοφία Βέμπο που της στάθηκε, αλλά καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο Αλέκος Σακελλάριος ο οποίος την γνώρισε και της έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε η Βασιλειάδου, με ρόλο στην ταινία «Κορίτσια της παντρειάς» το 1939.
Η τελευταία κινηματογραφική παρουσία της καταγράφεται το 1975 στην ταινία «Ένα-ένα-τέσσερα», ενώ την ίδια χρονιά εμφανίζεται στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται». Πέντε χρόνια φέυγει από την ζωή σε ηλικία 83 ετών έχοντας προλάβει να μείνει για πάντα στην καλλιτεχνική ιστορία του τόπο ως «η ομορφότερη άσχημη» του ελληνικού σινεμά.