Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει προβεί σε εκτίμηση των επιπτώσεων του σχεδίου της για την επίτευξη μείωσης κατά δύο τρίτα της χρήσης ρωσικού φυσικού αερίου έως το τέλος του 2022, όπως πληροφορήθηκε η EURACTIV.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει διενεργήσει αξιολόγηση των οικονομικών επιπτώσεων της προσπάθειάς της να μειώσει κατά δύο τρίτα τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του έτους, το πρώτο βήμα του σχεδίου της ύψους 300 δισεκατομμυρίων ευρώ για την πλήρη εξάλειψη των ρωσικών ενεργειακών εισαγωγών μέχρι το 2027, δήλωσε εκπρόσωπος της ΕΕ στη EURACTIV.
Αντ’ αυτού, διεξήγαγε μια «προσομοίωση» στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της, η οποία εξετάζει τον αντίκτυπο μιας απότομης διακοπής των εισαγωγών οποιουδήποτε ρωσικού φυσικού αερίου.
«Σε σύγκριση με μια απότομη διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, μια σταδιακή μείωση κατά 2/3 θα ήταν πολύ πιο ομαλή, καθώς οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα είχαν το χρόνο να προετοιμαστούν και οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν κρίσιμες υποδομές για εναλλακτικές εισαγωγές», πρόσθεσε ο εκπρόσωπος.
Η Γερμανία «φτερνίζεται»
Ωστόσο, οι επιχειρήσεις σε όλη την ένωση είναι επιφυλακτικές για τις επερχόμενες οικονομικές επιπτώσεις της κίνησης.
Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Γερμανία μείωσε την εξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, οι οποίες ανέρχονται σε περισσότερο από το ήμισυ του συνόλου των εισαγωγών φυσικού αερίου, κατά περίπου 35%.
Μέχρι το τέλος του έτους, το Βερολίνο σχεδιάζει να μειώσει περαιτέρω τις εισαγωγές στο 30% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου, δηλαδή σχεδόν στο μισό από ό,τι εισήγαγε πέρυσι.
Ωστόσο, η μειωμένη εξάρτηση που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής οφείλεται εν μέρει στη μείωση της ζήτησης της γερμανικής βιομηχανίας.
«Λόγω της ραγδαίας αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου, η ζήτηση φυσικού αερίου μειώνεται ούτως ή άλλως αδιάκοπα, έως και 10% στη βιομηχανία μόνο τους πρώτους μήνες του πολέμου», δήλωσε στη EURACTIV Γερμανίας η Κλαούντια Κέμφερτ, επικεφαλής του τμήματος Ενέργειας, Μεταφορών και Περιβάλλοντος στο Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW).
Εν τω μεταξύ, οι γερμανικές επιχειρήσεις επικρίνουν το σχέδιο της Επιτροπής να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα μέχρι το τέλος του έτους.
«Η ισχυρή βούληση και το σχέδιο της Επιτροπής της ΕΕ να διακόψει την ροή χρημάτων προς τη Ρωσία μέσω ενός ενεργειακού εμπάργκο δεν θα περάσει αμαχητί από τις επιχειρήσεις», δήλωσε στη EURACTIV Γερμανίας ο Μαρκ Σ. Τένμπιγκ, εκτελεστικός διευθυντής του Γερμανικού Συνδέσμου Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (DMB).
Ακόμη και αν βρεθεί εναλλακτική λύση για τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, ένα εμπάργκο φυσικού αερίου «δεν θα οδηγήσει μόνο σε σημαντικές πρόσθετες επιβαρύνσεις για τη γερμανική οικονομία βραχυπρόθεσμα, αλλά και σε απαιτήσεις αποζημίωσης από την πλευρά των επιχειρήσεων», πρόσθεσε.
«Ευσεβείς πόθοι»;
Σύμφωνα με τον Τένμπιγκ, το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά δύο τρίτα έως το τέλος του 2022 αποτελεί ευσεβή πόθο.
«Ενώ μια μείωση αυτού του μεγέθους είναι σίγουρα δυνατή με πολύ μεγάλη προσπάθεια, δεν είναι εφικτή στο σύντομο χρονικό διάστημα που διατίθεται», δήλωσε.
«Δυστυχώς, αυτό που οδήγησε σε ενεργειακή εξάρτηση επί δεκαετίες δεν μπορεί να διαλυθεί μέσα σε λίγους μήνες», πρόσθεσε ο Τένμπιγκ.
Ωστόσο, οι αναλυτές είναι πεπεισμένοι ότι η μείωση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου θα ήταν βιώσιμη υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
«Είναι δυνατή η μείωση των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου και ότι μπορούν ακόμη και να μηδενιστούν εντελώς», δήλωσε η οικονομικός εμπειρογνώμονας Κέμφερτ στη EURACTIV. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Γερμανία θα πρέπει να αυξήσει τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου, να γεμίσει τις αποθήκες φυσικού αερίου, να εισαγάγει μέτρα για την εξοικονόμηση φυσικού αερίου, καθώς και να επενδύσει σημαντικά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι οικονομικές επιδόσεις πέφτουν ακόμη και χωρίς την πίεση της Επιτροπής για ταχύτερη σταδιακή κατάργηση του ρωσικού φυσικού αερίου, «λόγω της πολύ μεγάλης συνολικής αύξησης των τιμών των ορυκτών πηγών ενέργειας και του σχετικού πληθωρισμού», τόνισε η Κέμφερτ.
Η διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλειες έως και 5% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος στη Γερμανία και σε σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
«Όσο καλύτερα και πιο εντατικά προετοιμαστούμε για ένα εμπάργκο φυσικού αερίου, τόσο μικρότερες θα είναι οι αρνητικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία», τόνισε η οικονομικός αναλυτής.
Κρύο νερό στην ανάπτυξη της Ιταλίας
Άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες ενδέχεται να πληγούν ακόμη περισσότερο.
Η επιβράδυνση της ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ιταλίας θα είναι πιο εμφανής από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, λόγω των ενεργειακών και οικονομικών δεσμών της χώρας με τη Μόσχα, δήλωσε ο Επίτροπος Οικονομίας και πρώην πρωθυπουργός Πάολο Τζεντιλόνι στην ιταλική τραπεζική ένωση (ABI) στη Ρώμη τη Δευτέρα.
Σε συνέχεια των οικονομικών προβλέψεων της Confindustria σε περίπτωση πιθανής διακοπής του ρωσικού φυσικού αερίου, ο Τζεντιλόνι δήλωσε ότι αναμένει «σημαντικό αντίκτυπο στις προοπτικές ανάπτυξης φέτος, ειδικά για μια χώρα όπως η Ιταλία που είναι από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη».
«Σε ένα χειρότερο σενάριο που προσομοιώνει τον αντίκτυπο των υψηλότερων τιμών ενέργειας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μαζί με την πλήρη διακοπή των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, θα έδινε αρνητική ανάπτυξη για φέτος», πρόσθεσε.
Ο Τζεντιλόνι υπενθύμισε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι η οικονομία της Ιταλίας θα αναπτυχθεί κατά 2,4% το 2022 και λιγότερο από 2% το 2023.