Της Πηνελόπης Ντουντουλάκη
Το φέρανε οι καιροί κι οι ανέμοι να γειτονεύουνε μια φορά δυο άνθρωποι σε ένα μικρό και απόμερο χωριουδάκι. Ο ένας ήταν αγαθός και δίκαιος, ο άλλος άπληστος και πανούργος. Ο δίκαιος είχε στο σύνορό του με τον άπληστο έναν μεγάλο βράχο, που από τη ρίζα του έτρεχε το νερό μιας πηγής. Ο βράχος είχε χρώμα ασπριδερό, για το λόγο αυτό τη νύχτα ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι.Οι χωριανοί τον λέγανε “Το Χαράκι που Σφαντάσσει”* και πιστεύανε πως είναι στοιχειωμένος. Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα μικρό αλώνι και ακόμα πιο κει ένας πελώριος αζίλακας**. Ο δίκαιος πάντοτε έδινε από το νερό της πηγής στον άπληστο γείτονα, για τη λάτρα*** του σπιτιού του και για τον κήπο του. Σιγά-σιγά, όμως, εκείνος άρχισε να κάνει σχέδια με το νου του:
-Aν πάρω τον βράχο στη μεριά μου, θα έχω εγώ όλο το νερό. Στο αλώνι θα φυτέψω κι άλλο κήπο, να ποτίζω από το νερό που θα πάρω. Θα χτίσω και μια δεξαμενή, να μαζεύω το νερό που περισσεύει. Ο γείτονας δεν θα έχει νερό το καλοκαίρι, θα μου ζητήσει και θα του το δώσω με πληρωμή. Θα μαζεύω και τα βελανίδια από τον αζίλακα, να τρώνε τα ζωντανά μου.
Άρχισε. λοιπόν, να μετακινεί σιγά-σιγά τα στραλίκια****, τη μια μέρα το ένα, άλλη μέρα το επόμενο, ώσπου ένα βράδυ βγήκε έξω με το φανάρι και έστησε τον φράχτη εκεί που είχε στραλικώσει***** ο ίδιος πιο πριν. Τώρα, πια,ο βράχος και το νερό βρισκόταν στη δική του μεριά, το ίδιο και το αλώνι και η βελανιδιά.
Ο δίκαιος γείτονας το άλλο πρωί άκουσε τη γυναίκα του να γούζιεται****** και να λέει: “¨Οφου******* κακό που μας ήβρηκε! Ο γείτονας εστραλίκωσε όπως ήθελε και πήρε τον βράχο και το νερό! Πώς θα βάζουμε κήπο τώρα πια, πού θα βρίσκουμε νερό για τη λάτρα μας;”. Ο αγαθός άνθρωπος βγήκε έξω με το γιο και την κόρη του, είδε τι είχε συμβεί και είπε: ” Mη δώσετε συνέχεια, παιδιά μου, ο Θεός θα κάνει πάντα την οικονομία του και για μας”. Τότε τα παιδιά είπαν στους γονείς τους: ” Μη στενοχωριέστε, εμείς θα βρούμε τρόπο να σκάψουμε ένα πηγάδι!” . Ο πατέρας τους δεν είπε τίποτα, ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να το κατορθώσουν αυτό τα παιδιά του, ωστόσο εκείνα έσκαψαν, ώσπου βρήκαν νερό. Στο μεταξύ η μητέρα τους είχε πεθάνει από τη λύπη της.
Μια μέρα ύστερα από καιρό, ο αγαθός και δίκαιος συνάντησε τον άπληστο γείτονα και εκείνος άρχισε να παινεύεται για τη συγκομιδή του:
-Εκοψα από τον κήπο μου μποστανικά******** όσα θες, να φάνε κι οι κότες, που λένε. Εσύ, καημένε, θες μια γλυκοπιπεριά ή μια ντοματούλα;
-Οχι, εδεν θέλω, έκοψα κι εγώ από τον δικό μου κήπο.
-Μα, πώς;
-Έκανα κι εγώ το λογαριασμό μου, δόξα να ‘χει ο Γιαραμπής.**********
Ο άπληστος δεν χάρηκε με τα λόγια αυτά. Εκείνος ήθελε να αναγκάσει τον γείτονά του να του πουλήσει την περιουσία του για να πάρει των ομματιών του*********** και να φύγει. Ήθελε να κάνει μόνο αυτός κουμάντο εκεί. Τότε σκέφτηκε να βάλει σκυλιά να γαυγίζουν όλη μέρα μπροστά από το σύνορο με την αυλή του γείτονα, να μην τον αφήνουν σε ησυχία. Κάποια μέρα τα σκυλιά, που ήταν άγρια και πεινασμένα, έσκαψαν κάτω από το φράχτη και μπήκαν στην ξένη αυλή.
Ο αγαθός και δίκαιος άνθρωπος έφερε και τους έδωσε να φάνε, τους γλυκομίλησε και κείνα άρχισαν να καταλαγιάζουν***********. Όταν βγήκε το αφεντικό τους και σφύριξε, τα σκυλιά δεν γύρισαν πίσω. Έμειναν στην αυλή του αγαθού ανθρώπου.
-Τι γίνεται εδώ, μου κλέβεις τα ζωντανά; Ρώτησε ο άπληστος γείτονας.
-Μόνα τους ήρθαν εδώ, εσύ ξέρεις το γιατί. Πιστεύω πως, αν καλοπερνούσαν, θα γύριζαν πίσω στην αυλή σου.
-Αν θες να τα κρατήσεις εσύ, θα με πληρώσεις, αλλιώς θα πάμε στο δικαστήριο και θα πω ότι με έκλεψες, είπε ο πανούργος γείτονας.
-Θα δω τι θα βρω να σε ξεπληρώσω, απάντησε ο αγαθός και δίκαιος.
Ύστερα ο άπληστος ρώτησε:
-Δεν μου λες, πού βρήκες το νερό και ποτίζεις;
-Tα παιδιά μου έσκαψαν ένα πηγάδι.
-Α, μπα, έχει νερό στη μεριά σου; Τότε θα βάλω κι εγώ να σκάψουνε στη δική μου μπάντα!************.
Έβαλε ο αχόρταγος γείτονας εργάτες να σκάβουν στην αυλή του. Έσκαβαν μέρες και πάλι άλλες τόσες, ώσπου κάποτε φώναξαν:
-Εχει νερό εδώ!
Πραγματικά, ανάβλυζε λιγοστό νερό από κάποιο σημείο του λάκκου, που είχε αφράτο, μαύρο χώμα. Ο άπληστος τότε είπε στους εργάτες να κάνουν πέρα και πήρε μια μεγάλη αξίνα. Κατέβηκε με σκοινιά μέσα στο βαθύ λάκκο και έσκαβε με πείσμα, όμως ξαφνικά το χώμα βούλιαξε κάτω από τα πόδια του και το νερό, που άρχισε να βγαίνει με δύναμη από το χώμα, τον κατάπιε μεμιάς.
Ο δίκαιος γείτονας πήρε και πάλι το κομμάτι γης που του είχαν άδικα στερήσει. Κοντά στην πηγή φύτεψε μια πορτοκαλιά που μεγάλωσε γρήγορα.Κάτω από τον ίσκιο της έφτιαξε με ξύλα και καλάμια ένα μικρό ντιβάνι, όπου ξεκουραζόταν και άκουγε το κελάρυσμα του νερού. Μάλιστα έδινε νερό και στα παιδιά του άπληστου γείτονα, για να ποτίζουν τον κήπο τους.
Κάποιος του είπε: “Tι δίνεις νερό σε αυτούς που σας έκαναν τόσο κακό;”
Τότε εκείνος απάντησε:
-Δεν είμαι εγώ άξιος να δικάσω. Μου αρκεί που έχω πάλι όσα μου πήραν.
Έζησε από τότε ήρεμα και γαλήνια, δίχως στεναχώριες πια.
Το βράδυ του Σαββάτου, 23 Νοεμβρίου, ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Δημήτρης…
Σε πλήρη ετοιμότητα δηλώνει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ ενόψει της αυριανής διαδικασίας εκλογής προέδρου (Κυριακή 24 Νοεμβρίου). Σύμφωνα με ανακοίνωση…
Σε πολύ δύσκολη θέση είναι οι κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ που υποστηρίζουν σθεναρά το Ισραήλ, καθώς μετά…
Η 29η διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το κλίμα, COP29, που διεξάγεται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα…
Θερμοκρασίες ρεκόρ καταγράφηκαν το φετινό καλοκαίρι στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας το, το πιο ζεστό σε βάθος σαρακονταετίας…
Η βουλευτής Χανίων αποκαλύπτει, σε συνέντευξή της στα «Νέα» και στον Χρήστο Χωμενίδη, το παρασκήνιο…
This website uses cookies.