Γράφει ο Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Οι ύστερες ανταύγειες του δειλινού, βρήκαν το μικρό Γιάννη ν’ αγναντεύει την απεραντοσύνη του πυκνού πευκοδάσους που απλώνονταν νωχελικό κι ατάραχο στα δυτικά του χωριού σε ανηφορικό ανάγλυφο, και άφηνε να φαίνονται στο ξέκορφο, οι κορυφές του ουρανόγγιχτου –λες- Γκίγκιλου. Το βλέμμα του στράλιαξε στο δίσκο του αφέντη ήλιου που χάνονταν στις νότιες υπώρειες του πευκοδάσους. Μισοσβησμένος, άτονα ροδαλός ετούτος, επίτρεπε στην κυρά-Νύχτα ν’απλώνει αργά, νωχελικά, τα σκούρα, τα μαβιά και σκοτεινά της κρέπια εις τα γύρω, μα στέριωναν το μελαγχολικό τους φάλι και στα εσώψυχα του μικρού βοσκού…
…Ώρες γαλήνιες εις την εναλλαγή του σκηνικού της φύσης, στιγμές σκεπτικισμού και περισυλλογής όσο και μελαγχολικές για τον νοήμονα, μοναχικό, μικρό παρατηρητή. Ένας στεναγμός ξέφυγε απ’ τα σφιγμένα χείλια και πισωγύρισε, κατευθυνόμενος προς την πίσω είσοδο της αυλής του πατρικού σπιτιού.
Μπήκε μέσα. Η μάνα, η κυρά-Μαριγώ, σκυμμένη στο τηγάνι στην υπερυψωμένη παραστιά του αύλειου χώρου, τηγάνιζε πατάτες και φρέσκα κολοκυθάκια που είχε συνάξει από τον κηπάκο τους, στις όχθες των πηγαδιών του χωριού. Ο μικρός, προχώρησε προς το μέρος της, με την ερώτηση έτοιμη:
«Μαμά, δεν θα’ ρθει κανείς απόψε ν’ αποσπερίσουμε;»
«Θα’ ρθουνε παιδί μου, μα είναι νωρίς ακόμη».
Συνοφρυώθηκε ο μικρός, και κάθισε στο πετρόχτιστο πεζούλι της αυλής. Η νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα κρέπια της που σφιχταγκάλιαζαν το βοσκοχώρι. Και καθώς δεν υπήρχε η φωτορύπανση άνωθε σαν δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στο μικρό χωριό, ο ουράνιος θόλος αποκάλυπτε πλέρια όλο το μεγαλείο του με τα εκατομμύρια τα άστρα να λαμπυρίζουν, και ένα λαμπρό “ποτάμι” από βορρά προς νότο ο γαλαξίας. Εικόνα που δεν χόρταινε να θαυμάζει ο μικρός Γιάννης με μύριες απορίες και απέραντο θαυμασμό για το μεγαλείο που τον σκέπαζε απ’ τους αιθέρες…Ωστόσο, δεν άντεχε η παιδική ψυχούλα τη μοναξιά στην απεραντοσύνη του πουθενά και μέσα στο πηχτό σκοτάδι που κάλυπτε τα πάντα γύρωθε. Μια εκνευριστική ησυχία πλαίσιωνε το ερημικό σκηνικό στις υπώρειες των Λευκών Ορέων. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν τα κοντινά ή και μακρινότερα γαυγίσματα των τσοπανόσκυλων. `Ετσι λοιπόν, στην καθιερωμένη βεγγέρα αποζητούσε κι εύρισκε ψυχικό “αποκούμπι” ο μικρός, σαν απολάμβανε το ηδύποτο της συντροφικότητας…
…Πέρασε ώρα. Ήρθαν και τα μεγαλύτερα αδέρφια, ήρθε και ο πατέρας και κάθισαν για το δείπνο. Σαν τέλειωσαν, ο πατέρας βγήκε στην αυλή και άναψε μερικά χοντρά κομμάτια από δαδί. Τα τοποθέτησε γύρω-γύρω από την αυλή πάνω στον πέτρινο αυλόγυρο και δίπλα στις ασπρισμένες γλάστρες με βασιλικούς και κατιφέδες. Έσβησε το λυχνάρι το κρεμασμένο σε καρφί σε στύλο της αυλής. Η μικρή φωτίτσα του, ανύπαρκτη σχεδόν δεν είχε χρεία ύπαρξης, μα έπρεπε να γίνει και οικονομία στο ακριβό του καύσιμο, το λάδι.
Η αυλή, φωτίστηκε πλέρια. Ο μικρός Γιάννης αναθάρρεψε. Πήρε θέση στην γωνιά στο πεζούλι της αυλής και βάλθηκε να περιμένει, μα όχι για πολύ. Ρυθμικός ακούστηκε ο ξερός χτύπος της άκρης της κατσούνας του μπάρμπα Νικολάκι, του γέρο-βοσκού, που κοντοζύγωνε το πατρικό σπίτι. Καλησπέρισε και κάθισε. Δεν πέρασε πολύ ώρα, και ο ίδιος ρυθμικός χτύπος κι άλλης κατσούνας ακούστηκε…ύστερα κι άλλος…κι άλλος…και σε λίγο η αυλή γέμισε από χωριανούς. Δεν άργησε να ανάψει και η κουβέντα αναμετάξυ τους. Είχαν πολλά να πουν μα και να διηγηθούν κι απόψε, σαν ήταν πολλά τα προβλήματα στην τραχιά φύση που βιοπορίζονταν, μα είχαν και θύμησες πολλές να ανασύρουν από το σεντούκι της μνήμης. Και σαν δεν υπήρχε μήτε ραδιόφωνο –ακόμη – στο χωριό για να έχουν νέα από τον “έξω κόσμο”, ανακύκλωναν τα ίδια και τα ίδια –πέρα από τα τυχόν έκτακτα γεγονότα- μα που ωστόσο ο μικρός Γιάννης, δεν χόρταινε να τα ακούει. Και ήταν στην ομήγυρη πολεμιστές από τον πόλεμο του’ 40, μαχητές του Ρούπελ, ακόμη και πολεμιστές από τους Βαλκανικούς πολέμους. Ιστορίες άγραφες στις Δέλτους της Ιστορίας, ξέχωρα για τον κάθε πολεμιστή. Μα δεν ήταν μόνο αυτά. Κουβέντιαζαν και για την πολιτική κατάσταση, την ακρίβεια, την ανέχεια, τα προβλήματα των κοπαδιών τους, την καθημερινότητα στο χωριό και στην Επαρχία τους. Κουβέντιαζαν ακόμη –και θαύμαζαν- εκείνο τον αντάρτη τον Βιγλοθοδωρή, ένα παλικάρι πανώριο και πανέξυπνο, γνήσιο Δωριέα στη θωριά, στη λεβεντιά, στην αντρειά, στην αξιοσύνη. Έφυγε στον αδερφοφάγο εκείνο εμφύλιο (που έσπειραν οι Εγγλέζοι στην Ελλάδα), από σφαίρες αδερφών-Χωροφυλάκων! Αναστεναγμός συνόδευε τη θύμησή του, και κάποιος, όλο και ψέλλιζε: “Κρίμας τον άντρα!”
“Όμορφες ιστορίες” σκεφτόταν ο μικρός Γιάννης και δεν χόρταινε τη μεστή κουβέντα που άναψε κι απόψε…Κάθε απόψε…`Ετσι κύλαγε η ζωή στο βοσκοχώρι, εκείνα τα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του’ 50…
…Πέρασαν χρόνια… Ερημωμένο το χωριό, χορταριασμένες οι αυλές, έρμο και σκοτεινό το πατρικό το σπίτι του ασπρομάλλη πλέον Γιάννη, δυσπρόσιτο και απλησίαστο, καθώς μένει διπλά αμπαρωμένο από κοντόφθαλμο γόνο της γενιάς… Τα βράδια, στην ολοσκότεινη και έρημη αυλή του θα συνωστίζονται οι ψυχές εκείνων των πρωτοφευγάτων εις το επέκεινα χωριανών, να συντροφεύουν τις ψυχές των πάλαι ποτέ νοικοκυραίων του…
Τρόμος στον πλανήτη επικρατεί μετά την κλιμάκωση στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, καθώς η Μόσχα απάντησε στα…
Θέση εμμέσως εναντίον της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά από την Κ.Ο. της ΝΔ, χωρίς να τον κατονομάζει,…
Του Αργύρη Αργυριάδη Δικηγόρου Εδώ και λίγες ημέρες το ΠΑΣΟΚ αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση της…
Στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για το Κλίμα, συνεχίζονται το Σαββατοκύριακο και ολοκληρώνονται…
Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας συναντήθηκε σήμερα 22/11, στον Περισσό,…
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
This website uses cookies.