Γράφει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Οκτώβρης 1962…Το ξυπνητήρι στο φτωχόσπιτο, ήχησε. Ο μικρός Γιάννης τινάχτηκε από το στρώμα του, άναψε το λύχνο, διάβασε την ένδειξη του ρολογιού: 3:00 ξημερώματα. Η μάνα, είχε ήδη σηκωθεί –ποιος ξέρει πριν πόση ώρα- για να γεμίσει το σακουλάκι του μικρού μαθητή με τις απαραίτητες προμήθειες για την εβδομάδα που άρχιζε. Και ήταν μαθητής ο μικρός, στη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου στη Χώρα Σφακίων. Δευτέρα σήμερα και έπρεπε να βιαστεί για να είναι έγκαιρα στην τάξη του, στις 8:00 το πρωί. Τον περίμενε μια πεζοπορία 5 ωρών, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν είχε λεωφορείο σήμερα από την Ανώπολη, αλλά, και αν είχε, την ίδια ώρα θα ήταν η έγερσή του.
Σε λίγη ώρα βρισκόταν έξω από την αυλόθυρα με το σακουλάκι με βιβλία και προμήθειες περασμένο στην πλάτη, και πήρε τον αυτοσχέδιο πυρσό (με πανιά στην άκρη του δεμένα σε σφιχτό κόμπο και ποτισμένα με λάδι και πετρέλαιο) από το χέρι της μάνας. Εκείνη ξεπροβόδισε το στερνοπούλι ψελλίζοντας –προφανώς κάποια προσευχή- και σταυρώνοντας με το δεξί της χέρι τον αγέρα, πίσω του…Ο μικρός μαθητής απομακρύνθηκε με σβελτάδα και σε λίγο το χωριό έμενε πίσω του και εισερχόταν στο δάσος ακολουθώντας το δύσβατο και πετροφύτευτο μονοπάτι… Δέος τέτοιες στιγμές για τον μικρό. Μόνος στη μέση του ολοσκότεινου πουθενά, με τον πυρσό να του φωτίζει το κάθε βήμα. Δέος ανάμικτο με φόβο καθώς του έρχονταν στο μυαλό οι εξιστορήσεις των μεγάλων στις βεγγέρες για ξωτικά, νεράϊδες, καταχανάδες (1), φαντάσματα αδικοσκοτωμένων και μη… Στον κάθε θόρυβο ή σάλαγο πουλιού ή αγριμιού μέσα από τους θάμνους, η καρδιά του χτυπούσε πιο γρήγορα. Αργότερα που διάβασε τον Δον Κιχώτη τον δικαιολόγησε που θεωρούσε δράκους τους ανεμόμυλους, καθώς κι εκείνος νόμιζε με τρομάρα κάποιες φορές εκείνες τις στιγμές πως έβλεπε καταχανά, στη θέα ενός ευθύκορμου και μοναχικού κυπαρισσιού. Συνέλαβε κάποιες στιγμές τον εαυτό του να ρίχνει δυο ματιές πίσω και μια μπροστά για να μην σκοντάψει, θέλοντας να διαπιστώσει ότι… δεν τον ακολουθούσε κανείς! Μα να γυρίσει πίσω στην ασφάλεια του πατρικού σπιτιού; Ούτε λόγος! Πώς θα άντεχε την καζούρα των μεγάλων; Θα τον λόγιαζαν για “φοβιτσιάρη”, ίσως και να του έμενε και κάποιο σχετικό παρατσούκλι. Όχι λοιπόν: Πορεία μόνος εμπρός, κι ας έριχνε δυο ματιές πίσω και μια μπροστά, ας λόγιαζε για καταχανά το κυπαρίσσι, ας τον έπιανε ταχυκαρδία στον κάθε θόρυβο μέσα στο δάσος…
…Κάποια στιγμή, έφτασε στην Αράδαινα, το νεκρό χωριό από τη μεγάλη βεντέτα του’ 49. Ναι, αλλά, πώς θα περνούσε τον φάραγγα; Και τούτο, επειδή, στο τέλος του ζιγκ-ζαγκ μονοπατιού της όχθης της Αράδαινας, έπρεπε να διαβεί αναγκαστικά μέσα από μια σπηλιά, όπου –κατά τις διηγήσεις των μεγάλων- εκεί ελλοχεύουν…δαιμονικά! Για το λόγο αυτό, ο μακαριστός παππούς του (ο παπά-Πολύρης) είχε χαράξει ένα ευμεγέθη και βαθύ σταυρό στον τοίχο της σπηλιάς –άγνωστο πότε- για να ξορκίσει τα δαιμονικά (2).
«Άρα λοιπόν, υπάρχουν τα δαιμονικά!» σκεφτόταν έντρομος ο μικρός οδοιπόρος. Ναι, αλλά, έπρεπε να διαβεί το φαράγγι και αναγκαστικά και τη σπηλιά, για να είναι στις 8:00 ακριβώς στην πόρτα του Γυμνασίου στη Χώρα Σφακίων! Να περιμένει να ξημερώσει; Και να χάσει την πρώτη ώρα; Ούτε λόγος! Να πισωγυρίσει; Ούτε σκέψη! Κάθιδρος λοιπόν, άρχισε ένα ξέφρενο τρεχαλητό στο κατηφορικό μονοπάτι του φάραγγα, και, κάποια στιγμή έφτασε στην είσοδο της σπηλιάς. Σταμάτησε! Κάθιδρος και με την καρδιά του να έχει –στα σίγουρα- περάσει τους 150 παλμούς, ψιθύρισε λαχανιαστά και με κόπο το “Πάτερ ημών” και μετά, σταυροκοπούμενος συνεχώς, όρμησε σαν άνεμος και διάβηκε το μονοπάτι μέσα από την καρδιά της σπηλιάς με τα … δαιμονικά. Χωρίς να σταματήσει και με καρδιά να πασχίζει να πεταχτεί έξω από τα στήθη του, βρέθηκε στην κοίτη του φάραγγα και άρχισε να ανηφορίζει την όχθη κατά την μεριά της Ανώπολης κάθιδρος, και με ανάσα σφυριχτή από την προσπάθεια. Παιδί ήταν, στη μέση του πουθενά, με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες των μεγάλων, κατά νου!
Κάποια στιγμή, ξεκόρφισε, έφτασε στο τέλος του ανηφορικού μονοπατιού. Κάθισε σε μια πέτρα λαχανιασμένος στο έπακρο. Ο πυρσός, κράταγε ακόμη, αλλά το φως του ήταν λιγοστό. Μικρό κακό για το παιδί, μια και είχε διαβεί τον φάραγγα… σώος και αβλαβής από τα δαιμονικά. Μέσα του, ένα κύμα περηφάνιας τον έκανε να νοιώθει ότι εκπόρθησε… ένα φρούριο! Το ίδιο συναίσθημα τον κυρίευε και κατά τις επόμενες διαδρομές του, τον επόμενο καιρό…
Σηκώθηκε και αλαφρωμένος, συνέχισε το μονοπάτι για την Ανώπολη. Ο πυρσός είχε…“ξεψυχήσει” και τον πέταξε. Δεν τον χρειαζόταν άλλο, εξάλλου, καθώς το αμυδρό φως της μέρας που πλησίαζε του φώτιζε με επάρκεια το μονοπάτι. Σε λίγο, η Ανώπολη βρισκόταν πίσω του και άρχισε να βαδίζει στην κατωφέρεια της κοίτης μιας μεγάλης χαράδρας…Στις 8:00 ακριβώς, βρισκόταν έξω από την πόρτα του Γυμνασίου. Δεν είχε χάσει ούτε σήμερα την πρώτη ώρα… Ανάσανε με ανακούφιση και ικανοποίηση!…
Πέτρινα χρόνια σε πέτρινο τόπο…
1 Καταχανάς = βρικόλακας (ντοπιολαλιά)
2 Σταυρός υπαρκτός μέχρι σήμερα
Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας συναντήθηκε σήμερα 22/11, στον Περισσό,…
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
Πέρασαν μόλις δύο χρόνια, από τη μοιραία εκείνη νύχτα όπου ένας ασυνείδητος οδηγός που έτρεχε…
Ο συνδυασμός του Αντώνη Ροκάκη σημείωσε σαρωτική νίκη στις εκλογές του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου…
Πληθαίνουν τα δημοσιεύματα καθημερινά για το σχεδιασμό του Υπουργείου Μετανάστευσης να δημιουργηθούν στην Κρήτη, δομές…
Απαντήσεις για το κύμα γαστρεντερίτιδας στα Χανιά τον περασμένο Οκτώβριο αναζητά ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας, ζητώντας…
This website uses cookies.