Γράρει ο Δρ. Γιάννης Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
Ο ήλιος πλησίαζε το διάσελο της Ανατολής, όταν ο μικρός Γιάννης φόρεσε στην πλάτη του το μικρό υφαντό σακουλάκι (2) με τις λιγοστές προμήθειες εντός: Ψωμί, ελιές, λίγο τυρί. Θα πήγαινε στα Κρούσια, στο θερινό βοσκότοπο του πατέρα, και όχι μόνο. Πήρε και το μικρό αυτοσχέδιο ραβδάκι του, αποκούμπι στην ανηφοριά που θα ακολουθούσε, αλλά αναγκαίο στήριγμα στην επιστροφή με την μεγάλη κατηφοριά, την οποία η σπιρτάδα της πρώτης νιότης διάβαινε με ταχύτατο ρυθμό. Απαραίτητο λοιπόν το ραβδάκι τούτο, προκειμένου να μην παρασυρθεί από την κατηφοριά και προκύψει κάποιο ατύχημα.
Κίνησε… Η κυρά-Μαριγώ ξεπροβόδιζε το στερνοπούλι στην εξώθυρα με υψωμένο το δεξί της χέρι, καθώς σταύρωνε τον αγέρα στο φευγιό του. Και ο μικρός, ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος σήμερα. Μόλις χτες είχε κλείσει το σχολείο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Το μαιανδροστολισμένο ενδεικτικό της τρίτης τάξης δήλωνε…εγγράφως ότι ο μικρός είχε περατώσει και τούτη την τάξη με `Αριστα 10! Ικανοποίηση για τον μικρό βοσκό, καθώς δεν θα έπρεπε να βιαστεί να επιστρέψει από τα Κρούσια, μια και δεν θα είχε σχολείο την επομένη… Χαρά απερίγραπτη και τάχυνε το βήμα, ακολουθώντας το μονοπάτι κατά τον Βορρά. Σε λίγο, το χωριό έμενε πίσω του και έμπαινε στην κοίτη της χαράδρας σε μια ανηφορική πορεία μέχρι τα Κρούσια. Βάδιζε γρήγορα, ασθμαίνοντας. Σήμερα έκανε τη διαδρομή μόνος, καθώς ο Αντρέας ο αδερφός του δεν τον συνόδευε, καθηλωμένος στο πατρικό σπίτι από ένα οδυνηρό πονόδοντο. Σήμερα μάλιστα ήταν διπλά χαρούμενος καθώς πεζοπορούσε με την ασφάλεια των καινούριων παπουτσιών, που έδιναν φτερά στη σπιρτάδα των ευκίνητων ποδαριών του. Σε κάποια προηγούμενη ανάβαση –πριν μέρες- ξυπόλητος, καθώς στη βιάση του πάτησε μια πέτρα στην άκρη της, εκείνη αντιστράφηκε και τον χτύπησε βίαια στο “καπάκι” του δεξιού ποδιού τραυματίζοντάς το, και παίρνοντας μαζί της –στην απομάκρυνσή της- το νύχι του μεγάλου δάχτυλου…Απόδιωξε τη σκέψη από το συμβάν εκείνο ο μικρός, και τάχυνε το βήμα του. Σε λίγο, η ανηφοριά τελείωνε και ο μικρός έμπαινε στην σκιερή συστάδα ενός δάσους από αιωνόβια πρινάρια και κυπαρίσσια. Τάχυνε το βήμα του, καθώς, μετά από μια σύντομη κατηφοριά έκανε την εμφάνισή του το πλατό με τα πηγάδια και τις σκάφες από χοντρούς κορμούς δέντρων, για το πότισμα των αιγών τους. Ο πατέρας και ο αδελφός του τραβούσαν νερό από τα πηγάδια με μεγάλους κουβάδες και γέμιζαν τις σκάφες. Οι αίγες ήταν ακροβολισμένες στο κατηφορικό πρανές του οροπεδίου, στη σκιά πριναριών και κυπαρισσιών και μηρυκάζοντας, ανέμεναν το κάλεσμα των βοσκών τους για το πότισμα. Πλησίασε ο μικρός, καλημέρισε πατέρα και θείο, που τον υποδέχτηκαν καλόκαρδα. Κάθισε σε μια πέτρα να ξαποστάσει.
Δεν πέρασε πολύ ώρα, και κίνησε μαζί τους να φέρουν τις αίγες στο πηγάδι. Και κείνες, πειθαρχημένες και ομαδιαστά, έτρεχαν σβέλτα στην κατηφοριά και παρατάσσονταν δίπλα-δίπλα στις σκάφες, πίνοντας με βουλιμία το δροσάτο νερό. Καθισμένοι οι δυο βοσκοί στην άκρη της κάθε σκάφης και βουτώντας στο νερό και στύβοντας τα κροσσωτά μαύρα κεφαλομάντηλα, καλούσαν με χαρακτηριστικές κραυγές-παροτρύνσεις τις όποιες “απρόθυμες” αίγες για πότισμα. Και κείνες, ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα των “αφεντάδων” και σίμωναν…
Στη συνέχεια, μικρός και μεγάλοι άρχισαν να οδηγούν το κοπάδι για την “κούρτα”-μάντρα για το άρμεγμα. Προηγούνταν οι πανέμορφοι μπροστάρηδες τράγοι και ακολουθούσε το κοπάδι των αιγών, πειθαρχημένο. Εισέρχονταν με τάξη στη μάντρα, όπου στριμώχνονταν, αναμένοντας τη σειρά τους να δώσουν το γάλα που βάραινε τους μαστούς τους. Πατέρας και θείος τοποθέτησαν ένα μεγάλο αρμεγάρι (3) στην είσοδο της μάντρας, κι εκείνοι, δεξιά και αριστερά του άρμεγαν εντός του τις αίγες που ο μικρός Γιάννης “προωθούσε” προς την έξοδο. Αυτή εξάλλου ήταν και η “αποστολή” του: Να βοηθήσει τους μεγάλους στο άρμεγμα, αλλά και σε όποια άλλη εργασία του ανέθεταν.
Σαν τέλειωσε το άρμεγμα και με το αρμεγάρι γεμάτο από γάλα που άφριζε, μεταφέρθηκε από τους δυο άντρες στο κτήριο του μητάτου. Το τοποθέτησαν πάνω σε μια παραστιά και σε λίγο ο θείος άναβε φωτιά και αναλάμβανε το βράσιμο και το πήξιμο του γάλακτος. Και ήταν δύσκολη και ιδιαίτερα επιμελημένη τούτη η εργασία που απαιτούσε μεγάλη εμπειρία από τον τυροκόμο για την παρασκευή μυζήθρας, ανθότυρων, τυριών! Δεν πέρασε πολύ ώρα, και φρέσκια και αχνίζουσα μυζήθρα ήταν το “κέρασμα” της μέρας στον όποιο τύχαινε να βρεθεί τέτοιες ώρες στο μητάτο.
…Τέλειωσε κι αυτό. Οι μεγάλοι αποσύρθηκαν για μια μεσημεριάτικη ανάπαυλα στους πρόχειρους κοιτώνες τους. Και ήταν τούτοι πετρόκτιστα πεζούλια, στρωμένα με καλοκοιμιτιές και φασκομηλιές. Ξάπλωσε και ο μικρός Γιάννης σε ένα πεζούλι, πήρε βαθιά ανάσα και ένοιωσε τα πνευμόνια του να ανοίγουν στην τέρψη της ευωδίας των βοτάνων της μάνας-Φύσης…Τέτοια ευχαρίστηση, δεν θυμάται να βίωνε άλλες στιγμές ο ασπρομάλλης σήμερα Γιάννης, ανατρέχοντας σε βάθος χρόνου τις ατραπούς της ηλικίας,!
…Ενωρίς το απόγευμα, ο Γιάννης, με φρέσκια μυζήθρα στο σακουλάκι του, κίνησε για την επιστροφή στο χωριό. Τον ανέμενε το παιχνίδι με τους ομηλίκους του. Εξάλλου, έκανε το καθήκον του και σήμερα, κατά που το καλούσαν οι περιστάσεις. Δεν ήξερε τότε την έννοια της ευτυχίας ο μικρός βοσκός και ας την βίωνε πλέρια στον πετρόχτιστο οικότοπό του, εκείνα τα ανέμελα -κι ας ήταν Πέτρινα- τα χρόνια…
1 Κρούσια: Οροπέδιο, θερινός βοσκότοπος των βοσκών του `Αη-Γιάννη, σε υψόμετρο περί τα 1000 μέτρα.
2 Σακουλάκι – σακούλι (ντοπιολαλιά): Ταγάρι της εποχής υφαντό, με περίτεχνα σχέδια και χρώματα.
3 Αρμεγάρι (ντοπιολαλιά
Σχετικά με την ενδοκοινοτική διακίνηση καρπών εσπεριδοειδών με φύλλα και ποδίσκο από την Διεύθυνση Αγροτικής…
Η Νέα Αριστερά Χανίων διοργάνωσε εκδήλωση την Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου, με θέμα τον υπερτουρισμό, θέτοντας…
Αν υπάρχει μαγεία στον κόσμο μας, γι' αυτήν υπάρχει μία επιστημονική εξήγηση. Αυτό όμως -…
Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 69 ετών, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας από το Ηράκλειο Νίκος Ψιλάκης.…
Έχει και η υποκρισία τα όρια της. Ο Σταϊνμάιερ, ηρθε στο μαρτυρικό τόπο της Καντάνου…
Είναι αυτή η τραγική πραγματικότητα. Η Γερμανία βρίσκει διαρκώς τρόπους να υπεκφεύγει των ευθυνών της…
This website uses cookies.