Γράφει ο Δρ. Γιάννη Θ. Πολυράκης
Γεωπόνος – Συγγραφέας
1956… Πρώτες μέρες του Γενάρη… Βαρύς ο χειμώνας στο χιονοσκέπαστο μικρό βοσκοχώρι. Στην κόγχη του αντικρινού βουνού, ο βασιλιάς ήλιος πάσχιζε να παραμερίσει τις βαριές μολυβένιες νεφοκουρτίνες που ήταν απλωμένες στο θόλο τ’ ουρανού, μα δεν το μπόραγε. Τσαλακωμένες οι λαμπερές του οι αχτίνες πισωγύριζαν και κουλουριάζονταν, ξεδίπλωναν σαν πλόκαμοι οχταποδιού ξανά, ξεχύνονταν με ανανεωμένη την ορμή, μα πάλι ως δεν το κατόρθωναν κάπου να κολλήσουν το φάλι στα πέρατα του στρογγυλού ορίζοντα πισωγύριζαν στη δέστρα τους, στο κορμί του βασιλιά ήλιου. Δεν βοηθούσε και ο Αίολος που λυσσομανούσε όλη τη νύχτα και τάραζε κι αντάριαζε και άφριζε ως πέρα τα πελάγη, ρουθούνιζε καθώς ξεχύνονταν στις λαγκαδιές και τσάκιζε τα παΐδια των δένδρων στα ξέκορφα…. Αποσταμένος, είχε από ώρα αποσυρθεί κατά τη μεριά της πούλιας και στράλιαζε στο ανήσυχο λημέρι του, που δεν κοτούσε άλλη ψυχή να πλησιάσει…
…Απάγκιο σε τούτο το βαρύ χειμωνιάτικο πρωινό για τον εξάχρονο Γιάννη, το ζεστό τζάκι του σπιτιού, στο οποίο τριζοβολούσε μια δυνατή φωτιά που διέχεε τη θαλπωρή της στα γύρω. Στην αγκαλιά του χουχούλιζε ένα μικρό νιογέννητο χαριτωμένο κατάμαυρο κατσικάκι, που απολάμβανε κι εκείνο με το δικό του τρόπο τις στιγμές. Η μητέρα του είχε υποκύψει στη σφοδρότητα του χιονιά, και το μικρό το κατσικάκι βέλαζε απελπισμένα –λες- στο παγωμένο το κουφάρι της. Το πρόλαβε ο βοσκός πατέρας του μικρού Γιάννη και το έφερε στο σπίτι για να το γλυτώσει από τη μανία της καταιγίδας. Δεν ήταν η πρώτη του φορά άλλωστε. `Ηταν συνηθισμένο να μένουν κατσικάκια ορφανά από τη σφοδρότητα των χειμώνων εκείνων των καιρών και ο πατέρας έπαιρνε τα απροστάτευτα μικρά ή νεογέννητα πολλές φορές ζωάκια στο σπίτι του για να τα γλυτώσει.
Τούτη τη φορά, ο πατέρας, εμπιστεύτηκε τη φροντίδα του ανυπεράσπιστου κατσικιού, στον μικρό Γιάννη, μιας και το Σχολείο του –ως καλοκαιρινό- είχε κλείσει από τα Χριστούγεννα, και θα άνοιγε ξανά την 1η Μάρτη. Του έφερε και ένα μπιμπερό της εποχής, με το οποίο ο μικρός, ευχαρίστως τάιζε τον μικρό “φίλο” του με φρέσκο πρωτόγαλα ή γάλα από άλλες “μάνες” του κοπαδιού. Και έγιναν πράγματι φίλοι. Το κατσικάκι έγινε κάτι σαν τη σκιά του μικρού και τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα. Το ένστικτό του, υποκατέστησε την κατσίκα-μάνα στη θωριά του μικρόσωμου βοσκού και τον ακολουθούσε παντού. Τα πρωινά, (κλεισμένο στη ζεστασιά της κουζίνας) καλούσε με βελάσματα τον δίποδο φίλο του. Κι εκείνος μόλις ξυπνούσε έτρεχε κοντά του, του ετοίμαζε το γάλα στο μπιμπερό, κάθιζε στο τζάκι, και με το κατσικάκι κουρνιασμένο στα γόνατά του απολάμβαναν την ιδιότυπη συντροφιά τους, με το κατσικάκι να ρουφά με βουλιμία το γάλα που του πρόσφερε ο φίλος του…
…Περνούσαν οι μέρες, και το κατσικάκι μεγάλωνε… Ακολουθούσε το Γιάννη –σαν σκυλάκι- όπου πήγαινε: Στο διπλανό το σπίτι για παιχνίδι, στα θελήματα που τον έστελνε συχνά η μάνα. Ακόμη και τα τσομπανόσκυλα της αυλής είχαν συνηθίσει την παρουσία του, και του κουνούσαν –ξαπλωμένα σαν ήταν- φιλικά, την ουρά τους…
Παιδί και κατσικάκι, γίνονταν αχώριστοι, ολοένα και περισσότερο.
Ο Γιάννης άρχισε να του δίνει και τρυφερά χορταράκια, που το κατσικάκι τα δεχότανε πρόθυμα και με βουλιμία….
…Πέρασε ο καιρός, λιγόστεψαν τα κρύα, άρχισε να αχνοφαίνεται ένας ζεστός ήλιος στο στερέωμα…Τις περισσότερες ώρες τις περνούσαν οι δυο φίλοι έξω από το σπίτι, στην αυλή, στα κοντινά σοκάκια της γειτονιάς. Άνοιξε και το Σχολείο, και το κατσικάκι παρέμενε –δεμένο πλέον- να περιμένει το φίλο του να σχολάσει. Άγνωστο, ποιος απ’ τους δυο ανυπομονούσε περισσότερο!
Πλησίαζε και το Πάσχα, και στο μυαλό του μικρού βοσκού φώλιασε η σκέψη η στενάχωρη: «Μήπως ο πατέρας προόριζε το κατσικάκι του για “λαμπριάτη”;»*
Στη σκέψη αυτή μελαγχόλησε και άνοιξε την καρδιά του στον πατέρα:
«Μπαμπά, μη σφάξεις σε παρακαλώ το κατσικάκι μου το Πάσχα!…Σε παρακαλώ!»
Γέλασε καλόκαρδα ο πατέρας, και με κείνο το μειλίχιο ύφος του, του απάντησε:
«Όχι παιδί μου, δεν θα το σφάξω το Πάσχα. Και αυτό, για δυο λόγους: Πρώτον γιατί είναι φίλος σου και το ανάθρεψες εσύ, και δεύτερο, γιατί είναι θηλυκό, και δεν σφάζουμε θηλυκά κατσίκια το Πάσχα. Θα το πάμε στο κοπάδι μας να γεννήσει και αυτό κατσικάκια, και θα έχουμε για λαμπριάτη, ένα άλλο, αρσενικό».
Ανακούφιση στον μικρό. Ωστόσο, με δάκρυα στα μάτια αποχωρίστηκε σε λίγες μέρες το κατσικάκι του που είχε ήδη μεγαλώσει αρκετά, και το πήρε ο πατέρας να το εντάξει στο κοπάδι τους…
…Πέρασαν μήνες, χρόνια… Ο μικρός Γιάννης, όποτε πήγαινε στον βοσκοτοπό τους στα ορεινά Κρούσια και του φώναζε -καθώς του είχε δώσει και όνομα: “Μαυρουλιό”- εκείνο, κατσίκα πλέον, έτρεχε με δυνατά βελάσματα κοντά του κουνώντας την ουρίτσα του και όρθιο, αγκάλιαζε με τα μπροστινά ποδάρια του τον φίλο του, τροφό του και υποκατάστατο της μάνας σε καιρούς δύσκολους…
…Πέρασαν και άλλα χρόνια. Ο μικρός Γιάννης, έφηβος πλέον, καμάρωνε τους απογόνους του “Μαυρουλιού” του, όπως τους έδειχνε ο πατέρας, που γνώριζε το “γενεαλογικό δέντρο” των κατσικιών του στον ορεινό βοσκότοπό τους…
….Πέρασαν και άλλα χρόνια… Πολλές φορές στον κόσμο του Μορφέα τα βράδια, έρχεται το “Μαυρουλιό” στον ασπρομάλλη πλέον Γιάννη να θρονιαστεί στα γόνατά του και να απολαμβάνει μαζί του την άδολη φιλία τους…Δυο φίλοι…δυο ετερόκλητα είδη του ζωικού βασιλείου…
* λαμπριάτης = κατσίκι ή αρνί
που έσφαζαν το Πάσχα
Σχετικά με την ενδοκοινοτική διακίνηση καρπών εσπεριδοειδών με φύλλα και ποδίσκο από την Διεύθυνση Αγροτικής…
Η Νέα Αριστερά Χανίων διοργάνωσε εκδήλωση την Παρασκευή, 1 Νοεμβρίου, με θέμα τον υπερτουρισμό, θέτοντας…
Αν υπάρχει μαγεία στον κόσμο μας, γι' αυτήν υπάρχει μία επιστημονική εξήγηση. Αυτό όμως -…
Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 69 ετών, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας από το Ηράκλειο Νίκος Ψιλάκης.…
Έχει και η υποκρισία τα όρια της. Ο Σταϊνμάιερ, ηρθε στο μαρτυρικό τόπο της Καντάνου…
Είναι αυτή η τραγική πραγματικότητα. Η Γερμανία βρίσκει διαρκώς τρόπους να υπεκφεύγει των ευθυνών της…
This website uses cookies.