«Ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι’ αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της», απαντά ο Αρχιεπίσκοπος τονίζοντας ότι είναι αβάσιμες και πλασματικές οι επικρίσεις των οποιωνδήποτε πολεμίων της Εκκλησίας ότι δήθεν συνεργάστηκε με τη χούντα.
Ακολουθεί ολόκληρη η επιστολή:
«Η υπόθεση της Εκκλησίας είναι υπόθεση ενός λαού και όχι βεβαίως ενός υπουργού, όταν μάλιστα παραθεωρούνται θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 13) και διατάξεις του εκτελεστικού νόμου του ισχύοντος Συντάγματος.
Ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι’ αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της.
Άλλωστε αν ίσχυαν οι παντελώς αβάσιμες και πλασματικές επικρίσεις ότι δήθεν η Εκκλησία συνεργάσθηκε με τη Δικτατορία, τότε θα πρέπει να απαντηθούν από τους επικριτές της τα επόμενα σοβαρά ερωτήματα ήτοι αν είχε συνεργασθεί η Εκκλησία με τη Δικτατορία τότε:
Γιατί ενθρονίστηκε αυθαιρέτως, παρανόμως και αντικανονικώς ο σθεναρώς αρνηθείς να παραιτηθεί γηραίος Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος;
Γιατί απαγορεύθηκε η συνέλευση της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και γιατί συγκροτήθηκε μια ολιγομελής «αριστίνδην» Σύνοδος εκλεκτών της Αρχιερέων τόσο για την εκλογή νέου Αρχιεπισκόπου όσο και για τη διοίκηση της Εκκλησίας αντί της Ιεραρχίας;
Γιατί εκδιδόταν ανά εξάμηνο μία νέα νομοθετική παράταση για την απαγόρευση της συνελεύσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας μέχρι το 1970;
Γιατί σε ολόκληρη την επταετία απαγορεύθηκε οποιοσδήποτε διορισμός έστω και ενός θεολόγου στη Μέση Εκπαίδευση;
Γιατί δεν συνδέθηκε το πλασματικό σύνθημα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» με τις θεσμικές εκφράσεις μιας πρόθυμης σε συνεργασία, όπως υποστηρίζουν σκοπίμως οι επικριτές της, εκκλησιαστικής ηγεσίας;»