Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Μια γόνιμη επιστημονική εκδήλωση έλαβε χώρα το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στα Χανιά, οργανωμένη από το Εργαστήριο Μελέτης και Τεκμηρίωσης του Ελληνικού Θεάτρου, το οποίο εδρεύει στο Θεατρικών Σπουδών της Αθήνας υπό τη διεύθυνση της καθηγήτριας Σοφίας Φελοπούλου. Θέμα του συνεδρίου ήταν το διαχρονικά βασανισμένο θέατρο της περιφέρειας και το σύνολο, σχεδόν, των ανακοινώσεων επικεντρώθηκε στα ζητήματα της σημαντικής ιστορικής του ανάπτυξης. Τα συμπεράσματα ωστόσο που αφορούν το μέλλον της επαγγελματικής καλλιτεχνικής ζωής στην περιφέρεια παραμένουν εξίσου δυσοίωνα.
Οι δραστικές περικοπές που δέχτηκαν τα ΔΗΠΕΘΕ επί κρίσης, η μέγκενη της γραφειοκρατίας στην οποία έχουν εγκλωβιστεί, η άναρχη ανάπτυξη του ερασιτεχνικού θεάτρου, μαζί βέβαια με την κόπωση που επέφερε η αδιαφορία του κέντρου για ό,τι επιτελείται εκτός της εμβέλειάς του, όλα τα παραπάνω έχουν οδηγήσει την καλλιτεχνική κίνηση της περιφέρειας σε διαρκή κρίση, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που διατείνονται πως το θέατρο της περιφέρειας ζητά πλέον επειγόντως τη δραστική του αναμόρφωση.
Μα ας μην υποκρινόμαστε πως ενδιαφερόμαστε διακαώς για το θέατρο της επαρχίας ή έστω ότι γνωρίζουμε όσα γίνονται στον χώρο του. Πέρα από τις τακτικές εμφανίσεις των ΔΗΠΕΘΕ στα θερινά μας θέατρα και όσα τα ίδια αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν στα θέατρα του κλεινού άστεως τον χειμώνα, η υπόλοιπη εργασία τους παραμένει μάλλον αόρατη. Ουδείς γνωρίζει, ας πούμε, τι βλέπουν από τον Οκτώβριο μέχρι τον Μάηιο ο Κερκυραίος στην Κέρκυρα, ο Κοζανίτης στην Κοζάνη και ο Κομοτηνιός στην Κομοτηνή.
Το κρίμα είναι πως κάποιες από τις αόρατες αυτές εργασίες των θεάτρων στην περιφέρεια θα άξιζαν μια γενικότερη σήμανση. Το θέατρο του Παπανδρέου παλαιότερα στη Θεσσαλονίκη ή του Βιρβιδάκη σήμερα στα Χανιά, μα και οι δουλειές των τελευταίων ετών στη Λάρισα, στα Γιάννενα, στην Κρήτη, τις Σέρρες και την Καβάλα θα έπρεπε κανονικά να παρακινούν τους συντάκτες των πολιτιστικών σελίδων να επισκεφτούν τα θέατρα και τις πόλεις τους – έστω και φορώντας παλτό. Ειδικά τα τελευταία χρόνια από τις Σέρρες μέχρι το Αγρίνιο και από τη Θεσσαλία στην Καβάλα, πληθαίνουν οι προτάσεις που αφορούν τη διαδραστική σχέση του θεάτρου με τον στενό κοινωνικό και τοπικό χώρο του, κυρίως μέσα από το θέατρο της πραγματικότητας των νέων σκηνοθετών/τριών.
Ετσι κάπως είδαμε κι εμείς -δηλαδή, συγκυριακά- το «Πράσινο φουστανάκι» της Κιτσοπούλου ανεβασμένο από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης (διαχρονικά από τα πλέον παραγωγικά και γόνιμα θέατρα της περιφέρειας) στη σκηνοθεσία της Εφης Θεοδώρου. Το έργο του 2007 είναι πλέον «παλιό» με τα σημερινά μέτρα, εντασσόμενο στην πρώτη εκείνη δεκαετία του αιώνα που επέδρασε καθοριστικά στη μετέπειτα όψη του θεάτρου μας. Μα η παράσταση στα Χανιά παρουσιάστηκε ξαφνικά σε εμάς απρόσμενα φρέσκια, απρόσμενα τωρινή, μα και απρόσμενα αναγκαία. Σαν μια απολύτως αυτόνομη και ιδιοσυγκρασιακή πρόταση που όχι μόνο θα μπορούσε να ενταχθεί ισότιμα στην αθηναϊκή σεζόν, αλλά θα ήταν ικανή να συμπεριληφθεί στα βραβεία της…
Ο λόγος γι’ αυτό ξεκινά από την ανανεωμένη σχέση που η παράσταση αποκτά με το ίδιο το κείμενο της Κιτσοπούλου. Ανανεωμένο κατ’ αρχάς από τη συγγραφέα με την ευκαιρία της νέας παρουσίασής του, αποκτά πλέον -και μετά την παρέμβαση της σκηνοθέτιδας- όχι τη μορφή του μονολόγου που ξέραμε, αλλά της κοινής συνισταμένης τριών διακριτών γυναικείων φωνών. Η «διάσπαση» αυτή εντάσσει το έργο στο πεδίο της χορικότητας, του δίνει περίσσια ενέργεια μα ταυτόχρονα αποκαλύπτει την κρυμμένη πολιτική του διάσταση.
Το «Πράσινο φουστανάκι» ήταν μέχρι τώρα η απολύτως ξεχωριστή αναρχοαφρίζουσα φωνή μιας κοπέλας στις αρχές του αιώνα που ήθελε να μιλήσει ελεύθερα, αποτινάσσοντας κάθε επικάλυψη σοβαρότητας, σπουδαιοφάνειας ή ωριμότητας… Το αποτέλεσμα ήταν ένα κείμενο που ακούγεται (και είναι) σχεδόν παραληρητικό, άναρχο και αταξινόμητο. Πότε με τη σάτιρα και πότε με τη θυμοσοφία του, κάποτε απλώς με την κοινή σαχλαμάρα του, το «Φουστανάκι» της Κιτσοπούλου έδειχνε το 2007 πως το πρώτο χαλινάρι που φοράνε σε έναν νέο καλλιτέχνη είναι η πρόθεσή τους να τον πάρουν στα σοβαρά.
Πέρα από τη δραματουργική παρέμβαση που περιγράψαμε, η σκηνοθεσία της Θεοδώρου αναγνωρίζει στο «Φουστανάκι» τα γονίδια της ντανταϊστικής επιθεώρησης, με τρέλα, μουσική, θόρυβο και αταξία. Είναι ένα πάρτι χωρίς σαφές θέμα που μπορεί να θέσει στο κέντρο του την αυθυπαρξία της γυναίκας ως ελεύθερου σώματος – μαζί με το κέφι, το γέλιο και το λυτρωτικό αίσθημα του πανηγυριού. Δυνατή μουσική λοιπόν, θαυμάσια τραγούδια ή διασκευές από την Αναστασία Γιαμούζη, σκηνική πανδαισία από τον Αγγελο Μέντη και άφθονος διονυσιακός παλμός από τον Ερμή Μαλκότση οδηγούν από κοινού σε ένα θέατρο ολικό, αλλά, τελικά, και σε ένα συνολικό «πολιτικό» θέμα, που έμοιαζε κρυμμένο τόσα χρόνια κάτω από την επιμελώς αφελή διάσταση της Κιτσοπούλου. Είναι το γυναικείο σώμα που ζητά να μιλήσει, να φωνάξει και να καεί μέσα στην απλότητα, την άδολη χάρη και την αδιαπραγμάτευτη ομορφιά του.
Στην άγρια αυτή δήλωση ενώθηκαν οι τρεις φωνές της ίδιας κοπέλας ερμηνευμένες με περισσή πεποίθηση από τις Ιώ Ασηθιανάκη, Σίσσυ Δαμουλάκη και Στελλίνα Ιωαννίδου. Τρεις καλλιτέχνιδες της επαρχίας (που εμπλέκονται μάλιστα ενεργά στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης) τολμούν να ανεβούν ψηλά στο παλκοσένικο, να βγάλουν την μπούργκα της αόρατης και συμβιβασμένης παρουσίας και να τσαλακώσουν την εικόνα τους. Τι πιο καλλιτεχνικό από αυτό; Η παράσταση είναι κατάλληλη για τους «άνω των 15», που σημαίνει πως για αυτούς τους θεατές η παράσταση στρέφεται πιθανόν και προς τη δική τους παιδική ηλικία, προς το σκοτεινό πρόσωπο της επαρχίας και τα δεσμά του. Η παράσταση επομένως δεν αποτελεί απλή «αναπαράσταση» αλλά καλυμμένη «επιτέλεση», που ξεκινά μάλιστα από τις ίδιες τις ερμηνεύτριες για να καταλήξει σε όποιον ζητάει να «βγάλει την μπούργκα», ακόμα και χωρίς να γνωρίζει «τι θα λέει για μια ώρα» αμέσως μετά.
Είναι χαρά να βλέπεις το κέφι, τη ζωντάνια και την ικανότητα με τα οποία οι τρεις νέες ηθοποιοί αλλάζουν το ύφος, την πόζα και τη συνθήκη τους, κινούμενες σαν το νερό από την παρλάτα στη μουσική και από τον χορό στην υπόκριση. Και με πόση αλήθεια το κάνουν! Να γιατί πρέπει να βλέπουμε τις παραστάσεις της επαρχίας και πρέπει να τις βλέπουμε στον τόπο τους. Μόνο τότε μπορούμε να καταλάβουμε την τόλμη αλλά και τον θυμό τους. Στα δικά μας, τα ασφαλή λημέρια οι ίδιες αυτές παραγωγές, κι αν ακόμη διατηρούν τον καλλιτεχνικό τους μηχανισμό, έχουν αφήσει πίσω τους το αληθινό πυροδοτικό τους φορτίο.