Η συνέχιση της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ με την τρόικα που έγινε κουαρτέτο, ιδιαίτερα μετά την προκαταρκτική συμφωνία της 12ης του Ιούλη, ανέδειξε τη «βεντάλια» των αντιθέσεων και ανταγωνισμών που αναπτύσσονται μέσα στο οικοδόμημα της Ευρωζώνης και της ίδιας της ιμπεριαλιστικής λυκοσυμμαχίας της ΕΕ. Αποδεικνύοντας ότι, παρά τις διακηρύξεις περί σύγκλισης των οικονομιών, η πραγματικότητα δείχνει ότι οι αποστάσεις μεγαλώνουν όχι εξαιτίας κάποιας κυρίαρχης πολιτικής, όπως λένε διάφοροι, αλλά αντικειμενικά εξαιτίας του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης που είναι απαράβατος σε συνθήκες καπιταλισμού. Η σκληρή διαπραγμάτευση, που γίνεται από όλες τις πλευρές για λογαριασμό των συμφερόντων των εθνικών αστικών τάξεων και επιχειρηματικών ομίλων, διεξάγεται στο φόντο της προοπτικής μηδενικής ανάκαμψης της τάξης του 0,8 % του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, που προβλέπεται από τους διάφορους ευρωενωσιακούς θεσμούς, με δεδομένα τα υψηλά ποσοστά ανεργίας για τις αδύναμες οικονομίες, όπως η Ελλάδα και τα νέα αντιλαϊκά μέτρα παντού, ώστε οι καπιταλιστές να βγουν με λιγότερες απώλειες από την κρίση. Στο στόχαστρο, δεκαετίες τώρα, βρίσκονται τα εργατικά – λαϊκά συμφέροντα, οι όποιες κατακτήσεις και δικαιώματα έχουν απομείνει. Σε αυτά οι αστοί συμφωνούν και τα προχωράνε. Εκεί που αναπτύσσονται οι αντιπαραθέσεις είναι στο ποια αστική τάξη, ποια μερίδα του κεφαλαίου θα υποστεί τη μικρότερη ζημιά.
Σε αυτήν τη βάση αναπτύσσονται η κόντρα και η διαφωνία των αστικών τάξεων της Γαλλίας, της Ιταλίας με τη γερμανική αστική τάξη, που έχει βγει πιο ωφελημένη από την κρίση. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και των Συνόδων των ευρωενωσιακών οργάνων ήδη καταστρώνονται σχέδια για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η Ευρωζώνη. Τα αστικά επιτελεία τα απασχολεί το ζήτημα του πώς αυτή η ένωση θα μπορέσει να εμβαθύνει, πράγμα που συνδέουν με την προώθηση της λεγόμενης πολιτικής ένωσης και των πιο σφικτών ενιαίων διαδικασιών διακυβέρνησης, με κοινή οικονομική πολιτική και ανάλογους θεσμούς. Το εγχείρημα που προβάλλεται ιδιαίτερα από τη γαλλική αστική τάξη, το κυρίαρχο τμήμα της τουλάχιστον, συναντά ωστόσο την αντίδραση της γερμανικής αστικής τάξης, που θέλει να διατηρήσει για τον εαυτό της την πρωτοκαθεδρία στη Ζώνη του Ευρώ και την ΕΕ. Το λεγόμενο «ελληνικό ζήτημα» και το ενδεχόμενο της εξόδου από το ευρώ («grexit»), που προβλήθηκε ευρέως, ήταν η αφορμή για να εκδηλωθεί η γαλλο-γερμανική κόντρα, που προϋπήρχε. Τους διαφόρους Ολάντ και Ρέντσι, που έχουν τη στήριξη και των ΗΠΑ, δεν τους πήρε ο πόνος για τον ελληνικό λαό, αλλά το να προωθήσουν σχέδια που θα επιτρέψουν στο κεφάλαιο των χωρών τους να διεκδικήσει καλύτερες θέσεις, μεγαλύτερο κομμάτι από τον πλούτο που παράγουν οι εργαζόμενοι στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία.
Θυμίζουμε ότι το ζήτημα της πολιτικής ένωσης είχε μπει σε κοινό κείμενο των προέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Γιούνκερ), Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Τουσκ), της Ευρωβουλής (Σουλτς), του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομικών – Γιούρογκρουπ (Ντάισελμπλουμ) και του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Ντράγκι) στα τέλη Ιούνη, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Και, βέβαια, η εμβάθυνση της τραπεζικής ένωσης, η ενοποίηση των οικονομικών πολιτικών, με ένα υπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, σημαίνει και πολιτική ένωση. Ακολούθησε η τοποθέτηση του Γάλλου Προέδρου ότι απαιτείται να προχωρήσει η πολιτική ενοποίηση με τις πιο πρωτοπόρες χώρες, μιλώντας ουσιαστικά για Ευρωζώνη δύο ταχυτήτων. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση και η δυσκολία ανάκαμψης έφεραν στην επιφάνεια όλο το πλέγμα των αντιθέσεων μεταξύ αστικών τάξεων, που πηγάζει από την καπιταλιστική ανισομετρία. Όλα, λοιπόν, τα ενδεχόμενα για το μέλλον του ευρώ πρέπει να θεωρούνται ανοιχτά. Από την πορεία των συνολικών αυτών εξελίξεων θα κριθεί, σε μεγάλο βαθμό, η προοπτική της καπιταλιστικής Ελλάδας εντός ή εκτός ευρώ αργά ή γρήγορα. Το βέβαιο είναι ότι από την όποια έκβαση εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης ο λαός θα μετρά νέες απώλειες.
Το άρθρο αυτό αναδημοσιεύεται από την στήλη «Η Άποψή μας» του Ριζοσπάστη της Πέμπτης 6 Αυγούστου 2015