Της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη
-Ιιιιιχ….. …Ιιιιιιιιιχ…….
Ακούστηκε το σιγανό κλάμα της Δέσποινας στον ύπνο της.
-Τι είναι, μάνα; Ρώτησε η Αλκυόνη που “λαγοκοιμόταν” δίπλα της.
-Τίποτα. Απάντησε η μάνα της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, όμως, πρόσθεσε:
-Ονειρευόμουν πως βρέθηκα στο φούρνο του Κροντηρά, στην παλιά γειτονιά μου. Παραδίδανε, λέει, την επιχείρηση σε άλλον. Ήταν εκεί όλοι τους, ο πατέρας, η μάνα και τα παιδιά τους. Ο φούρνος καθαρός, άδειος, σκουπισμένος. Ήμασταν οι γείτονες εκεί και κλαίγαμε από συγκίνηση. Τόσα χρόνια στη γειτονιά μας, εκείνοι οι άνθρωποι… Αυτός ο φούρνος, ξέρεις πώς ήταν, κάποτε; Κάθε Λαμπροχριστούγεννα στεκόταν οι νοικοκυραίοι από τα χαράματα στη σειρά και περιμένανε να πάρουνε λαμαρίνες. Είχε ο φούρνος καμιά σαρανταριά, αλλά πού να φτάσουν!
-Και πήγαιναν και έστεκαν οι νοικοκυρές από τα χαράματα στην ουρά; Ρώτησε η Αλκυόνη, για να δώσει συνέχεια στη συζήτηση.
-Όχι μόνο οι νοικοκυρές, αλλά και οι νοικοκυραίοι και οι γιοί τους! Ερχόντουσαν και από την απάνω γειτονιά, που δεν είχε φούρνο.Έπαιρναν συνήθως δυο λαμαρίνες, για να βάλουν στη μια τα μελομακάρονα και στην άλλη κουραμπιέδες. Ή για να βάλουν στη μια κουλουράκια και στην άλλη κουλούρες, το Πάσχα. Μοσχοβολούσε όλος ο τόπος από τις μυρουδιές του φούρνου!
Στα λόγια αυτά της μάνας της η Αλκυόνη άκουσε ένα ανεπαίσθητο τσαλάχισμα, σαν να ξεδιπλώνονταν λαδόκολλες με φρεσκοψημένα κουλουράκια και κουραμπιεδομελομακάρονα. Οσφράνθηκε την ευωδιά του βούτυρου και της μαστίχας, ενώ έφτανε στ’ αυτιά της ο αντίλαλος από τις κουβέντες των γειτόνων μέσα στην πρώτη αυγή.
-Τι χρόνια, κι εκείνα! Ψιθύρισε.
-Τότε που άρχισαν να πουλάνε οι φούρνοι και κουλουράκια, να δεις τι γινότανε! Είχανε πολλή δουλειά, καλές εισπράξεις! Βέβαια, είχαν και πολλή κούραση οι φουρνάρηδες! Ο καημένος ο Λάμπης είχε πάθει φλεβίτιδα από την ορθοστασία. Μεγάλος κόπος να ανάβουνε το φούρνο με τα ξύλα, να καθαρίζουνε τις στάχτες, άσε το κάρβουνο που αναπνέανε!
-Προφταίνανε καθόλου να μαγειρεύουν, να φτιάχνουν τα δικά τους γλυκά; Ρώτησε η Αλκυόνη.
-Όπως το ξέρεις, του τσαγκάρη τα στιβάνια πάντα είναι αμπάλωτα. Έτσι και οι φουρνάρηδες στη γειτονιά μας, δεν είχαν καιρό για μαγειρέματα. Θυμάμαι που έβγαζαν με ένα κουτάλι, μια κουταλιά από το λίπος που είχε κάθε ταψί και το “μετάγγιζαν” σε ένα πήλινο σκεύος. Ύστερα, ένας-ένας, ανέβαιναν επάνω, στον οντά. Ασφαλώς θα έτρωγαν πρόχειρα, στο πόδι. Έβρεχαν λίγο ψωμί μέσα στο ζουμί -κι αυτό ήταν όλο. Ύστερα κατέβαιναν στη δουλειά. Τις γιορτές, πάλι, οι γείτονες έδιναν, από μόνοι τους, δυο-τρία ψημένα κουλουράκια ή γλυκά ή καλιτσουνάκια από τη λαμαρίνα. Έτσι γινόταν τότε. Ήταν φτωχά χρόνια και μεγάλος ο αγώνας για επιβίωση.
Σήμερα βλέπω αυτό το φούρνο, τον σκέπτομαι κλειστό και βουβό, σαν παραπονεμένο άνθρωπο. Θυμάμαι που, όταν “πρωτοκυκλοφόρησαν” στην αγορά οι ηλεκτρικές κουζίνες, ο μικρότερος γιος, ο Τάσος, είπε:
-Πάει,τέλειωσε η δουλειά μας, Τώρα. πια, θα τα ψήνουν όλα στο σπίτι τους…
-Καταλαβαίνω. Είπε η Αλκυόνη.
-Η τεχνολογία τα επισκίασε όλα. Ναι μεν βοήθησε σε πρακτικά ζητήματα τον άνθρωπο, παράλληλα όμως περιόρισε ή κατάργησε επαγγέλματα και χώρους που βοήθησαν στην καλλιέργεια των ανθρώπινων σχέσεων. Με τη λογική των αριθμών, ένα ζυμωτήριο είναι πιο οικονομικό από τα ανθρώπινα χέρια, μια κουρευτική μηχανή επίσης, όμως οι φούρνοι και τα κουρεία ήταν, κατά μια έννοια, περίπου όπως τα παραδοσιακά καφενεία.
Ήταν τόποι συνάντησης, ανταλλαγής ειδήσεων, επικοινωνίας.
-Κάναμε ένα καλό μνημόσυνο στους Κροντηράδες απόψε. Είπε η Αλκυόνη και ρώτησε:
-Αλήθεια, από πού είχαν έρθει;
-Είχαν έρθει από την Ήπειρο. Φτωχή οικογένεια, με τέσσερα παιδιά. Φτώχεια, μεγάλη φτώχεια… Στάθηκαν στα πόδια τους με μεγάλες στερήσεις. Θυμάμαι που ένας γιος, ο Δήμος, έπινε μόνο βραστάρι. Δεν επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια να πιει λίγο γάλα. Έλεγε: “Δε βαριέσαι,τι τσάι, τι γάλα… Νερό είναι και τα δύο…”. Για το λόγο αυτό ήταν πολύ αδύνατος. Μόνο όταν τον χτύπησε η αρρώστια άρχισε να τρώει κάπως καλύτερα. Αλλά ήταν αργά… Δεν ξέρω γιατί τους ονειρεύτηκα απόψε. Ίσως επειδή έγραψα τα ονόματά τους στο χαρτάκι “Υπέρ αναπαύσεως της ψυχής”, που άφησα στην ενορία μας. Σκέφτηκα, οι μέρες που είναι, πως δεν έχουν κάποιον να τους μνημονεύει…
– Άξιζε η νυχτερινή μας κουβέντα. Οπότε, δεν πειράζει που σε ξύπνησα. Σχολίασε με συγκίνηση η Αλκυόνη.
-Τι ήταν αυτή η επίσκεψη… Ακόμα βλέπω τη γερόντισσα φουρνάρισσα, σκεβρωμένη, να συμπαραστέκεται στα παιδιά της. Ο Θεός να τους αναπαύει όλους. Άντε, καλό ξημέρωμα να έχουμε… Είπε η Δέσποινα και κρύφτηκε ολάκερη, μέχρι την κορυφή της κεφαλής, κάτω από τις κουβέρτες.
Έξω η πνοή του χειμωνιάτικου αγέρα αντάμωνε τα πολύχρωμα λαμπιόνια που φωταγωγούσαν τους δρόμους και προανάγγελαν την άφιξη των Χριστουγέννων.
Το κρίσιμο ζήτημα των ορίων αποστρατείας των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠΟΠ) έθεσε με ερώτησή του προς…
Η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Χανίων προειδοποιεί τους καταναλωτές για μια νέα απόπειρα εξαπάτησης μέσω…
Ο Πρόεδρος του κόμματος Ελληνική Λύση, Κυριάκος Βελόπουλος, κατέθεσε επίκαιρη ερώτηση προς τους αρμόδιους υπουργούς,…
Ο βουλευτής Α΄ Ανατολικής Αττικής της Ελληνικής Λύσης, Στυλιανός Φωτόπουλος, κατέθεσε ερώτηση προς τον Υπουργό…
Το πρώτο πανελλήνιο βραβείο για την επιστημονική μελέτη με θέμα τον εθισμό στο διαδίκτυο και…
Ο Δήμος Αποκορώνου, σε συνεργασία με πολιτιστικούς συλλόγους και τον Δήμο Βοΐου, προχώρησε στην ανέγερση…
This website uses cookies.