του Ερμή Ποφάντη*
Για να οδηγηθούν οι περισσότερες χώρες του πλανήτη σε περιορισμό της κυκλοφορίας ολόκληρου του πληθυσμού τους και πάγωμα της οικονομικής τους δραστηριότητας, βασίστηκαν σε συγκεκριμένα μοντέλα υπολογισμού της διασποράς και της θνησιμότητας της ασθένειας COVID-19, που προκαλείται από τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2. Στην Αγγλία, το μοντέλο που λήφθηκε υπ’ όψη από την κυβέρνηση Τζόνσον έκανε λόγο για θνησιμότητα της τάξης του 0,9% (1). Παράλληλα, η Γερμανική κυβέρνηση δήλωσε ότι αναμένουν έως και το 70% των Γερμανών να νοσήσει (2). Στις Η.Π.Α. ο διευθυντής του εθνικού ινστιτούτου αλλεργιών και λοιμώξεων, Anthony Fauci, δήλωσε στο Κογκρέσο ότι ο κορωνοϊός είναι δέκα φορές πιο θανατηφόρος από την κοινή γρίπη (3), με θνησιμότητα στο 1%, μια κατάθεση που οδήγησε στην επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας για την συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών. Φυσικά η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να πάει πίσω, καθώς ο εθνικός επιδημιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας εκτίμησε τη θνησιμότητα του νέου ιού στο 2% δηλαδή 20 φορές πιο θανατηφόρα από την κοινή γρίπη που βρίσκεται στο 0,1% (4). Αντιστοιχούν όμως στην πραγματικότητα αυτές οι εκτιμήσεις ή βρισκόμαστε μπροστά σε μία πανδημία μαζικής υστερίας;
Η θνησιμότητα μιας ασθένειας υπολογίζεται ως το πηλίκο των θανάτων προς τους νοσούντες . Συνεπώς για να υπολογιστεί με ακρίβεια η θνησιμότητα, χρειάζεται να ξέρουμε πόσοι έχουν νοσήσει αλλά και το πόσοι ασθενείς πεθαίνουν εξ’ αιτίας της ασθένειας COVID-19 και όχι από άλλα αίτια. Αυτή τη στιγμή το νούμερο που εμφανίζεται ως ο συνολικός αριθμός κρουσμάτων αντιστοιχεί σε όσους έχει ανιχνευτεί ο SARS-CoV-2 από όσους έχουν καταφέρει να κάνουν τεστ. Με άλλα λόγια, ο λεγόμενος αριθμός των «κρουσμάτων» δεν είναι παρά μια αντανάκλαση των δυνατοτήτων διεξαγωγής τεστ RT-PCR της κάθε χώρας και δεν αντιστοιχεί στον πραγματικό αριθμό κρουσμάτων. Σε ό,τι αφορά τους θανάτους, τα κριτήρια με τα οποία καταχωρείται ένας ασθενής ως θανών εξ’ αιτίας του κορωνοϊού είναι πλήρως ασαφή.
Ο τρόπος με τον οποίο καταμετρώνται τα κρούσματα του κορωνοϊού είναι με την διεξαγωγή ενός τεστ RT-PCR, όπου θεωρητικά ακόμη και ένας μοναδιαίος κορωνοϊός στο δείγμα ενός ατόμου αρκεί για να βγει το τεστ θετικό. Όμως αυτό το τεστ διεξάγεται μόνο στα άτομα που είναι ύποπτα για τον ιό, δηλαδή κυρίως σε άτομα με συμπτώματα γρίπης· τα άτομα που βγαίνουν θετικά στο τεστ προσμετρώνται στον συνολικό αριθμό κρουσμάτων της εκάστοτε χώρας. Όμως αυτή η μέθοδος τεστ παραλείπει μια πολύ σημαντική κατηγορία του πληθυσμού, που είναι τα άτομα που έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό αλλά έχουν μόνο ήπια ή καθόλου συμπτώματα. Παραλείποντας αυτό το κομμάτι των «σιωπηρών» κρουσμάτων από τα επίσημα νούμερα, είναι αυτονόητο ότι ο ρυθμός θνητότητας του COVID-19 υπολογίζεται υψηλότερος του πραγματικού. Πόσο μεγάλο όμως είναι αυτό το κομμάτι των κρουσμάτων που δεν καταγράφεται;
Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να διαπιστωθεί η εξάπλωση ενός ιού στον γενικό πληθυσμό τους πρώτους μήνες διάδοσής του είναι με τεστ αντισωμάτων. Επί της ουσίας, ελέγχεται η ύπαρξη αντισωμάτων ενάντια σε έναν συγκεκριμένο ιό στο αίμα ενός ατόμου. Αν ανιχνευτούν τέτοια αντισώματα τότε υπάρχουν ενδείξεις ότι το άτομο έχει ανοσία στον συγκεκριμένο ιό.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν δημοσιευτεί τα αποτελέσματα αρκετών τέτοιων ερευνών σε διάφορες χώρες, με απρόσμενα αποτελέσματα. Στις αρχές Απριλίου δημοσιεύτηκαν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα μιας μελέτης στη Γερμανία, όπου περίπου 500 κάτοικοι ενός χωριού ελέγχθηκαν για αντισώματα εναντίον του νέου κορωνοϊού. Οι ερευνητές βρήκαν ότι περίπου το 15% του πληθυσμού είχε ήδη αποκτήσει αντισώματα ενάντια στον SARS-CoV-2. Ανάγοντας τα ευρήματά τους στον πληθυσμό της Γερμανίας, υπολογίστηκε ότι η πραγματική θνησιμότητα του COVID-19 ανέρχεται στο 0,37% (5), δηλαδή πέντε φορές χαμηλότερα από το νούμερο που υπολογίζεται από τα στοιχεία κρουσμάτων και θανάτων του πανεπιστημίου Johns Hopkins. Όμως ακόμη και αυτός ο ρυθμός θνησιμότητας μπορεί να είναι πολύ μεγάλος εξ’ αιτίας του τρόπου με τον οποίο υπολογίζονται οι θάνατοι από τον κορωνοϊό.
Παρόμοιες μελέτες έχουν διεξαχθεί και στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην πολιτεία της Σάντα Κλάρα και στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια. Οι αιματολογικές αναλύσεις περίπου 3.300 κατοίκων της κομητείας Σάντα Κλάρα στην Καλιφόρνια από την ερευνητική ομάδα του Στάνφορντ έδειξαν ότι περίπου 1 ανά 66 κατοίκους είχαν ήδη μολυνθεί με τον SARS-CoV-2. Με βάση αυτά τα νούμερα, η ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου του Στάνφορντ κατέληξε ότι μεταξύ 48.000 και 82.000 κατοίκων από τα 2 εκατομμύρια κατοίκων συνολικά της κομητείας, είχαν μολυνθεί από τον ιό μέχρι τις αρχές Απριλίου, δηλαδή 50-85 φορές περισσότεροι από το νούμερο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων. Αυτό έχει ως συνέπεια η θνησιμότητα του κορωνοϊού να είναι στην χειρότερη περίπτωση ανάμεσα στο 0,12 και 0,2%, σύμφωνα με τους ερευνητές (6). Τα παραπάνω αποτελέσματα επιβεβαιώνει και η πιο πρόσφατη μελέτη στο Λος Άντζελες, όπου οι ερευνητές βρήκαν ότι είχε μολυνθεί από τον ιό το 4,1% των ενηλίκων που ελέγχθηκαν. Αυτό μεταφράζεται σε περίπου 221.000 με 442.000 ενήλικες που έχουν ήδη μολυνθεί από τον ιό, δηλαδή 28 με 55 φορές πάνω από τον αριθμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στη συγκεκριμένη κομητεία (7). Στην Νέα Υόρκη τα αποτελέσματα μίας αντίστοιχης μελέτης έδειξαν ότι περίπου το 21% των συμμετεχόντων στην έρευνα είχαν ήδη προσβληθεί από τον ιό και αναπτύξει αντισώματα εναντίον του (8).
Η τελευταία παρόμοια έρευνα έρχεται από την Γαλλία και συγκεκριμένα από το λύκειο Κρεπί-αν-Βαλουά στην Ουάζ, βόρεια του Παρισιού. Το ένα τέταρτο των μαθητών και δασκάλων του σχολείου -και κατά μέσο όρο ένας συγγενής πρώτου βαθμού των μαθητών- ελέγχθηκαν στις αρχές Απριλίου για αντισώματα ενάντια στον νέο κορωνοϊό. Βρέθηκε ότι πάνω από το 40% των μαθητών και δασκάλων και το 11% των συγγενών πρώτου βαθμού είχαν αναπτύξει αντισώματα εναντίον του κορωνοϊού. Κανένας από αυτούς που μολύνθηκαν δεν πέθανε και περίπου το 5% χρειάστηκε νοσοκομειακή περίθαλψη, αλλά χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν λόγω του κορωνοϊού. Δηλαδή κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων διάδοσης του ιού, πριν τα μέτρα περιορισμού κυκλοφορίας, ήδη το 26% του συγκεκριμένου πληθυσμού είχε αναπτύξει αντισώματα στον κορωνοϊό, με μηδενικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (9).
Τα τελευταία εργαστηριακά ευρήματα δείχνουν ότι οι περισσότεροι που μολύνονται από τον SARS-CoV-2 αρχίζουν και παράγουν αντισώματα μετά από 11-12 μέρες (10). Συνεπώς όλες οι προαναφερθείσες μελέτες αντισωμάτων πιθανόν να μην ανίχνευσαν όλα τα άτομα που είχαν μολυνθεί από τον ιό την στιγμή διεξαγωγής της μελέτης, με συνέπεια το πραγματικό νούμερο των ατόμων με αντισώματα στον κορωνοϊό να είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ενηλίκων που μολύνονται από τον ιό αναπτύσσουν αντισώματα και πιθανόν ανοσία εναντίον του, εμφανίζοντας από ελάχιστα έως καθόλου συμπτώματα, όπως φαίνεται και από το πρόσφατο περιστατικό στο αεροπλανοφόρο Theodore Roosevelt των Η.Π.Α. όπου η πλειονότητα των 600 ναυτών που μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό δεν εμφάνισαν κανένα σύμπτωμα και δεν κατέληξε κανένας (11). Μια αντίστοιχη περίπτωση είναι και αυτή τεσσάρων φυλακών των Ηνωμένων Πολιτειών όπου αν και βρέθηκαν θετικοί στον κορωνοϊό πάνω 3.000 φυλακισμένοι το 96% από αυτούς δεν εμφάνισε κανένα σύμπτωμα (12). Καθώς λοιπόν η πραγματική εξάπλωση του κορωνοϊού στον γενικό πληθυσμό φαίνεται να είναι δεκάδες φορές πιο ευρεία από τα επίσημα νούμερα των κρουσμάτων, εξυπακούεται ότι η θνησιμότητά του είναι δεκάδες φορές πιο μικρή (13) από τα νούμερα που ακούμε από τα διάφορα επιδημιολογικά μοντέλα που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για να κλειδώσουν στα σπίτια του ολόκληρους πληθυσμούς, υγιείς και μη, ενάντια σε κάθε επιδημιολογική θεωρία και με αμφίβολα αποτελέσματα στον περιορισμό της διάδοσης του ιού (14).
Τι συμβαίνει όμως με τον αριθμό των θανάτων; Είναι πραγματικά όλοι οι θάνατοι που καταγράφονται, εξ’ αιτίας του κορωνοϊού; Πριν από μερικές μέρες ο καθηγητής Walter Ricciardi, επιστημονικός σύμβουλος του Ιταλικού υπουργείου υγείας, αναφερόμενος στην τελευταία έκθεση του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας της Ιταλίας (15), δήλωσε πως «ο τρόπος που καταχωρούμε τους θανάτους στην χώρα μας είναι πολύ γενναιόδωρος, με την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι που πεθαίνουν στα νοσοκομεία με τον κορωνοϊό καταγράφονται ως θάνατοι από τον κορωνοϊό […]. Αξιολογώντας εκ νέου τα πιστοποιητικά θανάτου, το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Ιταλίας βρήκε πως μόνο το 12% των θανάτων προήλθαν εξ’ αιτίας του κορωνοϊού. Το 88% των ασθενών που πέθαναν είχαν τουλάχιστον μια προϋπάρχουσα χρόνια σοβαρή ασθένεια – πολλοί είχαν δύο και τρεις» (16). Σύμφωνα με μία παράλληλη μελέτη από το ίδιο ινστιτούτο, το 99,2% των ασθενών που καταγράφηκαν ως θάνατοι λόγω του κορωνοϊού είχαν τουλάχιστον μία προϋπάρχουσα χρόνια σοβαρή ασθένεια – οι μισοί από αυτούς είχαν τουλάχιστον τρεις χρόνιες σοβαρές ασθένειες (17).
Δυστυχώς την ίδια στρατηγική ακολουθούν και πολλές άλλες χώρες. Στην Γερμανία, οι οδηγίες από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ (18) προς τα νοσοκομεία της χώρας αναφέρουν ότι «θάνατος από κορωνοϊό ορίζεται ως κάποιος που διαγνώστηκε με μόλυνση από τον κορωνοϊό και στην συνέχεια πέθανε». Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός 78χρονου Γερμανού, με χρόνια υποκείμενα νοσήματα, που πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια. Καθώς είχε βρεθεί εν τω μεταξύ θετικός στον κορωνοϊό, φυσικά καταγράφηκε στα στατιστικά των θανάτων από τον ιό (19). Επιπλέον, κάθε θάνατος νέου ατόμου με τον κορωνοϊό αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη προβολή από τα ΜΜΕ, χωρίς να είναι εξακριβωμένα τα αίτια θανάτου του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο θάνατος ενός 18χρονου στην Αγγλία, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως το «νεαρότερο θύμα του κορωνοϊού» (20). Το νοσοκομείο όμως εξέδωσε ανακοίνωση λέγοντας ότι ο θάνατός του οφείλονταν σε ξεχωριστή σημαντική πάθηση και όχι στον κορωνοϊό (21). Παρ’ όλα αυτά ο 18χρονος συνεχίζει να αναφέρεται ως το νεότερο θύμα του ιού από τα ΜΜΕ (22) και δεν έχει αφαιρεθεί από τα στατιστικά θανάτων από τον κορωνοϊό. Πόσες τέτοιες περιπτώσεις ακόμα είναι καταγεγραμμένες κατ’ αυτόν τον τρόπο;
Έτσι όμως καταγράφονται οι θάνατοι και στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα το Υπουργείο Υγείας της χώρας, το οποίο αναφέρει ότι «εάν πριν τον θάνατο ο ασθενής είχε συμπτώματα μόλυνσης τύπου COVID-19, αλλά τα αποτελέσματα του τεστ δεν έχουν βγει, είναι αποδεκτό να ορίζεται ως αιτία θανάτου ο COVID-19 και στη συνέχεια να κοινοποιείται το αποτέλεσμα του τεστ όταν βγει. Σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει δείγμα για να γίνει τεστ, είναι αποδεκτό να επαφίεται στην κρίση του ιατρού» (23). Παρομοίως η εθνική στατιστική υπηρεσία της Αγγλίας συμπεριλαμβάνει πλέον και «προσωρινά νούμερα» θανάτων, τα οποία θα συμπεριλαμβάνονται «επίσημα» στις βάσεις δεδομένων μία εβδομάδα μετά. Έτσι αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο να προστίθενται τα νούμερα στο σύνολο δύο φόρες: μία προσωρινά και μία επίσημα (24).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθείται εξίσου χαλαρή στρατηγική για το τι ορίζεται ως θάνατος από τον κορωνοϊό. Το Κέντρο Πρόληψης Μολυσματικών Ασθενειών αναφέρει σε μία σύντομη οδηγία του «Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η ασθένεια COVID-19 πρέπει να αναφέρεται για όλα τα άτομα που αποβίωσαν, στα οποία η ασθένεια προκάλεσε ή θεωρείται ότι προκάλεσε ή συνεισέφερε στον θάνατο» (25). Συγκεκριμένα, «σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να γίνει σαφής διάγνωση του COVID-19, αλλά υπάρχει υποψία ή πιθανότητα ασθένειας […], είναι αποδεκτό να αναφέρεται το COVID-19 στο πιστοποιητικό θανάτου ως “πιθανό” ή “εικαζόμενο”. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ιατροί θα πρέπει να κρίνουν εάν ήταν πιθανή η ύπαρξη της ασθένειας COVID-19» (26). Την περασμένη εβδομάδα η πολιτεία της Νέα Υόρκης πρόσθεσε αναδρομικά 3.778 επιπλέον θανάτους στα στατιστικά του κορωνοϊού, αυξάνοντάς έτσι τους συνολικούς θανάτους κατά 50%. Πώς το έκανε αυτό; «Αξιωματούχοι της δημοτικής αρχής δημοσιοποίησαν νέα νούμερα θανάτων όπου προσμετρώνται άνθρωποι που θεωρούνται ότι πέθαναν από την ασθένεια αλλά δεν είχαν θετικά αποτελέσματα για τον ιό» (27).
Πώς μπορεί λοιπόν να εξηγηθεί ο αυξημένος αριθμός θανάτων σε χώρες όπως η Ιταλία, Ισπανία και Αγγλία; Μια εξήγηση έρχεται από το υπουργείο υγείας της Ιταλίας, όπου σε έκθεσή του αναφέρει πως το φετινό κύμα γρίπης από τον Νοέμβριο μέχρι τον Ιανουάριο είχε ως θύματα πολύ λιγότερους Ιταλούς απ’ ό,τι τις προηγούμενες χρονιές, κυρίως λόγω των ασυνήθιστα υψηλών θερμοκρασιών τον φετινό χειμώνα, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Συνεπώς η δεξαμενή των ατόμων υψηλού κινδύνου -κυρίως με χρόνια νοσήματα- ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν ο κορωνοϊός ξεκίνησε να εξαπλώνεται στην χώρα, όπως αναφέρουν οι επιστήμονες του υπουργείου (28), κάτι που έχει παρατηρηθεί και προηγούμενες χρονιές (29). Πράγματι, τα στοιχεία θνησιμότητας στις χώρες που καταγράφουν τους περισσότερους θανάτους από τον κορωνοϊό δείχνουν ότι η φετινή περίοδος γρίπης ήταν ιδιαίτερα ήπια (30), αλλά μια πιο ενδελεχής προσέγγιση θα πρέπει να γίνει για να καταδείξει αν όντως έπαιξε ρόλο και στις υπόλοιπες χώρες. Φυσικά και άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες ήταν παρόντες όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση (31) και η κακή κατάσταση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης σε αυτές τις χώρες.
Αναφορές
* Ο Ερμής Ποφάντης είναι Δρ. Νευροεπιστημών στο Γερμανικό Κέντρο Νευροεκφυλιστικών Ασθενειών (Βερολίνο) και μέλος του ΕΠΑΜ Εξωτερικού.
Μαρτυρικές ώρες ζει η Μεσαρά λόγω της δραματικής έλλειψης νερού, που μέρα με τη μέρα επιδεινώνεται και πλέον είναι διάχυτη…
"Είμαι αδικημένος, είμαι αθώος" επανέλαβε ο 73χρονος ιερέας στην υπόθεση - θρίλερ με την εξαφάνιση της ηλικιωμένης γυναίκας στον Αλικιανό Χανίων…
«Όταν υπάρχει θέληση για ζωή, όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή!» Αυτό το μήνυμα έστειλαν κρατούμενοι…
Σε πεντάστερη μονάδα μετατρέπεται το "Atlantica Ocean Beach Resort", πρώην "Louis Creta Princess", στο Μάλεμε…
Η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως, συμμετείχε στο συνέδριο του ΟΟΣΑ για το…
Σε έντονο ύφος καταγγέλλουν την κυβέρνηση και τα πολιτικά κόμματα για τις πολιτικές που ακολουθούνται…
This website uses cookies.