Του Πάνου Παναγιώτου
Τα ομόλογα της Ελλάδας κατατάσσονται από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης στη χαμηλότερη βαθμίδα της κατηγορίας ‘B’ (S&P και Fitch) και στην ανώτερη της κατηγορίας C (Moody’s). Η κατηγορία B περιλαμβάνει ομόλογα που δεν αξιολογούνται ως επενδυτικά αλλά ως κερδοσκοπικά προϊόντα, τα οποία έχουν πολύ υψηλό ρίσκο και έτσι δεν απευθύνονται σε επενδυτές αλλά σε κερδοσκόπους. Η κατηγορία C περιλαμβάνει ομόλογα τα οποία, επιπλέον των παραπάνω, είναι επικίνδυνο να πτωχεύσουν και είναι εξαιρετικά μεγάλου ρίσκου.
Η βαθμολογία των ελληνικών ομολόγων είναι τόσο χαμηλή που είναι η χειρότερη στην ευρωζώνη, η χειρότερη μεταξύ όλων των αναπτυγμένων κρατών διεθνώς και από τις χειρότερες μεταξύ των 180, περίπου, κρατών του κόσμου για τα οποία υπάρχουν αξιολογήσεις.
Τα ομόλογα της Ελλάδας λαμβάνουν χειρότερη βαθμολογία από αυτά χωρών όπως της Ζάμπια, της Ρουάντα, της Γκάνας αλλά και της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας.
Εύλογα, το τελευταίο που θα έπρεπε να κάνει ένας συνετός πρωθυπουργός της Ελλάδας, θα ήταν να συνδέσει το οικονομικό μέλλον της χώρας με τη δυνατότητα της να εκδίδει και να πουλά ομόλογα στις αγορές κεφαλαίων. Κάτι τέτοιο θα ήταν στατιστικά πιο επικίνδυνο και ηθικά χειρότερο από το αν ένας οικογενειάρχης αποφάσιζε να βγάζει τα προς το ζην παίζοντας στα καζίνο το σπίτι του.
Και όμως, μέχρι την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου, αυτή ακριβώς ήταν η βασική οικονομική γραμμή πλεύσης του πρωθυπουργού κ. Σαμαρά και της κυβέρνησης του, καθώς προετοίμαζαν την απόλυτη εξάρτηση της χρηματοδότησης της χώρας από τις αγορές, ακόμη και μέσα στο 2014 ή το πολύ τον Ιανουάριο του 2015.
Αυτό, παρ’ ότι αναλυτές και οικονομικά ιδρύματα απ’ όλο τον κόσμο τους είχαν προειδοποιήσει πως μία τέτοια οικονομική στρατηγική ήταν αυτοκτονική, σημειώνοντας πως τα spread των ελληνικών ομολόγων είχαν μειωθεί στο 2014 όχι χάρη στην, κατά τα άλλα δραματική, κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά εξαιτίας μίας ακόρεστης όρεξης διεθνών κερδοσκόπων για ρίσκο, η οποία τροφοδοτούνταν από μία φούσκα ρευστότητας που χρηματοδοτείται εδώ και χρόνια, κυρίως, από την αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (FED).
Μόνο ένα διεθνές ξεπούλημα περιουσιακών στοιχείων ρίσκου και μαζί με αυτά και των ελληνικών ομολόγων, με ταυτόχρονη απογείωση των spread, μπόρεσε να πείσει τον κ. Σαμαρά να κάνει στροφή 180 μοιρών στον οικονομικό του σχεδιασμό, αφού αυτός αποδείχτηκε τραγικά λανθασμένος και εν δυνάμει καταστροφικός, πριν καν δοκιμαστεί.
Όμως παρά τη στροφή Σαμαρά, το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο και βασανιστικό είναι το τι θα είχε συμβεί στην Ελλάδα αν τα όσα διαδραματίστηκαν τον Οκτώβριο του 2014 λάμβαναν χώρα λίγους μήνες αργότερα, αφού ο κ. Σαμαράς είχε προχωρήσει στο πλάνο του για απόλυτη εξάρτηση από τις αγορές.
Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και τρομακτική: Με τα επιτόκια των ομολόγων σε απαγορευτικά επίπεδα, η Ελλάδα δε θα μπορούσε να δανειστεί και θα πτώχευε. Η ευρωζώνη και το ΔΝΤ θα ερχόταν, υποχρεωτικά, προς ‘διάσωση’ της και ένας νέος εφιαλτικός κύκλος θα ξεκινούσε για την ταλαιπωρημένη χώρα και τους βασανισμένους πολίτες της.
Είτε έγινε ευρέως αντιληπτό είτε όχι, η πραγματικότητα είναι πως ο κ. Σαμαράς και η κυβέρνηση του μας οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια σε νέα πτώχευση, εντός των επόμενων τεσσάρων με έξι μηνών, στον πρώτο, αναπόφευκτο, ξεπούλημα των ελληνικών ομολόγων.
tvxs.gr