Μία διαδικασία που θα μπορούσε να είχε εξελιχθει πολύ διαφορετικά εξελίχθηκε σε πολιτική πανωλεθρία της Νέας Δημοκρατίας στα Χανιά. Αναφερόμαστε στα όσα έχουν συμβεί με τα κτίρια στο Λόφο Καστέλι.
Εξαρχής, τα λάθη που έγιναν ήταν πολλά και βαρύτατα.
Το Πολυτεχνείο Κρήτης – ένα δημόσιο ίδρυμα, ελαβε μέσω δωρεάς απο τον Χανιώτικο λαό τα καλύτερά του κτίρια στο Λόφο Καστέλι. Τα άφησε υπο εγκατάλειψη επί πολλές δεκαετίες και ξαφνικα αποφασίζει – στα πλαισια μίας γενικότερης στρατηγικής της κυβερνησης για την Παιδεία όπου τα πανεπιστημιακά ιδρύματα καλούνται να λειτουργούν ως επιχειρηματίες real estate για να επιβιώνουν οικονομικά – να βρει χρήση για τα κτίρια η οποία ήταν απολύτως απέναντι από τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του Χανιώτικου λαού.
Η απόφαση για δημιουργία ξενοδοχειου σε ένα χώρο που μέχρι πρόσφατα η πρόσβαση ήταν ελεύθερη ηταν φυσικό να δημιουργήσει έντονες αντιδράσεις. Τώρα, μια μερίδα συμπολιτών μας και πριν αυτή την απόφαση δε θεωρούσαν ότι η προσβαση ήταν ελεύθερη. Αν και η προσβαση ήταν ανοικτή, δεν επελεγε να δει τη θέα από το “μπαλκόνι των Χανιων” λόγω του γεγονότος ότι ο χώρος βρισκοταν υπό κατάληψη. Όμως, καθώς περνούσαν οι μήνες, η συνεχής, έντονη αστυνομική παρουσία, οι σιδερόφρακτες πόρτες και οι κάμερες έκανε ακόμη πιο αισθητή την αντίθεση μεταξύ του προηγούμενου καθεστώτος και αυτού που είχε επικρατήσει τώρα, που αναγνωριζόταν ως περιοριστικο και ανελεύθερο.
Την ιδια στιγμή, η αποκάλυψη των σχεδιασμών της εταιρείας για τον χώρο αποξένωσε και τους τελευταίους υπερασπιστές της ξενοδοχοποίησης των κτιρίων. Η δημιουργία ενος ξενοδοχείου για λίγους επίλεκτους πλούσιους, με πισίνα πάνω από τα αρχαία της πόλης και με μια γωνια “ελεύθερης προσβασης” για τους… παρακατιανους ιθαγενείς, προφανώς δε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα οραμα το οποίο θα μπορούσαν εύκολα να προασπίσουν.
Εν τέλει, το Σάββατο, το κεντρικο κτίριο της Μεραρχίας Κρήτης επανακαταλήφθηκε. Πολλοί χάρηκαν, λίγοι εξάφρασαν έντονες αντιδράσεις. Αρκετοί όμως σκέφτηκαν ότι μεταξύ της δημιουργίας ενός ακόμα ακριβού ξενοδοχείου με πρόσβαση μόνο για τους επίλεκτους, η επανακατάληψη του κτιρίου ειναι οπωσδήποτε κάτι προτιμότερο.
Εν τη απουσία ολοκληρωμένου εναλλακτικού σχεδίου, η κατάληψη αποκτά νομιμοποίηση.
Αποκτά όμως νομιμοποίηση και επειδή η έλευσή της ταυτίζεται με την “απελευθέρωση” της περιοχής από τη διαρκή αστυνομική παρουσία, τις κάμερες και τις σιδερόφρακτες πόρτες, ταυτίζεται με το άνοιγμα της πρόσβασης προς τους πολίτες. Την ίδια στιγμή, λαμβάνει την υποστήριξη πλήθος κινηματικων φορέων του νομού που εντος της βρισκουν χώρου για την πραγματοποίηση σειρά δράσεων που έχουν θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία.
Προφανώς απ’ ολη αυτή την κατάσταση η Νέα Δημοκρατία είναι ο μεγάλος χαμένος.
Ο Βασίλης Διγαλάκης, ως Υφυπουργος Παιδείας, επένδυσε πολιτικά στην “απελευθέρωση” των κτιρίων από την καταληψη και στην “αξιοποίησή” τους για τις αναγκες του Πολυτεχνείου. Όμως μετά απο μια περίοδο κάποιων ετών, η Νεά Δημοκρατία βρίσκεται απομονωμένη στο συγκεκριμένο ζητημα με όλους τους τοπικούς φορείς απέναντί της, με την πλειοψηφία του Χανιωτικου λαού απέναντί της και με την εμπέδωσε στους πολίτες της ιδέας ότι η επανακατάληψη των κτιρίων αποτελεί την πραγματική απελευθέρωσή τους από την αστυνομοκρατία και τους σχεδιασμούς μιας εταιρείας που ήθελε να τους απαγορεύσει την πρόσβαση στον χώρο.
Κλείνουμε με ενα μήνυμα που λάβαμε από έναν αναγνωστη της εφημερίδας, έναν απλό συμπολίτη μας που ούτε είναι δραστήριος κινηματικά, ούτε ειχε ιδιαιτερη ενασχόληση με το θεμα. Μας είπε, καθώς την Κυριακή βρέθηκε στην κορφη του Λόφου: