Κινητικότητα όπως πογκρόμ. Σαμαράς όπως Ρήγκαν. Ελλάδα όπως Βουλγαρία. Αποκρατικοποίηση όπως ισοπέδωση. Ο καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης Παναγιώτης Καρκατσούλης*, βραβευμένος το 2012 ως ο καλύτερος δημόσιος υπάλληλος στον κόσμο, εξηγεί στο tvxs.gr γιατί οι επιλογές της τρόικας και της κυβέρνησης στο Δημόσιο δεν θυμίζουν σε τίποτα αυτό που πολλοί επικαλούνται και ελάχιστοι πράττουν: ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ.
Τι είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στο ελληνικό Δημόσιο; Mεταρρύθμιση ή εκκαθάριση;
Δεν είναι μεταρρύθμιση αυτό. Στην ουσία εμφανίζεται ως κινητικότητα ένα άλλοθι για να αποφευχθούν λέξεις όπως για παράδειγμα «πογκρόμ». Για να το πω με όρους μνημονίου, είναι σε εξέλιξη ένα βίαιο «down sizing». Πρόκειται για μία πολιτική κυρίως της περιόδου Ρήγκαν και Θάτσερ. Στις χώρες όπου εφαρμόστηκε έγινε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, στις σκανδιναβικές χώρες συνδυάστηκε με το λεγόμενο flexicurity, που σημαίνει: επειδή πρέπει να περιορίσω τον δημόσιο τομέα, είτε για λόγους δημοσιονομικούς είτε για λόγους αποδοτικότητας, σχεδιάζω προγράμματα σταδιακής απομάκρυνσης και ελεγχόμενης στελέχωσης. Για παράδειγμα, πριν από 15 χρόνια, σε χώρες όπως οι Αυστρία, Φινλανδία, Σουηδία, εφαρμόστηκαν προγράμματα με κανόνες τύπου: ένας υπάλληλος έρχεται, 4 φεύγουν. Αυτά τα προγράμματα συνδυάζονται με κίνητρα σε ανθρώπους που ήδη ήθελαν να φύγουν, με ένα ηλικιακό κριτήριο άνω των 50 ετών, που όμως δεν έχει σχέση με το γνωστό ελληνικό μοντέλο της πρόωρης συνταξιοδότησης.
Πρακτικά λοιπόν πώς πρέπει να λειτουργεί να αντίστοιχο πρόγραμμα;
Πρέπει να συμβούν τρία πράγματα. Πρώτον, να χρησιμοποιηθούν η εμπειρία και η γνώση αυτών των ανθρώπων. Δηλαδή για 2-3 χρόνια να παραμείνουν στο Δημόσιο και να προσφέρουν. Στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή έχουμε μία κάθετη πτώση του επιπέδου στη δημόσια διοίκηση. Δεν μπορεί να γραφτεί μία υπουργική απόφαση, να γίνει μία απόσπαση, γίνονται όλα λάθος. Δεύτερον, να εξεταστούν οι δυνατότητες που υπάρχουν για τον υπάλληλο ο οποίος αποχωρεί (πρόσθετες παροχές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κλπ), ώστε να μην τον αφήσουμε να σκάσει κάτω σαν το καρπούζι όπως γίνεται τώρα, να μην εξευτελιστεί το επίπεδο ζωής του. Τρίτον, να επιτευχθεί βαθμιαία μία αναβάθμιση των υπηρεσιών, με την πρόσληψη στελεχών που είχαν τις ίδιες ικανότητες με τους προηγούμενους και κάτι παραπάνω. Αυτές οι ήπιες μεταρρυθμίσεις είχαν και μεγαλύτερες κοινωνικές συναινέσεις, καθώς οι απώλειες ήταν ελεγχόμενες και τα κέρδη εμφανή (Αυστραλία, Καναδάς, Ελβετία (!) που ήρε τη μονιμότητα στον δημόσιο τομέα, κ.ο.κ). Σήμερα λοιπόν, με την κινητικότητα στο ελληνικό Δημόσιο, συμβαίνει το ανάποδο. Γίνεται με βίαιο τρόπο, υπάρχει ασάφεια αν οδηγεί σε απόλυση και είναι αμφίβολο ότι, για παράδειγμα, θα γίνει πιο αποτελεσματική η ελληνική αστυνομία επειδή θα ενισχυθεί με κάποιους δημοτικούς αστυνομικούς. Αυτό που βλέπω εγώ σήμερα είναι ένα σκληρό «down sizing», με όρους πρώην σοσιαλιστικών χώρων, όπου εφαρμόστηκαν μαζικές καταργήσεις θέσεων και οργανισμών.
Δηλαδή, έστω σε θεωρητικό επίπεδο, η εμμονή της τρόικας να περιορίσει το προσωπικό στο Δημόσιο, δεν έχει το παραμικρό ποιοτικό χαρακτηριστικό διαρθρωτικής αλλαγής;
Απολύτως κανένα. Τα κριτήρια της τρόικας είναι αυστηρά δημοσιονομικά. Βλέπει απλώς ότι οι αμοιβές στον ελληνικό δημόσιο τομέα ξεπερνά τον μέσο όρο σε σχέση με το ΑΕΠ, αλλά δεν συνυπολογίζει το γεγονός ότι το ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει καταρρεύσει… Βέβαια, από τη στιγμή που έχουμε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, οι μισθοί αναγκαστικά θα μειωθούν. Να μιλήσω εδώ περισσότερο ως πολίτης παρά ως ειδικός: Πιστεύω ότι πλέον το μόνο που έχει μείνει «παρθένο» για να αντλήσει η τρόικα είναι το Δημόσιο και γι’ αυτό παρακολουθούμε τέτοιου τύπου καταστάσεις, οι οποίες αφορούν ουσιαστικά στην καταστροφή της οργάνωσης. Μία άγρια νεοφιλελεύθερη αντίληψη έλεγε ότι η κρίση έχει ολοκληρωθεί όταν πια μπορούν να αναλάβουν δράση οι μπουλντόζες της αγοράς για να την ξαναχτίσουν. Εδώ δεν αποκρατικοποιούν, καταστρέφουν. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει πια δημόσια τηλεόραση. Έτσι λοιπόν φέρνω εγώ κάποιον και του λέω «δεν έχω δημόσια τηλεόραση, έλα να κάνουμε business, έλα να φτιάξουμε μία».
Από την άλλη πλευρά, ακούγεται το επιχείρημα ότι σε κάποιους τομείς είναι τόσο σαθρό το ελληνικό σύστημα ώστε να μην μπορεί κανείς να το αναγεννήσει χωρίς πρώτα να το καταστρέψει.
Αυτό είναι το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε και στη Βουλγαρία, και στη Μολδαβία, και στα Σκόπια, και στη Βοσνία και στο Κόσοβο κ.ο.κ. Είναι η λογική που λέει ότι επειδή σε μια χώρα είναι τόσο εξασθενημένοι οι θεσμοί, μπορούμε να τους πάμε μέχρι τέρμα.
Πολύς λόγος έχει γίνει για την αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου. Αυτήν επικαλέστηκε ο τέως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης για να αιτιολογήσει την καθυστέρηση των όποιων παρεμβάσεων. Με τη σειρά της, αυτή η καθυστέρηση συνιστά το επιχείρημα του νυν υπουργού για να αιτιολογήσει τις πρόσφατες οριζόντιες απομακρύνσεις (δημοτική αστυνομία, σχολικοί φύλακες κλπ). Πόσο δύσκολο είναι να γίνει αξιολόγηση στο ελληνικό δημόσιο;
Είναι πανεύκολο να γίνει. Αλλά δεν την ήθελαν μανιωδώς τα ελληνικά κόμματα που κυβέρνησαν, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, και τώρα μαθαίνουμε ουσιαστικά ότι δεν την ήθελε μετά βδελυγμίας και η ΔΗΜΑΡ. Τα πελατειακά δίκτυα και ο έντονος κομματισμός είναι αυτός που υπονόμευε την ύπαρξη αξιοκρατίας και αξιολόγησης στο Δημόσιο. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν νόμοι από την εποχή Ραγκούση που παραμένουν ανενεργοί, οι οποίοι νόμοι δεν ήταν αξιοκρατικοί, αλλά ήταν αντικειμενικοί. Βγήκαν όμως ξαφνικά, προσχηματικά, να πουν: «δεν μπορούσα να αξιολογήσω». Μα δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο αξιολόγησης του αποτελέσματος της δουλειάς που κάνει ένας υπάλληλος, διότι ποτέ δεν συνδέθηκε η δουλειά με το πρόσωπο. Για να γίνει αξιολόγηση χρειαζόταν το λεγόμενο job description, για να ξέρω εγώ ότι ο εργαζόμενος που είναι εκεί, έχει προσληφθεί για να κάνει αυτήν τη δουλειά, οι εκροές είναι 1, 2, 3, ο δείκτης του είναι αυτός κλπ. Επί θητείας Ραγκούση στο υπουργείο Εσωτερικών, που κατά τη γνώμη μου συνδέθηκε με την τελευταία μεταρρυθμιστική αναλαμπή, έγιναν βήματα για ένα σύστημα περιγραμμάτων θέσεων, το οποίο στη συνέχεια βιαίως καταργεί ο Ρέππας. Έπειτα, πετάει τη μπάλα στα κεραμίδια και ο Μανιτάκης, ουσιαστικά λέγοντας: «εγώ τώρα θα κάνω περιγράμματα θέσεων εν μια νυκτί». Δηλαδή βγαίνει και λέει: «πες μου τώρα, ποια δουλειά κάνεις». Μα ποια δουλειά να κάνει; Αυτήν που κάνει κάθε μέρα! Το θέμα είναι αν θα μετρήσουμε επιτέλους την παραγωγικότητα αυτού του ανθρώπου σε σχέση με τα καθήκοντά του. Και δεν κάτσαμε ποτέ να δούμε πόσες από αυτές τις δουλειές χρειάζονται κ.ο.κ. Δεν το έκανε κανείς, γιατί θα ήταν σαν να κόβει τα χέρια του το πολιτικό σύστημα. Διότι τότε θα ανακάλυπτε κανείς ότι ο βαθμός των υφιστάμενων επικαλύψεων και της άχρηστης δουλειάς που γίνεται είναι τόσο μεγάλος, που αμέσως ο επόμενος φόβος – τρόμος θα ήταν: «αν το πούμε τώρα αυτό, ενδεχομένως θα μας ζητήσουν να διώξουμε το 70% του προσωπικού». Αν όμως είχαν την τόλμη να δείξουν δείγματα γραφής (που για παράδειγμα ούτε τον αριθμό των αντιδημάρχων δεν μείωσαν), θα ήταν διαφορετικά. Όμως ούτε η τρόικα είχε σχέδιο. Δεν μπορείς να λες ότι θα καταπολεμήσεις τη διαφθορά στην Ελλάδα και να βάζεις απλώς σε ένα γραφείο τον Τέντε με έναν γραμματέα και «τελειώσαμε». Δεν υπήρξε ποτέ σχέδιο για τις αλλαγές. Ούτε από την ελληνική πλευρά, ούτε από την τρόικα.
*Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης έχει βραβευτεί με το Διεθνές Βραβείο για τη Δημόσια Διοίκηση, της Αμερικανικής Εταιρείας Διοικητικής Επιστήμης (ASPA). Έχει σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με διδακτορική διατριβή στην Κοινωνιολογία του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Bielefeld, της Γερμανίας. Η πρώτη επαγγελματική ενασχόλησή του αφορούσε στο διοικητικό/ρυθμιστικό φαινόμενο, στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Έχει εργαστεί για δύο δεκαετίες ως ειδικός επιστήμονας στο υπουργείο Προεδρίας. Τα ΚΕΠ αποτελούν την πιο γνωστή διοικητική μεταρρύθμιση με την οποία ο ίδιος έχει συνδεθεί.
tvxs.gr