Κάθε τόπος έχει ανθρώπους που έχουν αφήσει το στίγμα τους. Κάποιοι, είναι τόσο έντονη η παρουσία τους όταν βρίσκονται εν ζωή, που κι όταν φεύγουν παραμένουν παρόντες, ως αποτύπωμα πάνω στην ταυτότητα μίας περιοχής. Μία τέτοια περίπτωση ήταν ο Βαρδής Τσουρής.
Το επάγγελμά του ήταν πολιτικός μηχανικός, όμως όλοι τον γνώριζαν ως Αναρχικό.
Ο Βαρδής Τσουρής αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα. Ήταν ενεργός στα λαϊκά κινήματα από νέος μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Tαυτίστηκε με τους αγώνες του λαού για δικαιώματα και ελευθερίες, πάντα ως αναρχικός. Άσκησε επιρροή στην ίδια την οπτική των αγώνων των τελευταίων δεκαετιών στα Χανιά, όπως είχαν ασκήσει στο παρελθόν και άλλες σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο Βαγγέλης Χατζηαγγελής και ο Κωστής Νικηφοράκης, για να πούμε κάποια ονόματα.
Ο Βαρδής Τσουρής έδινε μάχη τα τελευταία 2 χρόνια με τον καρκίνο. Έδωσε αυτή τη μάχη με αξιοπρέπεια. Φάνηκε ότι θα νικήσει. Τελικώς δεν τα κατάφερε.
Στις 4 του Μάη του 2017, περίπου στις 8 το βράδυ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών.
Ο Βαρδής Τσουρής ήταν πασίγνωστος ως Αναρχικός. Όλοι ήξεραν ότι ο Βαρδής Τσουρής ήταν αναρχικός και κατ’ ένα τρόπο η συμπεριφορά του, η στάση ζωής του, η σταθερότητα των πιστεύω του, οι διώξεις που υπέστη εξαιτίας της συμμετοχής του σε κοινωνικούς αγώνες, η κοινωνικότητά του καθρέπτιζαν πίσω στο χώρο στον οποίο άνηκε.
Συζητούσε με όλους και άκουγε όσο και αν διαφωνούσε, συμμετείχε στις λαϊκές κινητοποιήσεις.
Έβλεπε ευρύτερα τα πράγματα. Έκανε υπερβάσεις. Έτσι συντέλεσε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του αναρχικού χώρου στα Χανιά. Ξεπερνώντας τα όρια του. Κι έτσι, κι η απώλειά του ξεπέρασε τα όρια του αναρχικού χώρου.
Υπήρξε οργανωμένος στην υπόθεση του αναρχισμού από νέος, στον αντιδικτατορικό αγώνα, στην κατάληψη της Νομικής και του Πολυτεχνείου, και στην κατάληψη του Χημείου το 1985. Ο Βαρδής Τσουρής διένυσε σχεδόν πέντε δεκαετίες μέσα στο ελευθεριακό κίνημα κατορθώνοντας να συνδυάζει την συνέπεια με τη διαρκή αλλαγή.
Σε μία από τις πρώτες αφίσες της αναρχικής ομάδας Χανίων στα τέλη της δεκαετίας του ’70 υπήρχε η ρήση του Ηρόδοτου: «Ούτε να με κυβερνούν θέλω, ούτε να κυβερνώ». Αυτή τη ρήση προσπάθησε να τηρήσει στο ακέραιο στη ζωή του.
Από τη δεκαετία του ΄80 μέχρι το 2017, ο Βαρδής θα στοχοποιείται συνεχώς για την συμμετοχή του στους δύσκολους και ιστορικούς αγώνες της τοπικής κοινωνίας. Θα διωχθεί ποινικά αμέτρητες φορές αλλά θα εκτιμηθεί από τη βάση της κοινωνίας για τη δράση του ενάντια στις στρατιωτικές βάσεις στη Σούδα, για το κλείσιμο της εστίας μόλυνσης της χωματερής του Κουρουπητού, στους αγώνες ενάντια στη στρατιωτική – εμπορική εκμετάλλευση της Γαυδοπούλας, στους αγροτικούς αγώνες, στους αγώνες για τα δικαιώματα των μεταναστών, σε κάθε δράση ενάντια σε ότι θεωρήθηκε ως απαξίωση της ζωής από αντι-κοινωνικά συμφέροντα,.
Μέχρι και τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Βαρδής συμμετείχε στα τοπικά κινήματα, υπερασπιζόμενος, από την δικιά του σκοπιά, την αξία της αλληλοβοήθειας και τη διεκδίκηση της κοινωνικής ισότητας, ενώ παράλληλα δραστηριοποιούνταν πολιτικά στον αναρχικό χώρο.
Ωστόσο, όπως προκύπτει από τις αφηγήσεις ανθρώπων που τον έζησαν, η σκέψη, η στάση ζωής, η προτεραιότητα στην αξία της κοινωνικής αλληλεγγύης και ο κώδικας τιμής που ακολουθούσε στις σχέσεις του με τους άλλους, δεν μπαίνουν σε καλούπια: δημιούργησαν ένα νέο παράδειγμα.
Πολλές φορές διώχθηκε όμως η πιο γνωστή περιπέτεια που έζησε αφορούσε τη συμμετοχή του στις μεγάλες διαδηλώσεις κατά των αμερικανο-νατοϊκών βάσεων που είχαν γίνει στα Χανιά το καλοκαίρι του 1990.
Τότε οι αρχές είχαν αποφασίσει την προφυλάκισή του, με την τοπική κοινωνία και τις εφημερίδες των Χανίων να εκφράζουν μαζικά τη συμπαράστασή τους προς το πρόσωπό του, ενώ είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων από πολίτες ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης που απαιτούσαν με διαδηλώσεις και κινητοποιήσεις και έξω από τις φυλακές την άμεση αποφυλάκισή του.
Παράλληλα με την προσφορά του στα κοινωνικά κινήματα, διάβαζε Ιστορία και μαγευόταν από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις.
Υπήρξε ένας άνθρωπος που εκτός των πολιτικών του πιστεύω, λάτρευε την αγαπημένη του Σούγια, τις εκδρομές, το καλαμπούρι, τις ιστορίες και τις ρακές στα καφενεία, τα ανέκδοτα, τα ριζίτικα τραγούδια και τις μαντινάδες που συνεχώς σκάρωνε.
O Βαρδής Τσουρής, όπως εύστοχα αναφέρεται σε κείμενο από το «Ελευθεριακό Γυρολόι «ήταν ένα πρόσωπο στο οποίο αποτυπώθηκε η πολύ σημαντική σύνθεση: της κρητικής λεβεντιάς και του αναρχικού νεωτερικού λόγου. Έτσι από τη μια μπόλιαζε με την αναρχία την κρητική παράδοση αντίστασης που κουβαλούσε από τα γεννοφάσκια του και προσάρμοζε την αναρχία της νεότητάς του στην εγχώρια παράδοση».
Η πολιτική κηδεία του πραγματοποιήθηκε στο χωριό Λειβαδά Ανατολικού Σελίνου.
Πολλές εκατοντάδες οι πολίτες που βρέθηκαν εκεί. Αναρτήθηκαν πανό. Το ένα έγραφε: “Πόλεμο στ’ αφεντικά, ντόπια και πλανητικά” και ένα δεύτερο “Αντίσταση – Αυτοοργάνωση”.
Μετά τους λόγους για τον νεκρό, βοσκός της περιοχής τραγούδησε τμήμα του ριζίτικου για τον νεκρό κυνηγό.
Το ριζίτικο λέει:
«Σα δροσερέψουν τα βουνά και βασιλέψει ο ήλιος,
Βόσκεστ” αγρίμια, βόσκεστε, λαγοί βοσκολογάτε,
Μ” απόθανεν ο κυνηγός άπου σας εκυνήγα
Μ” άφηκε και παραγγελιά εις τσ” άλλους κυνηγάρους:
Παιδιά και αμ πάτε στσι λαγούς και αμ πάτε κι εις τ” αγρίμια
Περάστ” άπου το μνήμα μου και πάρετε κι εμένα
Τρεις πόρους έχουν τα βουνά κι αφήστε μου τον ένα
Αν έρθ” αγρίμι παίζω του, λαγός τόνε σκοτώνω
Και αν ει και πετροπέρδικα, παίζω τση “γω κι εκείνης…»
Κατά τη διάρκεια του ριζίτικου ακούστηκαν λίγοι, μετρημένοι πυροβολισμοί εις τιμήν του νεκρού.
Στο τέλος του, κάποιος σύντροφός του φώναξε αθάνατος, και πολλοί σήκωσαν το χέρι ψηλα σε σχήμα γροθιάς.
Ο Βαρδής Τσουρής, ανεξαρτήτως του τι πιστεύει ο καθένας και ποιες ιδέες κουβαλά, είναι κοινά αποδεκτό ότι άσκησε μεγάλη επιρροή με το παράδειγμά του. Ήταν ένας άνθρωπος που, όπως είπε και ο Βέλγος φιλόσοφος Raoul Vaneigem σε μήνυμά που έδωσε στη δημοσιότητα στην είδηση του θανάτου του, αγωνίστηκε με το όλο του για μια καλύτερη ζωή για όλους, γι’ αυτό δεν έχει να δώσει λογαριασμό στο θάνατο.
7 χρόνια από τον θάνατό του, ο Βαρδής Τσουρής, το «μαύρο ρίφι», το «πάντα ανυπότακτο» που ζούσε «πάντα στις άκρες του γκρεμού, πάντα στα όρια» που “δε δείλιαζε», λείπει.
Λείπει, γιατί, όπως είπε και ο δικηγόρος Δημήτρης Φουράκης στην κηδεία του, “όσο υπάρχουν τα μαύρα ρίφια να τσιγκλάνε τα πρόβατα αυτού του κόσμου, τότε οι ύαινες δε θα κοιμούνται ήσυχες.”
Ο θάνατος του Βαρδή Τσουρή σηματοδότησε το τέλος μίας εποχής. Και μπορεί σήμερα οι ύαινες να κοιμούνται πιο ήσυχες, όμως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που υπό αντίξοες συνθήκες τσιγκλούνε κι αγωνίζονται.
Πολλοί προσπαθούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βαρδή Τσουρή. Δεν είναι εύκολο. Όμως, αυτή ήταν η παρακαταθήκη που άφησε. Η αδάμαστη αγωνιστικότητά του.
Τους στρατιωτικούς στόχους της Ρωσίας σε περίπτωση που ο πόλεμος γενικευθεί δημοσιοποίησε το ρωσικό μέσο…
Ο Βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλος Πολάκης, σε ανάρτησή του επέκρινε δριμύτατα την απόφαση του…
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν έξι ομοσπονδίες, σωματεία κ.λπ. (μεταξύ αυτών και εργαζομένων στην ΕΥΔΑΠ…
Πανελλήνιο ρεκόρ στον αριθμό των αποβιωσάντων δοτών οργάνων καταγράφηκε φέτος, σύμφωνα με τον Ελληνικό Οργανισμό…
Οι χώρες της Ομάδας των Επτά (G7) ισχυρότερων οικονομιών του πλανήτη ζήτησαν σήμερα Τρίτη (26/11) σε δήλωσή…
Άκαμπτη η κυβέρνηση, αδιαφορεί για τις εκκλήσεις όλων των αρμόδιων φορέων που ζητούν επιτακτικά να…
This website uses cookies.