Του Κώστα Βαξεβάνη
Στη µακρινή δεκαετία του 1980, τότε που το έτος 2000 διαφηµιζόταν ως το «µέλλον της χώρας» και ο Κώστας Λαλιώτης αναρωτιόταν δηµόσια σε συνεντεύξεις πώς θα είναι να συµπέσει η χιλιετία µε τον µισό αιώνα ζωής του, υπήρχαν και κάποιοι που δεν συµµερίζονταν την τόση αισιοδοξία.
Η ελληνική ύπαιθρος ζούσε την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και οι Βρυξέλλες ζητούσαν το ξερίζωµα ελαιόδεντρων και αµπελιών, καθώς και το κόψιµο των ελληνικών καϊκιών για να λειτουργήσει η ενιαία ευρωπαϊκή οικονοµία την οποία απειλούσαν οι εγχώριες προτεραιότητες. Οπως διαβεβαίωναν οι γνώστες από την τηλεόραση, που έκανε τα πρώτα της έγχρωµα βήµατα, δεν είχε νόηµα η Ελλάδα να µένει γαντζωµένη στο πρότυπο ανάπτυξης µε βαριά βιοµηχανία και διάφορες θεωρίες γύρω από το πώς πρέπει να οργανωθεί η παραγωγή. Η Ελλάδα, κατά τους τεχνοκράτες πάντα, µπορούσε να ζήσει αναπτύσσοντας τον τουρισµό της, που αποτελούσε τη νέα βαριά βιοµηχανία.
Οι απαισιόδοξοι λοιπόν της εποχής επέµεναν ότι δεν µπορεί η χώρα να αναπτυχθεί µονόπλευρα, να εγκαταλείψει τις παραδοσιακές δοµές και να καταντήσει εξαρτώµενη από τις τουριστικές διαθέσεις. Η έκφραση ότι «δεν µπορεί να καταντήσουµε τα γκαρσόνια της Ευρώπης» έχει ειπωθεί κατά καιρούς από τον Αντρέα Παπανδρέου, τον Χαρίλαο Φλωράκη και πλείστους πολιτικούς όταν υπήρχε ακόµη συζήτηση µε όρους πολιτικής. Η δεκαετία του 1960 δεν ήταν τότε πολύ µακρινή και έτσι το πολιτικό επιχείρηµα ότι δεν µπορούµε να επιστρέψουµε στην εποχή του Κωνσταντίνου Καραµανλή, τότε που η αντιπαροχή και η τσιµεντοποίηση βαφτίζονταν «ανάπτυξη», ήταν µια επιχειρηµατολογία που πραγµατικά δηµιουργούσε προβληµατισµό. Αλλωστε σε πολλά µέρη της Ελλάδας υπήρχαν τα κουφάρια από ξενοδοχειακά συγκροτήµατα που χτίστηκαν µε άδεια της χούντας πάνω στον αιγιαλό και αποτελούσαν πλέον µνηµεία αυθαιρεσίας και έλλειψης αισθητικής.
Το 1992 άκουσα για πρώτη φορά ως νεαρός δηµοσιογράφος τον πιο σοβαρό προβληµατισµό για το µέλλον του τουρισµού από ένα µεγάλο ξενοδόχο, τον Νίκο ∆ασκαλαντωνάκη. Τον συνάντησα στο ξενοδοχείο της οικογένειας Rithymna Hotel, στο Ρέθυµνο, για ένα ραδιοφωνικό ντοκιµαντέρ για τον Σκάι όπου εργαζόµουν τότε. Η οικογένεια ∆ασκαλαντωνάκη είχε επενδύσει στον τουρισµό, αλλά ο πατριάρχης της οικογένειας ήταν πολύ προβληµατισµένος για το µέλλον του. Η άποψή του ήταν ότι ο τουρισµός αναπτύσσεται χωρίς σχέδιο και χωρίς υποδοµές. Το χειρότερο όµως, όπως έλεγε, ήταν ότι δηµιουργείται ένας τουρισµός υπηρεσιών ο οποίος δεν πατάει στην παραγωγική βάση της χώρας. Αντί να είναι συνδεδεµένος µε την ντόπια παραγωγή, τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ώστε να παρέχει ποιοτικά προϊόντα στον τουρίστα και να µην αποπαραγωγικοποιεί τη χώρα, αγκαλιάζουµε ένα µοντέλο που παρέχει στον τουρίστα δανέζικη µαργαρίνη και µαρµελάδα Τουρκίας. Αυτό ήταν µια µεγάλη παγίδα αφού υποβιβάζαµε τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της χώρας σε υπηρεσίες που µπορούσε ο καθένας να βρει παντού, στην Ασία ή στις Μαλδίβες. Ο Ν. ∆ασκαλαντωνάκης είχε κάνει ακόµη µία πρόβλεψη. Ο Ελληνας δεν θα µπορούσε να κάνει διακοπές και αν ήθελε να κάνει, ήταν προτιµότερο να κλείσει ένα πακέτο διακοπών από το εξωτερικό προς την Ελλάδα. Λίγους µήνες µετά τη συνέντευξη µε τον Ν. ∆ασκαλαντωνάκη έτυχε να ταξιδέψω στο Βερολίνο, όπου διαπίστωσα ότι πραγµατικά συνέφερε να πληρώσεις αεροπορικό εισιτήριο για Γερµανία και από εκεί να αγοράσεις πακέτο διακοπών ως τουρίστας στη χώρα σου παρά να κινηθείς µε τον γνωστό τρόπο στην Ελλάδα.
Ηταν πολύ νωρίς, ή πολύ αργά ίσως, για να αντιληφθεί η κοινωνία όσα δεν έπρεπε να γίνουν. Οι κυβερνήσεις υπόσχονταν ανάπτυξη και χρήµα και γι’ αυτό οι «θυσίες» δεν βάραιναν στη ζυγαριά, ήταν απλώς αναγκαίες. Μιλούσαν για την Ελλάδα ως τουριστική Ντίσνεϊλαντ, όπου θα µπορούσαν όλοι να ζουν µε το χαµόγελο στα χείλη και το χρήµα στην τσέπη. Ηταν βέβαια η εποχή του «rooms to let» που για να κάνεις διακοπές σε νησί δεν χρειαζόταν να κλείσεις δωµάτιο, αφού σε περίµεναν στο λιµάνι οι κάτοικοι µε τις γνωστές ταµπέλες για να προσφέρουν παραµονή για κάθε γούστο και βαλάντιο, ακόµη και κοτέτσι.
Την προηγούµενη βδοµάδα, ο πρόεδρος ενός κοινοτικού διαµερίσµατος στη Σαντορίνη έκανε µια ανάρτηση στα social media µε την οποία καλούσε τους κατοίκους του νησιού να µείνουν στα σπίτια τους γιατί αναµενόταν η άφιξη 17.000 τουριστών. Σε µια πιο ιντελέκτουαλ έκδοση της θεωρίας «σκάσε και σκάβε, ρε, για να γλεντήσουν οι τουρίστες» το in.gr ανακάλυψε το staycation, την παραµονή στο σπίτι ως νέα τάση στην καλοπέραση των διακοπών. Προσεχώς θα βαφτίσουν την πείνα ως επιλογή υγείας και µετά το µοιραίο ίσως ο συντάκτης του in.gr αναφωνήσει τη φράση από τη λαϊκή ιστορία «ό,τι συνήθισα τον γάιδαρο να µην τρώει, αυτός πέθανε».
Οπως συνέβη και µε το µοντέλο ανάπτυξης της δεκαετίας του 1960, η «ανάπτυξη» στον τουρισµό ήταν µια καταστροφή. Η Ντίσνεϊλαντ που υπόσχονταν είναι ένα συνεχές τρενάκι του τρόµου. Η βαριά τουριστική βιοµηχανία της Ελλάδας είναι η καταµέτρηση ευρώ χωρίς καµιά προοπτική. Οταν ο τουρισµός δείχνει την προτίµησή του στη χώρα, δεν αντέχουν οι υποδοµές και δεν είναι δυνατόν να προσφέρονται οι σωστές υπηρεσίες. Οταν εξαιτίας όλων αυτών ο κόσµος δεν επιλέγει την Ελλάδα, τότε αδειάζουν τα ταµεία, κρατικά και οικογενειακά.
Η χώρα ταϊλανδοποιείται και εξαρτάται πλέον από τα παιχνίδια των tour operators διεθνώς. Μπορούν να µεταφέρουν τον τουρισµό στην Ισπανία ή την Τουρκία και να ρίξουν τις τιµές για την επόµενη χρονιά.
Τα νησιά σε λίγο δεν θα έχουν τίποτε όµορφο. Αυτό για το οποίο συγκεντρώνουν τις προτιµήσεις των τουριστών δεν θα υπάρχει. Κανένας δεν θα πηγαίνει στη Μύκονο για να δει καµένους λεφτάδες να κάνουν µπάνιο δίπλα σε καµήλες που µετέφεραν επί τούτου ή για να ρίξει γαρίφαλα στους Ρέµους.
Κάθε παραγωγική δραστηριότητα στον πρωτογενή τοµέα τελειώνει και οι κάτοικοι µετατρέπονται σε γκαρσόνια, αχθοφόρους, υπηρέτες βίτσιων και συµπλεγµάτων µε φόντο το ηλιοβασίλεµα που δεν τους ανήκει. Από το γραφικό rooms to let περάσαµε στην ενοικίαση ηµών των ιδίων, µε πρακτορείο ενοικίασης τις ελληνικές κυβερνήσεις οι οποίες µετράνε ανάπτυξη στο ταµπλό των χρηµατιστηρίων. Οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι ψαράδες και µαζί µε αυτούς η αξιοπρέπεια, το κουράγιο, η ελπίδα, η περηφάνια ανήκουν στο παρελθόν.
Ακόµη και η εικόνα του ορεσίβιου Γιάννη Βόγλη που τρέχει πίσω από την Αναµπελ στην ιστορική ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» φωνάζοντας στην όµορφη τουρίστρια «στάσου, µύγδαλα» είναι απείρως πιο αξιοπρεπής από αυτό που επιφυλάσσει το µέλλον. Καλές διακοπές στα… καµάκια της κυβέρνησης.