Η πρόσφατη αλλαγή των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης σε συνδυασμό με την αποχαιρετιστήρια επιστολή του απερχόμενου στην Κρήτη διευθυντή, τροφοδότησε εκ νέου προβληματισμούς σχετικά με τη φύση της διοίκησης στην εκπαίδευση (κριτήρια επιλογής, ρόλος, σχέση με την εκπαιδευτική κοινότητα αλλά και την κρατική εξουσία κ.α.)
Αναρωτιέται κανείς, αν ο πρωτοφανής νόμος του 2010 που δίνει τη δυνατότητα στους περιφερειακούς διευθυντές να καταλαμβάνουν θέσεις σχολικών συμβούλων, σέβεται απόλυτα διακριτούς ρόλους στην εκπαίδευση, καθώς επίσης και για τις μύχιες προθέσεις της πολιτικής ηγεσίας τότε, αλλά και τις σκοπιμότητες που υπηρετεί η μη κατάργηση της διάταξης αυτής από τη νέα κυβέρνηση.
Η αποχαιρετιστήρια/απολογιστική επιστολή του τέως διευθυντή με τη ρητορική που επιλέγεται διαιωνίζει μια πάγια και διαδεδομένη αντίληψη για την εκπαίδευση που συμπυκνώνεται στην παραδοχή της ουδετερότητας της από τις κοινωνικές διαμάχες εξ ου και συνιστά «εθνική» υπόθεση στην οποία οφείλουν να στρατεύονται άπαντες παραμερίζοντας τις διχαστικές επιμέρους ιδεολογίες τους. Πρόκειται όμως για μια αντίληψη που δεν συνάδει με την κυρίαρχη, αν όχι κοινά αποδεκτή, θεωρία της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης η οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 70 έχει δείξει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι τόσο η διδασκόμενη γνώση όσο και η εν γένει λειτουργία και στοχοθεσία του σχολείου δεν είναι αθώα αλλά ιδεολογικά εμποτισμένη.
Ακόμα όμως κι αν κάποιος διαφωνεί – και υπάρχουν αρκετοί – με τη θεώρηση αυτή, η τελευταία πενταετία αποτελεί, για εκείνους τουλάχιστον που δεν χαρακτηρίζονται από αχρωματοψία, απόδειξη ότι η εκπαίδευση και οι ασκούμενες πολιτικές φέρουν έντονο ιδεολογικό πρόσημο. Γιατί ποιος νοήμων παρατηρητής των εκπαιδευτικών τεκταινομένων τις τελευταίες δεκαετίες θα μπορούσε να αρνηθεί ότι η υλοποιούμενη πολιτική από το 2010 και εντεύθεν δεν συνιστά επιτάχυνση των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, με σχετική όμως επιτυχία, από τις αρχές της δεκαετίας του 90; Αυτό που συνδέει τη χορεία των εκπαιδευτικών αυτών πολιτικών με κυρίαρχη έκφραση την «μεταρρύθμιση» που εκπορεύτηκε τόσο από τη συντηρητική παράταξη όσο και από το σοσιαλδημοκρατικό ελληνικής κοπής κέντρο, είναι η πορεία προς την εμπορευματοποίηση του «εκπαιδευτικού προϊόντος» βασιζόμενη σε δύο κύριους άξονες: αφενός στη σταδιακή, ραγδαία τα τελευταία χρόνια, υποχώρηση του κράτους από το εκπαιδευτικό πεδίο, αφετέρου στη μεταφορά εντός της εκπαίδευσης των όρων και προϋποθέσεων λειτουργίας της αγοράς. Πρόκειται για τα ίδια, πάνω κάτω, υλικά της μεταρρύθμισης που συντελέστηκε στη Χιλή του Πινοτσέτ και στην Αγγλία της Θάτσερ δύο σχεδόν δεκαετίες μετά, απόρροια της ανάγκης για μια νέα, εκ βάθρων, αναδιάρθρωση της κεφαλαιακής συσσώρευσης που στην Ευρώπη ονομάστηκε Νεοφιλελευθερισμός. Ίδιον σε όλες τις περιπτώσεις – και στην ελληνική – είναι η υιοθέτηση μιας ρητορικής αποϊδεολογικοποιημένης με χαρακτηριστικά μονόδρομου εξαιτίας των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων που συμπυκνώνονται στον όρο της παγκοσμιοποίησης. Η ρητορική αυτή λειτουργεί από τη μια αποπροσανατολιστικά για την κοινωνία, από την άλλη επικυρωτικά στη διαμόρφωση ενός σώματος τεχνοκρατών, που «αντικειμενικά» θα οδηγήσουν και την εκπαίδευση με ασφάλεια και επιτυχία στα αχαρτογράφητα νερά της παγκοσμιοποίησης, μέσω κυρίως απόκτησης της αναγκαίας ευελιξίας και προσαρμοστικότητας που επιτάσσουν οι καιροί.
Τα αποτελέσματα της προσπάθειας αυτής τα γευόμαστε έντονα τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια: υποχώρηση της παιδείας με τη έννοια της Bildung ή culture των Γερμανών και Γάλλων, εντατικοποίηση μέσω της εισαγωγής κριτηρίων που υπηρετούν μια ποσοτική καθαρά αγοραία λογική, προώθηση τους ιδεολογήματος της αυτομόρφωσης κι ακόμα σαφέστατη πρόθεση για σχολεία εκπαιδευτικούς και μαθητές πολλών ταχυτήτων, εκχώρηση προνομιακών σπουδών που παραδοσιακά πρόσφερε η δημόσια εκπαίδευση στον, καιροφυλακτούντα και σε απόλυτη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία, ιδιωτικό τομέα, επιτάχυνση της μαθητικής διαρροής με «ευθύνη βέβαια των ίδιων των μαθητών και της οικογένειας», διαμόρφωση ενός απόλυτα αντιδημοκρατικού πλαισίου λειτουργίας στο σχολείο με αποδυνάμωση του συλλόγου διδασκόντων και ενίσχυση του διευθυντικού ρόλου κ.α.. Στα καθ’ ημάς το σχέδιο της προώθησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στηρίχτηκε στον παραδοσιακά συγκεντρωτικό ρόλο του κράτους στην εκπαίδευση καθώς και στον μικρομεσαίο και μεσαίο στελεχιακό δυναμικό που το ίδιο το κράτος φρόντισε να γαλουχήσει και να αναδείξει τα τελευταία χρόνια.
Η σχετική αποτυχία, προσώρας, του σχεδίου οφείλεται αδιαμφισβήτητα στην κατεξοχήν από τα κάτω αντίσταση του εκπαιδευτικού κόσμου, συχνά έξω και πέρα από τον θεσμικό συνδικαλισμό και βέβαια στην ενεργό συμπαράσταση ενός υποψιασμένου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας. Οφείλεται όμως και στην πολιτικοϊδεολογική ανεπάρκεια του μικρομεσαίου στελεχιακού προσωπικού, παρά το ζήλο νεοφώτιστου που επέδειξε δημιουργώντας συνθήκες άλλοτε φόβου, άλλοτε έντασης στις σχολικές κοινότητες. Αντίθετα τα μεσαία και άνω στελέχη (οι υποτιθέμενοι οργανικοί διανοούμενοι) όπως ο τέως περιφερειακός διευθυντής φαίνεται να ήταν μυημένα στα νάματα του νεοφιλελευθερισμού ελληνικής κοπής όπως προωθήθηκε από μια ακραία δεξιά σε αγαστή συνεργασία με ένα εξίσου «ακραίο» κέντρο. Και δεν μπορώ να φανταστώ κάτι διαφορετικό αφού ο ίδιος ο τέως περιφερειακός φρόντισε να εκτελέσει κατά γράμμα την πολιτική αυτή (μεταξύ των άλλων υπέγραψε απολύσεις συναδέλφων του για να συμπληρωθεί μαζί με τους απολυμένους της πρωτοφανούς, στα παγκόσμια χρονικά ιστορίας της ΕΡΤ, ο αριθμός των υπεσχημένων στους δανειστές απολυμένων, όπως δήλωσε πρόσφατα ο θλιβερός δημοσιογράφος υφυπουργός αρμόδιος για την ραδιοτηλεόραση το καλοκαίρι του 2013, ενώ παρά το «δυναμισμό» του τέως περιφερειακού διευθυντή πολλά σχολεία δεν είχαν στελεχωθεί μέχρι το Μάρτιο του 2015), αφού δεν ξέρω αν θα τον τιμούσε η επίκληση αδαημοσύνης των απώτερων στόχων αγοραιοποίησης της εκπαίδευσης. Εξάλλου στην απολογιστική/αποχαιρετιστήρια επιστολή του δεν προέβη στην παραμικρή αυτοκριτική· κατά συνέπεια όλα καλώς καμωμένα.
Ενόψει των προαναγγελθεισών αλλαγών στη διοίκηση η εκπαιδευτική κοινότητα οφείλει να αναστοχαστεί σχετικά με τον ρόλο των αυριανών «στελεχών» που θα προέλθουν και πάλι από τους κόλπους της, διαμορφώνοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ενός ευρύτατου διαλόγου αναφορικά με τα κριτήρια επιλογής τους και απαντώντας με σαφήνεια στο δίλημμα: τα «στελέχη» αυτά οφείλουν να περιορίζονται στο ρόλο του απλού ιμάντα μεταφοράς και επιβολής της εκάστοτε πολιτικής ή ως πρώτοι δημοκρατικώ τω τρόπω συνδιαμορφώνουν μαζί με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς αναμορφωτές, για να θυμηθούμε και το Η. Giroux, το όραμα του αυριανού δημοκρατικού σχολείου, προκαλώντας τις αναγκαίες ρωγμές στη διαδικασία της κοινωνικής «αναπαραγωγής», που θα διαμορφώνει πολίτες ικανούς για την οικοδόμηση μιας κοινωνίας η οποία θα βασίζεται όχι μόνο στην ελευθερία αλλά και στην κοινωνική δικαιοσύνη.
Λάμπρου Παναγιώτης, εκπαιδευτικός
Τρόμος στον πλανήτη επικρατεί μετά την κλιμάκωση στον ρωσοουκρανικό πόλεμο, καθώς η Μόσχα απάντησε στα…
Θέση εμμέσως εναντίον της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά από την Κ.Ο. της ΝΔ, χωρίς να τον κατονομάζει,…
Του Αργύρη Αργυριάδη Δικηγόρου Εδώ και λίγες ημέρες το ΠΑΣΟΚ αποτελεί την αξιωματική αντιπολίτευση της…
Στο πλαίσιο των δράσεων του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για το Κλίμα, συνεχίζονται το Σαββατοκύριακο και ολοκληρώνονται…
Ο Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας συναντήθηκε σήμερα 22/11, στον Περισσό,…
Την Κυριακή διεξάγονται οι εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη νέου προέδρου, σε μια…
This website uses cookies.