Κυριάκος Μητσοτάκης (εφ. «Παρατηρητής» Χανίων, 7/5/1944, σ. 1η)
Η Κρήτη μπήκε στον πόλεμο με τραυματικό τρόπο πριν από τη γερμανική επίθεση και κατάκτηση.
Η Μεραρχία Κρήτης στάλθηκε στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου πολύ μετά την έναρξη των επιχειρήσεων – στη χειρότερη στιγμή, καθώς πήρε αμέσως μέρος σε σκληρές μάχες στην περιοχή του Τεπελενίου και είχε μεγάλες απώλειες.
Με την κατάρρευση του μετώπου, περίπου 18.000 Κρήτες στρατιώτες βρέθηκαν εκτεθειμένοι, χωρίς τρόπο επιστροφής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Αμέτρητοι χάθηκαν κατά τη διάρκεια του λιμού στην Αθήνα τον χειμώνα του 1941-1942.
Πάνω από χίλιοι φυλακίστηκαν από τους Ιταλούς στο στρατόπεδο της Λάρισας τον Αύγουστο του 1941, κάτω από άθλιες συνθήκες.
Μέχρι το 1942, τουλάχιστον οι μισοί είχαν πεθάνει από τις κακουχίες.
Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση εκβίαζε τον κρητικό πληθυσμό να παραδώσει οπλισμό και να καταδώσει μέλη των συμμαχικών στρατευμάτων που κρύβονταν μετά τη Μάχη και όσους ντόπιους πήραν μέρος σ’ αυτήν, προκειμένου να επιτρέψει την επιστροφή των Κρητών φαντάρων.
Τελικά, ούτε οι κατακτητές ούτε οι ελληνικές αρχές (είτε στην Αθήνα είτε στην Κρήτη) έκαναν ουσιαστικές κινήσεις για την επιστροφή τους.
Η απουσία τους υπήρξε ιδιαίτερα βαριά για το νησί, καθώς αποτελούσαν το 1/5 του ανδρικού πληθυσμού των ηλικιών 18-40 χρόνων και το 3,5% του συνολικού πληθυσμού, που δεν ξεπερνούσε τις 450.000.
Πριν από την επικείμενη γερμανική επίθεση, η Κρήτη είχε μετατραπεί στο μοναδικό ελεύθερο ελληνικό έδαφος.
Εδώ εγκαταστάθηκαν ο βασιλιάς και η ελληνική κυβέρνηση. Η πρωθυπουργοποίηση του Εμμανουήλ Τσουδερού οφειλόταν και στην κρητική καταγωγή του, ώστε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να γίνουν αποδεκτοί από την κρητική κοινωνία που αντιστάθηκε στο δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και ένιωθε ανησυχία και οργή για την τύχη των στρατευμένων παιδιών της και του τόπου της.
Οι Κρητικοί ζητούσαν με επιμονή όπλα εν όψει της γερμανικής επίθεσης. Οι Βρετανοί δεν ήθελαν, όμως, να δώσουν όπλα του τακτικού στρατού σε μη επιστρατευμένους πολίτες.
Σχέδια επιστράτευσης εκπονούνταν και ματαιώνονταν.
Η προετοιμασία εν όψει της επίθεσης δεν ήταν η καλύτερη δυνατή, παρά την ισχυρή αριθμητικά παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων κι ελληνικών μονάδων.
Πύρρειος νίκη
Τα επιχειρήματά του ήταν πως η κατάκτηση της Κρήτης θα εξουδετέρωνε την απειλή της βρετανικής αεροπορίας για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας, θα εξασφάλιζε την Ανατολική Μεσόγειο από τις βρετανικές ναυτικές επιχειρήσεις, θα συνιστούσε απειλή για τις βρετανικές βάσεις στην Αίγυπτο (ειδικά για τον ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας) και θα λειτουργούσε ως εφαλτήριο για επιθετικές επιχειρήσεις ενάντια στην Κύπρο και την Παλαιστίνη.
Στις 20 Μαΐου ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, μια μοναδική επιχείρηση κατάληψης στόχου κυρίως με αερομεταφερόμενες δυνάμεις σε 4 σημεία στους νομούς Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου.
Η μάχη ήταν εξαρχής σφοδρή και οι Γερμανοί απέτυχαν να καταλάβουν τους στόχους τους, εκτός από την καθοριστική περιοχή γύρω από το αεροδρόμιο του Μάλεμε.
Η λαϊκή συμμετοχή υπήρξε εξαρχής μαζική και αποφασιστική.
Στα χωριά του Σελίνου δινόταν με την καμπάνα του χωριού το σύνθημα συγκέντρωσης των ανδρών με όποιο οπλισμό έβρισκε ο καθένας.
Στο Ηράκλειο, κάτοικοι των χωριών συγκεντρώνονταν σε ομάδες και κατευθύνονταν προς την πόλη για να την υπερασπιστούν μέχρι την παράδοσή της στις 29 Μαΐου.
Οι μάχες κράτησαν μέχρι το τέλος του μήνα, με πολλές ηρωικές στιγμές, όπως στον Γαλατά, η υπεράσπιση δε του νησιού έπαψε μόνον όταν ήταν πλέον αδύνατη και οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν από τον Νότο και το Ηράκλειο.
Η αυστριακή 5η ορεινή μεραρχία, υπό τον στρατηγό Γιούλιους Ρίνγκελ, μεταφέρθηκε στη μάχη στο Μάλεμε.
Οπως θυμόταν ένα μέλος της που πολέμησε στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, τη Νορβηγία και την Τυνησία, «δώσαμε τις πιο σκληρές μάχες στην Κρήτη».
Οι σοβαρές απώλειες του βρετανικού στόλου ήταν ο αποφασιστικός παράγοντας για την εγκατάλειψη της μάχης από τους Βρετανούς.
Στις 22 και 23 Μαΐου, έντεκα πολεμικά πλοία χάθηκαν μαζί με 2.000 μέλη των πληρωμάτων τους από επιθέσεις της γερμανικής αεροπορίας.
Μετά απ’ αυτές τις τρομακτικές απώλειες, ο διοικητής του στόλου της Μεσογείου ναύαρχος Αντριου Κάνινγκχαμ αποφάσισε πως «οι απώλειες είναι πολύ μεγάλες για να δικαιολογήσουν την προσπάθεια αποτροπής αποβάσεων στην Κρήτη».
Τις ίδιες ημέρες η ελληνική κυβέρνηση έφευγε από το νησί.
Μεγάλο μέρος των συμμαχικών στρατευμάτων πήρε τον δρόμο για τα Σφακιά, ώστε να μεταφερθεί με βρετανικά πλοία στην Αίγυπτο.
Δεν έγινε όμως κατορθωτό να εγκαταλείψουν όλα τα συμμαχικά στρατεύματα το νησί.
Στα Σφακιά πάνω από 6.000 άνδρες έμειναν πίσω και πολλοί από αυτούς αιχμαλωτίστηκαν.
Πολλοί Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί δεν παραδόθηκαν και προτίμησαν να κρυφτούν όπου μπορούσαν, με την υποστήριξη του πληθυσμού.
Αυτή όμως η κατάκτηση της Κρήτης είχε κοστίσει στους Γερμανούς πολύ ακριβά.
Εχασαν 4.000 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ήταν άλλοι 2.500, το ένα τρίτο του συνόλου των γερμανικών απωλειών τον Μάιο του 1941 σε όλα τα μέτωπα.
Πάνω από ένας στους τέσσερις αλεξιπτωτιστές που έπεσαν στο νησί πέθανε στη μάχη.
Οι βαριές απώλειες του σώματος αλεξιπτωτιστών ουσιαστικά έβαλαν τέρμα σ’ αυτό το είδος πολέμου.\
Ομαδικές εκτελέσεις και βιασμοί
Ακόμα χειρότερα για τον Αξονα, η Μάχη της Κρήτης έβαλε με εμφατικό τρόπο στην εξίσωση του πολέμου τον λαϊκό παράγοντα και τη μετέπειτα Αντίσταση που έμελλε να καθορίσει πολιτικά τόσο τον πόλεμο όσο και την ειρήνη.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε παροξυσμό τη γερμανική ηγεσία και σε μια σειρά αγριοτήτων κατά του πληθυσμού.
Οι περίπου 1.300 εκτελέσεις αμάχων και οι καταστροφές χωριών όλο το καλοκαίρι και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1941 χώρισαν εξ αρχής τους κατακτητές από τον πληθυσμό μ’ ένα βαθύ μίσος.
Κοντομαρί, Κάνδανος, Παλαιόχωρα, Αλικιανός, Δραπανιάς, Περιβόλια, Φουρνές, Σχοινές, Χώρα Σφακίων, Περιβόλια Ρεθύμνου, Μισίρια, Σταυρωμένος, είναι ορισμένοι από τους πρώτους τόπους φρίκης στη δυτική Κρήτη.
Τα αντίποινα αυτά, συλλογικές εκτελέσεις και καταστροφές χωριών, δεν έγιναν εν θερμώ αλλά εφαρμόστηκαν κατά κύματα όλο το καλοκαίρι και μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου 1941 από τους πρώτους στρατιωτικούς διοικητές Κουρτ Στούντεντ και Αλεξάντερ Αντρέ.
Τη θηριωδία αυτή συμβολίζει η ολοσχερής καταστροφή της Κανδάνου στις αρχές Ιουνίου και η απαγόρευση ανοικοδόμησής της.
Η γερμανική επίθεση ήταν καταστροφική για τις υποδομές στο νησί και ειδικά στις πόλεις.
Ηδη πριν από την επίθεση και μέχρι τέλους σχεδόν βομβαρδίστηκαν ανηλεώς το Ηράκλειο και τα Χανιά και μέρη τους ισοπεδώθηκαν.
«Η πόλις των Χανίων μετεβλήθη εις σωρόν ερειπίων», αναφέρει ο Χανιώτης γιατρός Ιωάννης Παΐζης.
Ο ίδιος καταγράφει στα απομνημονεύματά του ένα όργιο λεηλασιών και βιαιοτήτων και μέσα στις πόλεις από τα στρατεύματα των κατακτητών, κάποιες πτυχές του οποίου (κακοποιήσεις, βιασμοί) έχουν μείνει στην αφάνεια.
Επιτάξεις και καταναγκαστική εργασία
Εξαρχής οι Γερμανοί εξέδωσαν διαταγές για την επιτόπου επίταξη προϊόντων, όπως κρασί και τρόφιμα, και προσπάθησαν οργανωμένα να εκμεταλλευτούν την παραγωγή του νησιού και κυρίως το ελαιόλαδο, το οποίο έπρεπε να παραδίδεται υποχρεωτικά στις κατοχικές υπηρεσίες.
Επιτάχθηκαν επίσης δημόσια κτίρια, κυρίως σχολεία, αλλά και σπίτια για τις ανάγκες στέγασης των κατακτητών και των υπηρεσιών τους.
Το νησί μετά την κατάκτηση έπρεπε να οχυρωθεί, να διοικηθεί και να υπηρετήσει την πολεμική προσπάθεια του Αξονα.
Η Κρήτη κηρύχτηκε Οχυρό (Festung Kreta) και ξεκίνησαν μεγάλα οχυρωματικά έργα καθώς και μια σειρά αεροδρομίων και ναυτικών εγκαταστάσεων.
Η υλοποίηση αυτών των έργων συνεπαγόταν την οργανωμένη κινητοποίηση του ντόπιου εργατικού δυναμικού. Αλλωστε, η έννοια του Οχυρού συνεπαγόταν και εκείνη του στρατοπέδου.
Τα σημαντικότερα έργα που σχεδίαζαν οι Γερμανοί ήταν το αεροδρόμιο στην περιοχή του χωριού Τυμπάκι στην πεδιάδα της Μεσαράς και επίσης άλλο αεροδρόμιο στο Καστέλλι Πεδιάδος Ηρακλείου και υπόγειες αποθήκες καυσίμων στα Πεζά Πεδιάδος Ηρακλείου και στο Βαμβακόπουλο Κυδωνίας Χανίων.
Για τα έργα στο αεροδρόμιο του Τυμπακίου περίπου 7.000 κάτοικοι της γύρω περιοχής εξαναγκάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία και πάνω από 1.000 σπίτια ισοπεδώθηκαν και οι κάτοικοί τους εκδιώχθηκαν.
Μια σειρά μέτρων, που δεν επιβάλλονταν καθόλου (ή πάντως όχι με την ίδια αυστηρότητα) στην υπόλοιπη χώρα, πιστοποιούσαν αυτή την κατεύθυνση.
Ανάμεσά τους και η επιβολή υποχρεωτικής εργασίας για όλους τους κατοίκους ανεξαρτήτως φύλου, επαγγέλματος ή ηλικίας.
Η «αγγαρεία» αποτέλεσε ένα σκληρό και ατιμωτικό μέτρο και η αποφυγή της έγινε η κύρια μορφή παθητικής αντίστασης.
Ο πρώτος διοικητής του Φρουρίου Κρήτης, πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, βάσει εξουσιοδότησης του φίρερ και ανώτατου αρχηγού του στρατού, εξέδωσε στις 17 Ιουνίου 1941 τη διαταγή με τίτλο: «Υποχρέωσις εργασίας».
Σύμφωνα με αυτήν, όλος ο πληθυσμός της Κρήτης, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ηλικίας και φύλου, υποχρεούνταν σε οποιαδήποτε εργασία ύστερα από διαταγή των ελληνικών τοπικών αρχών.
Ολα τα μεταγωγικά μέσα, τα ζώα δηλαδή και τα κάρα, ετίθεντο εξίσου στη διάθεση των τοπικών αρχών για τις ανάγκες της υποχρεωτικής εργασίας.
Φυσικά, η απείθεια προς όλα τα παραπάνω θεωρούνταν σαμποτάζ και η τιμωρία έφτανε ώς την εκτέλεση.
Το μέτρο της αγγαρείας ταυτίστηκε αμέσως με τα αντίποινα και τη βαρβαρότητα του κατακτητή.
Την πρώτη έκρυθμη περίοδο, μεγάλες περιοχές στην ύπαιθρο ή χωριά κλείνονταν με συρματοπλέγματα και οι έγκλειστοι εξέρχονταν μονάχα για την εκτέλεση καταναγκαστικών έργων.
Ορισμένες φορές ήταν δυσδιάκριτο για τους ανθρώπους αυτούς αν θα πήγαιναν στην αγγαρεία ή για εκτέλεση.
Η αντίσταση όμως στην υποχρεωτική εργασία ξεκίνησε εξαρχής. Αρκετοί δραπέτευαν και κρύβονταν, ενώ οι Γερμανοί επέρριπταν την ευθύνη στους κοινοτάρχες με απειλές για συλλογική τιμωρία.
Σύντομα πολλοί έστελναν προς αντικατάσταση τα ανήλικα παιδιά τους ή άλλους φτωχότερους με πληρωμή.
Εντονο πάντως ήταν το φαινόμενο της παντελούς αποφυγής της αγγαρείας, παρά τις απειλές, ακόμα και από ολόκληρες κοινότητες των ορεινών.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του ημιεπίσημου γερμανικού οργάνου στα Χανιά, σε «μερικά μεγάλα έργα, σχεδόν όλοι οι εργάται απέσχον της εργασίας των» («Παρατηρητής», 14/1/1942).
Ο τοπικός γερμανόφιλος Τύπος προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον θεσμό κάνοντας λόγο για τεμπέληδες και χαρτοπαίκτες που ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία, αντί να εργάζονται για το κοινό καλό.
Ο θεσμός της υποχρεωτικής εργασίας υπήρξε βασικό στοιχείο της κατοχικής πολιτικής στην Κρήτη και παρέμεινε στη μνήμη των κατοίκων ως σύμβολο καταπίεσης και εξευτελισμού.
Σύμφωνα με βρετανικές πηγές, το 1942-1943 σε υποχρεωτική εργασία εξαναγκαζόταν από το 1/3 έως το 1/2 του πληθυσμού της υπαίθρου κι αυτό ήταν η κυριότερη αιτία του μίσους των Κρητικών απέναντι στους Γερμανούς.
Σε ένα νησί περίπου 450.000 κατοίκων, οι κατακτητές έφτασαν να αριθμούν από 30.000 έως και 45.000 Γερμανούς, συν 30.000 Ιταλούς της Μεραρχίας Σιένα (κυρίως στο Λασίθι).
Ο νομός Ηρακλείου συγκέντρωνε τον υψηλότερο αριθμό στρατιωτικού δυναμικού, με 15.000 Γερμανούς και 5.000 Ιταλούς, ενώ στον νομό Χανίων υπήρχαν 10.000 Γερμανοί και στο Ρέθυμνο 6.000.
Επειδή τα στρατεύματα αυτά συντηρούνταν κυρίως από την ντόπια παραγωγή, η στρατιωτική και πολιτική διοίκηση κατέγραφε -και αποσπούσε βίαια- όλα τα περιουσιακά στοιχεία των κοινοτήτων.
Καθώς μάλιστα οι Γερμανοί επεξεργάζονταν την ιδέα μόνιμης κατοχής του νησιού και μετά τον πόλεμο, η στρατιωτική και πολιτική του διοίκηση απέκτησε μεγάλη αυτονομία από τις αντίστοιχες στην κυρίως Ελλάδα, ενώ η κυβέρνηση δωσιλόγων στην Αθήνα τυπικά μόνο έλεγχε τις πολιτικές δομές της Κρήτης.
Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διόρισε νέο γενικό διοικητή, νομάρχες, δημάρχους και επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας, κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχό της.
Δεν έλειψαν οι πρόθυμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους νέους κυρίαρχους, υπηρετώντας τους πολιτικά, οικονομικά αλλά και ένοπλα.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα, ο νομάρχης Ηρακλείου και μετέπειτα γενικός διοικητής Κρήτης Ιωάννης Πασσαδάκης, η ομάδα Σούμπερτ και το Τάγμα Χωροφυλακής Παπαγιαννάκη.
Εκδοχές της Αντίστασης
Η οργάνωσή της δεν μπορούσε παρά να επηρεαστεί από τις συνθήκες του τόπου, που δεν άντεχαν τη συντήρηση μεγάλων μόνιμων αντάρτικων μονάδων, όπως στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η πυκνή κατοχή και η ιδιαίτερη βιαιότητα των Γερμανών, ήδη από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, ήταν επίσης αρνητικοί παράγοντες.
Η πλειονότητα των αντιστασιακών ομάδων ήταν προσωποπαγείς και σχηματίζονταν γύρω από κάποιον ισχυρό τοπικό παράγοντα, ο οποίος περνούσε στην παρανομία μετά τη συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης (Μπαντουβάς, Πετρακογιώργης, Γρηγοράκης ή Σατανάς, Δραμουντάνης), υπήρχαν όμως και οργανώσεις όπως η ΑΕΑΚ (Ανωτάτη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης) ή η Ανταρτική Ομάς Ανωγείων.
Εξόριστοι κομμουνιστές δραπέτες από τα νησιά του Αιγαίου θα συμμετάσχουν επίσης στη Μάχη της Κρήτης, ο βουλευτής δε του ΚΚΕ, Μιλτιάδης Πορφυρογένης, θα δώσει στις παραμονές της μάχης από τις στήλες της εφημερίδας «Κρητικά Νέα» (16/5/1941) το σύνθημα της εθνικής ενότητας και του αντιφασιστικού αγώνα που θα μορφοποιηθεί λίγους μήνες αργότερα στο ΕΑΜ.
Μετά την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από την Κρήτη και τις πρώτες αποστολές το καλοκαίρι του ’41 με βασικό στόχο τη διαφυγή των εκατοντάδων Βρετανών που έμειναν πίσω, οι Βρετανοί ανέλαβαν δράση από το φθινόπωρο του ’41 με στόχους:
(α) τη συνέχιση της απομάκρυνσης των Βρετανών κι επιλεγμένων Ελλήνων,
(β) τη συλλογή και μετάδοση πληροφοριών προς το Γενικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής,
(γ) τη διοργάνωση σαμποτάζ και
(δ) την οργάνωση της Αντίστασης με συντονισμό ντόπιων παραγόντων και κατεύθυνση όχι την ανοιχτή δράση, αλλά την προετοιμασία μιας εξέγερσης επικουρικής σε συμμαχική απόβαση.
Η εκτέλεση έξι γερμανόφιλων παραγόντων από την κρητική Αντίσταση, σε συνδυασμό με ένα επιτυχημένο συμμαχικό σαμποτάζ στα αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελίου Πεδιάδος, προκάλεσε ως αντίποινα την εκτέλεση 50 ομήρων τον Ιούνιο του 1942 στην πόλη του Ηρακλείου και συνακόλουθα το πάγωμα κάθε αντιστασιακής δραστηριότητας.
Από το φθινόπωρο όμως του 1942, μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από την αλλαγή της τύχης του μετώπου της Βόρειας Αφρικής υπέρ των Συμμάχων και από τις εξελίξεις στο Στάλινγκραντ, ξεκίνησε και στην Κρήτη μια νέα προσπάθεια οργάνωσης της Αντίστασης, στον ντόπιο δε πληθυσμό αναζωπυρώθηκε η ελπίδα για συμμαχική απόβαση και απελευθέρωση του νησιού.
Την προοπτική της απόβασης συντηρούσαν οι Βρετανοί, που προσπάθησαν να διαχειριστούν τις ντόπιες οργανώσεις και στην πορεία να απομονώσουν το ΕΑΜ.
Πολλές μικρές οργανώσεις και άνθρωποι που αποσπάστηκαν από το ΕΑΜ συγκρότησαν στην πορεία μια δεύτερη παγκρήτια οργάνωση, την Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ).
Η ίδρυσή της ανακοινώθηκε την 1η Οκτωβρίου 1942 από τον επικεφαλής της Βρετανικής Συμμαχικής Αποστολής στην Κρήτη, ταγματάρχη Τομ Ντανμπάμπιν, που έφερε σε επαφή παράγοντες από διαφορετικά μέρη της Κρήτης, ενσωματώνοντας την ήδη υφιστάμενη ΑΕΑΚ κι εξασφαλίζοντας τη συνεργασία των οπλαρχηγών Μπαντουβά και Πετρακογιώργη.
Για τους Βρετανούς, η νέα αυτή οργάνωση «ήρθε την κατάλληλη στιγμή» ως εναλλακτική λύση απέναντι στο αναπτυσσόμενο ΕΑΜ.
Σε αντίθεση με το τελευταίο, οι Βρετανοί πρόβαλαν εμφατικά τη στρατιωτική, «απολίτικη» φύση της ΕΟΚ και τον εξορκισμό κάθε συζήτησης για μεταπολεμικά ζητήματα.
Αντάρτικο και αντίποινα
Την άνοιξη του 1943 οι αντιστασιακές ομάδες του Ψηλορείτη επανεμφανίστηκαν πιο δυναμικά, με κύριο στόχο την εξουδετέρωση των τοπικών συνεργατών και πληροφοριοδοτών του κατακτητή.
Το καλοκαίρι έγιναν σαμποτάζ σε αεροδρόμια και αποθήκες καυσίμων στο Ηράκλειο ενόψει της συμμαχικής απόβασης στη Σικελία.
Οι αντιστασιακές αυτές ενέργειες προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των κατακτητών, που εφάρμοσαν ξανά τις τρομοκρατικές μεθόδους τους για να αποτρέψουν τον πληθυσμό από την υποστήριξη ενδεχόμενης συμμαχικής απόβασης.
Ξεκίνησε αθρόα σύλληψη ανδρών και γυναικών και μεταφορά τους ως ομήρων στα στρατόπεδα της Γερμανίας, όπου οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους.
Οι εκτελέσεις γίνονταν σταδιακά όλο και πιο «τυφλές», με θύματα κρατούμενους (κυρίως ως κομμουνιστές) κι εντέλει στοχοποίηση ολόκληρου του πληθυσμού.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, ύστερα από τοπικές συμπλοκές με αντάρτικες δυνάμεις μετά την ιταλική κατάρρευση, οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην περιοχή της Βιάννου λεηλατώντας την και καταστρέφοντάς την.
Σ’ ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματά τους εκτέλεσαν μαζικά 361 κατοίκους των γύρω χωριών, τα οποία ισοπέδωσαν.
Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, η γερμανική τρομοκρατία ήταν συνεχής και το τίμημα για τον κρητικό λαό εξαιρετικά βαρύ, όπως πολύ εύγλωττα αποτυπώθηκε στη γνωστή μεταπολεμική «Εκθεση Ωμοτήτων» που συνέταξαν ο Νίκος Καζαντζάκης και συνεργάτες του.
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
«Την περίοδον ταύτην χαρακτηρίζουν τελεία απομύζησις του ιδιωτικού και ιδία του αγροτικού πλούτου της Κρήτης, αδικαιολόγητοι επιβολαί προστίμων, εξαντλητικαί αγγαρείαι των κατοίκων, ομηρεία ανδρών, γυναικών και ιερέων, απάνθρωποι φυλακίσεις, εκτελέσεις ομήρων και αποστολαί εις την Γερμανίαν, όπου δε εσημειούτο ανταρτική κίνησις ή σαμποτάζ, εξόντωσις του πληθυσμού και καταστροφή των χωρίων».
Σε μια άλλη πράξη ναζιστικής βαρβαρότητας, η γερμανική στρατιωτική διοίκηση εφάρμοσε και στην Κρήτη το σχέδιο εξόντωσης των Εβραίων εναντίον της μικρής κοινότητας του νησιού.
Τον Μάιο του 1944 συγκέντρωσε τους περίπου 270 Εβραίους της Κρήτης στις φυλακές της Αγυιάς και από εκεί στο Ηράκλειο όπου επιβιβάστηκαν μαζί με άλλους ομήρους στο ατμόπλοιο «Ταναΐς» με προορισμό το στρατόπεδο εξόντωσης του Αουσβιτς στις αρχές Ιουνίου.
Η βύθιση του πλοίου από βρετανικά σκάφη ανοιχτά της Μήλου έφερε νωρίτερα το προαποφασισμένο τέλος.
Στα τέλη Αυγούστου του 1944 ξεκίνησαν οι προετοιμασίες αποχώρησης των Γερμανών από την Κρήτη.
Εκτίμηση της γερμανικής διοίκησης ήταν ότι στις αρχές του μήνα «ο αγώνας των ανταρτικών ομάδων είχε ανάψει σε ευρύ μέτωπο».
Μπροστά στην κατάσταση αυτή κυκλοφόρησαν διαταγές για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων, στις οποίες δινόταν η διακριτική ευχέρεια σε τοπικούς διοικητές να εκτελούν όλους τους παρόντες συλληφθέντες ιδιώτες ενώ ως προληπτικό μέτρο προστασίας για τις φάλαγγες οχημάτων προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η ομηρία«Ελληνίδων νεανίδων, κυρίως εκ των ευημερούντων λαϊκών κύκλων οίτινες τηρούν επιφυλακτικήν στάσιν έναντι των γερμανικών δυνάμεων» – καμία όμως περίπτωση«συγγενών γερμανοφίλων οικογενειών».
Πολύ γρήγορα οι διαταγές δεν έκαναν πλέον καμία διάκριση φύλου και ηλικίας «μη ενόχων», ενώ διεξάγονταν και αιφνιδιαστικές επιθέσεις με συγκεντρωτικά πυρά πυροβολικού σε γειτονικούς κατοικημένους τόπους.
Στις 13 Αυγούστου 1944 διατάχθηκε η ισοπέδωση των Ανωγείων και η εκτέλεση όλων των ανδρών του χωριού.
Οι κάτοικοι διέφυγαν, αλλά το κεφαλοχώρι καταστράφηκε ολοσχερώς, αφού πρώτα λεηλατήθηκε.
Σύμφωνα με τους Γερμανούς, μέσα στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου καταστράφηκαν 13 χωριά, εκτελέστηκαν 500 άτομα και άλλα 1.000 συνελήφθησαν.
Η σταδιακή αποχώρηση της Βέρμαχτ από τα ανατολικά προς τα δυτικά δεν έγινε αναίμακτα, αλλά κάτω από επιθέσεις των δυνάμεων Αντίστασης και μέσα σε ένα όργιο τρομοκρατίας και συστηματικής λεηλασίας του πληθυσμού από τους αποχωρούντες κατακτητές.
Τα ποσοστά εκτελεσθέντων σε κοινότητες που είχαν μπει στο στόχαστρο κυμαίνονταν από 5% έως και 19% (π.χ. στα χωριά του Αμαρίου).
Η πιο μακρά Κατοχή
Από την ημέρα της αποχώρησης των Γερμανών από την Αττική (12 Οκτωβρίου), η περαιτέρω παραμονή των Γερμανών στην Κρήτη και ο διαχωρισμός της τελευταίας σε κατεχόμενη και μη θεωρήθηκαν δεδομένα επ’ αόριστον.
Από τον Οκτώβριο του 1944 μέχρι το τέλος του πολέμου, η παράδοξη γερμανική κατοχή θα συνεχιζόταν ελέω Συμμάχων.
Στις 12 Νοεμβρίου 1944 ξεκίνησε επίθεση των Γερμανών κατά των δυνάμεων του ΕΛΑΣ, γνωστή ως «η μάχη της Παναγιάς».
Στη διάρκεια της μάχης αυτής, που κράτησε τρεις μέρες, οι Γερμανοί προχώρησαν στην καταστροφή 200 σπιτιών και σε λεηλασίες, πρακτική διαδεδομένη και επαναλαμβανόμενη.
Στις 9 Μαΐου 1945 υπογράφτηκε στο Ηράκλειο η συνθηκολόγηση των Γερμανών στην Κρήτη.
Στις 8 Μαΐου συγκροτήθηκε Διασυμμαχική Επιτροπή για την καλή εφαρμογή των όρων της συνθηκολόγησης.
Σύμφωνα όμως μ’ ένα μέλος της επιτροπής αυτής, τον λοχαγό Γ. Κάββο, οι Βρετανοί δεν είχαν καμία πρόθεση να τηρήσουν τους όρους που συμφωνήθηκαν.
Η επιτροπή δεν λειτούργησε ποτέ, ενώ οι Βρετανοί συγκέντρωσαν τους Γερμανούς σε μια ζώνη όπου απαγορευόταν η είσοδος στους Ελληνες.
Η δε διαδικασία αποχώρησης των Γερμανών διήρκεσε τόσο ώστε να προκαλείται το αίσθημα των ντόπιων, σε συνδυασμό με καθήκοντα φρουράς που είχαν ώς το τέλος οι -αιχμάλωτοι πλην ένοπλοι- Γερμανοί.
Η γερμανική παρουσία στην Κρήτη διήρκεσε από την 20ή Μαΐου 1941, πρώτη ημέρα της Μάχης της Κρήτης, έως τη 12η Ιουνίου 1945, ημέρα αποχώρησης των τελευταίων Γερμανών από το λιμάνι της Σούδας – σχεδόν 1.400 ημέρες.
Στο ενδιάμεσο ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λήξει στην Ευρώπη με την άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας στις 8 Μαΐου 1945.
*Ιστορικός, διδάκτορας ΑΠΘ
Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος
Στην Κρήτη θα βρεθεί την ερχόμενη εβδομάδα, σύμφωνα με τις πληροφορίες του Cretalive, ο Αρχηγός…
Τη συμφωνία για την διάθεση του 20% των μετοχών της θυγατρικής εταιρείας του ΑΔΜΗΕ και φορέα υλοποίησης…
Υλοποιήθηκε από την Τράπεζα Ελλάδας το αίτημα του Δήμου Πλατανιά για την έκδοση Ασημένιου Συλλεκτικού…
Ο υποψήφιος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Παύλος Πολάκης υλοποίησε με επιτυχία χθες Πέμπτη 21 Νοεμβρίου το…
Ο Αγροτικός Σύλλογος πρώην Δήμου Αρμένων εκφράζει την έντονη ανησυχία του για την τύχη των…
Η Συνέλευση Αρμένων για τις Πηγές πανηγυρίζει μια σημαντική νίκη. Μετά από δύο χρόνια προσπαθειών…
This website uses cookies.