Ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου (5 Φεβρουαρίου 1919 – 23 Ιουνίου 1996) ήταν Έλληνας πολιτικός, πρόεδρος και ιδρυτής του ΠΑΚ και αργότερα του ΠΑ.ΣΟ.Κ., του οποίου η ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη συμπυκνώνεται στο τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση». Διετέλεσε πρωθυπουργός τις περιόδους 1981-1989 και 1993-1996. Ήταν γιος του επίσης πρώην πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος ήταν γνωστός και ως «Γέρος της Δημοκρατίας». Μητέρα του ήταν η Σοφία Μινέικο κόρη του Πολωνού Ζίγκμουντ Μινέικο. O γιος του Γεώργιος Α. Παπανδρέου ήταν από το 2004 έως το 2012 πρόεδρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και πρωθυπουργός της Ελλάδας από το 2009 ως τις 11 Νοεμβρίου 2011.
Υπήρξε ηγέτης με ευρύτατη λαϊκή αποδοχή: σε έρευνα της εφημερίδας Καθημερινή το 2007, η πρώτη κυβέρνησή του αναδείχθηκε η καλύτερη της Μεταπολίτευσης και ο ίδιος ο σημαντικότερος πρωθυπουργός της περιόδου. Ομοίως, σε δημοσκόπηση για την εφημερίδα Real News το 2010 και σε έρευνα της εταιρείας ALCO το 2013, ψηφίσθηκε ως ο καλύτερος πρωθυπουργός μετά το 1974. Από την άλλη δημιούργησε πολλούς φανατικούς εχθρούς στο εσωτερικό, και προκάλεσε συχνά την αγανάκτηση της δυτικής κοινής γνώμης και σωρεία επικριτικών κειμένων στα δυτικά ΜΜΕ.
Ήταν ίσως ο πολιτικός με τη μεγαλύτερη συμβολή στη διαμόρφωση του πολιτικού και κομματικού συστήματος στη σύγχρονη Ελλάδα. Ανέτρεψε τον κυρίαρχο πολιτικό διαχωρισμό «Εθνικόφρονες-Κομμουνιστές» και στη θέση του επέβαλλε το δίπολο «Δεξιά-Αντιδεξιά». Το ΠΑΣΟΚ που δημιούργησε ήταν το πρώτο κόμμα εξουσίας στην ελληνική ιστορία με μαζική οργάνωση (στα πρότυπα του ΚΚΕ), αντί του παραδοσιακού κόμματος στελεχών, ένα πρότυπο οργάνωσης που θα υιοθετούσε από τον Παπανδρέου και η Νέα Δημοκρατία. Από το κυβερνητικό του έργο ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική πολιτική ιστορία έχουν η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, ο εκδημοκρατισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του ΑΣΕΠ και η συνταγματική αναθεώρηση του 1985-1986, η οποία παγίωσε το σύστημα κοινοβουλευτικής εξουσίας που ισχύει έως και σήμερα, περιορίζοντας δραστικά τις «βασιλικές» εξουσίες του Προέδρου.
Άλλες σημαντικές τομές των κυβερνήσεών του ήταν η νομιμοποίηση του πολιτικού γάμου, η ψήφος στα 18, η εισαγωγή τουμονοτονικού συστήματος γραφής (1982), οι αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο όπως η καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων και η απαγόρευση του αναχρονιστικού θεσμού της προίκας, η κατάργηση πλείστων μεταξικών και μετεμφυλιακών νόμων, όπως αυτοί τουτεντιμποϊσμού και της κατασκοπείας, η άσκηση ακηδεμόνευτης και πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής και η μεγάλη ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων, η αναγνώριση της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και η παραχώρηση άδειας επιστροφής στην Ελλάδα στους πολιτικούς πρόσφυγες του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι αντίπαλοι του Ανδρέα Παπανδρέου από τον συντηρητικό και τον φιλελεύθερο χώρο αναγνώρισαν τις προσπάθειές του να αποκαταστήσει μεγάλα τμήματα της κοινωνίας που είχαν υποστεί διώξεις και ταπεινώσεις από το αυταρχικό μετεμφυλιακό κατεστημένο και να χτίσει κράτος πρόνοιας, αλλά επέκριναν την μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου χρέους στην οικονομική του διαχείριση, την προσπάθεια επιβολής στη δημόσια διοίκηση που του καταλόγισαν και την εξωτερική του πολιτική, την οποία θεωρούσαν μαξιμαλιστική και επικίνδυνη στις μεθόδους και τους στόχους της, ενώ από τον χώρο της Αριστεράς υπήρξαν επικρίσεις για την αθέτηση προεκλογικών υποσχέσεων καθώς και για το καθεστώς προσωπολατρίας με το οποίο τον περιέβαλλαν τα πλήθη των πολιτικών οπαδών του.
Εκτός από πολιτικός, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν και«σταρ» και συχνά απασχολούσε τα ΜΜΕ με την κοινωνική του ζωή, ενώ πτυχές από το προσωπικό «στυλ ζωής» του έγιναν αντικείμενο μίμησης από πολλούς Έλληνες.
Πρώιμα χρόνια
Γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1919 στη Χίο και ήταν γιος του Γεωργίου Παπανδρέου, Γενικού Διοικητή Αιγαίου τότε και μετέπειτα πρωθυπουργού, και της Σοφίας Μινέικο, κόρης του Ζίγκμουντ Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη και στρατιωτικού μηχανικού. Μεγάλωσε στην Αθήνα και φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών, όπου μεταξύ άλλων ήταν συμμαθητής με τους Πέτρο Σιφναίο, Πάρι Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Σκιαδαρέση, εργολάβο, και Λεωνίδα Αδάμ. Με τους τελευταίους τρείς θα δημιουργήσει σε ηλικία δεκαπέντε ετών, το 1934, το Μαρξιστικό περιοδικό «Ξεκίνημα», όπου και δημοσίευσε πολλά άρθρα για το Σοσιαλισμό. Η «Εστία», η πιο σημαντική τότε εφημερίδα της Δεξιάς παράταξης, αντέδρασε απαιτώντας τον εξοβελισμό του νεαρού Ανδρέα Παπανδρέου από την ελληνική κοινωνία γιατί «θα καθίστατο επικίνδυνος για τη χώρα». Το Υπουργείο Παιδείας – στο οποίο δύο χρόνια νωρίτερα Υπουργός ήταν ο πατέρας του – διέταξε ανακρίσεις και οι «παρεκτραπέντες» μαθητές τιμωρήθηκαν με διαγωγή «επίμεμπτο» στο ενδεικτικό τους.
Ακαδημαϊκή και Πολιτική δράση ως τη Μεταπολίτευση
Το 1937 εισήλθε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1939, μετά τη σύλληψή του από το καθεστώς Μεταξά, αναχώρησε για τις Η.Π.Α., όπου συνέχισε τις σπουδές του. Υπηρέτησε εθελοντής σε σημαντική θέση στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, ως εξεταστής μοντέλων για τον κατάλληλο χρόνο επισκευής πολεμικών πλοίων.[17] Το 1943 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα στα Οικονομικά και τη Φιλοσοφία από το Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, όπου και διορίστηκε ως αναπληρωτής καθηγητής (associate professor). Το 1944, ο μόλις 25 ετών Ανδρέας Παπανδρέου είναι ένα από τα πέντε μέλη της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη του Bretton Woods – που σχεδίασε ολόκληρη την αρχιτεκτονική της παγκόσμιας οικονομίας ως τις πετρελαϊκές κρίσεις του ’70 – της οποίας ηγείται ο κορυφαίος Έλληνας οικονομολόγος Κυριάκος Βαρβαρέσος. Tο 1947 διορίστηκε επίκουρος και στη συνέχεια τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ (Berkeley) της Καλιφόρνια, όπου και διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης από το 1956 ως το 1959. Την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία συνέχισε στα χρόνια της δικτατορίας, οπότε εργάστηκε ως καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης (1968-69) και του Γιορκ (1969-1974), όπου διετέλεσε και διευθυντής μεταπτυχιακών σπουδών. Παντρεύτηκε διαδοχικά με τη Χριστίνα Ρασιά, μια ελληνοαμερικανίδα ψυχίατρο, τη Μαργαρίτα Τσαντ (με την οποία απέκτησε 4 παιδιά, τον Γιώργο (πρωθυπουργός της Ελλάδος από το 2009 με το ΠΑΣΟΚ), τη Σοφία, τον Νίκο και τον Αντρίκο) και τηΔήμητρα Λιάνη. Εκτός γάμου γεννήθηκε το 1969 η κόρη του Αιμιλία Νίμπλουμ
Επέστρεψε οικογενειακώς στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ στις 16 Ιανουαρίου του 1961 και έπειτα από πρόταση του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ανέλαβε Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Επιστημονικός Διευθυντής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), καθώς και Σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδος.
Εκλέχτηκε βουλευτής για πρώτη φορά το 1964 με την Ένωση Κέντρου. Μετείχε στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, αρχικά ως Υπουργός Προεδρίας και λίγο αργότερα ως αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού. Ο οικονομικός του λόγος κινείται μέσα στο επίσημο πλαίσιο της τότε οικονομικής ορθοδοξίας. Άλλωστε, η πανεπιστημιακή του καριέρα στις ΗΠΑ ως την έλευσή του στην Ελλάδα εντασσόταν στο πλειοψηφικό ρεύμα της αμερικανικής οικονομικής σκέψης της εποχής. Έτσι ακολουθεί τη διαδομένη τότε αντίληψη μεταρρυθμιστικής οικονομικής πολιτικής για τις καθυστερημένες χώρες, η οποία επιδίωκε να συνδυάσει την ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των λαϊκών εισοδημάτων, με την άμεση παραγωγική δραστηριοποίηση του κράτους, ώστε να δοθεί η αναγκαία αναπτυξιακή δυναμική, να καλυφθούν τα παραγωγικά/κλαδικά κενά, να υποκατασταθούν βαθμιαία οι εισαγωγές. Παραιτήθηκε λίγο αργότερα μετά από πολλές πιέσεις άλλων τάσεων μέσα στο κόμμα και συσπείρωσε γύρω του τη λεγόμενη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ένωσης Κέντρου. Στις 25 Απριλίου του 1965 γίνεται ξανά αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού, ενώ ένα μήνα αργότερα κατηγορήθηκε ως εμπνευστής και αρχηγός στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» και στο συνωμοτικό Σχέδιο Ελικών.
Ήδη από εκείνα τα ταραχώδη χρόνια (1965-1967) ο Ανδρέας Παπανδρέου κερδίζει την αγάπη της μεγάλης πλειοψηφίας των πρώην ΕΑΜιτών και ΕΛΑΣιτών που θα συνεχίζουν να τον στηρίζουν ως το τέλος, αλλά οι σχέσεις του με την ηγεσία της Αριστεράς χαρακτηρίζονται από αμοιβαία καχυποψία. Γενικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου ενδιαφερόταν περισσότερο για τον «απλό κόσμο» της Αριστεράς και όχι για τους ηγέτες της, που τους θεωρούσε παρωχημένους και όχι ιδιαίτερα ευφυείς.
Με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, ο Ανδρέας Παπανδρέου συλλαμβάνεται αλλά αφήνεται ελεύθερος τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μετά από έντονες πιέσεις και διαμαρτυρίες κορυφαίων ακαδημαϊκών και διανοούμενων των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον, όπως ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ (John Kenneth Galbraith), προσωπικός του φίλος από τα χρόνια του Χάρβαρντ. Στις 16 Ιανουαρίου του 1968 φεύγει από τη χώρα και ιδρύει το Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), επικεφαλής του οποίου έδρασε αντιδικτατορικά σε πολλές δυτικές χώρες, και στο οποίο συσπειρώνονται πολλά από τα σημερινά γνωστά στελέχη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Έδρα του Π.Α.Κ.ήταν αρχικά η πρωτεύουσα της Σουηδίας, Στοκχόλμη.
Από την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1961 και ως την επιβολή της δικτατορίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταγγείλει το τότε σύστημα εξουσίας (παρακράτος, συνωμοτικές οργανώσεις, οικονομικά συμφέροντα) στεκόμενος ιδιαίτερα στην τρομοκράτηση της επαρχίας από τη Χωροφυλακή και τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης), ξεκινώντας την κόντρα του με τα παλιά τζάκια για τα οποία και είχε δηλώσει ότι πρέπει να ξηλωθούν οριστικά και αμετάκλητα. Παράλληλα, σε πολύ μικρό διάστημα γίνεται ο δημοφιλέστερος Έλληνας πολιτικός, παρά τις συνεχείς επιθέσεις μερίδας του Τύπου. Ήρθε σε σύγκρουση με ορισμένους πολύ σημαντικούς συνεργάτες του πατέρα του, όπως ο τραπεζίτης και πολιτικός Σταύρος Κωστόπουλος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε τη δημιουργία ενός κόμματος αρχών με συγκεκριμένη ιδεολογία και ισχυρή οργάνωση σε εθνικό επίπεδο, κάτι στο οποίο αντιστέκονταν σθεναρά οι «βαρώνοι» της Ένωσης Κέντρου. Επιπλέον, οι βαρώνοι της βενιζελικής παράταξης ανησυχούσαν για την μεγάλη δημοτικότητά του και επέκριναν τον Ανδρέα ως “αλεξιπτωτιστή της πολιτικής”, ότι δηλαδή είχε εμφανισθεί από το πουθενά και μέσα σε ένα-δύο χρόνια είχε γίνει το πιο αναγνωρίσιμο και δημοφιλές πρόσωπο της ελληνικής πολιτικής και απαιτούσε να αποφασίζει για όλα.
Η ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιμετώπισε αρχικά με πολλή δυσπιστία τη Μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 και έλαβε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις στα μέσα Αυγούστου. Αμέσως όμως δραστηριοποιήθηκε με αποτέλεσμα μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες να παρουσιάσει τις θέσεις του για την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974, σε μία από τις αίθουσες του ξενοδοχείου «Kινγκ Πάλας», ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος με τη γνωστή «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται από τότε. Η επιμέλεια της διακήρυξης είχε ανατεθεί από τον ίδιο τον Παπανδρέου στα ηγετικά στελέχη του Π.Α.Κ. Ιωάννη Ζαφειρόπουλο, βουλευτή ν. Ηλείας, στον καθηγητή πανεπιστημίου Μανώλη Παπαθωμόπουλο και στον Δαμιανό Βασιλειάδη, ενώ ένα μεγάλο μέρος της διακήρυξης γράφτηκε από τον Κώστα Σημίτη. Παρόντες στην ανακοίνωση της διακήρυξης ήταν στελέχη του ΠΑΚ, αγωνιστές διωχθέντες από τη Χούντα, νεολαίοι από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και νεολαίοι της Γενιάς του 1-1-4. Στη διακήρυξη αναγράφονταν οι λόγοι ίδρυσης και οι βασικές θέσεις του κινήματος.
Από τη Μεταπολίτευση στην «Αλλαγή»
Οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 17 Νοεμβρίου του 1974, όπου λαμβάνει 13,58% των ψήφων και εκλέγει 12 βουλευτές. Είναι η περίοδος που κυριαρχεί η αντιαμερικανική και αντιΝΑΤΟϊκή χροιά στην πολιτική του. Παράλληλα καθίσταται ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός του ΠΑΣΟΚ (κάτι στο οποίο συνέβαλαν και οι διαγραφές διαφωνούντων από το Κόμμα, όπως στελεχών της «Δημοκρατικής Άμυνας» και τη νεολαίας).
Στις 11 Δεκεμβρίου 1974 ο Kων. Kαραμανλής λέει στη Bουλή «H Eλλάς ανήκει εις τον δυτικόν κόσμο». Ο Παπανδρέου του απαντά «Προτιμούμε να ανήκουμε εις τους Έλληνας».
Στις εκλογές της 20 Δεκεμβρίου 1977 οδηγεί το ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση, λαμβάνοντας το 25,34% των ψήφων και εκλέγοντας 93 βουλευτές, για να το οδηγήσει τελικά στην εξουσία το 1981.
Το διάστημα 1974-1981, το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου θα έχουν μία θεαματική, μοναδική στην ελληνική πολιτική ιστορία άνοδο. Από το 13,58% των ψήφων το Νοέμβριο του 1974, το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα εκτιναχθεί στο 48,1% τον Οκτώβριο του 1981. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από τα δεξιά, αλλά ούτε και ο Χαρίλαος Φλωράκης από τα αριστερά μπόρεσαν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στον Ανδρέα Παπανδρέου. Στα δεξιά του, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέκρινε την υποχωρητική εξωτερική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας σε σχέση με τις τουρκικές διεκδικήσεις, κατήγγειλε συνεχώς τη δεξιά παράταξη για την τραγωδία και απώλεια της Κύπρου (αδέξια Δεξιά, όπως έλεγε), ζητούσεΕλληνοποίηση του Υπουργείου Εξωτερικών και παράλληλα οι δικές του σκληρές θέσεις στα εθνικά θέματα βρήκαν μεγάλη απήχηση σε πολλούς εθνικιστές.
Στα αριστερά του, επέκρινε το ΚΚΕ για την δειλή στάση του σε διάφορες απεργίες και κινητοποιήσεις, και οι συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτοί που διακρίθηκαν περισσότερο στις μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις της περιόδου 1975-1977 έχοντας σχεδόν πάντα πιο αριστερές και επιθετικές απόψεις από τους αντίστοιχους του ΚΚΕ.
Κυρίως όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αυτός που μπόρεσε πειστικά να εγγυηθεί στους ΕΑΜογενείς πολίτες το τέλος της κοινωνικο-πολιτικής απομόνωσής τους, ότι θα πάψουν να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, κάτι που τελικά και έγινε μετά το 1981, με μέτρα όπως την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης των ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τη διάλυση της Χωροφυλακής.
Ο φόβος ότι ενδεχομένως οι Ένοπλες Δυνάμεις θα σταματούσαν την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία εκμηδενίστηκε από την πολύ μεγάλη απήχηση που είχε σε αυτόν το χώρο το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε καταγγείλει την ομάδα των χουντικών αξιωματικών για βιασμό της δημοκρατίας, βαρβαρότητα και εγκληματική ηλιθιότητα σε σχέση με την απώλεια της Κύπρου, αλλά πίστευε πως, απαλλαγμένο από τους χουντικούς, το σώμα των αξιωματικών ήταν “η αιχμή του οράματος της εθνικής αναγέννησης”: ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός πολιτευτών του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απόστρατοι αξιωματικοί, και μετά το 1981 μερικοί ανέλαβαν και Υπουργοί (Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, Αντώνης Δροσογιάννης, Νικόλαος Κουρής).
1981: Η ώρα της «Αλλαγής»
Το 1981 ήταν η χρονιά που το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 48,1% και ο Ανδρέας Παπανδρέου έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός της χώρας. Η κυβερνητική αυτή μετάβαση χαρακτηρίστηκε τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές ως «Αλλαγή», με την έννοια ότι μετά από μια μακρά περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη δεξιά ήρθε στην εξουσία ένα κόμμα που βασιζόταν στις αρχές του σοσιαλισμού. Η προεκλογική εκστρατεία του Α. Παπανδρέου στηρίχτηκε σε συνθήματα όπως «Εδώ και τώρα αλλαγή» και «Η Ελλάδα στους Έλληνες», ενώ ο ίδιος καλλιέργησε το προφίλ του πολιτικού που βρισκόταν σε άμεση επαφή και επικοινωνία με τα λαϊκά στρώματα· συνήθως προσφωνούνταν, από φίλους και αντίπαλους, με το μικρό του όνομα, «Ανδρέας».
Εσωτερική πολιτική
Το σύνθημα της «αλλαγής» και το τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία και Κοινωνική Απελευθέρωση» συσπείρωσε γύρω από τον Ανδρέα Παπανδρέου και το κίνημά του ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που δεν εμφορούνταν πάντοτε από κοινές πεποιθήσεις.
Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Παπανδρέου επιδιώχθηκε η εθνική συμφιλίωση, αναγνωρίστηκε από το επίσημο κράτος το ΕΑΜ ως οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης και τα δικαιώματα των αγωνιστών του, ενώ πολτοποιήθηκαν οι φάκελοι φρονημάτων που διατηρούσε η Ασφάλεια για πολλούς από αυτούς. Σκοπός αυτής της απόφασης ήταν εν μέρει και ο επαναπατρισμός πολλών Ελλήνων πολιτικών προσφύγων από την Εποχή του Εμφυλίου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του λειτούργησαν κατά τόπους παραρτήματα της Ένωσης Γυναικών Ελλάδας. Επίσης, ενοποιήθηκαν τα Σώματα Ασφαλείας, Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων και από τη συγχώνευσή τους δημιουργήθηκε η σημερινήΕλληνική Αστυνομία. Η κατάργηση ιδιαίτερα της Χωροφυλακής έγινε δεκτή με πρωτοφανή αισθήματα ανακούφισης από τους αριστερούς πολίτες, καθώς είχε ταυτιστεί με τις αυταρχικές πρακτικές των κυβερνήσεων της δεξιάς, εξ ου και ο διαδεδομένος «φόβος του χωροφύλακα».
Στον τομέα της εκπαίδευσης η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ εκφράστηκε με δυο βασικά νομοσχέδια, τον Νόμο-Πλαίσιο για τη λειτουργία των ΑΕΙ (ν. 1268/1982) και τον Ν. 1566/85 για τη Βασική και Μέση Εκπαίδευση. Ο πρώτος κατάργησε τον θεσμό της έδρας στα Πανεπιστήμια εισάγοντας τις τέσσερις βαθμίδες μελών Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού, θεσμοθέτησε τα όργανα συνδιοίκησής τους από φοιτητές και καθηγητές, ενώ μετονόμασε τα ΚΑΤΕΕ σε ΤΕΙ. Ο δεύτερος επιχείρησε έναν δομικό κυρίως μετασχηματισμό της εκπαίδευσης, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη συμμετοχή των γονέων και μαθητών στα σχολικά πράγματα, ενώ αντικατέστησε τον θεσμό του επιθεωρητή με αυτόν του Σχολικού Συμβούλου.
Επίσης ιδρύθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, καθιερώθηκαν οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων και την 1η Ιανουαρίου 1987 ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας.
Οικονομία
Το διάστημα 1981-1985 κυρίως, ο Ανδρέας Παπανδρέου και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προέβησαν σε σειρά εθνικοποιήσεων, τηρώντας και τις προεκλογικές δεσμεύσεις του κόμματος για την “κοινωνικοποίηση των επιχειρήσεων”. Κρατικοποιήθηκαν επιχειρήσεις που ανήκαν σε πολύ ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες: η ΛΑΡΚΟ και η ΠΥΡΚΑΛ, τα τσιμέντα ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, η Ελληνική Χαλυβουργία, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά της οικογένειας Νιάρχου, η Πειραϊκή-Πατραϊκή (βιομηχανία) και η πολυεθνική ΕΣΣΟ-Πάππας. Η Αριστερά, αλλά και μεγάλο τμήμα της κοινωνίας γενικώς, αντέδρασε θετικά σε αυτές τις πολιτικές ως επιβολή του κράτους στην παραδοσιακή επιχειρηματική ελίτ. Ο δημόσιος τομέας διογκώθηκε, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα . Η ανεργία (με αφετηρία την πρωτοεμφανιζόμενη ύφεση από την περίοδο διακυβέρνησης Ράλλη) υπερδιπλασιάστηκε φτάνοντας το 6,6%. Ο μέσος πληθωρισμός τη δεκαετία του 1970 ήταν 12%, ενώ τηδεκαετία του 1980 ανήλθε στο 20%, διαχωρίζοντας όμως σε πολιτικές περιόδους έχουμε μέσο όρο 1974-81 (ΝΔ) 17,5%, 1982-89 (ΠΑΣΟΚ) 19,5%).
Πρέπει επίσης να σημειωθεί η μεγάλη μείωση του πληθωρισμού που πέτυχαν οι κυβερνήσεις Παπανδρέου. Κοιτώντας τα στοιχεία κατά μήνα, βλέπουμε ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρέλαβε τον Οκτώβριο του 1981 πληθωρισμό της τάξης του 24,2% και παρέδωσε τον Ιούνιο του 1989 πληθωρισμό στο 13,1%, μία εντυπωσιακή βελτίωση της κατάστασης, ο οποίος όμως το 1990 εκτινάχθηκε στο 20,4% (Μ.Ο. έτους), λόγω της πολιτικής αστάθειας και ακυβερνησίας της χώρας και λόγω των εκλογικών συγκρούσεων, την καταστροφική περίοδο 1989 – 1990. Το 1991 ήταν στο 19,5% (Μ.Ο. έτους). Κοιτώντας τους μέσους όρους κάθε έτους βλέπουμε ότι ο πληθωρισμός έπεφτε σταθερά κάθε χρονιά, πλην του 1985 και του 1986 (αλλά το 1987 έπεσε ξανά, και μάλιστα στα χαμηλότερα επίπεδα από το 1978).
Επίσης, έγιναν δύο διαδοχικές υποτιμήσεις της δραχμής, το 1983 και το 1985, κάτι που βοήθησε την εξαγωγική ικανότητα της χώρας αλλά έριξε την αγοραστική δύναμη των πολιτών, κάνοντας τα εισαγόμενα αγαθά πολύ ακριβότερα.
Οι αντίπαλοι του Ανδρέα Παπανδρέου απέρριψαν τις οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων Παπανδρέου. Κυρίως επέκριναν τις προσλήψεις που έγιναν στον δημόσιο τομέα, καθώς και την σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου χρέους: σύμφωνα με πηγές του καθηγητή Οικονομικών και πρώην Υπουργού της Νέας Δημοκρατίας Γ. Αλογοσκούφη οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ήταν 30% το 1980 και άνω του 50% το 1990. Επίσης, το χρέος της χώρας ανέβηκε από 40% του Α.Ε.Π. το 1980, σε 80% του ΑΕΠ το 1990 (βλέπε σχετικά European Economy N. 64). Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει τη δεκαετία του 1980 «χαμένη δεκαετία» (οικονομικά).
Οι υποστηρικτές του Ανδρέα Παπανδρέου απάντησαν ότι η αύξηση των δαπανών και των προσλήψεων ήταν όχι απλά δικαιολογημένη, αλλά απαραίτητη. Ο λόγος ήταν η δημιουργία ενός κράτους πρόνοιας (έστω και υποτυπώδους) και η αποκατάσταση του πλειοψηφικού τμήματος του ελληνικού λαού (κυρίως των πρώην μελών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και των οικογενειών τους) που για δεκαετίες βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής ζωής του τόπου, υπό καθεστώς επίσημων και ανεπίσημων διώξεων από τις συνεχόμενες (κοινοβουλευτικές ή δικτατορικές) κυβερνήσεις της Δεξιάς. Δεδομένης της απροθυμίας διεθνών επενδυτών να χρηματοδοτήσουν την αλματώδη αύξηση του δανεισμού, ο Παπανδρέου κατέφυγε στις ελληνικές τράπεζες που ήταν υπό κρατικό έλεγχο: ειδικότερα, το 80% του συνολικού δημοσίου χρέους το καλοκαίρι του 1989 (όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου παρέδωσε την εξουσία) ήταν εσωτερικό. Οι κυβερνήσεις μετά το 1990 στράφηκαν μαζικά σε ξένες τράπεζες, ενώ ιδιωτικοποίησαν και πολλές ελληνικές.
Εθνικό εισόδημα και μισθοί
Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου παρέλαβε την ελληνική οικονομία (τέλη 1981) σε οικονομική ύφεση (μεταβολή ΑΕΠ, σε σταθερές τιμές, 1980: 0,68%, 1981: -1,55%) λόγω της δεύτερης πετρελαικής κρίσης (του 1979), η οποία σε συνδυασμό με τις αυξημένες δημόσιες κοινωνικές δαπάνες επέτεινε το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού.
Για παράδειγμα, κάνοντας σύγκριση με τις άλλες δύο μεσογειακές χώρες που εντάχθηκαν τελευταίες στη ΕΟΚ, το 1981 η Ελλάδα και η Ισπανία είχαν κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και η Πορτογαλία κάτω από το 60%. Το 1990 η Ελλάδα είχε πέσει στο 60%, η Πορτογαλία είχε ανεβεί στο 61% και η Ισπανία είχε ανέβει σχεδόν στο 80%.
Οι κυβερνήσεις Παπανδρέου έφεραν μεγάλες αυξήσεις ονομαστικών μισθών στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, μια αύξηση που ακυρώθηκε όμως σε μεγάλο βαθμό από τον υψηλό πληθωρισμό. Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, την περίοδο 1981 – 1989 το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας, όπως αυτό εκφράζεται από τους δείκτες του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, βελτιώθηκε. Το κατά κεφαλήν πραγματικό εισόδημα εκφρασμένο σε δολάρια ΗΠΑ αυξήθηκε από 13.443$ το 1981 σε 14.148$ το 1989, δηλαδή σωρευτική αύξηση 5,2%. Συγκριτικά, η μεταβολή τα προηγούμενα 8 χρόνια ήταν 6.8% (12.582 εως 13.443) και τα επόμενα 8 χρόνια 15.7% (14.148 έως 16.371)
Κατά την διάρκεια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου (1993 – 1996) οι ρυθμοί αύξησης του πραγματικού Α.Ε.Π.βελτιώθηκαν σε σχέση με την πρώτη διακυβέρνηση. Οι επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές εγκαταλείφθηκαν με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να υποχωρήσει από το 14,4% το 1993 στο 8,2% το 1996. Ορισμένες σημαντικές παρεμβάσεις στον χώρο της οικονομίας, κατά την διάρκεια της τρίτης θητείας του Ανδρέα Παπανδρέου, περιλαμβάνουν την λήψη της απόφασης για την μετοχοποίηση του 7,6% του ΟΤΕ καθώς και την ίδρυση του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ).
Ευρωπαϊκή πολιτική
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ως προεκλογικά συνθήματα χρησιμοποίησε το 1981 τα «έξω από το ΝΑΤΟ», «έξω από την Ε.Ο.Κ.» . Ένα ακόμα σύνθημα εναντίον της Ε.Ο.Κ. που είχε χρησιμοποιήσει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ήταν «Ε.Ο.Κ., ο λάκκος των λεόντων».
Η πρώτη επίσημη «συνολική τοποθέτηση» της κυβέρνησης Παπανδρέου πάνω στη διαπραγμάτευση της Εντολής (και την Κοινότητα στο σύνολό της) έγινε μια εβδομάδα μετά τις εκλογές, στις 26 Οκτωβρίου 1981, στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, από τον τότε Υφυπουργό Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα. Το κείμενο που κατατέθηκε έθεσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ελληνική οικονομία, και προχωρούσε σε προτάσεις πολιτικής της Κοινότητας, «προκειμένου να γεφυρωθούν οι διαπεριφερειακές ανισότητες και να ενισχυθούν οι χώρες του Νότου της Ευρώπης».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου λίγους μήνες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας κατέθεσε μνημόνιο στην Ε.Ο.Κ. με το οποίο ουσιαστικά ζήτησε την επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η πρότασή του απορρίφθηκε κατά το σκέλος των ειδικών προνομίων, όμως έγινε τελικά δεκτό το σκέλος της οικονομικής ενίσχυσης που οδήγησε στα Μ.Ο.Π.
Κατά την περίοδο διακυβέρνησής του η Ελλάδα τελικά δεν αποχώρησε από την Ε.Ο.Κ. και από το ΝΑΤΟ λόγω των κονδυλίων που εξασφάλιζε με αξιοπρόσεκτη διαπραγματευτική ικανότητα ο Ανδρέας Παπανδρέου,ενώ η σύμβαση με την αμερικανική κυβέρνηση για τις αμερικανικές βάσεις ανανεώθηκε το 1983 προβλέποντας ότι, εντός δεκαοχτώ μηνών μετά το τέλος του 1988, και οι δύο κυβερνήσεις θα είχαν δικαίωμα να κλείσουν τις βάσεις. Αυτό συνέβη το διάστημα 1990-1992, μάλιστα με πρωτοβουλία της αμερικανικής πλευράς, που έκλεισε τις πιο σημαντικές βάσεις λόγω του τέλους του Ψυχρού Πολέμου επί κυβέρνησης Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Τον Μάρτιο του 1985, με πρότασή του , το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθιέρωσε τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (Μ.Ο.Π.), η εφαρμογή των οποίων στόχευε στη βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών διαρθρώσεων στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Κοινότητας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια στη χώρα, δεν δίστασε να απειλήσει ευθέως τον Ζακ Ντελόρ που είχε αναλάβει την Προεδρία της Επιτροπής τον Ιανουάριο του 1985, ότι θα ασκούσε βέτο στην είσοδο Ισπανίας και Πορτογαλίας στην Κοινότητα. Τα έξι από τα επτά Προγράμματα των MOΠ αντιστοιχούσαν στα έξι Διαμερίσματα που ήταν τότε χωρισμένη η Ελλάδα (Βόρεια Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα, Κεντρική Ελλάδα, Νήσοι Αιγαίου, Κρήτη και Αττική), ενώ το τελευταίο ήταν θεματικό (MOΠ Πληροφορικής). Η εφαρμογή των Μ.Ο.Π. στην Ελλάδα έγινε αρχικά την περίοδο 1983-1989 ενώ επεκτάθηκαν χρονικά μέχρι το 1993.
Σύμφωνα με μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας “η εφαρµογή των ΜΟΠ στην Ελλάδα δεν ήταν ικανοποιητική λόγω ανεπαρκούς προετοιµασίας και έλλειψης εµπειρίας. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τα κονδύλια των ΜΟΠ µεταφέρθηκαν χρονικά και ενσωµατώθηκαν στο ΚΠΣ 1989-93.”. Ταυτόχρονα όμως, σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών “Η σημασία των ΜΟΠ όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη των πρόσθετων πόρων που εγκρίθηκαν τότε για την Ελλάδα γιατί εγκαινίασαν την προσπάθεια για την ανάπτυξη διαρθρωτικής πολιτικής από πλευράς Ε.Ε., η οποία αποκρυσταλλώθηκε το 1988 στη νέα διαρθρωτική πολιτική, το πρώτο «πακέτο Delors».”
Η Μάργκαρετ Θάτσερ (γνωστή και ως «σιδηρά κυρία»), η συντηρητική πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας που ήταν πολέμιος του κράτους πρόνοιας και των παροχών στις χώρες του Νότου και συγκρούστηκε πολλές φορές με τον Ανδρέα Παπανδρέου, είπε γι’αυτόν:
«Δεν τον συμπάθησα, αλλά ποτέ δεν έφυγε από Διάσκεψη Κορυφής της ΕΟΚ, χωρίς να πάρει κάτι για τη χώρα του».
Διεθνής παρουσία – Πολιτικές πρωτοβουλίες
Η εξωτερική του πολιτική χαρακτηρίστηκε από την υποστήριξη στον λεγόμενο «αδέσμευτο κόσμο», στον οποίο θεωρούσε ότι ανήκει η Ελλάδα, και από ρητορική ενάντια στον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αυτή η στάση του βοήθησε πολύ τη χώρα, αυξάνοντας τη σημασία της στις διεθνείς σχέσεις, ενώ έδειχνε και στους δυτικούς συμμάχους ότι η συμμόρφωση των Ελλήνων στις υποδείξεις τους δεν ήταν πλέον δεδομένη.
Οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1981 ήταν οι πρώτες της μεταπολεμικής Ελλάδας που διαμόρφωσαν τη στρατηγική Εθνικής Άμυνας της χώρας με βάση κυρίως τις ελληνικές ανάγκες, και όχι τις ΝΑΤΟικές (αμερικανικές). Από το 1947 έως και το 1981, οι ΗΠΑ είχαν μεγαλύτερη επιρροή στον ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό από την ίδια την ηγεσία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η διεθνής πολιτική του Παπανδρέου όξυνε παράλληλα τις σχέσεις με το Ισραήλ. Το Φεβρουάριο του 1977, οκτώ μήνες μετά την αεροπειρατεία σε αεροπλάνο της Air-France με Ισραηλινούς επιβάτες που τελικά μεταφέρθηκαν από το Τελ Αβίβ στο Εντέμπε της Ουγκάντα, ο Παπανδρέου επαίνεσε τον δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντί Αμίν: «Μάχεται εναντίον των μητροπολιτικών κέντρων της Δύσης και ο ίδιος αποτελεί στόχο τους. Αυτό από μόνο του τον τοποθετεί, στην παγκόσμια σκακιέρα, στον χώρο των αντι-ιμπεριαλιστικών δυνάμεων». Αργότερα το 1977, ο Παπανδρέου ταξίδεψε στην Λιβύη του Μουαμάρ Καντάφι, για το καθεστώς του οποίου δήλωσε ότι «δεν ήταν στρατιωτική δικτατορία. Το αντίθετο μάλιστα. Πρόκειται για μια διακυβέρνηση στα πρότυπα του δήμου των αρχαίων Αθηναίων». Αυτές οι χειρονομίες φιλίας προς καθεστώτα του Κινήματος των Αδεσμεύτων απέβλεπαν στην ενίσχυση της διεθνούς παρουσίας της χώρας και στην αναζήτηση διπλωματικών στηριγμάτων για τα εθνικά θέματα: ο Ανδρέας Παπανδρέου πίστευε ότι οι προκάτοχοί του είχαν επιδείξει απαράδεκτη υποχωρητικότητα λόγω του δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν», που απαιτούσε συμπόρευση με τον μεγάλο αντίπαλο, την Τουρκία, κάτι που ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει.
Άριστες σχέσεις διατηρούσε γενικά με τον αραβικό κόσμο; ήταν υπέρ ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους και διατηρούσε στενή φιλία με τον ηγέτη των παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ και τον ηγέτη της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι. Για αυτές τις ιδιαίτερα φιλικές του σχέσεις ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε κατηγορηθεί από συντηρητικούς κύκλους στη Δύση για υπόθαλψη της διεθνούς τρομοκρατίας , ειδικά αφότου αποδείχτηκε ότι η Λιβύη του Καντάφι είχε στηρίξει το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λόκερμπι, το μεγαλύτερο ως την 11-9-2001.
Μιά θέση του στον εξωτερικό τομέα, που επίσης έτυχε κριτικής από την αντιπολίτευση και την ευρωπαική κοινή γνώμη, αλλά μεγάλης υποστήριξης από την κομμουνιστική Αριστερά, ήταν η αποκύρηξη του κινήματος και των προσπαθειών του Πολωνού ακτιβιστή (και μετέπειτα προέδρου της Πολωνικής Δημοκρατίας) Λεχ Βαλέσα, έναντι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία, και οι φιλικές σχέσεις με τον Στρατηγό Γιαρουζέλσκι. Η σχέση με το πολωνικό καθεστώς οδήγησε μετά από διαπραγματεύσεις σε συμφωνία για τον επαναπατρισμό Ελλήνων πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου στην Ελλάδα.
Τον Φεβρουάριο του 1982 ο Ανδρέας Παπανδρέου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στην Κύπρο θέλοντας να δείξει στους Κυπρίους αλλά και διεθνώς, την αποφασιστικότητα της κυβέρνησής του να συμπαραταχθεί με τον Ελληνισμό της Κύπρου. Ήταν η πρώτη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού που πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο μετά την εισβολή και η οποία πραγματοποιήθηκε παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων χωρών. Λίγο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1982, μετά την εισβολή των Ισραηλινών στον Λίβανο, ο Παλαιστίνιος ηγέτης Γιασέρ Αραφάτ επισκέφθηκε την Αθήνα, ευχαριστώντας την Ελλάδα για την στάση της έναντι των Ισραηλινών. Η κυβέρνηση Παπανδρέου συνέβαλε αποτελεσματικά στην επιχείρηση μεταφοράς των μαχητών της PLO από τον Λίβανο προς την Τυνησία και άλλες αραβικές χώρες με οχηματαγωγά που μίσθωσαν Έλληνες εφοπλιστές με την βοήθεια του Ο.Η.Ε. και της Γαλλικής κυβέρνησης.
Από τις γνωστότερες πρωτοβουλίες του ήταν το 1985 η επιτυχημένη διαιτησία της Ελλάδας στην διένεξη Γαλλίας και Λιβύης, οι οποίες υποστήριζαν αντιμαχόμενες δυνάμεις στοΤσαντ, και στην οποία βρέθηκε συμβιβαστική λύση μετά από συνάντηση στην Κρήτη των Παπανδρέου, Μιτεράν και Καντάφι γνωστή ως «Συμφωνία της Ελούντας».
Το 1987 το τουρκικό ερευνητικό σκάφος “Χόρα” ξεκινά έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου προκαλώντας σοβαρή κρίση, με τις δύο χώρες να φτάνουν στα όρια του πολέμου. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ανυποχώρητος και διατάσσει την κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα την επιτυχή αντιμετώπιση των Τούρκων και την αποτροπή των στόχων της ηγεσίας τους (το σκάφος τελικά αποσύρθηκε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα). Αμέσως μετά ξεκινούν έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ανδρέα Παπανδρέου και του τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας, Τουργκούτ Οζάλ, με αποτέλεσμα τη συνάντηση Παπανδρέου – Οζάλ στο Νταβός της Ελβετίας στις 30 και 31 Ιανουαρίου 1988, στα πλαίσια του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ. Εκεί συμφωνήθηκε η πολιτική του “μη πολέμου” και για λίγο επικράτησε αισιοδοξία για βελτίωση στις διμερείς σχέσεις στο πνεύμα του Νταβός”. Στις 6 Ιουνίου 1988 ο Ανδρέας Παπανδρέου σε συζήτηση πρότασης δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε της πολιτικής του στα ελληνο-τουρκικά, αλλά παραδέχτηκε ότι είχαν γίνει και λάθη (το γνωστό mea culpa, μία φράση που αργότερα θα χρησιμοποιούσε και ο Κώστας Καραμανλής). Ο επιτυχής χειρισμός της κρίσης του 1987 αύξησε τη δημοτικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, ενώ ο Οζάλ δέχτηκε έντονη κριτική για υποχωρητικότητα από την τουρκική αντιπολίτευση.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας εκ των έξι ηγετών των Τεσσάρων Ηπείρων (Ευρώπη, Αφρική, Ασία, Αμερική) οι οποίοι πήραν την πρωτοβουλία κίνησης υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και αφοπλισμού των υπερδυνάμεων. Μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου στην κίνηση των 6 συμμετείχαν ο Σουηδός Πρόεδρος Ούλωφ Πάλμε, η Ινδή Πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, ο Πρόεδρος της Αργεντινής Ραούλ Αλφονσίν, ο Πρόεδρος του Μεξικού Μιγκέλ Ντελαμαντρίτ και ο Πρόεδρος της Τανζανίας Τζούλιους Νιερέρε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε άριστες σχέσεις με πολλούς Ευρωπαίους ηγέτες. Ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Ούλωφ Πάλμε και ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς ήταν μερικοί από αυτούς.
Από μερίδα του διεθνούς, και κυρίως από την πλειονότητα του δυτικού τύπου της εποχής, ο Ανδρέας Παπανδρέου χαρακτηρίστηκε ως λαϊκιστής . Αναλυτές όπως ο Νικόλας Δεμερτζής και ο ιστορικός Richard Clogg χαρακτήρισαν την δεκαετία του ‘80 ως «δεκαετία του λαϊκισμού»
Αναθεώρηση του Συντάγματος
Στις 9 Μαρτίου του 1985 και καθώς πλησίαζε το τέλος της πρώτης θητείας του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Ανδρέας Παπανδρέου, (παρότι λέγεται ότι είχε δώσει διαβεβαιώσεις ιδιωτικώς ότι θα ξαναπρότεινε τον Καραμανλή), πρότεινε αιφνιδιαστικά για Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη (γνωστό από τη γενναία στάση του στην υπόθεση δολοφονίας Λαμπράκη) και ταυτόχρονα ανακοίνωσε το ξεκίνημα διαδικασίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, με στόχο την πλήρη καθιέρωση του κοινοβουλευτισμού. Αυτή η ξαφνική πρωτοβουλία προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού στους υποστηρικτές του, αλλά και ξέσπασμα οργής στους αντιπάλους του.
Είχε προηγηθεί περίδος αβεβαιότητας, καθώς πολλοί πίστευαν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου θα πρότεινε τον Καραμανλή για δεύτερη θητεία, κάτι για το οποίο πίεζαν έντονα και όλα τα εκδοτικά συγκροτήματα, ορισμένα στελέχη της μετριoπαθούς αριστεράς και φυσικά η δεξιά αντιπολίτευση. Ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε πάρει δημοσίως όμως ξεκάθαρα θέση.
Στην εισήγησή του στην Κεντρική Επιτροπή του ΠΑΣΟΚ ο Ανδρέας Παπανδρέου δήλωσε ότι επιτέλους με την αναθεώρηση θα καθιερωνόταν πραγματική κοινοβουλευτική δημοκρατία στον τόπο, με τα αντιδημοκρατικά στοιχεία του συντάγματος του 1975 να εκλείπουν:
«Μ’ αυτή την πρόταση που κάναμε, είπαμε όχι στην ενσωμάτωση του ΠΑΣΟΚ στο σύστημα. Επιβεβαιώσαμε για μια φορά ακόμα, το βαθειά δημοκρατικό και ριζοσπαστικό χαρακτήρα αυτού του Κινήματος, που λυτρώνει το λαό από τα δεσμά τα οποία χαλκεύτηκαν από την ολιγαρχία, ξένη και ντόπια, και τους εκφραστές της. …..Πράγματι, οι διαστάσεις της απόφασής μας γίνονται τώρα ανάγλυφες. Αντιμετωπίζαμε ίσως, στο πρόβλημα της επιλογής Προέδρου Δημοκρατίας, το πιο σημαντικό ερώτημα των τελευταίων δεκαετιών. Με την πρότασή μας επίσης, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, των διατάξεων εκείνων κυρίως του Συντάγματος που προσδιορίζουν τις Προεδρικές εξουσίες και αντίστοιχα τις εξουσίες του Κοινοβουλίου και της λαοπρόβλητης Κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γίνεται πραγματικά υπερκομματικός, γίνεται το σύμβολο της ενότητας του Έθνους. Οι εξουσίες τις οποίες το Σύνταγμα του 1975 είχε δώσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον καθιστούσαν, εν μέρει, όχι μόνο ανώτατο άρχοντα ουδέτερο απέναντι στα κόμματα, αλλά του έδιναν και σημαντικότατη αποφασιστική πολιτική εξουσία, η οποία στα Κοινοβουλευτικά πολιτεύματα διαφυλάσσεται για τα Κοινοβούλια, και τις Κυβερνήσεις που τα Κοινοβούλια στηρίζουν».
Οι αντίπαλοι του Ανδρέα Παπανδρέου τον κατηγόρησαν για «πολιτικό πραξικόπημα» και «εξαπάτηση» του Καραμανλή, και επέκριναν τον τρόπο λήψης της απόφασής του, που πάρθηκε από τον ίδιο και στενό κύκλο συνεργατών του (Μένιος Κουτσόγιωργας, Αντώνης Λιβάνης) χωρίς ανάμειξη της κυβέρνησης και του κόμματος, του οποίου βέβαια η βάση δεν ήθελε με τίποτα τον Καραμανλή. Η διαδικασία μάλιστα εκλογής του νέου Προέδρου (τα περίφημα “ροζ ψηφοδέλτια”) ήταν ακόμα μια περίπτωση έντονης κριτικής από την αντιπολίτευση. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές του Παπανδρέου αλλά και το ΚΚΕ (μέλη του οποίου είχαν διωχθεί, φυλακισθεί και εξορισθεί από τις κυβερνήσεις Καραμανλή 1955-1963) επικρότησαν την κίνηση του Ανδρέα ως σημαντικό βήμα εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής και ως αποκαθήλωση του μετεμφυλιακού συστήματος εξουσίας: ο Σαρτζετάκης τελικά εκλέχθηκε Πρόεδρος και το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε με τις ψήφους ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Η απομάκρυνση του Καραμανλή από το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα βοήθησε πολύ στη νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου στις εκλογές του Ιουνίου 1985, με την έννοια της συσπείρωσης των αντιδεξιών ψηφοφόρων.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά και η πτώση της κυβέρνησης
Το 1988 ξεσπά το οικονομικό σκάνδαλο Κοσκωτά στο οποίο κατηγορήθηκαν ότι ενεπλάκησαν στελέχη της τότε κυβέρνησης, αλλά και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου χαρακτήρισε τις κατηγορίες εναντίον του ως μια συνωμοσία των «σκοτεινών αντιδραστικών δυνάμεων» και των «ξένων κύκλων» για να «αποσταθεροποιήσουν» τηνΕλλάδα. Ακολουθεί περίοδος μεγάλης πολιτικής έντασης. Την ίδια χρονιά ο Ανδρέας Παπανδρέου οδηγείται εσπευσμένα στο Νοσοκομείο Χέρφιλντ του Λονδίνου και υποβάλλεται σε σοβαρή εγχείρηση καρδιάς από τον διάσημο Αιγύπτιο καρδιοχειρουργό Μαχντί Γιακούμπ. Τα γεγονότα αυτά οδηγούν στην πτώση της κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά τις εκλογές της 18ης Ιουνίου του 1989.
Την περίοδο της συγκυβέρνησης Τζανή Τζαννετάκη οι βουλευτές της Ν.Δ. και του Συνασπισμού παραπέμπουν τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο τον αθωώνει οριακά για τις κατηγορίες περί εμπλοκής του στο σκάνδαλο Κοσκωτά, αλλά και για υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την Ε.Υ.Π. (Κ.Υ.Π.).
Η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά άρχισε στις 16 Μαρτίου 1991, στην οποία δεν παρέστη ο ίδιος, καταγγέλλοντάς την ως μεθόδευση των πολιτικών του αντιπάλων και σκευωρία εις βάρος του και εις βάρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στη δίκη αυτή καταδικάστηκαν ο Δημήτρης Τσοβόλας και ο Γιώργος Πέτσος, ενώ ο συγκατηγορούμενός τους Μένιος Κουτσόγιωργαςαπεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ανέλαβε το μερίδιο της πολιτικής του ευθύνης όχι μόνο διότι στην περίοδο που δραστηριοποιήθηκε ο Γ. Κοσκωτάς ήταν πρωθυπουργός, αλλά και διότι σύμφωνα με τον ίδιο “η κυβέρνησή του δεν κατόρθωσε να εμποδίσει την οικονομική αναρρίχηση ενός ανθρώπου χωρίς επιφάνεια, που αποδείχθηκε εκ των υστέρων απατεώνας”. Αρνήθηκε, όμως, την οποιαδήποτε σχέση με την ποινική πλευρά της υπόθεσης.
Χρόνια αργότερα στην τηλεοπτική εκπομπή «Ανατροπή» του δημοσιογράφου Γιάννη Πρετεντέρη στον τηλεοπτικό σταθμό Mega Channel, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δήλωσε ότι μετάνιωσε για την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά τόνισε ότι προχώρησε σ’ αυτή την πράξη, καθώς ήθελε να τηρήσει την προεκλογική του υπόσχεση.
Αλλαγές στην ελληνική κοινωνία
Τη δεκαετία του ’80 η ελληνική κοινωνία άλλαξε ριζικά, και οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου είχαν κορυφαίο ρόλο σε αυτό τον μετασχηματισμό. Οι αλλαγές ήταν βαθύτερες και πιο ριζοσπαστικές στην επαρχία, και όχι τόσο στην Αθήνα, κάτι που εξηγεί και την καλύτερη επίδοση του ΠΑΣΟΚ εκεί. Σχεδόν αμέσως μετά το 1981, η επαρχία απαλλάχτηκε οριστικά και αμετάκλητα από τον “φόβο του χωροφύλακα”, η θέση των γυναικών βελτιώθηκε πολύ, δημιουργήθηκαν πολιτιστικά και αθλητικά σωματεία σε όλη τη χώρα με την ενεργό στήριξη της Μελίνας Μερκούρη, ενώ το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Γιώργου Γεννηματά έφερε για πρώτη φορά σύγχρονη ιατρική περίθαλψη σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές της χώρας· αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί με αποτέλεσμα την εμφάνιση ενός καταναλωτισμού ανάλογου με τις υπόλοιπες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, η ενδυνάμωση της τοπικής αυτοδιοίκησης οδήγησε σε ένα πρωτοφανές επίπεδο λαϊκής συμμετοχής σε κοινωνικο-πολιτικά θέματα, και οι κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ πολέμησαν και συχνά διέλυσαν την ισχύ των παραδοσιακών μηχανισμών εξουσίας που στηρίζονταν συνήθως στα ισχυρά “τζάκια” της κάθε περιοχής.
Η επιστροφή στην εξουσία και το τέλος
Στις πρόωρες εκλογές της 10ης Οκτωβρίου του 1993, ο Ανδρέας Παπανδρέου, απαλλαγμένος πλέον από τις κατηγορίες, επιστρέφει θριαμβευτικά στην εξουσία με άνετηπλειοψηφία της τάξης του 47%. Αποφασίζεται η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής της χώρας, μπαίνοντας έτσι ουσιαστικά σε πορεία προς την ΟΝΕ. Επίσης, αναγνωρίζεται η γενοκτονία των Ποντίων, δημιουργείται το ΑΣΕΠ (νόμος Πεπονή), ανακοινώνεται το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα Ελλάδας-Κύπρου και επιβάλλεται εμπάργκο στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Όμως, η περιπέτεια του σκανδάλου Κοσκωτά και η πολιτική ένταση των περασμένων χρόνων έχουν επιβαρύνει πλέον σοβαρά την υγεία του και στις 21 Νοεμβρίου του 1995εισάγεται εσπευσμένα στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο με σοβαρά προβλήματα υγείας, όταν επιδεινώθηκε η ασθένεια από την οποία έπασχε και που του είχε διαγνωστεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, μια βαριά νόσος του κολλαγόνου, ο ερυθηματώδης λύκος. Οι πιέσεις που του ασκούνται τον αναγκάζουν να υπογράψει τον Ιανουάριο του1996 την παραίτησή του, δηλώνοντας ότι “τα προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να περιμένουν”. Αποσύρεται από την πολιτική στις αρχές του 1996.
Στις 23 Ιουνίου 1996 ο Ανδρέας Παπανδρέου πεθαίνει μετά από οξύ ισχαιμικό επεισόδιο στο σπίτι του στην Εκάλη. Κηδεύεται στις 26 Ιουνίου 1996 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών με τιμές αρχηγού κράτους. Ο θάνατός του προκάλεσε κύμα συγκίνησης σε όλη τη χώρα, και πλήθη κόσμου, που κυμαίνονταν από «εκατοντάδες χιλιάδες» έως «εκατομμύρια» παρευρέθησαν στη κηδεία του Ανδρέα Παπανδρέου. Ύστατο φόρο τιμής στον Ανδρέα Παπανδρέου απέτισαν ηγέτες και προσωπικότητες από όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων οι ακόλουθοι:
Ρήσεις
Στα βήματα του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν γνωστός και ως αριστοτέχνης ρήτορας. Μερικές από τις πιο διάσημες ρήσεις του:
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν επίσης υπεύθυνος για την εισαγωγή νέων όρων στο ελληνικό πολιτικό λεξικό, όπως λαοθάλασσα, ετεροχρονισμός, αιθεροβάμων, αναδόμηση,χρονοντούλαπο της ιστορίας κτλ.
Συγγραφικό έργο
Ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει γράψει (και συνεισφέρει σε) πλήθος έργων, μεταξύ αυτών:
Για τον ρόλο της Γερμανίας
Μία προφητική δήλωση που είχε κάνει ο Ανδρέας Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου στη Σύνοδο Κορυφής των Καννών το 1995 φαίνεται να επιβεβαιώνεται πλήρως σήμερα.
Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας είχε προβλέψει δεκαοχτώ χρόνια πριν την αποδυνάμωση των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων προς όφελος ενός ευρωπαϊκού διευθυντηρίου με επικεφαλής την ενοποιημένη Γερμανία.
Τότε είχε πει χαρακτηριστικά «Βρίσκω ότι πάμε σ ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης αλλά όχι στο βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στο βωμό των κρίσεων και των συμφερόντων. Συμφερόντων, το λέγω, ρητά… δεν θέλω ν’ αποκαλύψω ονόματα. Σας λέγω όμως ότι εδώ…υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το διευθυντήριο…».
Να σημειωθεί ότι στην σύνοδο των Καννών ο Παπανδρέουυ είχε συγκρουστεί με τον τότε πρωθυπουργό της Ισπανίας Φελίπε Γκονζάλες ο οποίος αν και σοσιαλιστής και εκπρόσωπος των λεγόμενων χωρών του Ευρωπαικού Νότου είχε συμπαραταχθεί με την Γερμανία σε μια σειρά από οικονομικά ζητήματα που δεν ευνοούσαν τις φτωχές χώρες της ΕΕ, αλλά και στο Σκοπιανό προκαλώντας την οργή του Ανδρέα. Αυτόν εννοεί στην αρχή της συνέντευξης τύπου μιλώντας για το πόσο ξένος αισθάνθηκε ανάμεσα σε υποτιθέμενους εκπροσώπους προοδευτικών κυβερνήσεων. Μάλιστα, δύο Ελληνες δημοσιογράφοι μετέφεραν τις δηλώσεις Παπανδρέου στον Φελίπε Γκονζάλες που τον αφορούσαν, ο οποίος έδινε συνέντευξη στην ακριβώς διπλανή αίθουσα, με αποτέλεσμα ο Ισπανός πρωθυπουργός να απαντήσει ειρωνικά. Οι δηλώσεις Γκονζάλες προκάλεσαν την πικρία και την οργή του Ανδρέα Παπανδρέου και λίγο αργότερα μετά από τηλεγράφημα του γαλλικού πρακτορείου που περιέγραφε την «παρεξήγηση» η ισπανική αποστολή αναγκάστηκε να ανασκευάσει τις δηλώσεις του Ισπανού πρωθυπουργού αναφέροντας ότι παρερμηνεύτηκαν. Ο Γκονζαλες διευκρίνησε τότε “οτι τιμά και σέβεται τον μεγάλο πολιτικό Ανδρέα Παπανδρέου”.
Στην σύνοδο των Καννών έγινε αισθητική και η απουσία δύο μεγάλων ευρωπαίων πολιτκών του Μιτεράν και του Κολ, φίλων του Ανδρέα, που είχαν αντικατασταθεί απο τον Σιράκ και τον Σρέντερ. Η σύνοδος των Καννών υπήρξε μια κομβική στιγμή της συγχρονης ευρωπαικής ιστορίας ακριβώς γιατί δρομολογεί ουσιαστικά την ευρώπη των δυο ταχυτήτων και επισημοποιεί την πολιτκή κυριαρχία της Γερμανίας έναντι των εταίρων της.
Γιατί οι εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης, δεν έχουν δει καμία ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας από τη δεκαετία…
Πολλές εκατοντάδες ήταν οι προσκεκλημένοι που πήγαν το απόγευμα του Σαββάτου στην εκκλησία όπου θα…
Ιδιαίτερη αύξηση στα περιστατικά για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο πρώτο δεκάμηνο του 2024 σε σχέση με…
Η διαδικασία εκλογής νέου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία ξεκίνησε το πρωί της Κυριακής στα Χανιά.…
Με την συμμετοχή πλήθους κόσμου, εκπροσώπων σωματείων και μαζικών φορέων πραγματοποιείται σήμερα Κυριακή στο «Σπίτι…
Στη διεκδίκηση αποζημιώσεων από τη Booking.com και εν γένει από τις πλατφόρμες κρατήσεων που είναι ευρύτερα γνωστές…
This website uses cookies.