Του Στρατή Παπαμανουσάκη
«Κι η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι»
(Κωστής Παλαμάς, Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος έβδομος)
Τη χρονιά που τέλειωσα το Γυμνάσιο ένιωσα πια για τα καλά το καθήκον του ταξιδευτή να προετοιμασθεί καλά, να αποφασίσει το δρόμο που θα πάρει, να ριχτεί με όλη του τη δύναμη στο νέο του ταξίδι. Και δεν ήταν εύκολο, με το πένθος για τον θάνατο του πατέρα νωπό, με μια ελάχιστη σύνταξη και το σπίτι μας στα Ολύμπια, μισοτελειωμένο και με χρέη.Όμως αυτό το ταξίδι είχε αποφασιστεί από καιρό, από τότε που λάβαμε μια ευχετήρια κάρτα από την Αθήνα με ένα μεγαλόπρεπο κτίριο, για το οποίο είπε γελαστός ο πατέρας μου «Το Πανεπιστήμιο,που θα περάσεις απ΄έξω». Ο σκοπός λοιπόν ήταν να μπω μέσα στο Πανεπιστήμιο και ο συνηθισμένος τρόπος ήταν το αθηναϊκό φροντιστήριο.Έπρεπε να κατακτηθεί η Αθήνα και το μυαλό μου πήγαινε στον Μίνωα, τον παλιό κρητικό κατακτητή της…
Όταν η «Αγγέλικα» έμπαινε ξημερώματα, στο λιμάνι του Πειραιά, ένα δάσος κατάρτια και τσιμινιέρες, μια πολύβουη απέραντη πολιτεία, ένας ολόκληρος καινούργιος κόσμος άνοιγε στα μάτια μου. Έμενα τότε σε συγγενείς στο Αιγάλεω, στο Χαϊδάρι, στο Κερατσίνι, χωρίς να σκέφτομαι ούτε το θεωρείο του Ξέρξη, ούτε το στρατόπεδο των μελλοθανάτων, μήτε τα Ταμπούρια του Καραϊσκάκη. Συνοικίες αραιοκατοιμένες, με χαμηλά σπίτια, με συγκοινωνίες αργές, με επαρχιώτικη ζωή, που αγωνίζονταν να «αναπτυχθούν», να γίνουν κι αυτές Αθήνα.
Τότε ο Πειραιάς ήταν πιο προσβάσιμος για μάς, από τον Άγιο Διονύσιο μέχρι τον Άγιο Νικόλαο, από το κεντρικό λιμάνι μέχρι το Πασαλιμάνι, από τα Μανιάτικα μέχρι τα Κρητικά. Με κάθε επανάσταση ένα τσούρμο προσφύγων από την Κρήτη κατέφευγε στην ελεύθερη Ελλάδα, και πρώτα απ΄ όλα τα μέρη, στον Πειραιά. Στα 1906 μια ομάδα κρητικών πολεμιστών του Καπετάν Βάρδα, αποβιβάστηκε στον Πειραιά, με προορισμό τη Μακεδονία, όπου μαινόταν ο αγώνας κατά των κομιτατζήδων. Αρνήθηκαν να καταβάλουν τα χαμαλιάτικα των αχθοφόρων μανιατών και ξέσπασαν αιματηρά επεισόδια, που προκάλεσαν την επέμβαση του στρατού.
Ο Πειραιάς αναδείχθηκε στην αρχαιότητα, λόγω της θέσης του. Ο Θουκυδίδης κατέδειξε ότι «Μέγα το της θαλάσσηςκράτος», και ο Θεμιστοκλής κατάλαβε πρώτος την αξία των «ξύλινων τειχών».Η πόλη σχεδιάστηκε από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Ιππόδαμο τον Μιλήσιο και οχυρώθηκε σε συνέχεια των Μακρών Τειχών, που συνέδεαν την πόλη με την Αθήνα. Ο Πειραιάς αναπτύχθηκε και στη νεότερη εποχή σε πρώτο λιμάνι της χώρας, βιομηχανικό κέντρο και εμπορικό σταυροδρόμι. Στη συνοικία της Τρούμπας, κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας και στο Δημοτικό Θέατρο, δημιουργήθηκε ο δρόμος με τα τα«κόκκινα φανάρια», ενώ στη Δραπετσώνα, κοντά στο παλιό νεκροταφείο, στα Βούρλα, κατασκευάστηκε ένα τεράστιο μπορντέλο – στρατώνας, που μετέπειτα μετατράπηκε σε πραγματικές φυλακές, απ΄ όπου έγινε η περίφημη απόδραση των κομμουνιστών κρατουμένων.
Από τον Πειραιά ανεβαίναμε στην Αθήνα με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, περνώντας από το Φάληρο, το Μοσχάτο, την Καλλιθέα, τον Ταύρο και τα Πετράλωνα. Σε λίγα λεπτά η Ομόνοια, το κέντρο της πρωτεύουσας, βρισκόταν από πάνω μας με τους πίδακες και τα νεοκλασικά της, τα μεγάλα ξενοδοχεία, και το καφενείο «Μέγας Αλέξανδρος» στις δόξες του, όπου κάθε κρητικός μπορούσε να συναντήσεισυμπατριώτες του. Από την πλατεία, σύμβολο της ενότητας του τόσο συχνά διχασμένου ελληνισμού, ανοίγονταν ακτινωτά οι μεγάλοι δρόμοι. Η Πειραιώς (Τσαλδάρη) προς την Πλατεία Κουμουνδούρου, τον Κεραμικό, το Γκάζι, η Αγίου Κωνσταντίνου προς το Μεταξουργείο, την Πλατεία Καραϊσκάκη, τη Λεωφόρο Αθηνών, η Γ΄ Σεπτεμβρίου και η 28ης Οκτωβρίου προς την Πλατεία Βικτωρίας, το Πεδίο του Άρεως, τα Εξάρχεια, η Σταδίου (Τσώρτσιλ) και η Πανεπιστημίου (Βενιζέλου), προς το Σύνταγμα, τη Βασιλίσσης Σοφίας, το Χίλτον, η Αθηνάς προς το Μοναστηράκι, την Πλάκα και την Ακρόπολη. Η ιστορία της Ελλάδας μέσα από τα ονόματα των δρόμων της Ομόνοιας, η συντήρηση και η επανάσταση, η ξενοκρατία και η αντίσταση.
Και ο πιο μεγάλος δρόμος οδηγούσε προς το μέγα μνημείο της Ιστορίας,σύμβολο του πολιτισμού, τον ιερό βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών.Στην Ακρόπολη συγκροτήθηκε ο πρώτος αθηναϊκός οικισμός από τη νεολιθική ακόμη εποχή και πήρε το όνομά του από την Αθηνά, που διεκδίκησε την πόλη από τον Ποσειδώνα. Στο Ερεχθείο διακρίνεται το σημείο απ΄όπου ανάβλυσε νερό με το κτύπημα της Τρίαινας του θεού της θάλασσας και θάλλει ακόμη η ελιά της Αθηνάς, που γι΄αυτό της το δώρο την προτίμησε ο Κέκροπας, ο πρώτος βασιλιάς της πόλης. Ύστερα ο Θησέας την ελευθέρωσε από τα μινωϊκά αιματηρά δεσμά κι ο Κόδρος, ο τελευταίος βασιλιάς, την απάλλαξε από τους δωριείς. Έζησε τον εμφύλιο με το κυλώνειο άγος, που θεράπευσε ο κρητικός Επιμενίδης, κι έπειτα την ειρήνη με τους δρακόντειουςνόμους, το σολώνειο«πάτριον πολίτευμα» και τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη. Υπέμεινε το 480 π.Χ. την πρώτη της καταστροφή από τους πέρσες, για να ανοικοδομηθεί στη δόξα και στο κάλλος των μνημείων της στην εποχή του Περικλή. Και πάλι ο ρωμαίος Σύλλας την κατά-στρεψε το 87 π.Χ. για να ΄ρθει ο Οράτιος και να παραδεχθεί πως «η Ελλάς κατακτηθείσα υπέταξε τοαγροίκο Λάτιο». Το 1204 οι φράγκοι, το 1456 οι τούρκοι, το 1941 οι γερμανοί πάτησαν την Αθήνα. Και η Ακρόπολη πληγώθηκε βαριά απ΄ τα κανόνια του Μοροζίνη, στον ΣΤ΄ Βενετοτουρκικό πόλεμο, από την τουρκική ανατίναξητου Λουμπαρδιάρηστα Προπύλαια, στα 1640 κι΄ απ΄ την ελγίνεια ληστεία και καταστροφή στα 1799-1803. Μα ήρθε επιτέλους η απελευθέρωση, του 1822, τότε που «γι΄αυτά τα μάρμαρα πολεμήσαμε», για να ματώσει πάλι η Ακρόπολη από το αδελφικό αίμα του άλλου Οδυσσέα κι΄ ύστερα να δοξαστεί ξανά με την αντίσταση, με το κουρέλιασμα της σημαίας του κατακτητή από τον Γλέζο και τον Σάντα.
Στη σκέψη μας, όλων των υποψήφιων φοιτητών, δούλευε πάλιτώρα ο Φειδίας το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα, ενώ απ΄την Ακρόπολη τα μάτια του κορμιού και της ψυχής αγνάντευαν πέρα μακριά τη Σαλαμίνα και το Σούνιο, τις Πλαταιές και τους Δελφούς, την Ελευσίνα και τον Μαραθώνα. Περνούσε η πομπή των Παναθηναίων την Ιερά οδό, όταν ο Φειδιππίδης έφερνε το μήνυμα της νίκης και στα στενά βυθίζονταν τα περσικά καράβια.Κι απέξω απ΄τον ναό, στο επιστήλιο, καρφώνονταν οι περσικές ασπίδες, αυτές που έστειλε ο«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες, πλην Λακεδαιμονίων, από των Βαρβάρων των την Ασίανκατοικούντων». Πλην Λακεδαιμονίων, που είχαν νικήσειστον Πελοποννησιακό Πόλεμο, την εποχή που οι «Τριάκοντα» κατέλυσαν την αθηναϊκή Δημοκρατία, και ο Σωκράτης έπαυσε πια ν΄ ακούει το δαιμόνιο και να ρωτά πιεστικά τους αθηναίους τα αυτονόητα.Ωστόσο πάνω στην Ακρόπολη προσκυνητής ο Βύρων έτρεμε στο άκουσμα τηςΚατάρας της Αθηνάς, και ικέτης ο Ρενάν ψιθύριζε την Προσευχή του.Κι΄απ΄την Ελλάδα πληγωμένος ο Σεφέρης, έγραφε, στο σεληνόφως, Έξι νύκτες, το μοναδικό του μυθιστόρημα. Ήτανε πια καιρός, καθώς ανέβαινεως εμάς ο τραγικός λόγος του θεάτρου του Διονύσου και ο εξαίσιος χορός απ΄ το Ηρώδειο, και όλο το βουητό των θεατών με τα χοριγικά τους, να κατεβούμε απ΄ την Ακρόπολη.Να ακούσομε στην Πνύκα την ασίγαστη φωνήτου Δημοσθένη,τους Φιλιππικούς, για να μην κυβερνήσει ποτέτην Ελλάδα «Άρης Μακεδών».Κι εκεί, στον Άρειο Πάγο, να γνωρίσομε τον «Άγνωστο Θεό»του Παύλου, όπωςαποτυπώθηκε μετά στη βυζαντινή Μονή Δαφνίου με την ασύλληπτη μορφή Χριστού του Παντοκράτορα, συνοδευόμενου από την Παναγία Πλατυτέρα, και με όλους τους προφήτες, τους αγίους και τους μάρτυρες της χριστιανοσύνης. Κι ύστερα να προλάβομε, εμείς οι αγεωμέτρητοι, να φθάσομε έστω και μόνο στη θύρα της Ακαδημίας του Πλάτωνα, στο ανοικτό Λύκειο του Αριστοτέλη,τον Περίπατο στον Ιλισό, στον Κήπο της ευδαιμονίας του Επικούρου στο Θησείο, και μέσα στηνΠοικίλη Στοά του Ζήνωνα, προσκυνητές απλοί, στους ιερούς ναούς της αθηναϊκής φιλοσοφίας.
Όμως, πέρα από τη φιλοσοφία,σε άλλες επιστήμες θετικές στρεφόταν τότε ο νους μου, και το Πολυτεχνείο φάνταζε σαν τρόπαιο του αγώνα για τη γνώση, που άρχιζε από τους γύρω δρόμους, όπου τα σχετικά φροντιστήρια πλημμύριζαν από φιλοδοξίες. Και συνεχίστηκε αυτός ο συνεχής αγώνας όλον τον χρόνο και ξανάρθε το καλοκαίρι και οι εξετάσεις, χωριστά για κάθε σχολή, ώσπου στοτέλος ανοίχθηκε πια η πόρτα στο Πανεπιστήμιο, στη Φυσικομαθηματική, στα μαθηματικά. Άρχισε τότε νέος αγώνας μέσα στα αμφιθέατρα, που όσο μπορούσα, τον συνέχισα, μα δεν μου πήγαινε πολύ αυτή η αυστηρότητα, ο ρόλος του καθηγητή, οι περιορισμοί που με απέκλειαν, απ΄ την απόλυτη ελευθερία, τη νεανική αναρχία της ζωής, την περιπέτεια των νέων οριζόντων. Και τόλμησα την αλλαγή, προς τις θεωρητικές, τις ανθρωπιστικές, τις νομικές σπουδές, από όπου γύρευα νέες απαντήσεις για τον κόσμο, τη ζωή, το μέλλον. Ήτανε και το γενικό κλίμα της εποχής που με κέντριζε, η απαρχή μιας νέας δημοκρατικής πορείας της χώρας, με τον Γ. Παπανδρέου και τον Σ. Βενιζέλο στην κυβέρνηση και τον Ε. Παπανούτσο στο Υπουργείο Παιδείας. Από το Ηράκλειο είχε αρχίσει ο Γέρος της Δημοκρατίας τον ανένδοτο αγώνα μετά τις εκλογές βίας και νοθείας του ΄61. Έναν-έναν μας αποχαιρέτησε ο Σοφοκλής γυρίζοντας με το πλοίο στα Χανιά, στην «Αγγέλικα», όπου έμελλε να αφήσει την τελευταία του πνοή ο γιος του Εθνάρχη. Και η μικρή πλειοψηφία που πέτυχε η Ένωση Κέντρου το ΄63 μεταβλήθηκε σε θρίαμβο το ΄64. Ο Φοιτητικός Σύλλογος Κρητών, η ΕΔΗΝ, η ΕΔΑ, η ΕΦΕΕ, η ΔΕΣΠΑ, οι συγκεντρώσεις, τα συλλαλητήρια, οι φλογεροί λόγοι, τα όνειρα, το μέλλον, όλα μας οδηγούσαν σε μια άλλη παιδεία, μια νέα πολιτική, ένα καινούργιο ταξίδι. Φάνταζαν όλα τότε αρμονικά και ελπιδοφόρα, ο νέος βασιλιάς και ο γηραιός πρωθυπουργός, ο εκδημοκρατισμός, το τέλος του εμφυλίου. Ποτέ πια Δεκεμβριανά, και Τσώρτσιλ στη «Μεγάλη Βρετανία», τέρμα τα Μακρονήσια, οι διωγμοί, τα πιστοποιητικά των φρονημάτων. Ώσπου άναψαν κάποιες φωτιές, ακούστηκαν κάποιες εκρήξεις και η λέξη «χούντα» κυκλοφόρησε μαζί με τις εφημερίδες.
Ταξίδι με πολλούς σταθμούς η Αθήνα. Στου Μακρυγιάννη, όπου αναμετρήθηκε σκληρά η εξουσία με τον ΕΛΑΣ. Στην Πλατεία Συντάγματος, μπροστά τότε στα ανάκτορα, όπου ο γενναίος στρατηγός κατέλυσε την απόλυτη μοναρχία. Στο Γουδί, απ΄ όπου με το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, άρχισε η ανορθωτική πορεία το 1909. Και όπου με έξη τάφους το 1922, κατάληξε η Μεγάλη Ελλάδα. Κι απ΄ τα πολλά ταξίδια τα παλιά στα καθημερινά, από την περιοχή Λυκαβηττού στη Σόλωνος, στη Σίνακαι στην Ιπποκράτους, στο αμφιθέατρο, στο αναγνωστήριο και στα σπουδαστήρια της Νομικής. Στη φοιτητική Λέσχη, στη Βιολέτα, στη Μουριά, στα εστιατόρια, που κανείς πια δεν θυμάται, όμως και εκεί οι αθώες συναντήσεις έκρυβαν σχέδια, προγράμματα, το μέλλον. Συχνά στο Σύνταγμα, στα θεωρεία της Βουλής, όταν ακόμη λειτουργούσε, στη Σανταρόζα, στα ακροατήρια των δικαστηρίων, και στη Φειδίου, στα δικηγορικά γραφεία για την άσκηση. Και σπάνια πιο μακριά, απ΄ τα Πατήσια ως την Κηφισιάκι ως το Ελληνικό, απ΄ όπου φεύγανε τα αεροπλάνα για την Κρήτη. Μα μέσα στο μικρό το κέντρο της Αθήνας πόσα άλλα ταξίδια γίνανε, στο Εθνικό Θέατρο με τον συμπατριώτη Μινωτή, την Παξινού και τον Ευγένιο Ό Νηλ(Μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στηνύκτα), στον κινηματογράφο Ίριδα πάνω στο Θωρηκτό Ποτέμκιν, στη Λυρική Σκηνή παρέα με την Τραβιάτα, τους Μποέμ, τον Ριγκολέτο…. Πέρα από τα ταξίδια στις μπουάτ, στα ταβερνάκια και στα ρεμπετάδικα.
Και στο Μοναστηράκι, στο υπόγειο παλαιοβιβλιοπωλείο, στο εκκλησάκι του Παπαδιαμάντη, του Αγίου Ελισαίου και στου Μπαϊρακτάρητα σουβλάκια, χωρίς τώρα τους κουτσαβάκηδες, τους μάγκες με κομμένο το μανίκι. Ήτανε τότε αρχικά, μια εποχή αναγέννησης, από τα αρχοντορεμπέτικα περάσαμε στο νέο κύμα, μελοποιήθηκαν οι μεγάλοι ποιητές μας, ο Γκάτσος, ο Σεφέρης και ο Ελύτης, το κρητικό ζευγάρι Χατζηδάκης-Θεοδωράκης συνδέσανε τη λαϊκή με τη λόγια μουσική και τα τραγούδια τουςκατέκτησαν το πλήθος στο ράδιο, στο σινεμά, στον δρόμο. Τότε ήταν που η Συνοδινού, υπέροχη Αντιγόνη, εγκαινίασε το Θέατρο Λυκαβηττού, το 1965, και πλήθος θίασοι γέμισαν την Αθήνα, από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, τον Θίασο Χόρν, το Θέατρο Μουσούρη, ως το Θέατρο Βέμπο, το Θέατρο Λαμπέτη, και τον ΘίασοΜυράτ. Και δεν ήταν μόνο το θέατρο, που έδινε τον τόνο στη φοιτητική ζωή μας στην Αθήνα. Από το Χίλτον, που έδιδε η Χορωδία και η Ορχήστρα του Πανεπιστημίου τις συναυλίες της, ως τον Παρνασσό, με τις εκθέσεις, τις διαλέξεις, τα κονσέρτα και από τις ανθούσες δισκογραφικές εταιρίες μέχρι τον ασπρόμαυρο ελληνικό κινηματογράφο και ως τις πολυποίκιλες εκδόσεις, μοιράζαμε τον χρόνο έξω από τις σπουδές, στην ιστορία, την πολιτική, την τέχνη. Ποτέ την Κυριακή δεν μέναμε στο σπίτι, γιατί η παρέα του Βάγγου και του Μπάρκουλη, της Τζένης και της Αλίκης όλο και κάποιο ταξίδι μας ετοίμαζε, να δούμε φουστανέλα στο χωριό, να ακούσομε λατέρνα εκεί στην Πλάκα, να φθάσομε από το κλεινόν άστυ στην άλλη Όμορφη Πόλη.
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στο Ζάππειο και στον Στρέφη, ανθίζανε και σβήνανε κι οι έρωτες, μέσα στα γιασεμιά και στους υάκινθους, μέσ΄ στη ρετσίνα που αρωμάτιζε το αττικό τοπίο, μέσα στη φαντασία πιο πολύ απ΄ την αλήθεια. Μόνιμες ερωμένες μας ζηλότυπες, η Δικαιοσύνη, η Λευτεριά, η Αδελφοσύνη, κι όχι κάποια Βερόνικα, Ελένη ή Ειρήνη. Ήτανε χρόνια προσμονής, προσωρινότητας, αστάθειας, που δεν μας άφηναν να ζήσομε εκείνο το μεγάλο, που όλο και μας ξέφευγε, χωρίς ποτέ να μπαίνει μέσα στην καρδιά μας. Δεν είμαστε εμείς σαν άλλους Φοιτητές, ξένοιαστοι και χαρούμενοι, ρομαντικοί. Πασχίζαμε να ανέβουμε από το τελευταίο σκαλί που μας έριξαν, να αναπνεύσομε ελεύθερα, να ανοίξομε φτερά στην ουτοπία. Γι αυτό και το ταξίδι της Αθήνας δεν έμοιαζε με όλα τ΄άλλα, ήταν ταξίδι της ζωής, του έρωτα για τη ζωή, του μεγάλου έρωτα, που η ζωή τον κρατά μακριά μας, ανεξιχνίαστο.
Μα όλα τα ταξίδια αυτά τα επισκίασε η μαύρη νύκτα που ερχόταν, από τους βασιλικούς γάμους μέχρι τη σύγκρουση του βασιλιά με τη δημοκρατία, με την αποστασία και τη χούντα. Τίποτε δεν μας δίδαξαν τα ελληνικά ταξίδια από τους Βαυαρούς ως το Γουδί, από τον Μεταξά ως τον Εμφύλιο, απ΄ τον Πλαστήρα ως τον Παπαδόπουλο. Το ζήσαμε κι αυτό, τα τανκς μπροστά από τη Βουλή, παντού «του άδειου λόγου οι τροπαιούχοι»,εκεί που δίκαζαν οι θαρραλέοι δικαστές, εκεί που δίδασκαν το δίκιο οι καθηγητές μας.Και το Πανεπιστήμιο σκεπασμένο απ΄ τις αφίσες του δικτάτορα, αυτές που πολύ λίγα χέρια σκέφτηκαν να τις ξεσκίσουν, και πιάστηκε από το «σπουδαστικό της ασφάλειας» ο φίλος ο αλησμόνητος Γιώργος Νταλιάνης και γέμισε η «Μπουμπουλίνας» από πόνο και κραυγές και αίματα. Νεκρός πια το 1968, στο παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού, ο Παπανδρέου, και το περιβάλλον του διχογνωμούσε αν έπρεπε να κηδευθεί σαν αξιοπρεπής αστός ή λαϊκός ηγέτης. Κι όταν ο συντηρητικός Κανελλόπουλος, ο τελευταίος πρωθυπουργός πριν απ΄ τη χούντα,ανέφερε στον επικήδειό του τη γέφυρα των δύο παρατάξεων για να περάσει επί τέλους η Ελλάδα, ένα κύμα ενότητας ξεχύθηκε απ΄ τη Μητρόπολη ως το Νεκροταφείο, σαν χείμαρρος, που απείλησε να καταπιεί τη δικτατορική εξουσία και τότε μάτωσαν ξανά τα πρόσωπα, οι ιδέες, τα συνθήματα. Και πια άρχισαν να οργανώνονται μέσα κι έξω από την Ελλάδα, αντιστάσεις, μέτωπα, απλοί πολίτες.
Είχε περάσει κι άλλοτε η Αθήνα δύσκολους καιρούς, στα ελληνιστικά χρόνια μακεδονική φρουρά, στη ρωμαϊκή εποχή καταστροφή του Σύλλα, και στη βυζαντινή περίοδο τη «σκυθική ερημιά», όπως την ονόμασε ο λόγιος Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης. Και το Δουκάτο των Αθηνών στη φραγκοκρατία μετέτρεψε τον Παρθενώνα σε παλάτι και ο Χατζή Αλής Χασεκής τυράννησε σκληρά την πόλη κι ο Έλγιν τής κατάκλεψε τα πιο λαμπρά στολίδια. Και ακόμη και οι ίδιοι οι έλληνες, από την τραγωδία ως τη γελοιότητα, πλήγωσαν την Αθήνα. Θύμα του Γκούρα ο Ανδρούτσος στην Ακρόπολη, και ιερέας της φαυλότητας ο Τζουμπές, ο Βούλγαρης, και οι «γυπαραίοι» φονιάδες του Δραγούμη, ύστερα από την απόπειρα δολοφονίας του δημιουργού της Μεγάλης Ελλάδας των δυο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Κι ακόμη και πιο πρόσφατα η δικτατορία του Πάγκαλου μετρούσε μες στους δρόμους της πόλης τις φούστες των γυναικών, και η αστυνομία του Μεταξά κερνούσε τους κρατούμενους πάγο με ρετσινόλαδο και οι μαυραγορίτες της Κατοχής προσεύχονταν ¨Βάστα Ρόμελ». Η χούντα τους ξεπέρασε όλους σε αηδία, βασανιστήρια και παράνοια.
Ολοκληρώνονταν όμως οι σπουδές μας κι απέμενε πια, τι ειρωνεία, το τελευταίο μάθημα της Ιστορίας του Ελληνικού Δικαίου, που γινόταν στην αρχαία Αγορά, με τον καθηγητή, γιο του μεγάλου νομικού, του αναμορφωτή του αστικού μας δικαίου, Κωνσταντίνου Τριαντα-φυλλόπουλου, τον Ιωάννη, που είχε και αυτός παρασυρθεί στο «στιγμιαίο έγκλημα» και ανέλαβε, για μια βδομάδα μόνο ευτυχώς, το υπουργείο δικαιοσύνης της δικτατορίας. Ήταν ένας θλιβερό ταξίδι αποχαιρετισμού από την Ηλιαία στη φυλακή του Σωκράτη, από το Πανεπιστήμιο στη φυλακισμένη κοινωνία, από τη δόξα στην κατάπτωση της Ελλάδας. Σε λίγο καιρό όμως, από τον Άρειο Πάγο, στην Πανεπιστημίου, στην οικία Σλήμαν, όπου δίδονταν τότε οι εξετάσεις των δικηγόρων, ξεκινούσε το τελευταίο αθηναϊκό μου ταξίδι για την Κρήτη, για μια περίοδο νέων αγώνων, νέων ελπίδων και νέων ταξιδιών. Τα παιδιά της Νομικής και του Πολυτεχνείου προχωρούσαν.
Εξήντα χρόνια ύστερα από αυτό το πρώτο ταξίδι στην Αθήνα, την τελευταία Τετάρτη του Αυγούστου, μαζευτήκαμε πάλι οι απόφοιτοι του Β΄ Γυμνασίου Αρρένων Χανίων, δεκαέξι από τους εβδομήντα, που είχαν τότε, ίδιους σκοπούς με τους δικούς μου. Αυτό το ταξίδι τους ανήκει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Σε κατάσταση σοκ παραμένει η Γερμανία μετά το μακελειό στη χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου, το απόγευμα της…
Με μοναδικό περιοριστικό όρο αυτόν της μη προσέγγισης του τόπου του συμβάντος, σε απόσταση μικρότερη…
Πολλά είναι τα καταστήματα και στα Χανιά που επέλεξαν να μην τηρήσουν το εορταστικό ωράριο…
Το νέο βίντεο του καναλιού Greekonomics του Κοσμά Μαρινάκη, με τίτλο «Το ΤΡΙΓΩΝΟ της Διαπλοκής»,…
Έως και την Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024, τα ποσοστά συλλογής δηλώσεων κτηματογράφησης για τις τρεις…
Με τον Ντόναλντ Τραμπ έτοιμο να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο σε λίγες εβδομάδες και την οικονομία στην…
This website uses cookies.