Του Στρατή Παπαμανουσάκη
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
´Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
Αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον.
´Ινα κράζω σοι. Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».
(Ακάθιστος Ύμνος)
Δεν είναι ένα ταξίδι απλό, για εμάς, της Πόλης το ταξίδι. Είναι το πέρασμα από την αρχαία στη μεσαιωνική και στη νεότερη ιστορία. Είναι το ανέβασμα στην πιο υψηλή κορυφή της Ορθοδοξίας, πάνω από κάθε χριστιανική ετεροδοξία, πέρα από τον κόσμο του Ισλάμ και έξω του χώρου της Ανατολικής δοξασίας. Είναι το όριο μεταξύ του λόγου και του μύθου, του ελληνισμού και του δυτικισμού και του οριενταλισμού, του αιωνίου πνεύματος και της φθαρτής ύλης. Είναι το απάνθισμα των ταξιδιών της οικουμένης, το μαρμαρένιο αλώνι σύγκρουσης ιδέας και πράξης, η διαλεκτική ιστορίας και θεσμών, το σύμπλεγμα του χώρου και του χρόνου, και το επέκεινα, προς τον Θεό, του ανθρώπου. Και όλα αυτά πρέπει να τα έχεις στο μυαλό πριν ξεκινήσεις το ταξίδι σου στην Πόλη.
Η Ιώ, η βους, του Διός η αγαπημένη, πρώτη άνοιξε τον δρόμο προς τον Βόσπορο και η Έλλη ονομάτισε την Ελλήσποντο μεταξύ του Αιγαίου και του Ευξείνου και ο Βύζας έκτισε την πόλη του, μεγαρική αποικία, απέναντι από την πόλη των τυφλών, τη Χαλκηδόνα. Πόλη του φωτός κόντρα στα μύρια σκότη. Και ήρθαν κατόπιν οι αθηναίοι και οι σπαρτιάτες, μακεδόνες και ρωμαίοι και βυζαντινοί, οι λατίνοι και οι τούρκοι, στη Βασιλεύουσα. Την ίδια ώρα που οι τουρκομάνοι ογούζοι, οι σελτζούκοι, το σουλτανάτο ρουμ και οι οσμανλίδες και οι οθωμανοί, όλο και πλησίαζαν στην Επτάλοφο. Έγινε το αρχαίο Βυζάντιο η Νέα Ρώμη, η Ρωμανία, του Κωνσταντίνου η πόλη, η Κωνσταντινούπολη. Πρωτεύουσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, η Πόλη, αφομοίωσε ο ελληνισμός τους λατίνους, κατατρόπωσε η νέα θρησκεία τους παλιούς θεούς και τις αιρέσεις, και έλαμψε ο βυζαντινός πολιτισμός στις τρεις αναγεννήσεις, του Φωτίου, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Και ολοκληρώθηκε ο φωτισμός της πίστης, και της τέχνης και του πνεύματος, και άνοιξε για τον άνθρωπο η οδός της θέωσης, πέρα και πάνω από τα πρόσκαιρα, τα μικρά, τα ανθρώπινα. Στόχος των ξενικών δυνάμεων, τείχος κατά των βαρβαρικών επιδρομών, ασπίδα του πολιτισμού στην αποσύνθεση του κόσμου. Άντεξε η Πόλη σε τριάντα πολιορκίες, συγκρατώντας γαλάτες, πέρσες, άβαρους, άραβες, βαράγγους, ρώσους, πετσενίγους. Πληγώθηκε βαριά από τη Δύση η Πόλη, καταστράφηκε, συλήθηκε, αφανίστηκε ο πολιτισμός, η ιστορία, όλος ο τόπος, στην τέταρτη σταυροφορία, για εξήντα χρόνια. Και αναγεννήθηκε από τη στάκτη η Πόλη, ώσπου πια αδύναμη, διαιρεμένη, φθίνουσα, ως την τρανή την ώρα που μπροστά στην επίθεση της Ανατολής ο Κωνσταντίνος έδοσε στον Μωάμεθ την απάντηση. «Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄ εμόν εστίν ουτ΄ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Και έπεσε εκεί, στου Ρωμανού την Πύλη ο Αυτοκράτορας, και η βασιλίδα Πόλη και ο ελληνισμός ολόκληρος, για να γεννηθεί η Ρωμιοσύνη, ο νέος ελληνισμός και η Μεγάλη νέα Ιδέα, φάντασμα των καιρών, των ιδεών και των ηθών της νεοτερικότητας, που το εκκρεμές της ιστορίας ανατρέπει. Και όμως ξανασηκώθηκε η Πόλη, η Ισταμπούλ αυτή, κι έδοσε δείγματα της δυναμικής της αφομοίωσης του ξένου, της διαδρομής του ελληνισμού ανάμεσα από τους αρμούς του νέου κράτους, και της ορθοδοξίας κυρίαρχης, προπύργιο του χριστιανισμού, ακαταμάχητη δύναμη της πίστης μέσα στην κυριαρχία του Ισλάμ. Κατέγραψε αδρά η ιστορία την πορεία της Πόλης, από την ίδρυσή της το 667 π.Χ., ως την εγκαθίδρυση της Νέας Ρώμης το 330, μέχρι τη λατινοκρατία το 1204 και ως την Άλωση το 1453. Και την εξάπλωση έτσι της Πόλης στη ρωμαϊκή, τη βυζαντινή, τη λατινική και την οθωμανική αυτοκρατορία, αιώνια, ακατάλυτη, αθάνατη στον χρόνο.
Πάμπολλα είναι τα ταξίδια που οργανώνονται συνέχεια για την Πόλη. Και δεν έχεις άλλη επιλογή από το να συμμετάσχεις σε μια τέτοια διαδρομή, να πάρεις έστω μια ιδέα της Πόλης και εσύ μετά να τη διαμορφώσεις στον βαθμό που η γνώση, το συναίσθημα και η πράξη σού επιτρέπει. Παραμονές του Πάσχα, από το Ηράκλειο, αεροπορικώς στην Πόλη, πρόγραμμα ολιγοήμερο, φιλότιμη προσπάθεια τουριστικού συνδυασμού μνημειακών, θρησκευτικών και περιηγητικών ενδιαφερόντων, που ωστόσο αφήνει χρόνο για να δεις περισσότερα αξιόλογα, από όσα εσύ νομίζεις. Από το νέο αεροδρόμιο, στην ασιατική ακτή της Πόλης, με τα πανύψηλα κτίρια της, περνάς αργά λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης, τη γέφυρα του Βοσπόρου και αντικρύζεις μια πανέμορφη σύνθετη εικόνα γης, μνημείων και θάλασσας. Την Πόλη, όπου ζουν και κινούνται δεκαπέντε εκατομμύρια κάτοικοι, ανάμεσα τους και οι δυο χιλιάδες έλληνες, οι πρώην κυρίαρχοι του τόπου, μετά τους συστηματικούς διωγμούς του τουρκικού κράτους, από τους νεότουρκους του 1908, ως την καταστροφή του 1922, μέχρι τα Σεπτεμβριανά του 1955 και τα μετέπειτα ως τα σήμερα. Και ως το ξενοδοχείο, πλάϊ στο Ταξίμ, το παλιό υδραγωγείο του σουλτάνου Μαχμούτ, την τωρινή πλατεία Ανεξαρτησίας, μνημείο της νεοτουρκικής πορείας, έχεις ήδη μεταφερθεί από την ιστορία στον θρύλο, από το παρελθόν στο παρόν και από τη φύση στην ιδέα του κόσμου, του Θεού και των ανθρώπων.
Σε τρεις μεγάλες περιφέρειες χωρίζεται η Πόλη, την παλιά Κωνσταντινούπολη (Σταμπούλ) με το Εμινονού, το Φατίχ και το Μπαλάτ, τη νεότερη με τον Γαλατά, το Πέραν (Μπέγιογλου) και το Διπλοκιόνιον (Μπεσίκτας) καθώς και την ασιατική πλευρά με το Σκούταρι (Χρυσούπολις, Ουσκουντάρ), με τη Χαλκηδόνα (Καντάκιοϊ) και ακόμη τα Πριγκηπόνησα (Πρενς Ανταλάρ). Περιλαμβάνει ακόμη η Πόλη και πολλά προάστεια, ανάμεσα τους το Μέγα Ρεύμα, τα Ψωμαθιά, τα Θεραπειά, το Ορτάκιοϊ, ο Άγιος Στέφανος, το Ταρλάμπασι, τα Τατάβλα, το Νιχώρι. Αμέσως μόλις φθάσαμε αρχίσαμε την περιήγηση μας από την Πλατεία Ταξίμ, με τον Κεμάλ στο κέντρο, βόρεια το πάρκο Γκεζί και νότια την εκκλησία της Αγίας Τριάδας, τη μεγαλύτερη εκκλησία της Πόλης και δίπλα της το επιβλητικό Ζάπειο Παρθεναγωγείο και το Ζωγράφειο εκπαιδευτήριο. Ύστερα κατεβαίνοντας από το Αγά Τζαμί, τη Μεγάλη Οδό του Πέραν, την Ιστικλάμ, τριών χιλιομέτρων μήκους, με το κόκκινο τραινάκι στη μέση, βρισκόμαστε στο πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο της Πόλης, με εκατοντάδες καταστήματα και πάμπολλα ιστορικά κτήρια, ζωηρές αναμνήσεις Belle Époque. Περνάμε από το Σισμανόγλειο Μέγαρο, πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού προξενείου, τη Στοά των Λουλουδιών, τη Τσιτσέκ Πασαζί, κτισμένη από τον Χρηστάκη Ζωγράφο, και τις στοές Χατζοπούλου, Suriye και By Retrο, το Λύκειο Γαλατασαράϊ, το παλαιότερο κέντρο μέσης εκπαίδευσης στην Πόλη, τα ευευρωπαϊκά προξενεία, την καθολική εκκλησία του Αγίου Αντωνίου της Πάντοβα, και τον παλαιότατο Τεκέ των Δερβίσιδων, ως την πλατεία Τούνελ, όπου ο σταθμός του ιστορικού υπόγειου σιδηρόδρομου του 1875.
Μεγάλη η κίνηση στον πεζόδρομο, παραδοσιακοί μικροπωλητές, ζαχαροπλαστεία, εστιατόρια, και αμέτρητα κέντρα αναψυχής με μουσική στα ενδιάμεσα στενά με νυκτερινή ζωή. Κι όμως πολλά κτήρια παραμένουν ακόμη κλειστά μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955, γιατί από εδώ άρχισε η οργανωμένη επίθεση του τουρκικού όχλου κατά των ελληνικών περιουσιών, οι βαρβαρότητες, οι εμπρησμοί, οι λεηλασίες και οι νομικοί διωγμοί, που ανάγκασαν τους πιο πολλούς έλληνες να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Μπαίνομε κατόπιν στη συνοικία του Γαλατά, το Πέραν εν Συκεαίς, τη σημαντική περιοχή που παραχώρησαν οι βυζαντινοί στους γενοβέζους, από τον 12ο αιώνα, κράτος εν κράτει την εποχή της παρακμής του Βυζαντίου, σε αντιπαράθεση πάντα με τους βενετούς και με μια ουδέτερη στάση στην τουρκική πολιορκία. Στον μεσαιωνικό χαρακτηριστικό κυκλικό Πύργο του Γαλατά, συνέχεια της οχυρώσεως της περιοχής, 67 μέτρων ύψους, ανεβαίνεις τώρα με ασανσέρ και απολαμβάνεις την πανοραμική όψη της Πόλης. Και βλέπεις από κει τον Χεζαρφέν Αχμέτ Τσελεμπή να πετάει με αυτοσχέδια φτερά, πάνω από τον Βόσπορο, κατά τη μαρτυρία του άλλου Τσελεμπή, του Εβλιγιά, του περιηγητή του 17ου αιώνα.
Από τον Γαλατά η συνοικία Μπεσίκτας ανατολικά, το Διπλοκιόνιον, από τους κίονες του ελλιμενισμού των βυζαντινών πλοίων, η Κουνόπετρα, από την ομώνυμη εκκλησία, όπου φυλασσόταν, κατά την παράδοση, το λίκνο του μικρού Χριστού. Εγκαταστάθηκε εκεί αργότερα τουρκικός ναύσταθμος για την απόκρουση των επιδρομών από τη Μαύρης Θάλασσας και έγινε ο τόπος κατοικίας του Μπαρμπαρόσα, και στην εξέλιξη του μεταβλήθηκε σε θέρετρο, όπου δεσπόζουν τα ανάκτορα του Ντολμά Μπαξέ, και του Γιλντίζ. Σπουδαίο αρχιτεκτονικό και ιστορικό μουσουλμανικό μνημείο το Ντολμά Μπαξέ, με την επιχωματωμένη παραλία και το λευκό μαρμάρινο κρηπίδωμα, έκτασης 45000 τ.μ. και με 285 αίθουσες, χρειάστηκε 14 τόνους φύλλων χρυσού για την επικάλυψη των οροφών. Εντυπωσιακός ο έντονος αναγεννησιακός ρυθμός, το μπαρόκ και το ροκοκό στην εποχή του Τανζιμάτ, των τουρκικών μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα, κι όμως τίποτε από αυτά δεν έφερε καλή τύχη στους κατοίκους του. Ματαιότης Ματαιοτήτων.
Ο κτήτορας σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ εκθρονίστηκε το 1876, ο διάδοχός του Μουράτ βασίλευσε λίγους μόνο μήνες και τον ίδιο χρόνο παραιτήθηκε, ο Αβδούλ Χαμίτ εκθρονίστηκε το 1909, ο Μεχμέτ Ε΄ βασίλευσε τυπικά ως το 1918, ο διάδοχός του Μεχμέτ ΣΤ΄ εγκατέλειψε τον θρόνο το 1922, με την κατάργηση του σουλτανάτου και ο τελευταίος χαλίφης Αβζούλ Αζίζ Β΄ εξορίστηκε το 1924, οπότε καταργήθηκε το χαλιφάτο. Δίπλα από τα ανάκτορα το ομώνυμο τζαμί και ο Πύργος Ρολόϊ, για να μετρά τον χρόνο για τα θεία και τα ανθρώπινα. Και λένε πως την ώρα του θανάτου του τότε ενοίκου του Ντολμά Μπαξέ Κεμάλ, σταμάτησαν όλα τα ρολόγια του ανακτόρου… Σε αντίθεση με τη μεγαλοπρεπή, αρμονική, επιβλητική αρχιτεκτονική του Ντολμά Μπαξέ, το ανάκτορο του Γιλντίζ αποτελείται από ένα ακανόνιστο σύμπλεγμα κτιρίων και κήπων, ανταποκρινόμενο στις διαθέσεις του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ, κατατρυχόμενο από την πατρογονική εξουσία και τον φόβο της δολοφονίας του. Εν τούτοις τα ιδιαίτερα επί μέρους κτήρια παραμένουν αξιόλογα δείγματα νεοτερικής αρχιτεκτονικής με δυτική τεχνοτροπία.
Στην περιοχή Μπεσίκτας περιλαμβάνονται και τα προάστεια Μέγα Ρεύμα, Χηλέ, Λεβέντ, Ετίλερ, και στο γήπεδο Ινονού εδρεύει ο ομώνυμος ιστορικός ποδοσφαιρικός σύλλογος της Πόλης. Κάτω από τη γέφυρα του Βοσπόρου, στην ευρωπαϊκή ακτή, βρίσκεται και το προάστειο Ορτίκιοϊ, το Μεσοχώρι μεταξύ το οχυρού Ρόυμελη Χισάρ και του Κουρού Τσεσμέ. Γνωστό για το νεομπαρόκ τέμενός του και τη μονή του Αγίου Φωκά, αποτελεί το κοσμοπολιτικό κέντρο της περιοχής. Επιστροφή από το Ντολμά Μπαξέ προς το Καράκιοϊ, μαυρισμένο από τους καπνούς των καραβιών, και με την ψαραγορά Μπαλίκ Παζάρ στην παραλία. Και η γέφυρα του Γαλατά, με τη γέφυρα Ατατούρκ στο βάθος, που μαζί διαπερνούν τον Κεράτιο κόλπο, το Χρυσό Κέρας, ενώνοντας την παλιά Κωνσταντινούπολη με το Πέραν. Πάνω στον μεγάλο δρόμο τα γυράδικα πολύ προκλητικά, αλλά εμείς συγκρατημένοι, στη νηστεία, μόνο το χωνάκι κάστανα στο δρόμο και το φαλαφέλ, χωρίς καν το κεφίρ, στη Βιέννα. Στο Ταξίμ εορταζόταν η Ημέρα των Νέων, διαδήλωναν μερικοί αριστεροί και Κούρδοι και η αστυνομία ήταν έτοιμη να επέμβει. Kαι είχε αρχίσει η ακολουθία του Επιταφίου της Μεγάλης Παρασκευής, και ο Μητροπολίτης Γερμανός στον θρόνο του, όταν ανάψαμε το κερί μας στην Αγία Τριάδα.
Νωρίς το Μέγα Σάββατο πρωί περάσαμε τη γέφυρα του Γαλατά, πλήθος, στις κουπαστές, ψαράδες, με καλάμια, από κάτω τα φαγάδικα με τα θαλασσινά, στην όχθη το παραδοσιακό ψωμάκι με τη ρέγγα και στον Κεράτιο, ανάμεσα από τα κεντρικά πόδια της γέφυρας, συνέχεια πάνω κάτω τα πλοία και τα πλοιάρια. Βγαίνοντας μπροστά μας το Γενί Τζαμί, αντιπροσωπευτικό μνημείο της Πόλης, η περίφημη Αιγυπτιακή αγορά μπαχαρικών και πιο πάνω το Καπαλί Καρσί, η τεράστια σκεπαστή αγορά, μια από τις μεγαλύτερες του κόσμου, δαιδαλώδης, πολυθόρυβη, με ότι μπορεί κανείς να επιθυμήσει. Και απ΄ έξω ακριβώς το Σαχαφλάρ Καρσισί, η μεγάλη αγορά βιβλίων. Αλλά αφήνοντας τα ψώνια για αργότερα, να που είμαστε στο κέντρο των μεγάλων μνημείων της Πόλης, στην πλατεία του Ιπποδρόμου, με τον οβελίσκο Θεοδοσίου, τον οβελίσκο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου και τη στήλη των Όφεων. Και εκεί βρίσκονταν και τα κλεμμένα τέσσερα άλογα, που κοσμούν τώρα τον Άγιο Μάρκο στη Βενετία. Είναι εδώ λοιπόν που συναντάται η αρχαία δόξα των ελλήνων με το μεσαιωνικό μεγαλείο του Βυζαντίου, ο νικητής των Πλαταιών, «Ἑλλήνων ἀρχηγός, ἐπεὶ στρατὸν ὤλεσε Μήδων, Παυσανίας Φοίβῳ μνῆμ᾽ ἀνέθηκε τόδε» και ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο χριστιανός ιδρυτής της Πόλης, που μετέφερε τη στήλη από τους Δελφούς, ο ελληνισμός και ο χριστιανισμός μαζί, στην ιστορία του κόσμου.
Έχει τη θέση του στην Ιστορία ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης. Δείχνει πως μεταβάλλεται το «Εν τούτω Νίκα» του Κωνσταντίνου στο «Νίκα» των πράσινων και βένετων της Πόλης, πως η επανάσταση καταπέφτει σε στάση, και πάλι πως ξανασηκώνεται το κράτος, πως ανυψώνεται το μέγα σύμβολο του Βυζαντίου, και πως ο Ιουστινιανός νικά τον Σολομώντα. Βασιλική με τρούλο ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, μέγα έργο του Ανθεμίου και του Ισιδώρου, καύχημα του Αυτοκράτορα και σύμβολο ορατό της Ορθοδοξίας. Από το αίθριο με την καρκινική επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ», πέντε πύλες οδηγούν στον έξω και στον κυρίως νάρθηκα με τον γυναικωνίτη πάνω, και ακολούθως στον κύριο τρίκλητο ναό, όπου οι τέσσερις πεσσοί υποβαστάζουν τα υπερώα τόξα, πάνω στα οποία φέρονται τα επιθόλια ως περιμετρική βάση του θόλου, με τα εκατό παράθυρα τριγύρω, απ όπου η αρμονία του φωτός της φύσης και της κατασκευής του ανθρώπου.
Κατέρχεται έτσι ο ουρανός στη γη, ο πιστός πλησιάζει τον Θεό, μετουσιώνεται η φθαρτή ύλη σε αιώνια μορφή, γνώση και πίστη και κάλλος. Ακόμη πιο ορατά τα δείγματα αυτής της αρμονίας στα ψηφιδωτά, όσα σώζονται, στα πρόσωπα του Χριστού, της Παναγίας, των αγίων, των αγγέλων, και των αυτοκρατόρων, αυτής της θαυμαστής βυζαντινής τέχνης. Μα είναι και τα αόρατα, οι θρύλοι, οι παραδόσεις για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, που κείτεται ολοζώντανος κάτω από το ιερό, περιμένοντας τον άγγελο για να τον ξυπνήσει. Και για την Αγία Τράπεζα βυθισμένη στη θάλασσα του Μαρμαρά, εκεί που σταματά η κάθε τρικυμία. Έξαρση, δέος και θαυμασμός κατέχει τον προσκυνητή της Αγιά Σοφιάς, ιερή οργή για τις βέβηλες τουρκικές επεμβάσεις, τους μιναρέδες, τα πατήματα του αλόγου, το χέρι του Μωάμεθ, άμετρη φρίκη για τα σύμβολα του ισλάμ, τους ιμάμηδες, τους σταυροφόρους και τους φράγκους, απέχθεια για τους πολλούς ανίερους, τους κοπαδιαστούς τουρίστες, τους αδιάφορους, για όσους χωρίς σεβασμό, πίστη και αγάπη εισέρχονται στον άγιο τούτο τόπο.
Απέναντι από την Αγία Σοφία το Μπλέ Τζαμί, του Σουλτάνου Αχμέτ, εκεί που κάποτε βρισκότανε το Μέγα, το Ιερόν Παλάτιον των βυζαντινών Αυτοκρατόρων, μια ανέφικτη προσπάθεια να αναμετρηθεί μαζί της. Ολόχρυσο (altin) ήθελε τον θόλο του ο σουλτάνος, αδύνατο λόγω του μεγάλου βάρους του και αντ΄ αυτού κατασκευάστηκαν οι έξι (alti) μιναρέδες. Ωστόσο συντελέστηκε, με το αρμονικό σύστημα θόλων και ημιθόλων, που στηρίζουν τον κεντρικό του θόλο, με τα χιλιάδες εσωτερικά μπλέ κεραμικά, με τα διακόσια του παράθυρα, τα περίτεχνα βιτρώ, τις διακοσμήσεις με ρητά του Κορανίου, ένα συνολικό αποτέλεσμα υψηλής ισλαμικής τέχνης, ένα από τα καλύτερα τεμένη ανά τον κόσμο, μοναδικό αρχιτεκτονικό επίτευγμα του 17ου αιώνα. Στην ίδια περιοχή και το πέτρινο Παλάτι του βεζύρη Ιμπραήμ Πασά, του 16ου αιώνα, σημερινό Μουσείο τουρκο-ισλαμικών τεχνών. Και λίγο παραπέρα, στην κορυφή του πρώτου λόφου της Επτάλοφης, πάνω στην ακρόπολη του αρχαίου Βυζαντίου, το Ανάκτορο του Τοπ Καπί, του 15ου αιώνα, με τείχος πέντε χιλιομέτρων, 27 πύργους και τέσσερα προαύλια και την πιο καταπληκτική θέα στις τρεις θάλασσες του Μαρμαρά, του Κεράτιου και του Βοσπόρου. Μουσείο τώρα με μοναδικές ιστορικές και καλλιτεχνικές συλλογές, κειμήλια, κεραμικά, καλλιγραφημένα χειρόγραφα, υφάσματα, τεχνουργήματα και με τους σουλτανικούς θησαυρούς, απ΄ όπου η Μελίνα κι ο Ντασέν έκλεψαν το σουλτανικό εγχειρίδιο του Μαχμούτ, υπό τους ήχους Χατζηδάκη.
Μπαίνομε από την Πύλη του Αυτοκράτορα, με τα δυο κανόνια της Αλώσεως, και στην εξωτερική αυλή στέκει η Αγία Ειρήνη, η δεύτερη μετά την Αγία Σοφία, σε μέγεθος, εκκλησία της Πόλης, που κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και ανακαινίστηκε από τον Ιουστινιανό, με λιγοστά ίχνη τοιχογραφιών και μωσαϊκών, απέριττη, υπερήφανη, μοναδική στον χώρο. Ακολουθεί η Πύλη των Χαιρετισμών, και η Τρίτη Πύλη της Ευδαιμονίας, με το Θησαυροφυλάκιο, το πολύτιμο εγχειρίδιο, το μέγα διαμάντι, και τη χρυσή λειψανοθήκη με το χέρι του Ιωάννη Βαπτιστή, μια αραβική Βίβλο του 4ου αιώνα και τον περίφημο παγκόσμιο χάρτη του Piri Reis του 1513. Από εκεί και πέρα στο κιόσκι του σουλτάνου, στις αίθουσες του χαρεμιού, στα κτήρια και στους κήπους, αδύνατο πάνω από μια ματιά να ρίξεις. Και ο ξεναγός απλά σου δείχνει τον δρόμο για την έξοδο, όπου σε περιμένει, στην πλατεία, ο τούρκικος καφές, και κάτω από τη γη η Βασιλική Κινστέρνα, η τεράστια υδατοδεξαμενή, με τους κίονες, όπου παραμονεύει η Μέδουσα να σε κρατήσει εκεί για πάντα.
Από τον Ιππόδρομο διασχίζομε τη Μέση Οδό, το Βυζάντειο και το Σεβήρειο τείχος, τον Φόρο (Forum) Κωνσταντίνου, με την κεκαυμένη στήλη του, το Τετράπυλον πάνω στον δεύτερο λόφο, τον Φόρο Θεοδοσίου, Βοός και Αρκάδιου, κάτω από τον τρίτο λόφο, το Κωνσταντίνειο τείχος, το Θεοδόσειο τείχος στην πύλη της Σηλυβρίας, και φθάνομε στη Μονή Ζωοδόχου Πηγής, του Μπαλουκλί, εκεί που υπήρχαν τα «παλάτια των νερών» και τα balik, τα ψάρια. Είχε πολλές περιπέτειες η Μονή, περίφημη για το αγίασμα της, την ιερή εικόνα της Θεοτόκου, από όπου διαδόθηκε η λατρεία της Ζωοδόχου Πηγής. Νεκροταφείο σήμερα των Οικουμενικών Πατριαρχών της νεότερης περιόδου, με τα καραμανλήδικα γράμματα, τα τουρκικά με ελληνική γραφή, στην αυλή και με τον θρύλο των ψαριών, μισοτηγανισμένων, που τα βλέπεις στο υπόγειο αγίασμα, μάρτυρες της Αλώσεως, περιμένοντας το πλήρωμα του χρόνου. Και τραγουδάει τους στίχους του ο Βιζυηνός, «Ακόμ’ ως τώρα πλέουνε, / κόκκιν’ από το μέρος, / όπου τα είχε ψήσει. / Φυλάγουν το Βυζάντιο ν’ αναστηθή κι ο γέρος / να τ’ αποτηγανίση».
Από το μέρος αυτό, ακολουθώντας τα τείχη προς τον νότο, μπορείς να φθάσεις στο Επταπύργιο και στο θαλάσσιο τείχος. Και προς βορρά στις πύλες του Ρωμανού, στον έβδομο λόφο, της Αδριανούπολης στον έκτο λόφο και στην Κερκόπορτα, την πύλη της Ρηγίας. Όχι, δεν έπεσε η Πόλη στον αγώνα, μα προδόθηκε. Aρνείται ο θρύλος το αδιανόητο, το πάρσιμο της Πόλης, που πάνω από χίλια χρόνια κράτησε όλους τους βαρβάρους έξω από την Ευρώπη. Την πτώση της χριστιανικής πολιτείας, που στάθηκε πάντοτε το όριο ετερόθρησκων, αιρετικών και ετερόδοξων. Την καταστροφή της ελληνικής, από τον 9ο αιώνα αυτοκρατορίας, που συνέχισε τον κλασικό πολιτισμό στη μεσαιωνικότητα. Αλλά είχε υποστεί μεγάλα πλήγματα αυτή η αυτοκρατορία, το Ματζικέρτ το 1071, με την ήττα και την αιχμαλωσία του Ρωμανού από τους σελτζούκους, την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204, με την κατάλυση του κράτους από τους φράγκους και τη συνεχιζόμενη έκτοτε παρακμή, με τις εξωτερικές επεμβάσεις, τις εμφύλιες διαμάχες και την εσωτερική ηθική κατάπτωση. Υπήρξε η τελευταία αναλαμπή με τους Παλαιολόγους, υπό τη σκιά όμως των αποφάσεων της Συνόδου Φλωρεντίας του 1439 για την ένωση των Εκκλησιών, που απορρίφθηκε από τη μέγιστη πλειονότητα κληρικών και λαϊκών. Από μια λέξη, το filioque, κρίθηκε και απότυχε η επίπλαστη ενότητα, κι ούτε καν συμβιβαστικά, το «εκ του Πατρός δια του Υιού εκπορευόμενον», έγινε δεκτό, γιατί ποτέ το ελληνικό πνεύμα δεν θα υποταχθεί σε καμιά ξένη κακοδοξία. Συγκρούστηκαν λοιπόν, οι κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας, άρχισε η πολιορκία της Πόλης, έγινε η ναυμαχία, κατέβηκε ο οθωμανικός στόλος στον Κεράτιο, απέτυχε η πυρπόλησή του, αποκρούστηκε η υπονόμευση του τείχους, απορρίφθηκαν οι προτάσεις της παράδοσης. Ξημέρωσε η αποφράδα μέρα της 29ης Μαΐου 1453, γενική έφοδος, και έπεσε εκεί μπροστά στην Πύλη του Ρωμανού, με το σπαθί στο χέρι ο Αυτοκράτορας και ο κόσμος ο ελληνικός εκτοπίστηκε για τετρακόσια χρόνια από το προσκήνιο της ιστορίας.
Κοντά στην Πύλη της Αδριανούπολης (Εντιρνέ Καπισί) βρίσκεται η Μονή της Χώρας (Καριγιέ Τζαμί), με τις ωραιότερες βυζαντινές τοιχογραφίες και ψηφιδωτά, που συνδέεται με την ανακαίνιση του Θεόδωρο Μετοχίτη, σπουδαίας μορφής, αξιωματούχου και λογίου, πρόδρομου της αναγέννησης 15ου αιώνα, που εικονίζεται στον εσωνάρθηκα του καθολικού. Μεταβατική τρουλαία βασιλική ο ναός, σταυρόσχημος με έξι θόλους σε βαρείς πεσσούς και νεκρικό παρεκκλήσι, όπως διαμορφώθηκε, αφιερωμένος στον Άγιο Σωτήρα εν τη Χώρα. Το βάρος του εσωτερικού χώρου μετριάζεται τώρα από την πολυτελή διακόσμηση, πολύχρωμων μαρμάρων και ψηφιδωτών. Ένας καινούργιος εικαστικός χώρος, η αποθέωση της παλαιολόγειας τεχνοτροπίας, η κορύφωση της βυζαντινής τέχνης, αναπτύσσεται στη Μονή της Χώρας. Με τις αρμονικές, πλαστικές και κομψές αναλογίες, τον συντονισμό μορφών και τόπων, το φως, το χρώμα και το σχήμα, συντίθεται ένας εξαίσιος λυρισμός, που αξιοποιεί τον πλούτο και το κάλλος και τη δύναμη της αρχαίας ελληνικής, της ελληνιστικής και της βυζαντινής τέχνης.
Στον εξωνάρθηκα, μέσα σε έξι ημικύκλια, ο Χριστός θεραπεύει τις διάφορες ασθένειες. Στους θόλους και στους τοίχους θαυμάσιες σκηνές της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Πάνω από την είσοδο το μωσαϊκό του Χριστού στη Χώρα των Ζώντων, της Παναγίας, ως της χώρας του αχωρήτου και της Δέησης στον ανατολικό τοίχο, αποτελούν τα πιο πολύτιμα έργα του ναού. Αλλά και οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου, ως χώρας των νεκρών, με τη δυτική πλευρά αφιερωμένη στη Θεοτόκο, τον ανατολικό τρούλο στη Δευτέρα Παρουσία, και με την κόγχη του ιερού βήματος στην Ανάσταση, ολοκληρώνουν το μεγάλο σύνολο κόσμου και Θεού, θανάτου και ζωής, θεολογίας και τέχνης.
Θαυμαστά τα έργα του Βυζαντίου. Μόνο η βυζαντινή τέχνη μπορούσε να απεικονίσει στη Μονή της Χώρας, τους τέσσερις μεγάλους υμνογράφους, τους δύο εικονόφιλους, τον Ιωάννη Δαμασκηνό και τον Κοσμά Υμνογράφο, μαζί με τους άλλους δυο εικονομάχους, τον Ιωσήφ Υμνογράφο και τον Θεοφάνη Γραπτό. Ποια άλλη διαλεκτική θα κατόρθωνε να συνθέσει αυτή τη φοβερή αντίθεση της Ορθοδοξίας, που λίγο έλλειψε, μεταξύ 8ου και 9ου αιώνα, να καταστρέψει όλο το μεγαλείο της αυτοκρατορίας. Αγαθές ήταν οι προθέσεις των Ισαύρων, να μεταρυθμισθεί, να αποκαθαρθεί και να αναγεννηθεί το κράτος, αλλά άσχημα τα μέσα της προσπάθειας, με υπερβολές και καταχρήσεις και εγκλήματα, διαιρετικά, διαλυτικά, διασπαστικά του Βυζαντίου. Η αντικληρική, αντιμοναχική, και εν τέλει ανθελληνική εκστρατεία, για την πάταξη της θρησκοληψίας, της παράλογης λατρείας και της διαφθοράς στη χώρα, οδήγησε ουσιαστικά σε ένα νέο διωγμό της χριστιανοσύνης. Αλλά έδοσε στο τέλος αφορμή να εξετασθεί, να εκτιμηθεί και να ερμηνευθεί το ζήτημα των εικόνων, να αποδοθεί η λατρεία στο πρόσωπο και η τιμητική προσκύνηση στην εικόνα του, να διαβασθεί η εικόνα ως βιβλίο των αγραμμάτων και να επανέλθει η ενότητα ύλης και μορφής, τέχνης και ζωής, θεού και ανθρώπων. Η αναστήλωση των εικόνων σήμανε την επιστροφή στις πηγές του βυζαντινού πολιτισμού, στο ελληνικό πνεύμα και στη χριστιανική θεολογία, που έδοσε μετά, τους ώριμους καρπούς της πρώτης βυζαντινής αναγέννησης, προς δόξα του πολιτισμού του Βυζαντίου.
Βόρεια, στην πλευρά του 6ου λόφου κτίστηκε το ανάκτορο των Βλαχερνών, μόνιμη κατοικία των Κομνηνών, το Παλάτι του Πορφυρογέννητου, και η Μονή και η εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου φυλάσσονταν κειμήλια της Θεοτόκου. Από όλα αυτά σώζονται τώρα μόνο ερείπια, ένας περίτεχνος τοίχος και μια μεταγενέστερη εκκλησία, με το αγίασμα, το λούσμα των Βλαχερνών, προσκύνημα των χριστιανών απανταχού του κόσμου. Επισκεφθήκαμε μετά και τη Μονή Παμμακαρίστου, το σημερινό Φατχτιέ Τζαμί, αντιπροσωπευτικό δείγμα της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής, που στέγασε για ένα διάστημα το Πατριαρχείο. Το καθολικό ανήκει στον μονόχωρο τύπο ναού σταυροειδούς εγγεγραμμένου, με τρούλο, νάρθηκα και περιμετρικό διάδρομο, που επιμηκύνει όλο τον χώρο. Εξωτερικά χρησιμοποιεί την τεχνική του τούβλου, της εποχής των Κομνηνών, και μέσα ο τρούλος του στηρίζεται σε τέσσερις πεσσούς, αλλά έχει χάσει πια τη διαρρύθμισή του με τις τουρκικές επεμβάσεις. Το παρεκκλήσιο, που λειτουργεί τώρα ως μουσείο, διαθέτει θαυμάσια ψηφιδωτά, στην κόγχη του ιερού τη Δέηση, με τον Χριστό Υπεράγαθο, τη Θεοτόκο και τον Πρόδρομο και στον τρούλο του Παντοκράτορα Χριστού, περιβαλλόμενου από τους δώδεκα προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης.
Όλη η περιοχή ονομάστηκε μετά την Άλωση, Μπαλάτ (Παλάτι) και σήμερα αποτελεί μια γραφική συνοικία της πόλης, με ελληνικό και εβραϊκό στοιχείο και συροχαλδαίους χριστιανούς. Τελειώνομε εδώ για σήμερα την περιήγηση, περνάμε από μια έκθεση ωραιότατων χαλιών, απροσπέλαστων για τη δική μας τσέπη, ξενοδοχείο, ανάπαυση, το τσάϊ μας και φθάνει η ώρα πια για την Ανάσταση, στο Φανάρι.
Περνάμε τον Κεράτιο από τη γέφυρα Ατατούρκ, κάτω από τον πέμπτο λόφο. Απέναντι η Μεγάλη του Γένους Σχολή, χαρακτηριστικό κτήριο με τα εξωτερικά γαλλικά κόκκινα τούβλα, το μεγαλύτερο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Πόλη, που ιδρύθηκε κατά τον 15ο αιώνα ως συνέχεια της Πατριαρχικής Ακαδημίας του 9ου και της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής του 4ου αιώνα, από τον ανθενωτικό πατριάρχη Γεώργιο Σχολάριο. Με πρώτο διευθυντή τον Ματθαίο Καμαριώτη, διοικήθηκε κατά καιρούς από σπουδαίους λογίους του νεοελληνικού φωτισμού, ανάμεσα τους οι Ζυγομαλάς, Κόκκος, Κορυδαλλεύς, Μαυροκορδάτος, Βούλγαρης και Κούμας. Κι από τις τάξεις των αποφοίτων της σχολής αυτής προήλθαν αργότερα οι σπουδαίοι φαναριώτες, οι δραγουμάνοι και οι οσποδάροι της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γιατί γύρω από το Φανάρι εγκαταστάθηκαν οι οικογένειες της νέας αριστοκρατίας της Πόλης, οι σπουδασμένοι, οι προοδευμένοι, οι ισχυροί, που η αλλαγή του συστήματος εξουσίας και η ίδια η φύση του καθεστώτος τούς επίτρεψε την άνοδο. Μια ιδιότυπη κοινωνική τάξη αναδύθηκε από τη στάκτη του Βυζαντίου, ο Πατριάρχης με την Εκκλησία συνεχιστής της ηγεσίας του γένους των ρωμιών και οι φαναριώτες στήριγμα, μεσολαβητές, αξιωματούχοι, ανάμεσα στους χριστιανούς και τη σουλτανική εξουσία.
Κι αφότου ανέλαβε, κατά τον 17ο αιώνα, ο Νικούσιος, πρώτος έλληνας Δραγουμάνος της Υψηλής Πύλης και οι έλληνες ηγεμόνες των παραδουνάβειων επαρχιών, τα μεγάλα αυτά αξιώματα της αυτοκρατορίας, διαμορφώθηκαν δυο κύριες τάσεις στη στάση τους. Μια υπέρ της διατήρησης της νέας τάξης με τη σταδιακή υποκατάσταση της και τη μετατροπή της σε μια ελληνική αυτοκρατορία και μια δεύτερη υπέρ της άμεσης επανάστασης και της δημιουργίας νέου εθνικού κράτους. Και ανάμεσα στις δυο αυτές κατευθύνσεις πολιτεύθηκαν οι απόγονοι των τεσσάρων μόλις βυζαντινών οικογενειών που παρέμειναν στην Πόλη, ύστερα από την ΄Αλωση, οι Παλαιολόγοι, οι Καντακουζηνοί, οι Ασάνοι, οι Ράλληδες, και των λοιπών τριάντα περίπου, γνήσιων και μη, που αναδείχθηκαν κατά τα επόμενα χρόνια, Μαυροκορδάτοι, Υψηλάντηδες, Κομνηνοί, Μουρούζηδες, Καρατζάδες, Σούτσοι, Νέγρηδες, Καλλιμάχοι, Μαυρογένηδες και άλλοι.
Μεγάλο Σάββατο βράδυ και ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς το Φανάρι, μπροστά μας η κλειστή Πύλη με τη σκιά του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, που μολονότι αποκήρυξε την Επανάσταση, φαντάζεται κανείς κάτω από ποιες συνθήκες, έγινε ο πρώτος εθνομάρτυράς της. Πλήθος πιστών, επισκεπτών και ντόπιων, γεμάτη η ιστορική νεομπαρόκ εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, στα αριστερά οι λάρνακες Γρηγορίου Θεολόγου και Ιωάννη Χρυσοστόμου, δεξιά ο Πατριάρχης στον θρόνο του, κάποιοι επίσημοι κι ευθύς μετά το «Δεύτε λάβετε φώς» όλοι εξέρχονται γύρω από την εξέδρα. Χριστός Ανέστη, άλλη μια χρονιά στην Πόλη, γιορτάζει το Φανάρι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι χριστιανοί, μνήμη του Βυζαντίου, πόνος και χαρά για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον.
Ημέρα του Πάσχα, χαλαρή, προχωρημένη η νύκτα με την παραδοσιακή μαγειρίτσα, αργό ξύπνημα και ένας θαλασσινός περίπατος στον Βόσπορο ότι καλύτερο για την περίσταση μας. Περνάει το πλοίο κοντά από τον πύργο του Λεάνδρου, που για τη χάρη της αγαπημένης του κολυμπούσε νύκτα από τη Σηστό στην Άβυδο και χάθηκε όταν έσβησε το φως εκεί στον βράχο. Ανοικτά του Ντολμά Μπαξέ, με ένα ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις δυο ακτές, πλησιάζομε πιο κοντά στα ωραία γιαλιά, στις πολυτελείς παραθαλάσσιες επαύλεις. Ωραία αρχιτεκτονική, μπαρόκ, νεοκλασικά, εκλεκτικισμός, η belle epoque ανάμεσα στα νερά και στα δένδρα, το μπλε, το λευκό και το πράσινο, συνθέτουν την εικόνα όλου αυτού του ειδυλλιακού τοπίου. Εντυπωσιακά τα παραμυθένια ανάκτορα Μπεηλέρμπεη και Κιουκιούκτσου, γραφικά τα παραλιακά χωριά, ως τη μεγάλη γέφυρα του Βοσπόρου, το Ορτάκιοϊ, το Μέγα Ρεύμα, απέναντι αντικρυστά τα κάστρα Ρωμυλίας και Ανατολίας, το Σκούταρι στην ασιατική ακτή, απέναντι από τη Ευρώπη. Μικρός ο κόσμος και μεγάλες οι διαφορές εξουσιών, πολιτισμών και ανθρώπων κι όμως εδώ, στον Βόσπορο, τα όρια συγκλίνουν, η ομορφιά παίρνει τη θέση της βίας, μια γέφυρα ενώνει τους λαούς και η φύση πια χαμογελάει.
Επιστροφή, το πασχαλιάτικο τραπέζι περιμένει, κι ελεύθερο το απόγευμα για νέες προσωπικές περιηγήσεις. Μετά τη γέφυρα του Γαλατά, πολλά τα μουσουλμανικά μνημεία της Πόλης. Πρώτα το Τέμενος Σουλεϊμανιγιέ, του 16ου αιώνα, πανέμορφο ανάμεσα στη λευκή απλότητα και στο αραβικό του χρώμα. Ύστερα το Τέμενος Σεχζάντε, κι αυτό του 16ου αιώνα, με το μαυσωλείο του νεαρού πρίγκηπα Μεχμέτ, γιου του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, σωστό διαμάντι μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής. Και έπειτα το Τέμενος Φατίχ, τέμενος του κατακτητή Μωάμεθ του 15ου αιώνα, κτισμένο πάνω στο έδαφος του κατεδαφισμένου ναού των Αγίων Αποστόλων. Μέγας ο βυζαντινός ναός του 6ου αιώνα, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος φιλοδόξησε να μεταφέρει τα λείψανα των δώδεκα Αποστόλων, και το κατόρθωσε για τον Ανδρέα, τον Ματθία, τον Ιάκωβο Αδελφόθεο, τον Ευαγγελιστή Λουκά και τον Άγιο Τιμόθεο της Εφέσου. Αλλά έγινε κατόπιν ο ναός, το λεγόμενο Βασιλικόν Πολυάνδριον, τόπος ταφής αυτοκρατόρων, πατριαρχών και επισκόπων, μνήμη, λατρεία και τιμή του Βυζαντίου. Ανακατασκευάστηκε όμως ο ναός επί Ιουστινιανού, από τους αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας, και ανακαινίστηκε επί του Βασιλείου Μακεδόνα, για να λεηλατηθεί από τους σταυροφόρους, να συληθούν οι τάφοι του, να παρακμάσει ύστερα μαζί με την αυτοκρατορία και τέλος να έρθουν οι φανατικοί δερβίσηδες να καταστρέψουν με μανία τα πάντα, να συνθλίψουν τα οστά των αυτοκρατόρων, των πατριαρχών και των αγίων και να τα εξαφανίσουν ρίχνοντας τα λείψανα σε ασβέστη. Στάκτη και σκόνη και άνεμος ο Κωνσταντίνος, ο Ιουλιανός, ο Θεοδόσιος, ο Ιουστινιανός, η Θεοδώρα, ο Ηράκλειος, η Ειρήνη, ο Λέων, ο Φωκάς και οι άλλοι, κανένα πια σημάδι ανθρώπινο της αυτοκρατορίας, κι όμως από το τίποτα βγαίνει όλη εκείνη η δόξα, η υπέροχη, η υπερούσια η υπερκόσμια, που λέγεται Βυζάντιο.
Στη λεωφόρο Ατατούρκ το επιβλητικό υδραγωγείο του Ουάλεντος του 4ου αιώνα, πρώτη κατασκευή του Αδριανού του 2ου αιώνα. Και πιο εκεί το Τέμενος Μολλά Ζεϊρέκ, Μονή του Παντοκράτορος Χριστού, κτίσμα των Κομνηνών, από τα τελευταία εξαίσια δείγματα βυζαντινής τέχνης. Επιστροφή στην περιοχή της Αγιά Σοφιάς, ένα ακόμη βλέμμα στο αιώνιο μνημείο, έξω από το μεγαλοπρεπές νεοκλασικό Αρχαιολογικό Μουσείο μερικές πορφυρές λάρνακες των αυτοκρατόρων, η σαρκοφάγος του Αλεξάνδρου δεν σχετίζεται με αυτόν, και ο θαυμάσιος κήπος Γκιουλχανέ ανοίγεται μπροστά μας. Άνθη, πουλιά, νερά, οι πολύχρωμες τουλίπες στρώνουν ένα χαλί στη φύση και η υπέροχη θέα των τριών θαλασσών, τοπίο μαγευτικό τη Πόλης.
Βραδιάζει, αλλάζει χρώματα ο ουρανός, καίγεται μέσα στο κόκκινο η δύση, και η μυρωδιά του τούρκικου καφέ γεμίζει τον αέρα. Μας περιμένει το φολκλορικό θέαμα της Πόλης, μουσική, τραγούδι και χορός. Για άλλους ο αισθησιακός ανατολίτικος χορός της κοιλιάς, μέσα σε μια πανδαισία φωτός, κίνησης και γεύσης, για άλλους ο πνευματικός χορός των Δερβισών, που ο νους ελευθερώνεται από τη σάρκα και άδειος, ελαφρός, εκστατικός, όλο ανεβαίνει προς τα πάνω.
Και έφθασε η τελευταία μέρα μας στην Πόλη, αδύνατος πια ο καφές στο Πέρα Παλλάς, η λεμονάδα στο Λιμονλού Μπαξέ και στο εστιατόριο του Παντελή το ακριβό γεύμα. Ίσα ίσα ένα βιαστικό προφιτερόλ στο Ινσί, λίγα πολίτικα λουκούμια στο Ταξίμ, μια μυρωδιά μπαχαρικών στου Γιάννη και φεύγομε για τα Πριγκηπόνησα, τελευταία μας περιήγηση στον τόπο. Το 569 κτίστηκε εκεί το ανάκτορο του πρίγκηπα Κουροπαλάτη και από αυτόν πήρε όλο το σύμπλεγμα Πρώτης, Αντιγόνης, Χάλκης, Πρίγκηπος, και πέντε άλλων μικρότερων, το όνομά του. Μα δεν υπήρξαν μόνο τόποι αναψυχής, αλλά και πόνου τα Πριγκηπονήσια, τόποι εξορίας, φυλακής και εκτελέσεων, και στα βυζαντινά και στα οθωμανικά χρόνια. Διατηρήθηκαν και στο Βυζάντιο οι βάρβαρες ποινές του ρωμαϊκού δικαίου, που τις συνέχισαν, αυξάνοντάς τους φυσικά, οι διάδοχοι του. Υπάρχουν σκοτεινές πλευρές στην ιστορία και όσο τις αγνοούμε επεκτείνονται…
Από την ασιατική ακτή, νότια του Καντίκιοϊ, της Χαλκηδόνας, από το λιμανάκι του Μποστάντζι, μέχρι να πιούμε τον καφέ, που μας σερβίρισαν στο πλοίο, φθάσαμε στη Χάλκη. Ένας μικρός ανήφορος, στο καταπράσινο τοπίο, μέχρι τη βυζαντινή Μονή της Αγίας Τριάδας, με την περίφημη Θεολογική Σχολή, έτοιμη, αν ευδοκήσει ο Ερντογάν, να ανοίξει. Ωραία η θέα και ο περίπατος στο παραλιακό χωριό, με τα παραδοσιακά του κτίσματα, φύση, γαλήνη, ησυχία, άλλος κόσμος, όπου ο λόγος του Θεού ακούγεται πιο καθαρός, πιο δυνατός, πιο κοντινός προς τους ανθρώπους. Επόμενος σταθμός η νήσος Πρίγκηπος, επαυξημένη η ομορφιά του τόπου, τα αμαξάκια ανάμεσα στους δενδροφυτευμένους δρόμους, κοσμήματα οι ξύλινες κατοικίες με τους κήπους, και το άρωμα της θάλασσας, των λουλουδιών, του αέρα, ευωδιάζει. Απόλαυση και η τσιπούρα στην ταβέρνα, ο καφές και η αναπόληση όλου του ταξιδιού μας. Αναμονή του πλοίου που θα μας πάρει. Από την Τούσλα ως το αεροδρόμιο, σύντομη η απόσταση και ο χρόνος, που μας έμεινε να φύγομε. Σε εκατό ώρες καλύψαμε χίλια χρόνια ιστορία, και φεύγομε τώρα και εμείς από την Πόλη των απόντων… Κρητικοί οι τελευταίοι υπερασπιστές της Πόλης κατά την Άλωση, με υψωμένη τη σημαία του Δικεφάλου στον πύργο Βασιλείου, Λέοντος και Αλεξίου, στην Ωραία Πύλη, την Μπαχτσέ Καπουσί, που έφυγαν με τιμή, με τα όπλα και το πλοίο τους για την Κρήτη.
Τέλειωσε το ταξίδι μας, προσκύνημα στην Πόλη, αναφορά βυζαντινή στο νου και στην καρδιάς μας. Και άσβηστη μένει η μνήμη μας, στον τόπο, την ιστορία και τους θρύλους του.
«Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια, / Σημαίνει κι η αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι, / Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες, / Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. / Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης, Κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες. / Να μπούνε στο χερουβικό και να βγει ο Βασιλέας, / Φωνή τους ήρθε εξ’ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα. / «Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια, / παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστείτε /
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει. / Μόν’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ρτούνε τρία καράβια / Το να να πάρει το Σταυρό και τ’ άλλο το Βαγγέλιο, / Το τρίτο, το καλύτερο, την ΄Αγια Τράπεζά μας, / Μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν». / Η Δέσποινα ταράχτηκε, κι εδάκρυσαν οι εικόνες. / Σώπασε Κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις, / Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ναι»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΟΥ» – Του Στρατή Παπαμανουσάκη – ΠΡΟΛΟΓΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΚΡΗΤΗ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΑΘΗΝΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΓΑΥΔΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΚΥΠΡΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΣΤΕΡΕΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΝΗΣΙΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΘΕΣΣΑΛΙΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΗΠΕΙΡΟΣ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
- ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΘΡΑΚΗ