Του Στρατή Παπαμανουσάκη
«Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
Ν’ αϊλί εμάς και βάι εμάς οι Τούρκοι την Πόλ’ επαίραν
επαίραν το βασιλοσκάμ’ κι ελάεν η Αφεντία.
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς κλαίγνε τα μοναστήρα
κι ο Αι Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπισκάται.
– Μη κλαις, μη κλαις, Αγιάννε μου μη δερνοκοπισκάσαι
η Ρωμανία ‘πέρασεν η Ρωμανία ‘πάρθεν.
– Η Ρωμανία (κι) αν ‘πέρασεν ανθεί και φέρει κι άλλο…»
(Ποντιακό δημοτικό τραγούδι)
Αλύτρωτες ναι, χαμένες όχι, οι πατρίδες των ελλήνων. Και αλησμόνητες, όσο υπάρχει το γένος τους, η εθνική συνείδηση, που περικλείνει τη Ρωμανία, αυτή που «ανθεί και φέρει κι άλλο». Αλλά δεν είναι μόνο η «Νέα Ρώμη», το Βυζάντιο, που κυριαρχεί στο ταξίδι του Πόντου και της Μικρασίας. Είναι και ο αρχαίος και ο νέος ελληνισμός, που περιβάλλουν τη μεσαιωνική μας ιστορία, που συνάπτονται διαλεκτικά στην ιστορική συνέχεια του πολιτισμού μας, που συγκροτούν αυτό το ενιαίο ελληνικό οικοδόμημα. Για αυτό, όποιος επισκέπτεται τον Πόντο πρέπει να αρχίσει να τον μελετά από τα πολύ παλιά χρόνια, από τους πανάρχαιους ιστορικούς μύθους της φυλής για να καταλήξει στις πρόσφατες τραγωδίες του λαού μας, σε αυτή την πατρογονική κοιτίδα του.
Η Ελλάδα τόπος θεών, ημίθεων και ανθρώπων, χώρα της γης, της θάλασσας, του αέρα, όπου ο καιρός του έρωτα, του πάθους και του θανάτου, συνταίριαξε όλα τα στοιχεία της στον μύθο. Του μέγιστου κυρίαρχου της θάλασσας, του Ποσειδώνα γιος ο άρχοντας του ανέμου Αίολος, και από αυτόν οι αιολίδες, πρώτοι ταξιδευτές στη μακρινή γη του Πόντου, πέρα ως την Κολχίδα, με το χρυσόμαλλο κριάρι ο Φρίξος και η Έλλη, και ύστερα με τη θρυλική Αργώ οι ήρωες αργοναύτες, ο Ιάσων και η Μήδεια, μαζί ο έρωτας και ο θάνατος στον μύθο και στην ιστορία. Αλλά και ο Προμηθέας στον Καύκασο, κι ο Ορέστης στη Θοανία, και ο Οδυσσέας στην Κιμμερία, όλοι από τη γη του Πόντου πέρασαν, αφήνοντας τα χνάρια τους στη χώρα. Μα φαίνεται πως αρχικά μια εισβολή ινδοευρωπαίων γύρω στα 1500 π.Χ. από τη Θράκη, δημιούργησε την αρχαία αυτοκρατορία των Χετταίων-Χιττιτών, υποτάσσοντας τους ντόπιους πληθυσμούς, μέχρι την εξαφάνιση της ως τον 6ο αι. π.Χ. Και ύστερα οι ίωνες έκτισαν τις αποικίες τους στον Πόντο.
Πολυάριθμοι οι βάρβαροι λαοί της περιοχής, από τους Φθειροφάγους και τους Μακρυκέφαλους, τις Αμαζόνες και τους Χάλυβες, μέχρι τους Κόχλους, ή Λαζούς, τους Χαλδαίους, τους Παφλαγόνες και τους Καππαδόκες. Ανάμεσα σε αυτούς η Μίλητος ίδρυσε κατά τον 8ο αι. π.Χ. αρχικά τη Σινώπη, και αυτή με τη σειρά της Κρώμνη, Πτέρυον, Κύτωρο, Τραπεζούντα και ύστερα πάλι η Μίλητος την Αμισό, Σαμψούντα, Κερασούντα κι έγινε έτσι ο άγριος Πόντος Εύξεινος, μια άλλη Ελλάδα ανάμεσα στα κύματα του και στην οροσειρά Ολγασύς, τις Ποντικές Άλπεις, και μεταξύ των ποταμών του Άλυος και του Φάσιδος, χώρα τρανή, γειτονική Παφλαγονίας, Καππαδοκίας και Γεωργίας.
Γη πλούσια σε παράλια, ποταμούς, δάση, καλλιέργειες, μεταλλεύματα, με ξακουστά ασημικά, τσάϊ, καπνό, φουντούκια, γη ελληνική με αρχαία γλώσσα, χριστιανική θρησκεία, λαϊκή τέχνη, ήθη και έθιμα, που τώρα τη σκεπάζει πια το τραγικό παραπέτασμα μιας εκατονταετίας. Γιατί αφειδώλευτοι κύλισαν οι αιώνες της ιστορίας, από την πρώτη αυτονομία των πόλεων του Πόντου, μέχρι την περσική και τη μακεδονική περίοδο, (8ος- 4ος αι. π.Χ.), ως το ελληνιστικό Βασίλειο του Μιθριδάτη (302-63 π.Χ.), ως τη ρωμαϊκή κατάκτηση με τον Γαλατικό, τον Πολεμωνιακό και τον Καππαδοκικό Πόντο, και τη βυζαντινή, χριστιανική εποχή, μέχρι την ισχυρή Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας του μονοκέφαλου αετού των Κομνηνών (1204-1461). Και ύστερα από τις μογγολικές επιδρομές, από τους Σελτζούκους ως τους Οσμανλίδες, τελευταίος ο Πόντος υποτάχθηκε στη νέα κατάσταση πραγμάτων, κατορθώνοντας να συνεχίσει και να προχωρήσει την παράδοση και τον πολιτισμό του. Ώσπου πια οι νεότουρκοι άρχισαν τους διωγμούς, που οδήγησαν στην ποντιακή γενοκτονία, με την εξόντωση πάνω από εκατό χιλιάδων ποντίων, την καταστροφή χίλιων διακόσιων ορθόδοξων ναών και χίλιων ελληνικών σχολείων. Συνέπεια, το 1918 η έξοδος προς τη Ρωσία, το 1922 η προσφυγιά προς την Ελλάδα και κάπου τριακόσιες χιλιάδες απομείναντες έλληνες του Πόντου άφησαν τον τόπο τους, έρημο από πολιτισμό, οικονομία, θεσμούς, τον κόσμο τους τον ελληνικό, αλύτρωτο, αιμάτινη πληγή στην ιστορία.
Και έτσι έχει πάντα ο Πόντος τη σπουδαία θέση του στις αρχαίες και στις νεότερες πηγές της ιστορίας. Στον Όμηρο, που στην Ιλιάδα περιγράφει τους λαούς της περιοχής, στον Ξενοφώντα, που στην Κύρου Ανάβαση αναφέρει τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, στον Απολλώνιο, που στα Αργοναυτικά μας μεταφέρει στην Κολχίδα. Και έπειτα είναι οι ίδιοι οι πόντιοι, ο Στράβωνας από την Αμάσεια, ο Διογένης Κυνικός από τη Σινώπη, ο Ηρακλείδης Ποντικός από την Ηράκλεια, ο Ευάγριος Ποντικός από την Ίβηρα, ο Άγιος Αθανάσιος Αθωνίτης από την Τραπεζούντα, οι Υψηλάντες-Ξιφιλίνοι επίσης από τη Τραπεζούντα, που μας συνδέουν με τη γη του Πόντου. Και ακόμη οι ιστορικοί, Αρριανός με τον Περίπλου και Διόδωρος Σικελιώτης με τη Βιβλιοθήκη, και ο Πλίνιος ο Νεότερος με τις Επιστολές του και ο Απόστολος Παύλος με την Προς Γαλάτας. Και έπειτα οι βυζαντινοί ιστορικοί, και οι βυζαντινολόγοι, και ο Πόντος Ελλενικός, μεγάλος και ευδαίμων, του Φωτιάδη, και η δράση του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθου, με τα σχέδια για την Αυτονομία του Πόντου, μια τελευταία προσπάθεια σωτηρίας του ποντιακού ελληνισμού.
Εξέλιπε έτσι από την πάτρια γη του και ο ιδιαίτερος ποντιακός πολιτισμός, μόλο που οι πόντιοι στις νέες εστίες τους διατηρούν ακόμη όλα τα στοιχεία του. Όσο για την επίσημη Ελλάδα, πρόσφατα, μόλις το 1994, η Βουλή αναγνώρισε τη γενοκτονία των ποντίων και η Προεδρική Φρουρά απόκτησε την ποντιακή στολή για την ημέρα μνήμης της, στις 19 Μαϊου. Κι όμως ακόμη είναι γνωστός ο Πόντος στην Ελλάδα, πιο πολύ από τα κακόγουστα ποντιακά ανέκδοτα, παρά από τον πολιτισμό και τις θυσίες του στην ιστορία του ελληνισμού. Κάποια διαφοροποίηση στα πολιτιστικά στοιχεία του Πόντου, η ιωνική παράδοση, τα αγροτικά έθιμα της ενδοχώρας και η προοδευτική κατεύθυνση της αστικής τάξης των πόλεων, παράλληλα και με την ύπαρξη τουρκόφωνων χριστιανικών περιοχών, προσδίδει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον στον πολιτισμό αυτό, που διατηρεί ακόμη την αρχαία καταγωγή του.
Στον χώρο της ελληνικής παιδείας διακρίνονται ήδη από τον 17ο αι. το περίφημο Φροντιστήριον Τραπεζούντας και το Ελληνικόν Φροντιστήριον Αργυρούπολης, 38 Λύκεια στη Σινώπη και 39 στην Κερασούντα, που αποδεικνύουν το πολύ υψηλό επίπεδο της εκπαίδευσης. Και η Ορθοδοξία με τρεις μεγάλες Μητροπόλεις (Αμασείας, Νεοκαισαρείας και Ινέου, Τραπεζούντος), με τις εκατοντάδες ναούς και τα μοναστήρια, συμπληρώνει τα στοιχεία του ποντιακού πολιτισμού. Στις εξωσχολικές δραστηριότητες των ποντίων ανάγεται και η δράση πολιτιστικών και αθλητικών συλλόγων, όπως ο Ελληνικός Αθλητικός όμιλος Πόντος Μερζιφούντα, κοντά στην Αμάσεια, που ιδρύθηκε από αποφοίτους του αμερικανικού κολεγίου Ανατόλια το 1903, και που όλα τα μέλη του εξοντώθηκαν κατά τη γενοκτονία, Η ποντιακή διάλεκτος, έχει αφετηρία την ιωνική, με επιδράσεις της ελληνιστικής και βυζαντινής κοινής ελληνικής, καθώς και την προσθήκη λέξεων από τα γενοβέζικα και βενετσιάνικα, από τα πέρσικα και γεωργιανά και από τα τούρκικα της περιοχής, προσαρμοσμένων στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η σχετική γεωγραφική απομόνωση της περιοχής συντέλεσε στην διατήρηση των ιδιαίτερων στοιχείων της ποντιακής διαλέκτου, όπου διακρίνονται λόγου χάρη η δίφθογγος (αου) αντί του (αυ), το (ε) αντί του (η), το τελικό (ν), η κατάληξη (ας) αντί του (ες) και (ος) αντί του (η), οι αρχαίες κτητικέε αντωνυμίες (τ΄εμόν, τ΄εσόν), όπως και πολλοί αρχαϊκοί τύποι ρημάτων και κλίσεων.
Στην ποντιακή μουσική διατηρούνται στοιχεία από τις μουσικές παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου και του Καυκάσου, καθώς και τα παραδοσιακά μουσικά όργανα (κεμεντζές (λύρα), τουλούμ, νταούλι, ντέφι, ζουρνάς). Στους ποντιακούς χορούς άνδρες και γυναίκες σχηματίζουν συνήθως κύκλο με στητό το σώμα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά, κινούνται με μικρά βήματα και τα χέρια, δεμένα από τους καρπούς, άλλοτε υψωμένα και άλλοτε λυγισμένα στους αγκώνες, συμβάλλουν στις ρυθμικές και συγχρονισμένες κινήσεις του σώματος. Από τους πολλούς ποντιακούς χορούς, διαφορετικούς κατά περιοχή, ξεχωρίζουν ο πολεμικός χορός Σέρα, που συγγενεύει με τον αρχαίο Πυρρίχιο, όπως ακριβώς και ο κρητικός πεντοζάλης, και ο Χορός των Μαχαιριών Πιτσάκ-οϊν (Bıçak oyun). Τα ποντιακά επιτραπέζια και χορευτικά τραγούδια, σε 15σύλλαβους κυρίως στίχους και βυζαντινή μελωδία, διακρίνονται σε ακριτικά, ιστορικά, παραλλαγές, ερωτικά, της ξενιτειάς, γαμήλια, μοιρολόγια κ.α. και τοποθετούνται σε τρείς περιόδους, βυζαντινή, μεταβυζαντινή και σύγχρονη. Σπουδαία κείμενα, πολλά ποντιακά τραγούδια, όπως ο Διγενής Ακρίτας, της Τρίχας το Γεφύρι, Μάραντον, του Ηλ΄ το Κάστρο, ο Θρήνος της Τραπεζούντας αποτελούν ένα πολύτιμο θησαυρό του όλου ελληνισμού.
Από τα ιδιαίτερα έθιμα του Πόντου ξεχωρίζουν τα Παρχάρια στα θερινά βοσκοτόπια των Ποντιακών Άλπεων (παρά τω χωρίω), όπου γιορταζόταν η Άνοιξη με πανηγύρια, χορούς και τραγούδια, παραδοσιακές στολές και στολισμένα ζώα, χαρακτηριστικά παζάρια με τα τοπικά προϊόντα, και διαμονή για μέρες σε πρόχειρα καταλύματα επί τόπου. Κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου διαδραματιζόταν το γνωστό έθιμο των Μωμόγερων, που κατάγεται από αρχαία φαλικά δρώμενα και που καθιερώθηκε ξανά στην τουρκοκρατία, οπότε μεταμφιεσμένοι πόντιοι αντάρτες κατέβαιναν στα χωριά και με τον τελετουργικό χορό τους, χωρίς έτσι να γίνονται αντιληπτοί από τους τούρκους προετοίμαζαν τον ξεσηκωμό του γένους. Τα Ταφία αποτελούσαν τη γιορτή των νεκρών, καθώς κατά τη λαϊκή πίστη, οι ψυχές ανέβαιναν από τον Άδη και παρέμεναν στη γη, από την Ανάσταση μέχρι του Αγίου Πνεύματος. Έτσι κατά την Κυριακή του Θωμά οι συγγενείς μαζεύονταν στα κοιμητήρια, σχηματίζοντας τον σταυρό πάνω στους τάφους, με τρίματα των κόκκινων αυγών και γευμάτιζαν με εδέσματα και ποτά που άρεσαν στο νεκρό τους. Τέλος και η ποντιακή κουζίνα διακρίνεται για τα ιδιαίτερα φαγητά της, με κυρίαρχα υλικά γαλακτοκομικά, δημητριακά και λαχανικά. Από τις πιο γνωστές νοστιμιές του Πόντου η φελία (αυγόψωμο), η κιντέατα (σούπα τσουκνίδας), το κεμπάπ (ψητό κρέας), και τα λαλάγγια (κρέπες).
Αρχές Ιουλίου 2024 και με ένα ολοήμερο αεροπορικό ταξίδι από τα Χανιά ως την Αθήνα, από εκεί στο ασιατικό αεροδρόμιο της Πόλης, και οδικώς μετά, κατά το οργανωμένο πρόγραμμα του πρακτορείου Μέμνων, περνώντας έξω από τη Νικομήδεια, διασχίζοντας όλη τη Βιθυνία, και υπερπηδώντας τον Σαγγάριο ποταμό, μπήκαμε στην Παφλαγονία και φθάσαμε βραδάκι πια στη Σαφράμπολη. Όσο και να ήτανε κανείς προϊδεασμένος, ποιος το περίμενε να χωρέσουν σε τρεις ώρες τρεις αυτοκρατορίες, αν δεν φρόντιζε ο έλληνας πομάκος ξεναγός μας ο Εκμέκ να μας θυμίσει, πως τρέχοντας στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο Κωνσταντινούπολης – Άγκυρας, προσπεράσαμε γρήγορα την πρωτεύουσα του Βυζαντίου, μπήκαμε στο ένδοξο Βασίλειο του Πόντου του Μιθριδάτη, και καταλήξαμε στα εδάφη της Αυτοκρατορίας της Νικαίας. Αλλά είχε δώσει τον χρησμό του το Μαντείο των Δελφών στον Βύζαντα να εγκαταστήσει την αποικία των μεγαρέων απέναντι απ΄ την πόλη των τυφλών, τη Χαλκηδόνα, που οι κάτοικοι της έσπευσαν να την εγκαταλείψουν κατοικώντας τη Νικομήδεια, θέλοντας κάπως να διορθώσουν το μεγάλο λάθος τους.
Η πόλη ορίστηκε, από τον ιδρυτή της Νικομήδη, κατά τον 3ο αι. π.Χ. πρωτεύουσα του ελληνιστικού κράτους της Βιθυνίας, καταλήφθηκε από τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ Ευπάτωρα κατά τη διάρκεια του τρίτου Μιθριδατικού πολέμου κατά των ρωμαίων, καταστράφηκε από σεισμούς και ανοικοδομήθηκε ως ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Βιθυνίας, ανέδειξε τους μάρτυρές της, την Αγία Βαρβάρα, την Αγία Κυριακή, την Αγία Ιουλία και τον Άγιο Παντελεήμονα, κατά τους φοβερούς διωγμούς του Διοκλητιανού, παράκμασε από τις επιδρομές αράβων και περσών και καταλήφθηκε τέλος από τους οθωμανούς από το 1337. Πέρα μακριά δεξιά μας στο εσωτερικό, μια τουρκική σήμερα μικρή πόλη, η Ιζνίκ (Εις Νίκαια), η αρχαία Νίκαια, με αμφίβολη προέλευση, φιλοξένησε τις σημαντικές για την Ορθοδοξία Α ΄και Ζ΄ Οικουμενικές Συνόδους, που η πρώτη διατύπωσε το αρχικό Σύμβολο της Πίστεως και καθόρισε τον κανόνα του ομοουσίου Πατρός και Υιού, απορρίπτοντας τη διδασκαλία του Αρείου, το 325, και η δεύτερη καταδίκασε την εικονομαχία, αποφάσισε την αναστήλωση των εικόνων και προσδιόρισε την απόδοση της τιμητικής προσκύνησης προς το πρόσωπο του Χριστού και των Αγίων. Πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, από το 1204 μέχρι το 1261, διατήρησε την ελληνική συνείδηση του Βυζαντίου κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας της Πόλης και υπό τον πέμπτο αυτοκράτορα της Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και με αστραπιαία επιχείρηση του στρατηγού Αλεξίου Στρατηγόπουλου κατόρθωσε να επανακτήσει την Βασιλεύουσα και να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επακολούθησε η τουρκική κατάληψη το 1331 και η παρακμή της.
Καθώς ένα είδος ιστορικού μιθριδατισμού, μας καθιστά ανίκανους να εκτιμήσομε τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας όσο τους αξίζει, όσο ο χρόνος απομακρύνεται από την εποχή τους, το κουραστικό ταξίδι της πρώτης μέρας της διαδρομής μας προς τον Πόντο, έκλεισε με κάτι πιο κοντά στα τουριστικά μας μέτρα, τη μαγευτική εικόνα της Σαφράμπολης. Η παλιά πόλη, κτισμένη στην πλαγιά ενός καταπράσινου βουνού, ονομαζόταν Θεοδωρούπολη και άλλαξε το όνομά της από το σαφράν, τον γνωστό κρόκο, που ευδοκιμεί σ΄ αυτή την περιοχή της Παφλαγονίας. Παραδοσιακά κτίρια κατοικιών και εργαστηρίων, μεταξύ πηλιορείτικης και μακεδονικής αρχιτεκτονικής, ευρύχωρα καλντερίμια, πολυάριθμα μαγαζιά με τα περίφημα λουκούμια, το κεντρικό τζαμί με την ιστορία του Χότζα που γιάτρεψε την ανικανότητα του Σουλτάνου, η πλατεία με το τεράστιο ομοίωμα του σαφράν, και ένα νέο μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς προστέθηκε από την Ουνέσκο στα ήδη υπάρχοντα, το 1994. Κανείς από τους παλιούς έλληνες κατοίκους, κυρίως καραμανλήδες, που διατηρώντας τη θρησκεία τους υιοθέτησαν την τουρκική γλώσσα, γράφοντας τα τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες, δεν απόμεινε μετά το 1922.
Αδιάφορη η Ιστορία προσπερνά τις αναμνήσεις, γλυκαίνοντας με τα σαφράν λουκούμ την πίκρα όσων θυμούνται τα παλιά τα μεγαλεία. Το βράδυ στο παραδοσιακό ξενοδοχείο μας Baglar Saray Otel, μεταξύ ευρωπαϊκής και τοπικής κουζίνας, ο απολογισμός των λεπτομερειών της πρώτης μέρας μας στην Τουρκία. H μετατροπή του ευρώ σε 34,5 λίρες, ο μακρύς δρόμος μέσα από τις δασώδεις περιοχές, τα μικρά χωριά με τους μιναρέδες, τα βουνά της Παφλαγονίας, και ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, (tiro, νεοσύλλεκτος της ρωμαϊκής λεγεώνας), που κατέστρεψε το είδωλο της Ρέας, μαρτύρησε στην περιοχή, και συνδέθηκε με το δια κολλύβων θαύμα, του Ψυχοσάββατου και τη νηστεία της Σαρακοστής. Προφανώς στο πολύ περιποιητικό σελφ-σέρβις, που σταματήσαμε το μεσημέρι, με το νόστιμο αρνί με μελιτζάνα, αγνοούσαν αυτό το θαύμα.
Κάπως ανήσυχη η νύκτα μας από την περιπέτεια της μέρας και από το γλέντι του γάμου στο διπλανό ξενοδοχείο, ξημέρωσε με ένα πλούσιο πρωινό και μια σύντομη περιήγηση στην άλλοτε χριστιανική συνοικία του Αγίου Στεφάνου. Γραφικά σοκάκια με αρχοντικά του 19ου αιώνα, παραδοσιακά μικρομάγαζα και «καφέ» για τσάι, κάποια ερείπια μελαγχολικά, και ο Άγιος Στέφανος μεγαλόπρεπο τζαμί, με το μιναρέ και το κομψό του περιστύλιο. Πίσω ακριβώς από την εκκλησία το άλλοτε ελληνικό αρρενογυμνάσιο και το παρθεναγωγείο της κοινότητας, καλοδιατηρημένα για τις νέα χρήσεις, μια εικόνα που θα επαναλαμβανόταν και στις άλλες πόλεις, προκαλώντας μας μια μόνιμη συγκίνηση από την εκκωφαντική σιωπή των μνημείων.
Ο ποταμός Άλυς (Κόκκινος) που διαβαίνομε σε λίγο, αποτελεί στις εκβολές του, το δυτικό όριο του Πόντου, τροφοδοτώντας πλούσιες καλλιέργειες, ανάμεσα στα δάση και στην παραλία του Ευξείνου, ως την Κασταμονή της Παφλαγονίας, που από έλλειψη χρόνου διασχίζομε απλά και χωρίς στάση. Η πόλη, που φαίνεται πως προϋπήρχε από την αρχαιότητα, γνωρίζοντας χετταίους, φρύγες, λυδούς, πέρσες, μακεδόνες και ρωμαίους, πήρε το όνομά της από τα Κάστρα Κομνηνών, που έκτισε εκεί ο Μανουήλ Κομνηνός για να αντιμετωπίσει τους σελτζούκους. Σύγχρονη πόλη στις δυο όχθες του ποταμού, περιβαλλόμενη από βουνά, κρυμμένη από τα μάτια μας η παλιά πόλη με τα μνημεία και μακριά στ΄ αριστερά μας, το περίφημο βυζαντινό κάστρο με την τούρκικη τώρα σημαία. Χαμένη εδώ η αυτοκρατορική δόξα των Κομνηνών, από τις πιο μεγάλες δυναστείες του Βυζαντίου, με καταγωγή από την Κόμνη της Θράκης, που κυβέρνησαν την Αυτοκρατορία από το 1081 ως το 1185, ισχυροποιώντας το κράτος και δημιουργώντας τον πολιτισμό της λεγόμενης Αναγέννησης των Κομνηνών του 12ου αι. Και σαν να μην υπήρξε εδώ ποτέ η δυναστεία τους, και ο Αλέξιος Α΄ Μέγας Κομνηνός, που ίδρυσε μετά τη φραγκική κατάκτηση την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, κρατώντας τελευταία, ως το 1461, την ελληνικότητα και την ελευθερία της απέναντι στους τούρκους.
Αφήσαμε έτσι την Κασταμονή, μακριά από το δρόμο μας και η Σινώπη, και μοναχά μια στάση στη Σαμψούντα, μας επέτρεψε να ανασάνομε από το συνεχές ταξίδι. Από τις μεγαλύτερες πόλεις-λιμάνια του Ευξείνου, η αρχαία αποικία της Μιλήτου Αμισός, μετονομάστηκε κατά παραφθορά του Εις Αμισόν σε Σαμψούν και γνώρισε έτσι με τους έλληνες μεγάλη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη από τον 19ο αι. Ένας περίπατος στην ελληνική συνοικία, με τα νεοκλασικά μέγαρα και τις τεράστιες καπναποθήκες, τη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Τριάδας, σημερινό διδακτήριο, και παραπλεύρως τα ελληνικά εκπαιδευτήρια μας φανερώνει την ακμή της πόλης. Φιλανθρωπικά και πολιτιστικά ιδρύματα, η εφημερίδα Φως, εμπορικοί και ναυτιλιακοί οίκοι, χάθηκαν όλα στην καταστροφή, για να μείνουν μόνο στην άσβηστη μνήμη των ελλήνων.
Επιτέλους ένα διάλλειμα με τούρκικο καφέ, εκεί που μόνο τσάι βασιλεύει, και ύστερα πάλι ο παραλιακός δρόμος, το λιμάνι και αραγμένο εκεί το μαύρο πλοίο, που στις 19 Μαϊου 1919 έφερε στον Πόντο τον Κεμάλ, για να ανακηρύξει την ίδρυση της νέας Τουρκίας, θλιβερή επέτειο της γενοκτονίας των ποντίων. Στη συνέχεια διασχίσαμε την περιοχή των Αμαζόνων, όπου σε κάποια στάση, ένα λευκό σύγχρονο άγαλμα μιας τοξεύτριας με ένα μαστό (α-μαζός), μας γύρισε πίσω στα μυθολογικά μας χρόνια. Τότε που ο Ηρακλής απόσπασε τη ζώνη της Ιππολύτης και ο Θησέας έκλεψε την Αντιόπη, με συνέπεια την αμαζονομαχία, στην Αθήνα, όπως απεικονίζεται στη δυτική μετόπη του Παρθενώνα στην Ακρόπολη. Νύκτα πια φθάσαμε στα Κοτύωρα, στο ξενοδοχείο Αnemon, ύστερα από ένα δωδεκάωρο ταξίδι, με τις στάσεις του, μιας διαδρομής πεντακοσίων χιλιομέτρων. Και τότε πια μας φάνηκε κάπως δικαιολογημένη η παράλειψη της Κασταμονής και αρχίσαμε να κάνομε διάφορες προτάσεις για τη βελτίωση του εκδρομικού προγράμματος, για τους επόμενους, πιο τυχερούς ταξιδευτές, του μύθου και της ιστορίας.
Και φθάσαμε λοιπόν έτσι, τέλος της δεύτερης μέρας του ταξιδιού μας, σάμπως οι ταλαιπωρημένοι μύριοι του Ξενοφώντα, «εις Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα, Σινωπέων ἄποικον», και το πρωϊ, ύστερα από ένα περίπατο στην ωραία εκτεταμένη παραλία, ογδόντα σκαλοπάτια μας ανέβασαν στην ελληνική συνοικία της πόλης. Τα Κοτύωρα, που πήραν ίσως το όνομά τους από κάποιο μυθικό θράκα βασιλά Κώτυ, αποτέλεσαν σημαντικό κέντρο του Ευξείνου και σήμερα, μετά από τους διωγμούς των ελλήνων, ακούγονται μονάχα με το τουρκικό τους όνομα Ορντού, γιατί έτσι το όρισαν οι νόμοι της ιστορίας που διαμορφώθηκαν από τις παράλογες πράξεις των ανθρώπων. Σώζονται ακέραια τα παλιά ελληνικά αρχοντικά, νεοκλασικά του 19ου αιώνα, τα διδακτήρια και ο ναός της Υπαπαντής, σημερινός πολιτιστικός χώρος. Και κάπου εδώ έζησαν οι πρόγονοι του πόντιου τραγουδιστή μας Στέλιου Καζαντζίδη και της ολυμπιονίκου μας Βούλας Πατουλίδου.
«Βάρα πενιά να τιναχτούν / τα λόγια από τα στήθια / να γίνουν τα σημερινά / τραγούδια παραμύθια. / Και τα πατροπαράδοτα / να γίνουν παραμύθια / και τα πατροπαράδοτα /
να γίνουν πάλι αλήθεια» (Στην Ανατολή, Τα πατροπαράδοτα, Θεοδωράκης, Κακογιάννης, Καζαντζίδης)
Και να, με την επίσκεψη μας στο Ιασώνειον άκρον, όπου προσέγγισε η Αργώ με το χρυσόμαλλο δέρας για να προσφέρουν οι αργοναύτες τη θυσία τους στον Δία και να ανεγείρουν το ναό του, κατοπινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που σώζεται ακέραιη σχεδόν, να που τα παραμύθια γίνονται πάλι αλήθεια.
Πάντα προς την Ανατολή, επόμενή μας στάση η Κερασούντα, στα νεότερα χρόνια τρίτη, ύστερα από Τραπεζούντα και Σαμψούντα, μεγάλη ελληνική πόλη του Πόντου, χάρη στο εμπόριο του Ευξείνου, με το όνομα της να συνδέεται είτε με τα κεράσια, είτε μάλλον με το διπλό κέρας που σχηματίζει το βουνό στα νότια της. Ευκαιρία να επισκεφθούμε το Μουσείο της, παλιά βυζαντινή εκκλησία, με μια αξιόλογη λαογραφική συλλογή. Γιατί από τις αμιγώς ελληνικές συνοικίες της Κόκκαρη, Σάϊτας, Λιμένι, Τσιρόνι, Υψηλόν, Φανάρι, δεν έμεινε πια τίποτα να δούμε. Ειρηνική τώρα η πατρίδα του Τοπάλ Οσμάν, του μεγαλύτερου σφαγέα του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού του Πόντου, έρημη από τη φρικτή γενοκτονία του, ζωντανή πάντα στη μνήμη μας, μαύρος εφιάλτης πάνω από τον τόπο.
Αλλά ύστερα το μινι-μπας μας ανεβάζει μέσα από δάση και βουνά, ψηλά στα ολοπράσινα βοσκοτόπια των Ποντικών Άλπεων, στα Παρχάρια, που ακόμη τραγουδιούνται με τα ποντιακά δίστιχα. «Εσύ έλα α΄ σο παρχάρ΄, εγώ α΄ σην ξενιτείαν, / τ΄ ομμάτια μ΄ εσκοτείνεψαν α΄ σην αροθυμίαν». Κλειστός ο δρόμος από αυτοκίνητα και πεζούς, μικρή πεζοπορία μέχρι το κέντρο του παζαριού, ένα σωστό πανηγύρι, με τους πάγκους των πωλητών, τις ταβέρνες του πρόχειρου φαγητού και του τσαγιού, τις γυναίκες με τις παραδοσιακές φορεσιές, τα πρόβατα και τα γελάδια που έβοσκαν στο χορτάρι. Κανείς δεν έδιδε σημασία στο ψιλόβροχο, στα νέφη της ομίχλης που διαλύονταν για να ξαναφανούν, στον συνωστισμό που ξεχώριζε τις παρέες, στην οχλοβοή που σκεπαζόταν από το κέφι της γιορτής.
Ως αργά το απόγευμα μας κράτησε αυτή η τελετουργία της καθυστερημένης άνοιξης μέσα στο καλοκαίρι, αργά άρχισε η κάθοδος από το οροπέδιο των δυο χιλιάδων μέτρων, κι όλες οι εικόνες από τη λαϊκή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ποντίων, πήραν τη θέση τους στις πιο όμορφες σελίδες του ταξιδιού μας. Ύστερα ο παραλιακός δρόμος προς την Τραπεζούντα, μέσα από συνεχείς οικισμούς, μικρές πολιτείες και λιμανάκια, κάτω από τις σχεδόν κάθετες πλαγιές των δασωμένων λόφων, στον περίγυρο των ποντιακών πανύψηλων βουνών, της οροσειράς του Παρυάδρου, μιας απόφυσης του Καυκάσου, που χωρίζονται από τα ορμητικά νερά των ποταμών, Ίρη (Πράσινου), Μελάνθιου, Θερμώδοντα, Χαρσιώτη, Πρύτανη και Πυξίτη. Καιρός για ενημέρωση από τον ξεναγό μας πάνω στην οικονομική και κοινωνική ζωή της σημερινής Τουρκίας, συγκρίσεις, παραλληλισμοί και σκέψεις, η εξουσία και ο λαός παντού σε σύγκρουση, άλλοτε ανοικτή κι άλλοτε καλυμμένη. Βραδάκι πια στο ξενοδοχείο μας Usta Park Trabzon, στην κεντρική πλατεία της Τραπεζούντας, με τους νυκτερινούς ρυθμούς μιας μεγαλούπολης, το δείπνο μας, μια βόλτα και ανάπαυση από την τριήμερη πορεία μας στον Πόντο.
Η Τραπεζούντα, η ωραιότερη, μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη του Πόντου, ιωνική αποικία, πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών, το τελευταίο καταφύγιο του βυζαντινού ελληνισμού, διοικητικό κέντρο, πυρήνας αυτονομιστικών κινημάτων, οικονομικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό σταυροδρόμι, στον δρόμο του μεταξιού, από τη Μεσοποταμία και την Περσία μέχρι τη Ρωσία και την Ευρώπη, «εν τη εώα πασών αρίστη». Το όνομά της προέρχεται από τον τραπεζοειδή κεντρικό λόφο, ανάμεσα στα ρέματα Ζάγκνο και Κούζγκουν, όπου ιδρύθηκε. Στα βόρεια της πόλης τα ερείπια του ρωμαϊκού λιμανιού, στα νότια η ερειπωμένη ακρόπολη, ανατολικά και δυτικά τα υπολείμματα από τα βυζαντινά τείχη. Η εμπορική συνοικία είναι συγκεντρωμένη και σήμερα γύρω από το παζάρι και το πάρκο, στο ανατολικό τμήμα της πόλης, κοντά στο Λεοντόκαστρο, το παλιό γενοβέζικο κάστρο, δυτικά του λιμανιού. Έζησε δόξες και τιμές, θυσίες και καταστροφές, μένοντας πάντα ελληνική, πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια και ανέδειξε επιφανείς ηγεμόνες, άγιους, μάρτυρες, ήρωες και λόγιους.
Από τις περίπου τέσσερις χιλιάδες οικογένειες της πόλης κατά τα τέλη του 19ου αι. οι ελληνικές ανέρχονταν στο ένα τρίτο, αποτελώντας την ιθύνουσα κοινωνική της τάξη. Σε τέσσερα αλληλοδιδακτικά σχολεία, δύο Παρθεναγωγεία, την περιβόητη Ελληνική Σχολή (Φροντιστήριο) και άλλα ιδιωτικά Σχολεία φοιτούσαν πάνω από 1250 σπουδαστές στην Τραπεζούντα. Από τα ιδρύματα, τα πιο γνωστά για την κοινωνική τους δράση, η Φιλόπτωχος Αδελφότητα, η Αδελφότητα Κυριών η Μέριμνα, και η Λέσχη. Κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, στην οικονομία, στα γράμματα και στη διοίκηση, μέσα από τις περιπέτειες του τόπου, μέχρι το 1922, που η Τραπεζούντα έγινε Trabzon και χάθηκε ο σκλαβωμένος μονοκέφαλος αητός της.
Αρχίσαμε την περιήγηση της πόλης, που διατηρεί σε ένα βαθμό τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα, το επόμενο πρωϊ από τα δυτικά, με θέα το περίοπτο Ελληνικόν Φροντιστήριον, πάνω από την παραλία. Εντυπωσιακό τετραώροφο οικοδόμημα, από τον 17ο αι. ιδρυμένο από τους αξιόλογους δασκάλους Γεώργιο Υπομενά και Σεβαστό Κιμινίτη, με πλούσια βιβλιοθήκη και πολύτιμα χειρόγραφα, φάρο πνευματικό του ελληνισμού της Ανατολής, που ανέδειξε σπουδαίους δασκάλους του γένους. Πίσω από το Φροντιστήριο, η πλατεία Μεϊντάν και ο Άγιος Ευγένιος, πολιούχος της πόλης, που έχει μετατραπεί σε Τέμενος.
Ύστερα επισκεφθήκαμε την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, που κτίστηκε από τους Κομνηνούς σε αντιστοιχία της Αγίας Σοφίας της Πόλης, χωρίς καμιά βέβαια σύγκριση. Σημαντικό δείγμα υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής, Βασιλική από το 1237, με κεντρικό θόλο και τέσσερις υποστηρικτικές καμάρες, χτίστηκε ως σταυροειδής ναός εγγεγραμμένος, αλλά με εξωτερική μορφή σταυρού, χάρη σε προεξέχοντα βόρεια και νότια προπύλαια, μέσα σε ένα ωραίο πράσινο περιβάλλον, πάνω από τη θάλασσα. Κάτω από τον τρούλο μωσαϊκό από πολύχρωμες πέτρες, με εξωτερικό διάκοσμο από τη βιβλική ιστορία των πρωτόπλαστων Αδάμ και Εύας, και εσωτερικά θαυμάσιες τοιχογραφίες του 13ου αι. με εικόνες της Καινής Διαθήκης, αρχίζοντας με τον εντυπωσιακό Χριστό διδάσκοντα στο Ναό, μια συμβολική νέα αρχή της Αυτοκρατορίας των Κομνηνών. Δυτικά της εκκλησίας το ψηλό καμπαναριό, ύψους 40 μέτρων, με τοιχογραφίες, που στεγάζει παρεκκλήσι, αλλά και παρατηρητήριο για τους ντόπιους αστρονόμους.
Διάλειμμα για τούρκικο καφέ στο διπλανό περίπτερο και μετά ανεβαίνοντας προς νότο, τα μεγαλύτερα τμήματα του τείχους της πόλης, και ένα τμήμα των ανακτόρων των Μεγάλων Κομνηνών, για να φθάσομε ψηλά, στη Βίλλα Καραπαναγιώτη, ένα είδος αρτ νουβώ μέσα στο πάρκο, δωρεά προς τον Κεμάλ του έλληνα τραπεζίτη. Δοκιμασία η σύγκριση των οίκων των Κομνηνών και του Μουσταφά, αλλά αυτά έχει η τουριστική βιομηχανία… Πιο ενδιαφέρουσα εν τούτοις δίπλα η έκθεση παραδοσιακής χειροτεχνίας ασημένιων κοσμημάτων. Πεζοπορώντας ύστερα προς στο κέντρο, η Παναγία η Χρυσοκέφαλος, τζαμί. Η πιο μεγάλη εκκλησία της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, με τη χρυσή εικόνα της Παναγίας, που συνδέεται με στέψεις και ταφές των Κομνηνών, τρίκλητη βασιλική, θολωτή με μωσαϊκά, μαρμάρινες κολώνες και ορθομάρμαρα, μια σκιά τώρα της παλιάς δόξας, που επέταξε μακριά στην Ιστορία. Παραδίπλα ο ανδριάντας του Σελήμ, του γιου Βαγιαζήτ και Μαρίας Λιβερά (Γκιουλμπαχάρ Αϊσέ Χατούν), χριστιανής από τον Λιβερά του Πόντου, που για μια κούπα δροσερό νερό, τη διάλεξε ο Μωάμεθ για τον γιο του, όπως λένε. Και το τέμενός της στην πόλη αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μουσουλμανικά μνημεία. Στον δρόμο μας έπειτα η Νομαρχία, και στο πάρκο ένας νεαρός θαυμαστής του Ερμπακάν, που προσπαθεί με δυο λέξεις αγγλικά, να μας εξηγήσει, το πολιτικό ισλάμ, τη γνωστή πολιτική της σύγχρονης Τουρκίας.
Ύστερα μια στάση στην Αγία Άννα, πρώτη εκκλησία της Τραπεζούντας, από τον 6ο ή τον 7ο αι. τρίκλητη, καμαροσκέπαστη βασιλική, με αρχιτεκτονικά θραύσματα παλιότερου κτιρίου. Διακρίνονται ιωνικά κιονόκρανα και αρχαία σαρκοφάγος, ως τύμπανο επί της κύριας εισόδου, με αναπαράσταση πολεμιστή και φτερωτής Νίκης. Στην κεντρική κόγχη του Αγίου Βήματος η Παναγία Πλατυτέρα και στον βόρειο τοίχο η Κοίμηση των Αγίων Ιωακείμ και Άννης, των γονέων της Παναγίας. Ο ναός χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωματούχων, κάτω στην κρύπτη, και περιλαμβάνει εντυπωσιακές τοιχογραφίες δωρητών, μοναδικών στο είδος. Στη συνέχεια το εμπορικό κέντρο της πόλης, τα ψώνια μας, το πακέτο φουντουκόψυχα, το μεγάλο πάρκο με τα δενδροφυτεμένα επίπεδα, το πλήθος, τα «καφέ ρεστωράν» του τσαγιού και του κεμπάπ, και για μας ένα κρύο αϊράν, σκέτη απόλαυση στη μεσημεριανή ζέστη. Ανάπαυση, και βραδάκι η άλλη όψη της πλατείας, μια σκηνή για να γιορτάσει ο Ερντογάν το πραξικόπημα του 2016, ψεύτικο η πραγματικό αδιάφορο, οι εικόνες και οι ομιλητές το δείχνουν, και μπροστά υπάρχουν και για μας καρέκλες, να γεμίσουνε τα αυτιά μας και τα μάτια μας με όλη τη δόξα του καινούργιου σουλτάνου. Παραπέρα οι τουρίστες μουσουλμάνοι, μελαψοί άραβες και γυναίκες με τα μαύρα, με τη μπούργκα, και οι τουρκάλες με μαντήλι ή και χωρίς, προηγήθηκε η Τουρκία και σε αυτό, το μοντέρνο ισλάμ εν όψει.
Την επόμενη ημέρα η πορεία στο Μοναστήρι, το προσκύνημα της Παναγίας Σουμελά, μέσα στα δάση, που ποτίζει ο Δαφνούντας ποταμός με καταρράκτες. Από το λεωφορείο στο μίνι-μπας, όσο ο ανήφορος αφήνει τα σαλέ για τα πλατάνια, η ρεματιά, η θαυμάσια θέα της Μονής, και μετά η πεζοπορία, τα σκαλιά, πάνω από τετρακόσια, ανεβαίνοντας, με το εισιτήριο των 20 ευρώ, αλλά σε λίρες, να η πρακτική οικονομία του Ερντογάν, που κατηγορούν οι οικονομολόγοι. Απ΄ την κορυφή της σκάλας το κατέβασμα, στη σπηλιά του όρους Μελά (Εις Μελά>Σουμελά) τα κτίσματα, η πλατεία, τα κελιά όλα στο βράχο και στη μέση, σε μια έξαρση λαξευμένο το Καθολικό, μέσα έξω τοιχογραφημένο, και ατυχώς μερικώς βανδαλισμένο. Σκηνές της ζωής του Χριστού και της Παναγίας, ιστορούνται στους πλαϊνούς τοίχους, και στο παλίμψηστο κάτω από τις κάπως άτεχνες μορφές της Παναγίας δεομένης και του ευλογούντος Χριστού, διακρίνεται ο παράδεισος, η κόλαση και η μέλλουσα κρίση.
Η ιστορία της Μονής αρχίζει από την θαυματουργική ανακάλυψη της εικόνας της Παναγίας, ζωγραφισμένης από τον Ευαγγελιστή Λουκά, στην τοποθεσία που βρέθηκε από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, τους πρώτους κτήτορες της. Από τη φήμη της εικόνας, με τις δωρεές, τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων, και τα σουλτανικά φερμάνια, επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε πολύ το μοναστήρι, με κειμήλια, βιβλιοθήκη, υδραγωγείο, ξενώνες, τείχη, πύργους και φρουρά και μολονότι δέχθηκε πολλές επιδρομές και λεηλασίες, διατηρήθηκε ακμαίο ως το 1922. Μπροστά στην επικείμενη καταστροφή του τα πολύτιμα κειμήλια, η Εικόνα, ο Σταυρός με το Άγιο Ξύλο, δωρεά του Μανουήλ Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου, κρύφτηκαν πιο πέρα, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, εκεί ακριβώς που βρέθηκαν μετά από δέκα χρόνια. Με συμφωνία Βενιζέλου – Ινονού μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα για να δοθούν τελικά στη νέα Μονή Σουμελά του Βερμίου. Και από το 2010, κάθε χρόνο, τελεί εδώ ο Πατριάρχης τη λειτουργία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην παλιά της Μονή, και για μια μέρα λάμπει πάλι όλο το φως του Βυζαντίου.
Επιστροφή στην αφετηρία της πεζοπορίας και στο δρόμο μας οι ήχοι της ποντιακής λίρας, συνοδεύουν το τραγούδι του Διγενή Ακρίτα, που το πρώτο του χειρόγραφο βρέθηκε εδώ ανάμεσα στους κώδικες της Μονής του Σουμελά. Με το εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας, ολοκληρώνεται τέλος το προσκύνημα, και επιτρέπεται, ύστερα από το αγίασμα, ένα διάλειμμα με το τοπικό προϊόν, το ψητό καλαμπόκι. Και πανέτοιμοι για την ανάβαση μετά, σε ύψος 2400 μέτρων, στο οροπέδιο από όπου το πέρασμα οδηγεί στα βάθη της Μικράς Ασίας.
«Και αφικνούνται επι το όρος … Θήχης …και τάχα δη ακούουσι βοόντων των στρατιωτών θάλαττα θάλαττα» (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, Βιβλ. Τέταρτον, 7, 19-27). Απίστευτο εκείνο το κατόρθωμα, από τα Κούναξα μέχρι την Τραπεζούντα, τότε που οι έλληνες διέσχισαν όλη την Πρόσω Ασία, πολεμώντας πέρσες, καρδούχους, αρμένιους, χάλυβες, εκείνο τον χειμώνα του 401/400 π.Χ., μέχρι να φθάσουνε στον Πόντο. Θαυμάσια για μας η ορεινή διαδρομή, ως το πέρασμα του Θήχη, (τι σκέψη να πατήσουμε στα χνάρια των αρχαίων!). Αλλά στο τέρμα η ομίχλη του βουνού μάς έκρυψε τελείως τη θάλασσα, αφήνοντας μόνο στους μύριους τη χαρά του λυτρωμού από τους βαρβάρους. Γιατί έτυχαν και σε μάς τους νεότερους έλληνες, πολλοί νεοβάρβαροι, που μας κλείνουν πάντα τον δρόμο προς τη θάλασσα, εμποδίζοντας το μέγα κράτος της…
Μια κάποια ανταμοιβή όμως για τον κόπο μας, τα γνήσια ποντιακά εδέσματα, με πιροσκί, τουρσί και σισαμόπιτες, σε μια ταβέρνα στην επιστροφή, και ύστερα ο καφές μας στο χωριό Ματσούκα, που το διασχίζει ο ποταμός με τις πολυκατοικίες στις στενές του όχθες, ένα θέαμα κοινό σε πολλά μέρη του Πόντου. Kαι υστερνό της Τρίχας το Γεφύρι, που ένας θρύλος το συνδέει με της μάνας την αγάπη, και το τραγουδάει γλυκά η ντοπιολαλιά του Πόντου.
Και συνεχίζομε το επόμενο πρωϊ ανατολικά το δρόμο μας, περνούμε από τα Σούρμενα με τα περίφημα μαχαίρια τους, με μια μικρή στάση στο τοπικό εργοστάσιο επεξεργασίας τσαγιού, που μας ξενίζει από τον θόρυβο και τη σχετική ακαταστασία του, έτσι που χάνεται η μαγεία της Ανατολής, θυσία στη βιομηχανία της ποσότητας, και του μοντέρνου τρόπου της ζωής στη νέα Τουρκία. Ωστόσο απολαύσαμε την κούπα μας στον κήπο, περάσαμε από τη Ριζούντα χωρίς στάση, και μετά τη Χόπα, το ανατολικότερο λιμάνι της χώρας, φθάσαμε στα σύνορα με τη Γεωργία, και ύστερα από μια εξουθενωτική διαδικασία στα διαβατήρια, πατήσαμε επί τέλους τη μυθική γη της Κολχίδας.
Από τα μέσα του 19ου αι, διαμορφώθηκαν εδώ οι ποντιακές κοινότητες της Γεωργίας και του Καυκάσου και αυξήθηκαν από τους πόντιους, που ακολούθησαν τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1828-1829 και 1915-1918. Αυτοονομάζονταν οι πόντιοι ουρούμ (ρωμιοί) στην περιοχή Τσάλκας και Γκομαρέτι, στο οροπέδιο Τριαλέτι, όπου ίδρυσαν ελληνικά χωριά ως Τσαλκαλίδες, ορθόδοξοι χριστιανοί, δίγλωσσοι ή τουρκόφωνοι, που σήμερα έχουν πια μεταναστεύσει στην Ελλάδα.
Στο Μπατούμι (Βαθύς λιμήν), τη χώρα του Αιήτη και της Μήδειας, από όπου ο Ιάσων πήρε πίσω το χρυσόμαλλο δέρας, μια παραλία με το μνημείο του Αγίου Ανδρέα, ψηλά το κάστρο Πέτρα του Ιουστινιανού και στο κέντρο της πόλης τα μοντέρνα κτίρια με κάποια δόση από τον ρομαντισμό του παρελθόντος, τουριστικά ξενοδοχεία, το νεοκλασικό Μέγαρο της Μουσικής με το μνημείο του Ποσειδώνα και τριγύρω οι δρόμοι με τα κτίρια φορτωμένα από εκλεκιστικά δυτικά στοιχεία. Τίποτα από αυτά δεν μας θύμιζε την ιστορία της Κολχίδας, και θα λέγαμε πως δεν έφτασαν ποτέ εδώ ο Φρίξος και ο Ιάσων, και ο μύθος ήταν όλος ψεύτικος, αν δεν υπήρχε η κεντρική πλατεία με την τεράστια στήλη, που στην κορφή της η Μήδεια μόνη κρατά το δέρας και μοναχά στη βάση της φαίνονται η Αργώ και οι αργοναύτες, σαν δευτεραγωνιστές στη σκηνή του δράματος του ελληνικού αποικισμού στην αφιλόξενη χώρα του Πόντου. Μας έμεινε ελάχιστος χρόνος να βαδίσομε από εκεί στην παραλία, δίπλα στο ρωμαϊκό λιμάνι του Αδριανού, όπου τα γραφικά περίπτερα γεμάτα από τουρίστες, φρουτοχυμούς, σουβενίρ και πίτες. Και εν δράσει πάντα οι πιστωτικές κάρτες για να ανασάνομε με ένα ποτό τον θαλασσινό αέρα, πριν από την αναχώρηση, πίσω στην Τουρκία. Άδειο τώρα το τελωνείο και ανοικτά τα σύνορα, ανακούφιση, που γρήγορα μεταβάλλεται σε νέα ταλαιπωρία, κάποια βλάβη του λεωφορείου, καθυστέρηση, αναμονή που εξαντλείται γρήγορα και τέλος η καταφυγή στα μίνι,-μπας για την επιστροφή μας. Και τότε, κάμποσα χιλιόμετρα στον δρόμο προς την Τραπεζούντα, σε ένα παραθαλάσσιο μοντέρνο κέντρο, φθάνει το λεωφορείο μας, χωρίς ούτε καφέ, από ασυνεννοησία, να πιούμε. Τελευταία ήρεμη νύκτα στην πρωτεύουσα του Πόντου, θορυβώδης πάντα η κεντρική πλατεία, κάποια μικρή συγκέντρωση διαδηλωτών κατά της οικονομικής πολιτικής, πρώτο κι εδώ θέμα η ακρίβεια, μόλο που οι συγκρίσεις είναι αδύνατες, αλλού ο ελληνικός καφές κι αλλού το τούρκικο τσάϊ.
Αφήνομε το επόμενο πρωί τα παράλια του Πόντου και ακολουθώντας την κύρια διάβαση των Ποντικών Άλπεων, μέσα από τούνελ, προχωρούμε από τα δάση στην αραιά βλάστηση και στην έρημη ορεινή περιοχή της Αργυρούπολης, όπου η μεγάλη, πλούσια και φημισμένη πολιτεία μεταλλωρύχων, αναπτύχθηκε από τον 16ο αι. χάρη στο ασήμι, τον χρυσό, το μαγγάνιο, τον χαλκό που έκρυβε το υπέδαφος της. Η πόλη, γνωστή και ως Καν, Τσάντζα ή Κιουμουσχανέ, αμφιθεατρικά κτισμένη, στην ομηρική θέση «αργύρου γενέθλη», περιβάλλεται από βουνά, από όπου έξη ρυάκια ενώνονται στο κέντρο της σε μέγα χείμαρρο, που την διχοτομεί και επανενώνεται με έξη πέτρινα γεφύρια. Πρώτος ο σουλτάνος Μουράτ ο Γ΄, διέβλεψε τη σημασία του τόπου και παραχώρησε σημαντικά προνόμια στην πόλη, που αναπτύχθηκε έτσι σε σπουδαίο κέντρο του ποντιακού ελληνισμού. Στην ακμή της, αρχιτεκτονικό στολίδι, με 60000 κατοίκους, ισχυρό εμπόριο και ονομαστές τέχνες χρυσοχοΐας, και αγιογραφίας, με την Αρχιεπισκοπή, την Ελληνική Σχολή και το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο, το Διοικητήριο και το Θέατρο, με το δικό της νόμισμα Κιουμουσχανέ, αποτέλεσε εξαίρετη οικονομική, εκκλησιαστική και εκπαιδευτική εστία, που η φήμη της απλωνόταν σε ολόκληρο τον Πόντο και πέρα από αυτόν. Μια μικρή βόλτα στο κέντρο, όπου ο σταθμός των λεωφορείων, σχεδόν κανένα ίχνος της παλιάς δόξας που χάθηκε με την εξάντληση των μεταλλείων και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μια τυπική επαρχιακή τουρκόπολη, το υπερώο του καφενείου με τους αργόσχολους και ο καφές κι αυτός έρχεται αργά, ώστε μόλις που προφθαίνομε το λεωφορείο που φεύγει. Μακρύς ύστερα ο δρόμος μέσα από γυμνά βουνά, καλλιέργειες, λίμνες και οροπέδια, ως τη Σεβάστεια, νότια του Πόντου, στην Ανατολία.
Μικρή Αρμενία η περιοχή, και η πόλη της Σεβάστειας, σε υψόμετρο 1285 μέτρα, στους πρόποδες της οροσειράς Παρυάδρου, πάνω από τον Άλυ ποταμό, στον οδικό άξονα Καισάρειας- Βαγδάτης. Από μια μικρή κωμόπολη αναδείχθηκε στη ρωμαϊκή εποχή από τον Πομπήϊο, μετά τους μιθριδατικούς πολέμους, σε Μεγαλόπολη, που μετονομάστηκε Σεβάστεια προς τιμή του Σεβαστού Αυτοκράτορα Αυγούστου. Σε ανταμοιβή, στη λίμνη έξω από την πόλη δοκιμάστηκαν σκληρά οι χριστιανοί της κάτοικοι από τους ρωμαϊκούς διωγμούς, και οι Σαράντα Μάρτυρες αναδείχθηκαν πρωταθλητές της πίστης. Από τη βυζαντινή εξουσία της Νέας Ρώμης πέρασε η πόλη στο βασίλειο των Σελτζούκων του Ικονίου και γέμισε με εξαιρετικά μνημεία, του 13ου αι. και κατέληξε στη νέα Τουρκία, με τη Δεύτερη Εθνοσυνέλευση, που εδώ συγκρότησε ο Κεμάλ, Σεπτέμβριο του 1919, σχηματίζοντας την προσωρινή κυβέρνηση. Περιηγηθήκαμε την πόλη αρχίζοντας από την κεντρική πλατεία, το τζαμί, τη Νομαρχία και το ιστορικό κτίριο της Εθνοσυνέλευσης, μέχρι τον εξαιρετικό Γκιόκ Μεντρεσέ (Ουράνιο ή Μπλε Ιεροδιδασκαλείο), έργο του έλληνα αρχιτέκτονα Καλογιάννη. Διώροφο κτίσμα με μια ανοικτή αυλή και τέσσερα ιβάν (ορθογώνιες αίθουσες με ανοικτή τη μια πλευρά πλαισιωμένη από θόλο), δυο μιναρέδες από κόκκινα τούβλα με διακοσμητικά μαύρα και μπλε πλακάκια και μια περίτεχνη είσοδο, με πλαίσιο από ανάγλυφα ζώα του ζωδιακού κύκλου και συμβολικά φυτά της μουσουλμανικής παράδοσης και στην κορυφή ρητά του Κορανίου και μια εσοχή τριγωνική με ανάλογα στοιχεία. Όμως ακατανόητη, βαρβαρική ασέβεια στο μνημείο η λειτουργία του καφενείου, που καλύπτει ασφυκτικά όλη την επιφάνεια του. Φαίνεται πάντως πως στα σχέδια του Δήμου, που έχει σε εξέλιξη ένα θαυμάσιο πρόγραμμα ανακατασκευής όλων των παραδοσιακών κτιρίων της παλιάς περιοχής, περιλαμβάνεται και η αποκατάσταση του Μεντρεσέ στο μέλλον. Δίπλα από εκεί και ο δεύτερος Μεντρεσές της Σεβάστειας, και λίγο πιο μακριά και ο τρίτος, που λειτουργεί ως μουσείο. Ένας μικρός περίπατος στη σύγχρονη αγορά, ένα κρύο αϊράνι στο κέντρο και στο ξενοδοχείο μας το δείπνο, και ύστερα αρχίζουν όλα τα προβλήματα. Εκτός λειτουργίας το αιρ-κοντίσιον, ζέστη, αυπνία, εκνευρισμός, και δίπλα μας η μουσική, το κέφι, η φασαρία ενός τούρκικου γάμου, κοσμικού, γιατί η πολυγαμία απαγορεύεται κατά το νόμο και επιτρέπεται μόνο κατά τη θρησκευτική παράδοση του Ισλάμ, και σπάνια εφαρμόζεται στην πράξη.
Ξημέρωσε επιτέλους όπως όπως, πολύ πρωινός περίπατος με φως από τα αστέρια, πλουσιότατο πρωινό και αμέσως η συνέχεια του ταξιδιού σε ένα τελείως ξεχωριστό χώρο και χρόνο, στην περιοχή της Αυτοκρατορίας των Χετταίων. Μακρύς ο δρόμος, άγριος τόπος, ερημιά, και κάπου εκεί κοντά τα Κόμανα, όπου πέθανε εξόριστος, καταδιωγμένος από την αυτοκράτειρα Ευδοξία, ο μέγας χρυσορρήμων Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λες και ήτανε αυτός ο προπομπός των χιλιάδων πόντιων προσφύγων, που θα ακολουθούσαν ύστερα από δεκάξη αιώνες. Αφήσαμε για συντομία την άσφαλτο και μπήκαμε βαθιά μέσα στην ύπαιθρο της τουρκικής Ανατολίας. Κάποια μικρά άγνωστα χωριά, χαλάσματα, σαν να είχαμε χαθεί στο πουθενά, κι όμως μια στέρνα σε μια στάση, ένα μικρό χωράφι με ρεβίθια, η ξεχασμένη αγροτική ζωή, ξανά στην άσφαλτο, και φθάσαμε επιτέλους στη Χατούσα. Πρωτεύουσα του κράτους των χετταίων, με έκταση περίπου δύο τετραγωνικά χιλιόμετρα, ιδρύθηκε κατά τον 16ο αι. π.Χ. από τον πρώτο μεγάλο βασιλιά τους Χατουσίλις Α΄ και τον επόμενο αιώνα οχυρώθηκε με ισχυρά τείχη από τον βασιλιά Σουπιλιουλιούμας Α΄. Τα ανάκτορα κτισμένα στην ακρόπολη, κάτω οι μεγάλοι ναοί του Δωδεκάθεου, ψηλά ο τεχνητός λόφος παγίδα, όλη η αρχαία δόξα μιας αυτοκρατορίας, με τρία ευρώ στη διάθεσή μας. Ανεβήκαμε με το λεωφορείο στο ψηλότερο σημείο της πόλης, τα κυκλώπεια τείχη στέκουν ακόμη με τις πύλες ανοικτές, Πύλη των Βασιλέων, των Λεόντων, των Σφιγγών, και κατεβαίνοντας χαμηλά ο Ναός του Ποσειδώνα, ο πράσινος μυστηριώδης κύβος, τα ερείπια, και ο ανοικτός ορίζοντας μέχρι την Άγκυρα. Εκεί που μεταφέρθηκαν τα ιερογλυφικά, τα αγάλματα, τα ανάγλυφα, ύστερα από την καταστροφή των ασσυρίων, των μινύων, των λαών της θάλασσας, των φρυγών, στην προσφυγιά και αυτά, στην ίδια τους τη χώρα.
Βορειοδυτικά ύστερα, ο δρόμος μας, με δυο τρεις στάσεις, αδιάφορες, αν εξαιρέσομε τις ομαδικές επιθέσεις των πουλιών στο στοιβαγμένο αλωνισμένο στάρι. Φθάσαμε αργά το απόγευμα στην Αμάσεια, κρυμμένη μέσα στο στενό φαράγγι που σχηματίζει ο Ίρις ποταμός, διασχίζοντας την πόλη. Γνωστή από την αρχαιότητα, με πρώτο θρυλούμενο οικιστή τον ίδιο τον Ερμή, και πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα, που αποδίδει το όνομά της στην Αμάσιδα, βασίλισσα των αμαζόνων. Η Αμάσεια υπήρξε, στην ελληνιστική περίοδο, πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου των Μιθριδατών, ύστερα στη ρωμαϊκή εποχή, εντάχθηκε στη Γαλατία και αργότερα στην Καππαδοκία, και στα βυζαντινά χρόνια, στο θέμα των Αρμενιακών, για να κατακτηθεί, από τα τέλη του 11ου αι. διαδοχικά από τους τανισμάνιους, τους σελτζούκους και τους οθωμανούς. Θέατρο φοβερών διωγμών κατά του ελληνικού και αρμενικού στοιχείου, από το 1914 μέχρι το 1922, γνωστή για τα περιώνυμα «Δικαστήρια Ανεξαρτησίας» του νεότουρκου Κεμάλ και από τις εξοντωτικές της φυλακές, από όπου πέρασαν αδιακρίτως όλοι οι διακεκριμένοι πόντιοι. Αποκορύφωμα, τον Σεπτέμβριο του 1921, ο ομαδικός απαγχονισμός στην κεντρική πλατεία, συνολικά 180 ελλήνων, της ηγέτιδας τάξης όλων των περιοχών του Πόντου. Έσβησε έτσι ο ελληνισμός απ΄ την Αμάσεια, το εμπόριο, οι τέχνες, τα 325 της σχολεία, η Εκκλησία που ίδρυσε ο Απόστολος Πέτρος, ο πολιτισμός που υπέκυψε κι εδώ στη βαρβαρότητα.
Σταματήσαμε εκεί, η ίδια πλατεία στέκει ακόμη, μας το θυμίζει το άγαλμα του Κεμάλ και οι κόκκινες σημαίες σειρές σειρές και εκατό χρόνια είναι ή δεν είναι αρκετά για να ενταφιαστούν τα εγκλήματα, οι γενοκτονίες, οι ψυχές, μέσα στην Ιστορία; Ακολουθούμε την αριστερή όχθη του ποταμού, το κάστρο στην κορυφή του απέναντι βουνού, και στον μακρύ βράχο πάνω ακριβώς από την πόλη, στη σειρά οι λαξευτοί μεγαλόπρεποι τάφοι των μιθριδατών βασιλέων του Πόντου. Σκιάζουν τα δένδρα το πλακόστρωτο, το ομοίωμα του Στράβωνα μας πληροφορεί « η δε ημετέρα πόλις κείται εν φάραγγι βαθεία και μεγάλη, δη ης ο Ίρις φέρεται ποταμός» και γραφική η θέα της άλλης όχθης με τα παραδοσιακά κτήρια της. Στιγμές γαλήνης, οι προτομές των αγέρωχων οθωμανών πριγκήπων, και το μνημείο του Φερχάτ και της Σιρίν, του νέου που έφερε το νερό στην πόλη, σκάβοντας τον βράχο, κατ εντολήν του πεθερού, και που μετά αθέτησε την υπόσχεση του για το γάμο τους. Κάθε Άνοιξη στον τάφο τους φυτρώνει ένα λευκό και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, διαιωνίζοντας την τραγική ιστορία, παραλλαγή περσικού μύθου, που προέρχεται από τη λατρεία του Βάαλ και της Ιστάρ, (και άγνωστο πώς στη Δύση ο Σαίξπηρ έγραψε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα). Η αλήθεια είναι πως εδώ ανοίχτηκε η μεγαλύτερη αρχαία λαξευτή υπόγεια σήραγγα της Μικράς Ασίας, και ο μύθος δεν απέχει έτσι πολύ από την αλήθεια. Περάσαμε από την έκτη γέφυρα στην απέναντι συνοικία, με τα στενά δρομάκια, τα παλιά σπίτια με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της οθωμανικής εποχής, με τα αρχοντικά που ανήκαν στους έλληνες της πόλης και στο μπαλκόνι του Sirince otel & restaurant πήραμε ένα ρακί, κέρασμα από τον ξεναγό μας. Βραδάκι από την πρώτη γέφυρα, ο Πύργος του Ρολογιού έδειχνε την ώρα της αναχώρησης για το ξενοδοχείο. Δείπνο και μετά τα σχετικά προβλήματα του δωματίου, μας έμενε ουσιαστικά μια μέρα μόνο πια από το ταξίδι μας στον Πόντο.
Στην πρωινή διαδρομή μας για την Άγκυρα, μέσα από τις αχανείς εκτάσεις της Ανατολίας, μια στάση μόνο είχε κάποιο ενδιαφέρον για τα χαρακτηριστικά προϊόντα της περιοχής, τα meblebi, τα κοινά σε μας στραγάλια. Απομεσήμερο φθάσαμε στην πρωτεύουσα της Τουρκίας, που έχει ασφαλώς την παλαιότερη ιστορία της, απ΄ τους χετταίους και τους φρύγες, μέχρι όλους τους μεταγενέστερους κατακτητές της Μικρασίας. Από τους μύθους για τον Γόρδιο με τον περίφημο δεσμό, που έκοψε με το σπαθί του ο Αλέξανδρος και για τον Μίδα με το χρυσάφι του, πρώτο οικιστή της πόλης, όπως λένε, μέχρι τη Μάχη της Άγκυρας, το 1402, τότε που η πόλη πέρασε στην εξουσία του Ταμερλάνου. Μα η ουσιαστική ιστορία της Άγκυρας αρχίζει από το 1923, τότε που ο Κεμάλ την ανακήρυξε πρωτεύουσα της νέας Τουρκίας, μακριά από την Κωνσταντινούπολη του Σουλτανάτου, ως πόλη σύμβολο του νέου κοσμικού καθεστώτος. Γιατί ως τότε η πόλη ήτανε γνωστή μάλλον για τις πανέμορφες γάτες και τα κατσικίσια μάλλινα μοχέρ, παρά για την ιστορία της.
Πνιγμένη τώρα στην πυκνή κυκλοφορία, κάτω από τον λόφο του Ρασατεπέ, όπου δεσπόζει το λευκό μαυσωλείο του Ατατούρκ, το Anitkabir, ως πάνω στο ψηλό κάστρο, του 7ου αι. με τα τουριστικά σοκάκια του, και το σπουδαίο τζαμί Allaaddin, του 12ου αι. νέα και παλιά Άγκυρα, πολυκατοικίες και παραγκόσπιτα, το μεγαλύτερο τζαμί Kocatepe Camii της χώρας και το παλιό Κοινοβούλιο, που από το μπαλκόνι του διακηρύχθηκε η ανεξαρτησία, οι δυο όψεις της πόλης. Ντόπιοι και ξένοι πάντως συναντιούνται για τα ψώνια τους στην αγορά Çıkrıkçılar Yokuşu, ένα παραδοσιακό παζάρι, καθώς το παλιό οθωμανικό μπαζάρ Mahmut Pasa έχει ανακαινιστεί και μετατραπεί στο Μουσείο των Ανατολικών Πολιτισμών, το πιο σημαντικό ίσως αξιοθέατο σημείο της πόλης. Μόνο που υποτίθεται ότι παρουσιάζει τις διαφορετικές περιόδους της τουρκικής ιστορίας, μέσα από έναν πλούτο συλλογών και εκθεμάτων (παλαιολιθικών, νεολιθικών, χετταϊκών, ασσυριακών, φρυγικών, κλασικών, ρωμαϊκών κ.ά.), χωρίς βέβαια τίποτα από αυτά να σχετίζεται με την ίδια την Τουρκία. Χαρακτηριστική ή έλλειψη κάθε αναφοράς στην ελληνική αρχαιότητα, αρχαιολογικός σωβινισμός ή κατάμαυρη προπαγάνδα.
Όπως και να έχει ήρεμη η νύκτα μας στο New Park Hotel, ευχάριστος ο πρωινός περίπατος στο πάρκο, και ύστερα οι διατυπώσεις στα αεροδρόμια, Άγκυρας, Κωνσταντινούπολης, Αθήνας, μέχρι να φθάσομε μεσάνυκτα, στο αεροδρόμιο των Χανίων, όπου ο νεομάρτυρας της κρητικής επανάστασης κατά των τούρκων του 1770, ο Δασκαλογιάννης, δεινοπαθεί κάτω από την αχρείαστη προσθήκη Ιωάννης, γιατί οι ελληνικούρες δεν θα λείψουνε ποτέ από την Ελλάδα.
«Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα / το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα / και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων / που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απέ την Πόλην έρται» / με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον / κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι / επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν». / Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν / «Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί, / και το διαβάζει κι ολοφύρεται. / «Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν. / Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν» (Κωνσταντίνος Καβάφης, Πάρθεν, 1921)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η κυρά Ρηνιώ, η μοναδική κάτοικος της απομακρυσμένης βραχονησίδας Κινάρου, απέκτησε έναν νέο σύντροφο. Πρόκειται…
Θλίψη έχει προκαλέσει η είδηση του θανάτου του Μανούσου Μανουσάκη, του σκηνοθέτη των μεγάλων τηλεοπτικών επιτυχιών,…
Μια μοναδική εκπαιδευτική εμπειρία είχαν οι μαθητές της Δ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου Βαρυπέτρου με…
Σχεδόν 70 δις ευρώ θα κληθούν να πληρώσουν σε φόρους, έμμεσους ή άμεσους οι Έλληνες φορολογούμενοι…
Το ποσό των 3.650 ευρώ, όλες τις οικονομίες δηλαδή που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια…
Με συντριπτική πλειοψηφία ο Αντώνης Ροκάκης και η παράταξη «Επιμελητήριο με Μέλλον» κατέκτησαν μια εμφατική…
This website uses cookies.