16.8 C
Chania
Saturday, December 21, 2024

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ | ΝΗΣΙΑ – Του Στρατή Παπαμανουσάκη

Ημερομηνία:

Του Στρατή Παπαμανουσάκη

«Τα νησιά με το μίνιο και με το φούμο
τα νησιά με το σπόνδυλο καποιανού Δία
τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες
τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια»

(Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Γ΄ Το Δοξαστικόν)

«Μέγα γάρ τό τής θαλάττης κράτος». Και μέγιστη η ελληνική νησιωτική μας χώρα των πέντε θαλασσών, του Αιγαίου, Κρητικού, Ιονίου, Μυρτώου και Καρπαθίου πελάγους. Πρώτα στη γεωγραφία, τα ελληνικά νησιά ενώνουν τις δυο πλευρές του Αιγαίου, η Κύπρος μας συνδέει με την Ανατολή, τα Ιόνια νησιά με τη Δύση, και η Κρήτη με την Αφρική στον  νότο. Ύστερα η ιστορία καταγράφει το κοινό πεπρωμένο των λαών, όσων πέρασαν κατά καιρούς από αυτόν τον χώρο και ενός λαού μοναδικού, που αιώνες έχει ενώσει τα νησιά αυτά με την Ελλάδα. Και η οικονομία, με τα πλούσια νησιωτικά προϊόντα, τις εύκολες μεταφορές, τον τουρισμό, προάγει αυτούς τους τόπους. Και πάνω απ΄ όλα ο πολιτισμός ο ελληνικός, από στεριά και θάλασσα μαζί ακτινοβολεί το φως του.

Αδύνατο σε ένα μόνο ταξίδι να τα δεις, να τα απολαύσεις, να τα ζήσεις όλα τα νησιά μας. Και ήδη τρία ταξίδια κάναμε στην Κρήτη και στη Γαύδο και στην Κύπρο. Μας περιμένουν άλλα τρία στο Αιγαίο, το Ιόνιο και τα Δωδεκάνησα. Μα και από το Αιγαίο πάλι θα χωρίσομε τα νησιά των Κυκλάδων, σαν μια ενότητα που μπορεί να ιδωθεί και χωριστά, συνεκτική από μόνη της και απ΄ όλες τις απόψεις πλήρης. Με αυτό το πρόγραμμα ξεκίνησε από το λιμάνι του Ηρακλείου, με το ταχύπλοο, το ταξίδι στις Κυκλάδες. Σαν σε ένα κύκλο μέσα περικλείονται τα κυκλαδίτικα νησιά και πάλι το πλησιέστερο νησί που συναντούμε, η Σαντορίνη (Santa Irena, Αγία Ειρήνη), σχηματίζει έναν κύκλο, που γι΄ αυτόν ονομάστηκε στην αρχαιότητα Στρογγύλη. Μόνο που με την έκρηξη του ηφαιστείου της κατά τον 16ο αιώνα π.Χ., το κεντρικό τμήμα καταποντίστηκε κι άφησε την Καλντέρα, με τα μικρούλικα νησάκια της, τη Νέα και την Παλιά Καμένη, και τη Θηρασιά  να κλείνει δυτικά αυτόν τον κύκλο. Αλλά το πιο σωστό όνομά της είναι Θήρα, από τον πρώτο οικιστή, τον σπαρτιάτη Θήρα.

H κόκκινη παραλία στη Σαντορίνη, Φωτογραφία K8 Kipa 

Κι όμως ο Θήρας ήρθε στο νησί κατά την εποχή της καθόδου των δωριέων, αιώνες μετά από τους πρώτους κρητικούς αποίκους, τους μινωϊτες, που κυριαρχούσαν στη Μεσόγειο κι ίσως και πέρα από αυτή, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις. Αλλά βέβαια στο μεταξύ βυθίστηκε μεγάλο μέρος του νησιού, σκεπάστηκε από λάβα και στάκτη το υπόλοιπο κι έπρεπε πια, μόλις το 1967 ουσιαστικά, ο αρχαιολόγος Μαρινάτος ν΄ ανασκάψει το Ακρωτήρι για να λάμψει πάλι το μεγαλείο, η δόξα και ο πολιτισμός του τόπου. Όμως το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, παραμένει ως τα σήμερα ενεργό και έδειξε πολλές φορές τη δύναμή του, τελευταία το 1950. Στην ελληνιστική εποχή κυριάρχησαν στο νησί οι πτολεμαίοι και στα βυζαντινά χρόνια, το 726, μια ακόμη έκρηξη του ηφαιστείου θεωρήθηκε σημάδι θεϊκής οργής κατά του Αυτοκράτορα, ώστε να οργανωθεί μι αποτυχημένη εξέγερση. Ήρθαν κατόπιν οι φράγκοι, οι πειρατές του Μπαρμπαρόσα ώσπου στο τέλος η Πύλη παραχώρησε το νησί στον ισπανοεβραίο Ιωσήφ Νασί και μετά τον θάνατό του παραχωρήθηκαν στη Σαντορίνη σημαντικά προνόμια από το 1580. Έτσι, με τοπική αυτοδιοίκηση, το νησί ανέπτυξε τη γεωργία, το εμπόριο και τη ναυτιλία του. Και η θηραϊκή γη, όπως και το σαντορινιό κρασί, ασύρτικο, μπρούσκο και μαντηλάρι, έγιναν περιζήτητα παντού. Μετά την απελευθέρωση γέμισε το νησί μικρασιάτες  πρόσφυγες, ενώ στο πρώτο μισό του 20 ού αιώνα, με τις καταστροφές του ηφαιστείου και των σεισμών εγκαταλείφθηκε από πολλούς κατοίκους. Από τη δεκαετία του ΄60 ο άκρατος τουρισμός έγινε ο πρώτος οικονομικός παράγοντας ανάπτυξης του τόπου, με όλα τα γνωστά αρνητικά του. Μα πάλι χωρίς τουρισμό πώς θα γνωρίζαμε κι εμείς τη Σαντορίνη, θα ρωτούσαμε.

Και τότε πια η καμήλα θα μας έδειχνε τον ίσιο δρόμο. Δυστυχώς δεν υπάρχουνε καμήλες στο νησί, παρά μόνο τα γραφικά, βασανισμένα, φορτωμένα τους τουρίστες, γαϊδουράκια, που ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά αδιαμαρτύρητα, από το παλιό λιμάνι στα Φηρά. Και καθώς τώρα όλη η κίνηση γίνεται από τον Αθηνιό, το νέο λιμάνι, ίσως να σβήσει και αυτό το δρώμενο προς λύπη όσων ακόμη ακολουθούν τις παραδόσεις. Από το πλοίο διακρίνομε τον Φάρο, τον βράχο του ινδιάνου, την κόκκινη και την άσπρη παραλία του νησιού. Μα πιο πολύ θαυμάζομε τον ίδιο τον ακαταμάχητο όγκο της Σαντορίνης, που υψώνεται περήφανα  μέσα από τη θάλασσα, στεφανωμένος την Οία και τα Φηρά, σαν ένα γρανιτένιο τείχος, που προασπίζει το νησί από τον κάθε επιδρομέα. Ανεβαίνομε γρήγορα τον ελικοειδή δρόμο προς την πρωτεύουσα και από τα στενά, ασπρισμένα, πολυσύχναστα δρομάκια, φθάνομε στην άκρη του γκρεμνού, απ΄ όπου η θέα, μαγική, ανοίγεται στα μάτια μας, σαν μια ερωτευμένη νεράϊδα, ξαπλωμένη ανάμεσα στα όρια ουρανού και θάλασσας, με μύριες υποσχέσεις. Καθόμαστε σε μία καφετέρια, μπροστά από μια υπόσκαφη κατοικία, με τη ιδιαίτερη κατασκευή μέσα στον βράχο, με το μοναδικό φωτεινό άνοιγμα και με τους τοίχους, το ταβάνι και το πάτωμα σκαμμένα μέσα στην ηφαιστειακή «άσπα». Αργά πια το απόγευμα ξαναρχόμαστε, καθώς ο ήλιος γέρνει, και το ηλιοβασίλεμα και η νύκτα μας αφήνει μια αίσθηση αλλιώτικη, σαν να σταμάτησαν τα στοιχεία της γης, του αέρα και της θάλασσας, την αέναη αντιπαράθεση τους, περιμένοντας το άλλο πρωί να ξαναρχίσουν.

Σαντορίνι, Φωτογραφία: Charlie MUnsplash

Μα το άλλο πρωϊνό είναι αφιερωμένο στο Ακρωτήρι, το καστέλλι του Γουλά παραμένει πάντα άγρυπνο, κι εμείς περιδιαβαίνομε τους λιθόστρωτους μινωϊκούς δρόμους, τις πλατείες και τα κτίρια  μιας πόλης, που από τη μια στιγμή στην άλλη άλλαξε την έντονη ζωή της, ερήμωσε, χάθηκε μες στην ύλη του ηφαιστείου. Και τώρα, πάνε τριανταπέντε αιώνες, που ξυπνά, σαν την ωραία κοιμωμένη από τον ύπνο της. Ανοίγει πόρτες και παράθυρα στους επισκέπτες, μας προσκαλεί να ανέβουμε τις σκάλες, να δούμε τους γερούς πέτρινους τοίχους, τα πατώματα στρωμένα με τα βότσαλα, με πλάκες και σπασμένα όστρακα πορφύρας, τις καλαμένιες οροφές με χώμα συμπιεσμένο, τους χώρους μαγειρέματος, ύπνου και υγιεινής, τους πήλινους σωλήνες αποχέτευσης προς τους υπόγειους υπονόμους. Στεκόμαστε στην αίθουσα υποδοχής με τοιχογραφημένους τοίχους κι εδώ πια αποκαλύπτεται η μεγάλη τέχνη, μια απαράμιλλη εικόνα αστικής, θαλασσινής κι αγροτικής ζωής, λατρευτριών, γυμνόστηθων, κυνηγών, ψαράδων και πυγμάχων. Μια εικόνα της ανοίξεως, ρόδακες, σπείρες, αντιλόπες, κυανοπίθηκοι, τετράποδα, πτηνά,  και τέλος η ανυπέρβλητη ζωφόρος του στόλου, που με αυτόν οι μινωϊτες κατακτούσαν, εξημέρωναν κι εκπολίτιζαν τις χώρες πέρα από τη θάλασσα της Κρήτης. Το σχέδιο, το χρώμα, η λεπτότητα, ενώνονται στο θέμα με ποιότητα αξεπέραστη, ενός πολιτισμού της φύσης και της πόλης, μιας  νατουραλιστικής ευδαιμονίας, μιας εποχής ειρηνικής, αρμονικής, χαρούμενης, της pax minoica, που χάθηκε για πάντα. Απομεσήμερο, αγναντεύοντας από την Οία, δεύτερο οικισμό της Σαντορίνης με τα καπετανόσπιτα, με την οικιστική του οργάνωση, με τα  τουριστικά του εστιατόρια, δεν θα μπορέσουμε να απολαύσομε το τελευταίο ηλιοβασίλεμα. Το πλοίο περιμένει για το επόμενο νησί μας.

Απρογραμμάτιστα, περνώντας βράδυ το καράβι από την Ίο, μάς ήρθε η ιδέα για μια νύχτα να κατέβουμε, πράγμα που αμέσως αποδείχθηκε μεγάλο λάθος.  Λάθος που μας στοίχησε ένα ξενύχτι σε ένα καφενείο του λιμανιού, καθώς δεν βρήκαμε κρεβάτι εκεί διαθέσιμο κι ούτε τολμήσαμε να πάμε ως τη Χώρα, την πρωτεύουσα, απ΄ όπου ακούγονταν οι ξένες μουσικές, που τέρπουν τους τουρίστες. Πολύ πρωί μια μισοφωτισμένη εικόνα μόνο, χωρίς τις μυρωδιές από τα τις βιόλες, που γι αυτές ονομάστηκε Ίος το νησί, και μόνο από το πλοίο που μας πήρε πάλι αντικρύσαμε το ωραίο περίγραμμα του, όπως αργά χανόταν στον ορίζοντα.

Ας λένε οι αρχαιολόγοι μας, πως πρώτοι κάτοικοι της Νάξου ήταν οι θράκες και οι πελασγοί, οι κάρες και οι ίωνες και ότι αργότερα έφθασαν ρωμαίοι, βυζαντινοί, βενετοί και τούρκοι. Εμείς γνωρίζομε καλά ότι πρώτος ο Δίας ο Κρητικός ήρθε από την Ίδη στη Νάξο, όπου ανατράφηκε, κι ύστερα πάλι η κρητικιά Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα, παραιτημένη απ΄ τον Θησέα στη Νάξο, εδώ την ερωτεύθηκε ο Διόνυσος και την ανέβασε μετά στον Όλυμπο. Κι ακόμη και πολύ αργότερα, στην Επανάσταση, πολλοί κατατρεγμένοι κρητικοί πρόσφυγες στη Νάξο πάλι καταφύγανε κι κτίσανε κι ολόκληρα χωριά δικά τους. Να γιατί οι κρητικοί θεωρούν τη Νάξο σαν μια άλλη Κρήτη τόσο, που όταν το καράβι μας πλησίασε στη Χώρα και φάνηκε η μαρμάρινη Πορτάρα, μας παραξένεψε πως ο αρχαίος ναός ήταν του Απόλλωνα κι όχι του Δία ή έστω του Διονύσου. Μα ο Δίας τιμάται στο πανύψηλο βουνό, στη «Μύτη του Ζα», το «όρος Διός μηλωσίου», προστάτη των προβάτων και ο μέγας του Διονύσου ναός άγνωστο που βρισκόταν. Και το νησί, που φαίνεται πως πήρε από τον Νάξο το όνομά του, λεγόταν Δία, κατά τον Όμηρο κι ήταν πασίγνωστο για την ευφορία, το κρασί, το πράσινο, τη σμύριδα και τα πολλά του προϊόντα. Η Νάξος εξυμνήθηκε πολύ, απ΄ τους αρχαίους, από τον Αρχίλοχο, ως τον Αριστοτέλη και από τον Αθήναιο ως τον Πλούταρχο. Και εκτιμήθηκε πολύ απ΄ τους νεότερους, για να γίνει θέμα του περίφημου πίνακα του Τισιάνο Βάκχος και Αριάδνη και της εξαίσιας όπερας του Στράους Η Αριάδνη στη Νάξο.

Φωτογραφία Νάξος: Chris BarbalisUnsplash

Ένας πρώτος περίπατος στην πόλη μας φέρνει αμέσως σε επαφή με τη μοντέρνα τουριστική ανάπτυξη στην πολυσύχναστη παραλία του νησιού και  με τη μεσαιωνική ιστορία του τόπου, την καστροπολιτεία του ηγεμόνα του Δουκάτου της Νάξου Μάρκου Σανούδου. Αρχαία, μέση και νεότερη ιστορία συμπλέκονται στενά στο νησί της Νάξου. Στο Σαγκρί ο αξιολογότατος ναός της θεάς Δήμητρας του 6ου αιώνα π.Χ. πρόδρομος του Παρθενώνα  και στο Χαλκί η Παναγία η Δροσιανή, σπάνιο πρωτοχριστιανικό αρχιτεκτόνημα του 6ου αιώνα, με τη διπλή παράσταση του Χριστού, ως νέου και  ενήλικα στον τρούλο. Στον Απόλλωνα και στις Μελάνες οι τεράστιοι μισοτελειωμένοι  αρχαίοι Κούροι και στο Φιλώτι και στα Καλαμίτσια οι επιβλητικοί ενετικοί  πύργοι και οι οχυρώσεις των φεουδαρχών. Στον Δαμαλά, μέσα στην αγνή φύση, βλέπεις το παλιό ελαιοτριβείο σε λειτουργία και στο πανέμορφο νεοκλασικό Χαλκί επισκέπτεσαι το ονομαστό αποστακτήριο κίτρου. Ύστερα πια περνούμε από το μεγαλύτερο χωριό της Νάξου, το Φιλώτι, με τα τεράστια πλατάνια του, στου πρόποδες του Ζα και τέλος φθάνομε στην καρδιά της κρητικής Νάξου, την Απείρανθο, παραδοσιακή, πετρόκτιστη, με τα ξεχωριστά έθιμα, τη μουσική, τη διάλεκτο, που οι πρώτοι κάτοικοί της φέρανε από την Κρήτη. Και με τα τοπικά εδέσματα στον Πλάτανο, την πιο γνωστή ταβέρνα του χωριού, έκλεισε αυτή η απολαυστική ολοήμερη περιήγηση.

Πρωί την άλλη μέρα ξεκινούμε για μια μικρή κρουαζιέρα στα πανέμορφα Κουφονήσια, τις Μικρές Κυκλάδες. Πρώτος σταθμός η Ηράκλεια, ένα νησάκι, ήρεμο, απόμακρο, με ελάχιστους στην αμμουδιά του, που μόνο εμείς οι παρείσακτοι αναστατώσαμε με την αδιάκριτη παρουσία μας. Επόμενος σταθμός το Άνω Κουφονήσι, με τις εκτεταμένες παραλίες, τα χαρακτηριστικά άσπρα κτίρια και το αρνάκι στη λαδόκολλα στο εστιατόριο Φως-Φανάρι. Ο χρόνος δεν μας έπαιρνε για τα άλλα νησάκια, την Κέρο, τη Δονούσα, τη Σχοινούσα και μοναχά στο φώς του δειλινού, επιστρέφοντας στη Νάξο, διακρίναμε στη θάλασσα το περίγραμμα μιας γειτονικής γης, απροσπέλαστης και μόνης. Η βραδινή μας βόλτα  από την παραλία του Αγίου Γεωργίου μέχρι την παραλία της Χώρας, μια όψη της νυκτερινής ζωής της πόλης, μια τελευταία εντύπωση από τον πύργο του Σανούδου, την καθολική Μητρόπολη, και την ονομαστή σχολή Ουρσουλινών,  εκεί που φοίτησε για λίγο ο Καζαντζάκης, (να την πάλι η Κρήτη μπροστά μας),  έκλεισε την επίσκεψη της Νάξου. Μας έμεναν ακόμη αρκετές μέρες ήλιου, μέρες λευκού τοπίου και γαλάζιας θάλασσας, μέρες κυκλαδίτικες, που όμως όσες πολλές κι αν είναι  δεν μας φθάνουν.

Είμαστε κιόλας πέντε μέρες στις Κυκλάδες όταν φθάνομε στη Μύκονο και για κακή μας τύχη η Δήλος, που μόνο για αυτήν ήρθαμε ως εδώ, δεν είναι σήμερα και αύριο επισκέψιμη. Καταναλώνομε το χρόνο μας από τους ανεμόμυλους ως την προβλήτα, περνούμε τα κατάμεστα σοκάκια, συνωστιζόμαστε στη Μικρή Βενετία, (πόσο γελοίος πια χαρακτηρισμός), κι έχομε ολότελα ξεχάσει την αξιόλογη ιστορία του νησιού, τους αρχαιολογικούς του χώρους, τη μεγάλη συμβολή στην Επανάσταση. Δυστυχισμένη μας Μαντώ, μόνη μέσα στα στίφη των αλλοεθνών, στις παράδοξες συμπεριφορές και στην κραιπάλη του πλούτου, της επίδειξης, της μέγιστης κενότητας. Έμεινε ο Πέτρος ο νεότερος, το φουκαριάρικο πουλί μέσα στο πλήθος, ο πιο πιστός κι ο πιο στερνός σου φίλος.

Φωτογραφία Τήνος: Alexandros GiannakakisUnsplash

Μια σύντομη επίσκεψη στην Τήνο περιλαμβάνει βέβαια το προσκύνημα στην εκκλησία της Παναγίας Ευαγγελίστριας, με τη θαυματουργή εικόνα, με την τηνιακή αρχιτεκτονική και τις μικρασιατικές και δυτικές επιρροές, με τα ιδιαίτερα μαρμάρινα και ξυλόγλυπτα μέρη, που οι σμυρνιοί και τηνιακοί μαστόροι φιλοτέχνησαν στην Επανάσταση. Από την παραλία βλέπεις το σημείο του τορπιλισμού της «Έλλης», ανήμερα δεκαπενταύγουστου του 1940 και συναισθάνεσαι πόσο δεμένη μένει η ιστορία και η θρησκεία στο νησί του Αιόλου. Όταν ο ιταλικός φασισμός διέπραξε το βαρβαρικό έγκλημά του, ποιος να προέβλεπε το τέλος του πολέμου, τη συνθήκη ειρήνης με την Ιταλία, τις πολεμικές αποζημιώσεις στην Ελλάδα και την απόδοση του καταδρομικού «Ευγένιος της Σαβοΐας», της «Έλλης» της νεότερης. Από τα δυο αυτά πλοία τίποτα πια δεν έμεινε, πουλήθηκαν ως σκραπ, και μόνο κάτι λείψανα από τον τορπιλισμό της πρώτης «Έλλης» διατηρήθηκαν στο μνημείο των ηρώων και της τορπίλης που τη βύθισε στο εκθετήριο του Ναού. Και ο πανελλήνιος συγκλονισμός από το γεγονός και η εύλογη σιωπηλή στάση της κυβέρνησης Μεταξά, και οι επιπτώσεις στα διεθνή δρώμενα, που να χωρέσουν σε μια μικρή φοιτητική εργασία μου για τη Συνθήκη με την Ιταλία, στο μάθημα του Διεθνούς Δικαίου του αξέχαστου καθηγητή Ευσταθιάδη. Και ποιος τέλος να παραλληλίσει αυτό το περιώνυμο πρώτο επεισόδιο του ελληνοϊταλικού πολέμου με τη μάχη των πελαργών που έστειλε ο Ποσειδώνας να καθαρίσουν το νησί με το όνομα Οφιούσα, από τα φίδια, και την πάλη του Ηρακλή κατά των Βορεάδων, που τους θάψανε στο ίδιο νησί με το όνομα Ερεικούσα ή Δρυούσα ή Σκορδοφόρο. Μπερδεύονται πολύ τα ονόματα με τα φίδια  (τυρρηνούς ή ετρούσκους), τις εφίδες (κέδρους), τις δρυάδες, τα ρείκια και τα σκόρδα, ενώ ο Τήνος, είναι βέβαιος πρώτος οικιστής, μετά τους πρώτους κατοίκους, που φαίνεται πως τους έδιωξαν οι ίωνες. Όπως και οι τηνιακοί έδιωξαν τους επόμενους κατακτητές ρωμαίους, λατίνους, βενετούς και τούρκους.

Φθάνοντας στο λιμάνι της Ερμούπολης βρίσκεσαι πια στο κέντρο του Αιγαίου, στην πρώτη ανθηρή ελληνική πόλη πριν και μετά την Επανάσταση, στην όμορφη πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Με μια ματιά από το πλοίο, δεξιά, βορεινά το τελωνείο, το λιμεναρχείο και οι μεγάλες αποθήκες, η ναυτιλία και το εμπόριο του νησιού, η δύναμη της θάλασσας, τα συριανά καράβια, που μετέφεραν πλούτη και δύναμη και δόξα στο νησί τους. Στα δυτικά η γραφική Άνω Σύρος, με τον ναό του Αγίου Γεωργίου και το κέντρο της καθολικής κοινότητας, με το κοινό Πάσχα των δυο χριστιανικών δογμάτων, τους μεικτούς γάμους και τον κοινό πολιτισμό τους. Στα αριστερά, στα νότια τα εργοστάσια, τα καρνάγια, τα ναυπηγεία, το νεώριον, η βιομηχανία της στεριάς και της θάλασσας. Και μπροστά σου η παραλία, η μεγάλη πλατεία του Δημαρχείου, το θέατρο Απόλλων, μια Σκάλα του Μιλάνου εδώ στη Σύρο.

Από την τρίτη χιλιετία π.Χ. τα λείψανα της προϊστορίας στο νησί και στη συνέχεια τα μινωϊκά, μυκηναϊκά, ιωνικά, σαμιακά, αθηναϊκά κατάλοιπα. Και ύστερα η σειρά των ξένων κατακτητών ως την απελευθέρωση. Αλλά από την εποχή των προνομίων του Σουλτάνου το νησί, στο κέντρο των επικοινωνιών από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Αίγυπτο και από τη Μικρασία ως τη Δύση, γνωρίζει μια μεγάλη ανάπτυξη, πρώτο αστικό, εμπορικό, βιομηχανικό, ναυτιλιακό, εκπαιδευτικό, πνευματικό κέντρο της χώρας. Από τη βυρσοδεψία, τη ναυπηγική, τη βιοτεχνία ως τη διακίνηση σιτηρών, όπλων και λαφύρων και ως το δουλεμπόριο και την εξαγορά αιχμαλώτων και λειών η Σύρος αποκτά νέες κατοικίες, καταστήματα, εργοστάσια και σχολεία, ιδρύματα, καφενεία και συλλόγους, τυπογραφεία, εφημερίδες,  όλη τη γκάμα της ακμής του ελληνικού 19ου αιώνα. Πρώτος γυμνασιάρχης της Ερμούπολης ο Νεόφυτος Βάμβας, προηγήθηκε από μια μακριά σειρά σπουδαίων συριανών πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Άνθιμος Γαζής και οι νεότεροι Βικέλας, Ροΐδης, Σουρής, κι άλλοι πολλοί που διέπρεψαν μετά και στην Αθήνα, στην παιδεία, την τέχνη, την πολιτική, στα γράμματα της νεότερης Ελλάδας. Ωστόσο η ανάπτυξη της τεχνικής, ο ατμός που νίκησε τον άνεμο, οι νέοι θαλάσσιοι δρόμοι, οδήγησαν στον μαρασμό τη Σύρο. Και μόνο τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός, τα ονομαστά τοπικά προϊόντα, η λειτουργία του Νεωρείου έδοσαν μια καινούργια αίγλη στο νησί.

Δυο μέρες δεν μας έφτασαν να δούμε αυτά που έπρεπε στη Σύρο. Μετρούσαμε τις ώρες με τους κτύπους από τον Πύργο του Ρολογιού, γερμανικής κατασκευής του 1861, σε ανάμνηση του σπουδαίου φιλοσόφου Φερεκύδη, από τη Σύρο, του διδασκάλου του Πυθαγόρα και εφευρέτη του ηλιοτροπίου, του πρώτου ηλιακού ωρολογίου. Στην Άνω Χώρα ακούγαμε συνέχεια στα αυτιά μας εκείνη την υπέροχη μουσική του «φράγκου» Βαμβακάρη, πατριάρχη του ρεμπέτικου, του αφορισμένου για τους δυο γάμους του από την καθολική εκκλησία, του συνθέτη των πασίγνωστων στίχων της Φραγκοσυριανής «Μία φούντωση, μια φλόγα / έχω μέσα στην καρδιά / Λες και μάγια μου ‘χεις κάνει / Φραγκοσυριανή γλυκιά…». Και αληθινά μαγεύεσαι με τη Σύρο, με την πόλη του Ερμή, με την Άνω Πόλη, με τη Ντελαγκρέτσια, με το συριανό λουκούμι, τον καφέ, το ψαρονέφρι στα μαγαζιά της παραλίας. Δίπλα μας καθόταν ο Ρενιέρης και τα μέλη του κρητικού κομιτάτου της Μεγάλης Επανάστασης του 1866, η «Ειδική επί των αποστολών Επιτροπή», που τροφοδοτούσε τους επαναστάτες, ο Καπετάν Σουρμελής με το περίφημο πλοίο «Ένωσις» με τις σαράντα πλόες του στην Κρήτη, διασπώντας τον τουρκικό αποκλεισμό. Και ύστερα, με τα συριανά τα μάγια, Δεκέμβρη του 1867, βρεθήκαμε ανάμεσα στο πλήθος που παραληρούσε, παρακολουθώντας τη ναυμαχία και την κατατρόπωση του «Ιτζεδδίν» και του αγγλοτούρκου ναυάρχου Χόβαρτ Πασά και τη θριαμβευτική είσοδο της «Ενώσεως» στο λιμάνι της Ερμούπολης.

Αλλά τα μάγια τέλειωσαν, όταν χρειάστηκε για να επισκεφτούμε τις δυτικές Κυκλάδες να περάσομε πρώτα από τον Πειραιά. Αυτή η παράκαμψη, αφού δεν γίνονταν δρομολόγια απ΄  ευθείας απ΄ τη Σύρο, μας κόστισε άλλη μια μέρα, ώσπου περνώντας  χωρίς σταθμό την Κέα και την Κύθνο, να φθάσουμε στη Σέριφο. Μα ούτε και στη Σέριφο μπορέσαμε να μείνομε περισσότερο από όσο χρόνο χρειαζόταν το πλοίο μας να δέσει και να λύσει τους κάβους του στο λιμανάκι στο Λιβάδι. Από το κατάστρωμα το βλέμμα μας στράφηκε ψηλά στη Χώρα, την πρωτεύουσα κι ύστερα χαμηλά στη σκάλα, απ΄ όπου φορτωνόταν το μετάλλευμα, ο πλούτος του νησιού και η συμφορά του. Στα τέλη του 19 ου αιώνα άρχισε η συστηματική εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Σερίφου από την εταιρεία του Συγγρού, γνωστού και από τα γεγονότα του Λαυρίου, και ως τα 1915 άνθισε γενικά η οικονομία του νησιού, χάρη στην εξοντωτική δουλειά των εργατών των ορυχείων. Αλλά  ύστερα ξέσπασε η κρίση στην αγορά των μετάλλων, ενώ οι συνθήκες της ζωής των εργατών, με το φθηνό τους μεροκάματο και τα πολλά εργατικά ατυχήματα, συνέχεια χειροτέρευαν. Απέμενε μια μόνο λύση, η απεργία του 1916, με άμεση συνέπεια την επέμβαση της Χωροφυλακής και το αποτέλεσμα των πυροβολισμών πολλοί τραυματισμοί και τέσσερις νεκροί από κάθε πλευρά, στο χώμα της Σερίφου. Φυτοζωούσε πια το νησί, η πρώτη αυτή μεγάλη απεργία πέρασε στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, ερειπώθηκαν τα ωραία νεοκλασικά γραφεία της Μεταλλευτικής και σκούριασε η γέφυρα στη σκάλα, μέχρι το οριστικό κλείσιμο των μεταλλείων το 1963, καθώς εξαντλήθηκαν τα αποθέματα και κατρακύλησε η τιμή τους. Τάχα να φταίει η Μέδουσα, που σκότωσε ο Περσέας κι έφερε το κεφάλι της στο νησί και που και μόνο η όψη του προκαλούσε τον θάνατο ή μήπως ο άφωνος σερίφιος βάτραχος πού έπαυσε έτσι να ακούγεται καν η Σέριφος. Κι αν έλειπε σήμερα ο τουρισμός και η θαυμάσια ρεβυθάδα και ο χοιρινός της παστουρμάς, η λούζα, ποιος να την ήξερε και ποιος να τη θυμόταν, αν έλειπαν αυτοί οι περίεργοι ταξιδιώτες που κυνηγούν τον μύθο και την ιστορία και τη μαγεία της φύσης, της θάλασσας και του βουνού και του ουρανού, που κάτω του ζουν οι άνθρωποι τη μεγάλη περιπέτεια της ζωής και του θανάτου.

Υπολογίζοντας τον χρόνο της επιστροφής στην Κρήτη μας έμεναν μόλις από δυο μέρες για κάθε ένα από τα τελευταία νησιά του ταξιδιού μας, τη Σίφνο, τη Μήλο, τη Φολέγανδρο, μέχρι να ολοκληρώσομε έτσι τον γύρο των Κυκλάδων. Με βάση τις Καμάρες γυρίσαμε όλο το νησί της Σίφνου, τα τρία μεγάλα χωριά Απολλωνία, Κάστρο, Αρτέμωνα, τις παραλίες στο Βαθύ, στον Φάρο, στον Πλατύ Γιαλό, τα μοναστήρια της Παναγίας του Βουνού, της Παναγίας Χρυσοπηγής, του Προφήτη Ηλία του Αψηλού. Η Σίφνος είναι από τα πιο χαρακτηριστικά νησιά των Κυκλάδων, με τις ξερολιθιές στην ύπαιθρο, τις καλλιεργήσιμες ζώνες, τα λουριά, με τα στενά πλακόστρωτα σοκάκια στους οικισμούς, με τους ασβεστωμένους τους αρμούς, τους λευκούς όγκους των σπιτιών, την αμυντική ρυμοτομία και τα εκκλησάκια με τους τρούλους, τα μικρά καμπαναριά, και τις αυλές τους. Στον λόφο του Αγίου Ανδρέα το διπλό τείχος μιας προελληνικής ακρόπολης, στα Σεράλια το Άστυ των κλασικών χρόνων με το πρυτανείο, την αγορά και τον ναό του Διονύσου, στον Άγιο Σώστη τα ερείπια των αρχαίων ορυχείων του χρυσού και του αργύρου. Ο κυκλαδικός πολιτισμός από τους κάρες, τους μινωϊτες και τους ίωνες, που συνεχίστηκε χάρη στον μεγάλο πλούτο των σιφναίων, δείγμα ο θησαυρός τους στους Δελφούς, δεν έπαψε και στα νεότερα χρόνια να προσφέρει νέα δημιουργήματα. Από τη νησιώτικη αρχιτεκτονική,  ως την περίφημη αγγειοπλαστική και μέχρι τη γαστρονομία η Σίφνος διακρίνεται για τα επιτεύγματά της. Και από τα τέκνα της ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ΄, ο μέγας διδάσκαλος Χρυσόγελος, ο ποιητής  Προβελέγγιος, ο αστικολόγος  Μαριδάκης, ο διάσημος σεφ Τσελεμεντές, ο βουλευτής Σκλάβαινας έγιναν με τη δράση τους ευρύτερα γνωστοί, τιμώντας την ιδιαίτερη πατρίδα τους.

Απολαυστικό το κρέας στο μαστέλο, τα τραγούδια και οι χοροί της Σίφνου, που έτυχε εκείνες τις μέρες να θαυμάσομε. Φεύγομε με μιαν αίσθηση πληρότητας, στα μάτια μας και πάλι η θάλασσα του Αιγαίου και στη μνήμη μας η εικόνα του Αδάμ και της Εύας, στο τέμπλο του καθολικού της Παναγίας του Βουνού, παντοτινή υπόμνηση της πτώσης μας στον κόσμο της φθοράς, που μόνο τόποι σαν τη Σίφνο μπορούν κάπως να απαλύνουν.

Άραγε να συνδέεται το παραδείσιο μήλο της εικόνας του μοναστηριού της Σίφνου με την ίδια τη Μήλο, το νησί του έρωτα και του θανάτου, όπως η τέχνη με τη ζωή, ο ουρανός με τη γη, το επέκεινα με το ενθάδε. Εκεί στα ερείπια του μεγάλου θεάτρου της αρχαίας Μήλου, εκεί που βρέθηκε και αρπάχθηκε το πανέμορφο άγαλμα της θεάς, εκεί που οι μήλιοι αποφάσισαν να πουν το μεγάλο όχι στους Αθηναίους, μας κατάλαβε το μέγα ερώτημα. Η ισχύς υπό το δίκαιο ή το δίκαιο υπό την ισχύ.  Και απεφάνθη η ιστορία δια της γραφής του Θουκυδίδου «ἡγούμεθα γὰρ τό τε θεῖον δόξῃ τὸ ἀνθρώπειόν τε σαφῶς διὰ παντὸς ὑπὸ φύσεως ἀναγκαίας, οὗ ἂν κρατῇ, ἄρχειν». Και επακολούθησε η επιβολή της υλικής δύναμης επί της ιδέας, η φρικτή σφαγή των μηλίων, αποκόπηκε το δίκαιο από τον ελληνικό πολιτισμό, όπως ακρωτηριάστηκαν τα υπέροχα χέρια της Αφροδίτης. Αλλά σε πείσμα κάθε ρεαλισμού, κάθε σκληρής πραγματικότητας και κάθε ανάγκης κάθε ιδιότροπος ταξιδευτής προτιμά πάντα το ιδανικό, το δίκαιο, τη θυσία, την αρετή και την ελευθερία. Ένας και μόνο δρόμος τον οδηγεί από τη Μήλο ως τα πέρατα του κόσμου. Και ο ατέλειωτος χρόνος σταματά γι αυτόν που επιλέγει την αιωνιότητα.

Η Μήλος, αρχαίος τόπος των προβάτων (μήλος), του οψιδιανού, της λάβας του ηφαιστείου μας υποδέχθηκε καλόκαρδα στο λιμάνι του Αδάμαντα, παλιοί σφακιανοί κρητικοί προς νέους κρητικούς σφακιανούς, φιλόξενη γη σε καιρούς αφιλίας. Μας έδειξε τα χωριά της τα Πολώνια, την Τρυπητή, τον Φυροπόταμο, τα αρχαία της, φοινικικά, καρικά, μινωϊκά στη Φυλακωπή, τα κλασικά της ερείπια, τις χριστιανικές κατακόμβες της, τα βυζαντινά, φραγκικά και τουρκικά της κατάλοιπα, τις αμέτρητες παραλίες της. Ανεβήκαμε πάνω στο κάστρο της, απολαύσαμε το ηλιοβασίλεμα στην Πλάκα, προχωρήσαμε μέχρι τα ορυχεία του θείου. Φθάσαμε στο Σαρακίνικο με τα παράξενα λευκά ηφαιστειακά πετρώματα, πλησιάσαμε στην απέναντι ακτή της Κιμώλου, διασκεδάσαμε με τους χορούς και τα νησιώτικα τραγούδια. Γνωρίσαμε τις ιαματικές θερμές πηγές της Μήλου, τα σύρματα, υπόσκαφα καταφύγια των ψαράδων,  τη λίμνη της Αχιβάδας και το κτήμα του Δεληγιαννάκη. Και πόσα ακόμη προσπεράσαμε χωρίς καθόλου να τα δούμε.

Φωτογραφία Μήλος: Thomas BonninUnsplash 

Σαν φθάσαμε πια στη Φολέγανδρο κι αράξαμε στο λιμάνι της, το Καραβοστάσι, η αίσθηση του τέλους του μεγάλου ταξιδιού μας γέμιζε από τις αναμνήσεις. Μείναμε εκεί στο μικρό ακρογιάλι χωρίς να κάνομε τίποτα, μονάχα ελπίζοντας να σταματήσει ο χρόνος, αφού είχαμε ζήσει τις πιο όμορφες στιγμές του. Μόνο την άλλη μέρα το πρωί πήραμε το τοπικό λεωφορείο για τη Χώρα, με τα στενά και την πλατεία της, το κάστρο της με τη γνωστή αιγαιοπελαγίτικη μορφή του. Από τα φυσικά τείχη της με τον πελώριο γκρεμνό από κάτω ατενίσαμε πέρα ως πέρα τις λιθόκτιστες πεζούλες και ψηλά τον φιδωτό δρόμο για την εκκλησιά της Κοίμησης της Θεοτόκου κι ύστερα όλη τη διαδρομή  μέχρι το χωριό της Άνω Μεριάς, με τα άγονα χωραφάκια, που έλαχε στους εξόριστους του Μεταξά να καλλιεργήσουν αυτή τη «σιδηρά γή», κατά τον Άρατο Σολέα. Πολύανδρος ονομάστηκε η Φολέγανδρος από το πλήθος των βοσκών της, πριν ακόμη από τους μινωίτες, που την αποίκησαν με τον Φολέγανδρο, γιο του Μίνωα, και άλλαξε έτσι το όνομα της. Κι έτσι τη βρήκαν οι δωριείς και οι αθηναίοι και οι φράγκοι και οι επόμενοι. Και τέλος οι τουρίστες, που απολάμβαναν τα ματσάτα, τοπικά μακαρόνια με κόκορα κρασάτο και για επιδόρπιο καρπουζένια.

Μια μικρή βόλτα προς το Λιβαδάκι κι ύστερα σφύριξε το πλοίο για τον Νότο, κι ο νόστος μας γινόταν όλο και πιο δυνατός για εκεί που μας περίμενε η Κρήτη.

Τα Δωδεκάνησα, ως όνομα των νησιών των Νότιων Σποράδων άρχισαν να εμφανίζονται μόλις από τον 16ο αιώνα, μετά την οθωμανική κατάκτηση, γιατί πριν λέγονταν Δωδεκάνησα τα νησιά των Κυκλάδων γύρω από τη Δήλο. Τελχίνες, κάρες, μινωϊτες, αχαιοί,  δωριείς οι πρώτοι κάτοικοι τους. Ρωμαίοι, βυζαντινοί, ιωαννίτες ιππότες, τούρκοι, ιταλοί, οι επόμενοι κυρίαρχοι μέχρι την Ένωση με την Ελλάδα από το 1947 και πέρα. Κι όμως ποτέ δεν ήταν μόνο δώδεκα τα Δωδεκάνησα, γιατί πέρα από τα μεγαλύτερα Ρόδο, Κω, Κάλυμνο, Πάτμο, Αστυπάλαια, Λέρο, Νίσυρο, Τήλο, Σύμη, Χάλκη, Κάσο, Κάρπαθο, καθώς και τους Λειψούς, το Αγαθονήσι και το Καστελλόριζο, περιλαμβάνουν άλλα ενενήντα τρία μικρότερα νησάκια, ένα μεγάλο σύμπλεγμα ανάμεσα στο Αιγαίο και στην Κύπρο, που αποτελεί μια διαρκή σημαντική ελληνική παρουσία  μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο.

Γεμάτοι προσμονή, παραμονές Πρωτοχρονιάς, ανεβήκαμε στο πλοίο της άγονης γραμμής, για το ταξίδι από τον Άγιο Νικόλαο ως την Κάσο, πρώτο μας σταθμό στα Δωδεκάνησα, όπου αμέσως μας συνεπήρε η ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων του. Στενοί οι δεσμοί του νησιού με την Κρήτη, συγγενικά τα έθιμα, οι χοροί, η μουσική τους, χαρακτηριστικό το ήθος, που ενώνει θυσίες, αγώνες για τη λευτεριά και αδελφοσύνη. Και πιο πολύ συνδέθηκαν τα δυο νησιά στην Επανάσταση για τη βοήθεια που πρόσφεραν στην Κρήτη τα κασιώτικα καράβια και που γι αυτό και για την όλη δράση τους καταστράφηκε η Κάσος απ΄ τους τούρκους, ύστερα από την ηρωϊκή αντίσταση της. Ο Όμηρος αναφέρει πρώτος το νησί στην Ιλιάδα, για τα πλοία που έστειλε στην Τροία, προφητεύοντας τους ένδοξους νεότερους καιρούς, που η ναυτοσύνη της Κάσου με τον στόλο της, έφτασε στα πέρατα του κόσμου.

Απ΄ τη μικρή πλατεία του Δημαρχείου, στο Φρυ, σ΄ένα δωμάτιο πάνω από το μαγαζί του Γενικού Εμπορίου, που καταλύσαμε, δυο βήματα από το ψαράδικο λιμανάκι, δίπλα στην προβλήτα, όλα κοντά, ο φούρνος, τα καφενεία, η εκκλησία. Και το ψητοπωλείο «Υπάρχω», με τις ωραίες, λαϊκές ζωγραφιές του, λες και μάντεψε πως κουβαλούσαμε μαζί μας Σάρτρ και Χέγκελ για μελέτη, αδύνατη φυσικά μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Από το απόγευμα άρχισε η περιπλάνηση στην Αγία Μαρίνα, στο Αρβανιτοχώρι, το Εμπορειό, το Πόλι. Από τις αμμουδιές στα υψώματα, από τα καινούργια κτίσματα στα πιο παλιά τα ερειπωμένα, από τη χέρσα γη στις μικρές φυτείες. Κι ανάμεσα στα νεοκλασικά, άλλα διατηρημένα και άλλα παραιτημένα μόνα τους στον χρόνο, να που τον συναντήσαμε, σαν Έμποροι κακοί έξω από το σπίτι του τον ποιητή Αντωνίου, που μόλις είχε έρθει απ΄ τις Ινδίες, να μας λέει «Μην αντιστέκεσαι / με των περασμένων τη θύμηση / κάλεσε μόνο για το δρόμο της ψυχής σου / το πρωϊνό δεκάξι χρονώ σαν ήσουν / ένα καλοκαίρι στο νησί σου».

Τρία μονάχα πρωϊνά μάς κράτησε η Κάσος κοντά της, καθώς ο δρόμος της ψυχής μας έβιαζε να φτάσομε πιο πέρα, μέχρι το επόμενο νησί, την Κάρπαθο, άλλο διαμάντι της Δωδεκανήσου. Και τότε εκεί, στο πέρασμα των δυο νησιών, στην τρικυμία, το καταλάβαμε γιατί η κας των φοινίκων, η άχνη, ο αφρός της θάλασσας, ονομάτισε την Κάσο. Απλή και βροχερή  κι ύστερα ηλιόλουστη μάς δέχτηκε η Κάρπαθος, καθώς ο Ιαπετός, ο Προμηθέας κι ο Πρωτέας είχανε φύγει πια απ΄ το νησί, αφήνοντας όμως για πάντα το όνομα τους. Στη γραφική παραλία, στα Πηγάδια, την πρωτεύουσα, ο καλόκαρδος ξενοδόχος Μαργαρίτης, ο Ηλίας ο ψαράς με το τρίκυκλο, κι η χήρα Στασία η ταβερνιάρισσα, η γριούλα στο ζαχαροπλαστείο Μέλισσα, δυο σιδεράδες, οι ψαράδες, μερικοί υπάλληλοι κι η γυναίκα με τα εργόχειρα, αυτοί αντιπροσώπευαν για μας όλη τη σύγχρονη ήρεμη ζωή του τόπου. Πέρασαν κι απ΄ εδώ οικιστές, επιδρομείς, κατακτητές, μινωϊτες, αρχαίοι, βυζαντινοί, γενοβέζοι, ενετοί και τούρκοι και τελευταίοι οι ιταλοί, που πρώτοι απ΄ όλα τα Δωδεκάνησα εγκατέλειψαν την Κάρπαθο, ύστερα από την εξέγερσή της, τον Οκτώβρη κιόλας του ΄44. Μας βοήθησε ο καλός καιρός να δούμε, βαδίζοντας τα μονοπάτια, την Αρκάσα, τις Μενέτες, τις Πυλές, τον Όθο, τη Βολάδα και το Απέρι, παντού τα αρχαία ερείπια, οι παλαιοχριστιανικοί ναοί, τα ιταλικά αρχιτεκτονήματα, από τις αμμουδιές ως τα βουνά, τα βοσκοτόπια, τους πευκώνες. Την απολαύσαμε πολύ την Κάρπαθο, όμως σαν ήτανε να φύγομε πέρα κατά τη Ρόδο, η κακοκαιρία δεν άφησε το πλοίο να ποδήσει. Και παρατάθηκε έτσι εκεί η ευχάριστη διαμονή μας, μέχρι τα Θεοφάνεια, οπότε πάλι ο Σταυρός έκανε το θαύμα του και γαληνέψαν τα νερά κι ακούσαμε πως ο «Κανάρης», το καράβι μας, ερχόταν. Μα δεν μας έμενε πια άλλος χρόνος, παρά μόνο να πλεύσομε με το καϊκι «Κωνσταντίνος» ως το Διαφάνι κι από εκεί να γυρίσομε στην Κρήτη.   Κρύο πρωϊνό και σχεδόν άδειο το τοπίο, μόνο μια γυναίκα εκεί στο ύπαιθρο ετοίμαζε τον φούρνο της και η ζέστη κι η κουβέντα και το κέρασμα γέμισαν άνετα τον χρόνο μας. Τόσο που αποφασίσαμε να βγούμε με ένα τρίκυκλο στην  Όλυμπο, το πιο γνήσιο χωριό της Καρπάθου. Μια γρήγορη γύρα στα δρομάκια, τα ολόλευκα σπίτια, η θέα από ψηλά, τα παραδοσιακά χειροτεχνήματα κι αμέσως το κατέβασμα, η βάρκα που μας έφερε στο πλοίο, αραγμένο στα βαθιά, κι ύστερα πια το σφύριγμα, το πέλαγος, η Κρήτη.

Ρόδος / unsplash

Μα υπάρχει και η συνέχεια, τον επόμενο χρόνο, οπότε το αεροπλάνο απ΄ το Ηράκλειο στη Ρόδο, μάς άφησε αρκετό καιρό και για τα άλλα Δωδεκάνησα. Η Ρόδος, το νησί των ιπποτών, του ήλιου και των ρόδων, με τα πολλά ονόματα του, έμοιαζε μέσα στη σκέψη μας σαν κάτι εξωτικό, αιθέριο, ονειρεμένο. Ο κολοσσός της υψωνόταν στο λιμάνι, χριστιανοί, εβραίοι και μουσουλμάνοι γέμιζαν την παλιά πόλη και μες το κάστρο, άγρυπνοι φρουροί οι Ιωαννίτες, με τον Μεγάλο Μάγιστρο γαλήνιο βασιλέα. Και η πρώτη μας εντύπωση απ΄ την πόλη δεν απείχε και πολύ από τη φαντασία. Να το Μαντράκι, με τα πολυάριθμα ιστιοφόρα, να τα τείχη τα περίκλειστα, να τα μεσαιωνικά στενάκια μες στην πόλη, να το παλάτι που όριζε τη γη και τον ουρανό των σταυροφόρων.

Ο Ήλιος γοητεύτηκε από το νησί της Ρόδου και το ζήτησε από τον Δία δικό του, μα και άλλοι θεοί έζησαν εκεί τους έρωτες τους. Ο Δαναός έκτισε εκεί το ιερό της Λινδίας Αθηνάς, ο Κάδμος ιερό του Ποσειδώνα και ο Αλθαιμένης, γιος του Μίνωα, τον ναό του Ατταβυρίου Διός. Γεμάτη η ελληνική μυθολογία για τη Ρόδο από τις περιπέτειες θεών, ηρώων και ανθρώπων και η προϊστορία από ευρήματα της λίθινης και χάλκινης περιόδου. Κάποτε, πριν τον Κατακλυσμό, ζούσαν εδώ οι τελχίνες, κι ύστερα ήρθαν μινωϊτες, μυκηναίοι και δωριείς, που χώρισαν τη Ρόδο σε τρία κράτη, Ιαλυσό, Κάμειρο και Λίνδο. Μεγάλη ακμή περίμενε τη Ρόδο στην ελληνιστική εποχή, ακόμη και οι ρωμαίοι αρχικά τής άφησαν μια τυπική αυτονομία. Κατόπιν το νησί πέρασε όλες τις περιπέτειες του Βυζαντίου, φραγκοκρατία, την τοπική αυθεντία Γαβαλά για λίγο, τους γονοβέζους, βενετούς και τους Ιωαννίτες, ως την τουρκοκρατία, μέχρι τη νεότερη ιταλοκρατία. Πυκνή, μακραίωνη, αιματοβαμένη ιστορία ως την απελευθέρωση. Κι όλα τα ίχνη της μένουν ακόμη στο νησί. Η μυκηναϊκή Κυμισάλα, οι αρχαίες ακροπόλεις, ο ναός του Απόλλωνα στη Ρόδο, ο ναός της Αθηνάς στη Λίνδο, τα ερείπια της Καμείρου. Η βυζαντινή Παναγία Φιλέρημος στην Ιαλυσό, η Παναγιά του Κάστρου, του Μπούργκου και της Τσαμπίκας, η μονή Θάρρι στη Λαέρτα και του Αγίου Νικολάου στη Φιλέρημο. Τα μεσαιωνικά κάστρα Μονολίθου, Κρητηνίας, και Αγίου Νικολάου. Ολόκληρη η μεσαιωνική παλιά πόλη της Ρόδου, με τα τείχη, την τάφρο και το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου και το κτίριο της Καστελλανίας που στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Και από την εποχή των ιταλών ο καθεδρικός ναός του Ευαγγελισμού, οι περίφημες ιαματικές πηγές της Καλλιθέας, το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Έλαφος και Ελαφίνα», το Ενυδρείο.

Αδύνατο να τα επισκεφτείς όλα αυτά τα μνημεία σε τρείς μέρες, όσο κράτησε η παραμονή στη Ρόδο. Πήραμε μοναχά μια γεύση της, τόση που να μπορούμε να πούμε πως δεν είναι κυρίως  τουρισμός και γλέντι και καμάκι η Ρόδος, αλλά μια συνεχιζόμενη μακρά ιστορική πορεία, που ξεπέρασε κάθε ξενική επέμβαση και μένει πάντα ηλιόλουστη, με τον ελληνικό ήλιο να τη χρυσίζει. Μας μάγεψε στο τέλος η κοιλάδα των πεταλούδων στον Θεολόγο κι ύστερα πια τίποτε δεν μπορούσε να μας συγκινήσει. Ούτε το πάθος της ρουλέτας στο Καζίνο, ούτε η πολυτέλεια της νυκτερινής ζωής, μήτε καν στην αγορά το μοσχομυριστό αρνί στη σούβλα, που αποδείχθηκε στο τέλος πως ερχόταν κατεψυγμένο από τη Νέα Ζηλανδία…

Μια σύντομη εκδρομή στη Σύμη επακολούθησε, ένα νησάκι που αποτελεί ολόκληρο έναν αρχαιολογικό χώρο και που μονάχα λίγα από την αρχιτεκτονική παράδοση του απολαύσαμε. Απ΄ το μουράγιο ως τους πρόποδες του όρους Βίγλα, η Χώρα, ο Γιαλός με την πυκνή του δόμηση και με τα θολωτά περάσματα, τα σπίτια με τις ισόγειες αποθήκες, και τον όροφο με τις νωπογραφίες και τη μουσάντρα, ξυλοκατασκευή στο μεσοπάτωμα, που πρόσθεσε ο γάλλος αρχιτέκτονας Μανσάρτ. Και ψηλά η Άνω Χώρα κάτω από την αρχαία ακρόπολη, που πάνω της κτίστηκε το κάστρο των ιπποτών, με τα δίπατα και τρίπατα σπίτια, τις βοτσαλωτές αυλές, τα αετώματα, τις σιδεριές και αυτό το χρώμα λουλακί, ώχρα και τερακότα, θαύμα αισθητικής από τους απλούς τεχνίτες. Ένα μικρό προσκύνημα στον Πανορμίτη, στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, προστάτη ναυτικών και σφουγγαράδων κι όλης της Δωδεκανήσου, με τη μπαρόκ μονή και το καμπαναριό της κι έκλεισε για μας η επίσκεψη στη Σύμη.

Νωρίς το άλλο πρωί από τη Ρόδο, αφήνοντας πίσω Χάλκη, Τήλο και Νίσυρο, μας έφερε η «Μιμίκα» στο νησί της Κω κι ευθύς αμέσως από τον πλάτανο του Ιπποκράτη κατευθυνθήκαμε στο Ασκληπιείο. Σε μια θαυμάσια θέση έξω από την πόλη, μέσα στο άλσος των κυπαρισσιών, δίπλα στις θερμές πηγές και στα ερείπια του ναού, πόση γαλήνη κι ομορφιά και υγεία, σαυτό το μέγιστο θεραπευτήριο του 4ου π.Χ. αιώνα, όπου ο πατέρας της ιατρικής άσκησε την επιστήμη, ως ηθική του βίου ανεπανάληπτη. Γιατί ποιος επιστήμονας εν γένει μπορεί να αγνοήσει  τον κανόνα του όρκου «Διαιτήμασί τε χρήσομαι ἐπ’ ὠφελείῃ καμνόντων κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν, ἐπὶ δηλήσει δὲ καὶ ἀδικίῃ εἴρξειν». Ένα προσκύνημα οφειλόμενο λοιπόν από όλους που πιστεύουν στην αλήθεια, την αρετή, το κάλλος, την υγεία σώματος και νου, την αρμονία της ανθρώπινης ζωής, της φύσης και του χρόνου.

Απαλλαχτήκαμε από το άγχος να προλάβομε να δούμε όσα πιο πολλά μπορούμε και με ποδήλατο επιστρέφοντας στην πόλη απολαύσαμε την υπέροχη παραλιακή λεωφόρο με τους φοίνικες. Μιας και το πήραμε απόφαση   πως ήτανε μακριά για να τη δούμε την Αλυκή Τυγκάκι, τα Θερμά, το παλιό Πυλί, τη Λίμνη του Πυλίου και τη Ζια στο όρος Δίκαιος. Καθώς και το ναό του Απόλλωνα  στην Καρδάμαινα, το κάστρο και τις βασιλικές της Κεφάλου, το κάστρο στην Αντιμάχεια και τη σπηλιά της Άσπρης Πέτρας στο Ζηνί.  Μας έμεναν τα ερείπια της αρχαίας πόλης, η Μεγάλη Στοά, το Ωδείον και το Στάδιο. Η Κάζα Ρομάνα με τα ωραία μωσαϊκά, το κάστρο της Νερατζιάς και το κάστρο των Ιπποτών στο λιμάνι. Τα μουσουλμανικά τεμένη Λόζιας του Γαζή Πασά και Ντεφτερντάρ του Ιμπραχήμ Εφέντη, η συναγωγή του Καλ Σαλώμ και τέλος το παλαιοχριστιανικό βαπτιστήριο, σήμερα ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο κοιμητήριο, μια ιστορική σειρά μνημείων της ιστορίας της Κω.

Φωτογραφία Κάλυμνος: Michał KamińskiUnsplash

Αλλιώτικη μορφή η Κάλυμνος, οι ομηρικές Καλύδνες, επόμενος σταθμός του ταξιδιού μας, με τα πολλά νησάκια, τις απότομες ακτές και τις σπηλιές της. Τα ερείπια του ναού του Καλυδνέα Απόλλωνα, η χάλκινη πεπλοφόρος Κυρά της Καλύμνου, κι ο έφιππος θωρακοφόρος ηγεμόνας, δείγματα της αρχαίας ακμής του νησιού. Από τη χριστιανική ιστορία του ο Χριστός της Ιερουσαλήμ, που έκτισε η Αγία Ελένη, η βασιλική της Αγίας Αναστασίας, ο ναός των Αγίων Αποστόλων στο Άργος. Κομμάτια της νεότερης ζωής της Καλύμνου βλέπομε στο ναυτικό, το λαογραφικό και το μουσείο θαλασσίων ευρημάτων. Περνάμε από την εκκλησία του Χριστού, Μητρόπολη Καλύμνου και πιο πέρα, μπροστά από το Επαρχείο, βλέπομε το πολύτιμο αγαθό του τόπου, τα σφουγγάρια, απλωμένα να στεγνώσουν. Μα για να φτάσουν ως εκεί, να εξοπλιστούν, να πλεύσουν στους θαλάσσιους τόπους, πάνω από τον βυθό των σφουγγαριών τα σφουγγαράδικα καΐκια, να κατεβούν άλλοτε οι βουτηχτάδες στο βυθό και σήμερα οι δύτες με τα σκάφανδρα, αναπνέοντας τον αέρα του «ναργιλέ» αεροσυμπιεστή, να κόψουν, να μαζέψουν  τα σφουγγάρια, να ανεβούν προσεκτικά στην επιφάνεια για να αποφύγουν τη βαριά ασθένεια των δυτών, να επεξεργαστούν το προϊόν, να γυρίσουν πίσω στο νησί, να το πουλήσουν, πόση προσπάθεια, πόσος κόπος, πόσος κίνδυνος. Κι ακόμη κι όταν συναντήσουνε Το γιούσουρι, μάταιος κόπος να το ανασύρουν, να πλουτίσουν. Για το καρβέλι μόνο οι σφουγγαράδες μας παλεύουν. Και κάθε άνοιξη, που φεύγουν για τα παράλια της Αφρικής, στρώνουν πλούσιο το «Τραπέζι της Αγάπης». Σιγά σιγά λιγόστεψαν οι σφουγγαράδες της Καλύμνου, που κατάκτησαν όλη τη Μεσόγειο κι έφθασαν μέχρι την Αμερική κι έκαμαν το Τάρπον Σπρίνγκς χωριό τους.

Έμειναν όμως στη θέση τους, εργατικοί, ανθεκτικοί, ηρωϊκοί, ακρίτες του ελληνικού και μόνο Αιγαίου οι καλυμνιώτες, βρίσκονται εκεί, δίπλα στα Ίμια τα νησάκια, όπου κακοπαίχτηκε το λεγόμενο δράμα των Ιμίων, με τρεις νεκρούς πολεμιστές, με ευθύνη άλλων, αδικαίωτους. Όχι, δεν θα την πάρει τη σημαία μας ποτέ ο αέρας, γιατί είναι στερεωμένη μες στα βάθη της ψυχής μας, έτσι το πιστεύουν όλοι εδώ στην Κάλυμνο.

Η Πάτμος, αιώνες τώρα, δεν ανήκει πια στα Δωδεκάνησα, συνδέεται με τις επτά εκκλησίες της Ασίας (είς Έφεσον καί είς Σμύρναν καί είς Πέργαμον καί είς Θυάτειρα καί είς Σάρδεις καί είς Φιλαδέλφειαν καί είς Λαοδίκειαν). Ο Ιωάννης την έκανε πρωτεύουσα του πρώτου κράτους της χριστιανοσύνης, που το διοικούσε από το σπήλαιο του νησιού με τη δύναμη της πίστης, του Ευαγγελίου, του Χριστού. Με τις επτά χρυσές λυχνίες, τις επτά σφραγίδες, τις επτά φιάλες. Και με τους τέσσερις ίππους, λευκό, πυρρό, μέλανα, χλωρό και με το αρνίον το εσφαγμένον της Γραφής. Η Πάτμος δεν είναι πια νησί, είναι μια ήπειρος, που εκτείνεται από τη Βαβυλώνα μέχρι την Ιερουσαλήμ, από τη Ρώμη μέχρι την Αθήνα, από τον Αρμαγεδδώνα ως τη Νέα Ιερουσαλήμ.  Η Βαβυλώνα η πόρνη, η μεγάλη, στην Ανατολή και η Ρώμη η κοσμοκράτειρα, η σκληρή, στη Δύση όριζαν τα σύνορα του τότε γνωστού κόσμου. Από την Ιερουσαλήμ ξεκίνησε το κήρυγμα του νέου λόγου, απ΄ την Αθήνα πήρε τη μορφή, τη γλώσσα, την ιδέα, που μεταμορφώθηκαν στον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό. Και από τη Ρώμη πήρε η διδασκαλία του Χριστού, του Παύλου και του Πέτρου, το μαρτύριο, το αίμα, τη σφραγίδα της καινούργιας βασιλείας. Ο Αρμαγεδδών σημείωσε με τη φωτιά, με τη σφαγή και με τον θάνατο, την εξολόθρευση του παλαιού κόσμου, για να οικοδομηθούν τα δώδεκα πολύτιμα θεμέλια της Νέας Ιερουσαλήμ, οι δώδεκα πυλώνες, μαργαρίτες, η πλατεία, καθαρός χρυσός και στη μέση το δένδρο της ζωής με δώδεκα καρπούς, ένα για κάθε μήνα. Η Πάτμος δεν είναι πια γη, θάλασσα, ουρανός, δεν είναι το εδώ, ούτε το τώρα, ούτε το ποτέ, είναι το πέρα από όλα, το επέκεινα. Δεν είναι αλήθεια, αρετή και κάλλος, είναι μυστήριο, προφητεία και Αποκάλυψη.

Η Πάτμος, που αναφέρεται και Πάτνη, στις επιγραφές, φαίνεται πως είχε σχέση με την Άρτεμι, την Πότνια Θηρών, που στο ναό της πάνω έκτισε ο όσιος Χριστόδουλος, επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού, τον 11ο αιώνα, το μέγα μοναστήρι. Από τον 17ο αιώνα πια  το νησί γίνεται σπουδαία ναυτική δύναμη, και παίζει ρόλο και στα Ορλωφικά και στην Επανάσταση, πατρίδα του Εμμανουήλ Ξάνθου, του ενός από τους τρείς της Φιλικής Εταιρίας. Μόλις το πλοίο μας πλεύρισε στη Σκάλα, πήραμε τον δρόμο για το Σπήλαιο, εκεί που γράφτηκε η Αποκάλυψη, μπορεί και το Ευαγγέλιο, το Κατά Ιωάννην,  να δούμε με τα μάτια μας τον τόπο αυτόν της προφητείας.  Από το σπήλαιο της Δίκτης άρχισε η λατρεία του παλιού θεού, στο σπήλαιο της Βηθλεέμ γεννήθηκε ο Υιός του Θεού, του ζώντος και στο σπήλαιο της Πάτμου ο Θεός έγινε Λόγος, Υιός και Λόγος, λόγος προφητικός. Με όλο το δέος που προξενεί το περιβάλλον ανηφορήσαμε στο Μοναστήρι, που στέκει φρούριο σκούρο πάνω από τα λευκά σπίτια της Χώρας, μεγάλο, δαιδαλώδες, κρατώντας μέσα του κρυμμένους τους θησαυρούς της πίστης και της γνώσης. Κι απ΄ τα πλακόστρωτα σοκάκια κατεβαίνοντας, πήραμε κατεύθυνση τη θάλασσα στη Λάμπη, με τα ωραία βότσαλα της. Κι εκεί πια στη θάλασσα της Πάτμου, γεμάτη από το μυστήριο, που η φύση όλη το σκέπαζε γαλήνια, ακούστηκε η ωραία φωνή του Χαίλντερλιν, να λέει, «Ο Θεός είναι κοντά / Αν και είναι δύσκολο να Τον συλλάβεις. / Αλλά όπου υπάρχει κίνδυνος, /  Ένα στοιχείο σωτηρίας ξεπηδά επίσης».

Δεν είχαμε άλλο λόγο πια να μείνομε στην Πάτμο, η Λέρος και οι Λειψοί ήταν έξω από το πρόγραμμα μας κι ολοκληρώσαμε έτσι το ταξίδι μας στα Δωδεκάνησα. Σχεδιάζαμε όμως να δούμε τα μεγαλύτερα νησιά του Αρχιπελάγους κι ένα καΐκι που ταξίδευε στην Εύδηλο, μάς πήρε ως την Ικαρία, που μόλο που και αυτή δεν ήτανε στα σχάδια μας, από εκεί μπορούσαμε να πάρομε το πλοίο της γραμμής για τη Σάμο. Στις τρεις μετά τα μεσάνυκτα, ύστερα από δυο-τρεις καφέδες στα καφέ της παραλίας, ένα τσάϊ του βουνού στο «Ριφιφί» και αρκετές ώρες μέσα στη νυκτερινή υγρασία, ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος δεν θα είχαν αρχίσει ακόμη την πτήση τους, αφήσαμε χωρίς καν να το δούμε το νησί. Το πλοίο μας, η «Μυτιλήνη», πέρασε αξημέρωτα από τον Άγιο Κήρυκο, απ΄ τους Φούρνους κι έφθασε τέλος το πρωί στο νησί του Πυθαγόρα. Μια μικρή στάση στο Καρλόβασι και πλέοντας δίπλα σε απότομες, δασωμένες, έρημες ακτές, μπήκε και άραξε στον κόλπο στο Βαθύ, απέναντι απ΄ την πόλη.

Αδύνατον φυγείν το πεπρωμένον. Από τον Όμηρο κατάγεται η ρήση «Όπποτέρω θανάτοιο πεπρωμένον εστίν». Η Σάμος έζησε το δικό της πεπρωμένο από τα αρχαία ως τα νεότερα χρόνια, από την εποχή της Ιωνικής Δωδεκάπολης μέχρι τα χρόνια της Σαμιακής Πολιτείας, από τον Πολυκράτη ως τον Κοπάση. Ανάμεσα στους πιο ισχυρούς και πλούσιους και ευτυχείς της εποχής ο τύραννος, εκεί μέσα στον κόλπο πέταξε στη θάλασσα το σμαραγδένιο δακτυλίδι του για να μην προκαλεί τον φθόνο των θεών, κι όμως μέσα στην κοιλιά του ψαριού, το ξαναβρήκε. Και δεν απόφυγε τον φρικτό θάνατο απ΄ τους πέρσες. Και κάπου εκεί στην είσοδο της πόλης μάς το θύμισε το πεπρωμένο, μια στήλη του τυραννοκτόνου του νεότερου Ηγεμόνα, που όσο κι αν προστατευόταν από τη σουλτανική εξουσία δεν γλύτωσε κι αυτός τον θάνατο. Συνδέθηκε η Σάμος ύστερα από την τυραννία με τη δημοκρατική Αθήνα, και αιώνες αργότερα, αφού πέρασαν από το νησί γενοβέζοι και τούρκοι, η Επανάσταση έφερε το Στρατικοπολιτικό Σύστημα Σάμου και τότε οι «καρμανιόλοι», πιστοί της γαλλικής επανάστασης και της τρομοκρατίας, κτύπησαν ανελέητα τους συντηρητικούς τουρκόφιλους «καλλικαντζάρους». Η Σαμιακή Ηγεμονία ευτύχησε σε καθεστώς ημιαυτονομίας, να ζήσει αρκετά χρόνια με δικούς της νόμους, μόνο με φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο. Και με το κίνημα Σοφούλη τέλος να ενωθεί με την Ελλάδα.

Αλλά δεν μπορεί να ήταν έργο της μοίρας όλη η ιστορία της Σάμου, ούτε σαν ειρωνεία της ιστορίας να θεωρηθεί η δράση των ανθρώπων της, ούτε πρέπει να παραβλέψομε τους νόμους της ιστορικής εξέλιξης, τα αίτια, τις αφορμές, τα αποτελέσματα ιδεών και πρακτικών του τόπου και του χρόνου. Μόνο σαν θυμηθούμε τις μορφές του Πυθαγόρα, του Επίκουρου, του Αρίσταρχου, των μέγιστων μορφών της ιστορίας, της φιλοσοφίας και της επιστήμης, που γέννησε η γη της Σάμου, το καύχημα όλης της Ελλάδας, της μεγάλης, της παγκόσμιας, σταματά κάθε σκέψη για τη σύμπτωση, τη μοίρα,  το τυχαίο. Κυρίαρχη πια η συνείδηση, η βούληση, το έργο, που κινεί ακατάπαυστα όλη την ιστορία. Στο κέντρο ο ήλιος μένει ακίνητος και γύρω του η γη κινείται. Η Σάμος ένας επικούρειος κήπος. Κι ο μυστικός, πυθαγόρειος, μουσικός κόσμος των αριθμών απρόσιτος σε κάθε αγεωμέτρητο.

Σε μια κακή στιγμή, με μια κυρίαρχη οσμή μεθανίου, στον αέρα, βρήκαμε το Βαθύ απλωμένο στην καμπύλη παραλία, γεμάτο ζωή, μαγαζιά και καφενεία. Αντίδοτο η ζεστή φιλοξενία, τα πολλά ωραία νεοκλασικά, η ανάπαυση στο «Emily Hotel» και ο καφές στο «Ηραίον». Μικρή η απόσταση απ΄ τον σταθμό των λεωφορείων ως το Πυθαγόρειο, το Ηραίον και το Ευπαλίνειο αμφίστομο όρυγμα. Τη γραφική παραθαλάσσια πολιτεία με τα αμέτρητα κατάρτια της, τον μέγιστο ναό της αρχαιότητας και το λαμπρό τεχνικό κατόρθωμα της εποχής. Από τον Πύργο Λογοθέτη, αρχηγού της σαμιακής Επανάστασης του ΄21, φθάσαμε μέχρι το αρχαίο θέατρο, την παλαιοχριστιανική βασιλική, τη σύριγγα, την ιερά οδό προς το Ηραίον. Μια μόνο από τις 155 κολώνες του στέκει πάνω στο κρηπίδωμα του τέταρτου εκατόμπεδου ναού, σαν δείγμα του μεγαλείου, της δόξας, της ευσέβειας των αρχαίων. Και δίπλα ο μέγιστος βωμός, τα αφιερώματα, το Σύνταγμα του Γενέλεω με τις ωραίες πλαστικές μορφές. Και στο ρυάκι οι λυγαριές, όπου γεννήθηκε η θεά, κι έγιναν έτσι τα ιερά της δένδρα. Κι απέναντι ακριβώς, επτά στάδια, χίλια τριακόσια μόνο μέτρα, τα τουρκικά τώρα εδάφη… Πως όμως βρέθηκε εδώ το μνημείο του Κικέρωνα, τί άραγε πρόσφερε στον τόπο για να τον τιμήσουν οι σαμιώτες. Να πού το Δίκαιο έχει κι εδώ τον λόγο του, τη ρητορική, το jus honorarium, με το οποίο οι ελληνικές δικαιϊκές αρχές πέρασαν στην αυστηρή Δωδεκάδελτο, για να διαμορφώσουν το ρωμαϊκό δίκαιο ικανό να κυβερνά τον κόσμο. Και τι σύμπτωση να βρεθεί στην αρχαιότητα εδώ ο Κικέρων, στη Σάμο, που πρώτη στη νεότερη εποχή από τις υπόδουλες ακόμη ελληνικές περιοχές, απόκτησε νομοθεσία, τον Οργανικό της Νόμο, τον Αστικό Κώδικα και την Πολιτική Δικονομία.

Φωτογραφία Σάμος: Makis HristarasUnsplash

Ένα ποτήρι απ΄ το περίφημο σαμιώτικο κρασί μοσχάτο, που ο ίδιος ο Διόνυσος δίδαξε στους κατοίκους την παραγωγή του, γλυκαίνει τον λυπηρό αποχαιρετισμό της Σάμου, κι η νοσταλγία μιας επανόδου κατακάθεται στο νου και στην καρδιά μας.

Η Χίος (Κίος ή Κέως κατά τον Όμηρο) μάς ήτανε γνωστή από τον Οινοπίωνα, καρπό του έρωτα Διονύσου και Αριάδνης, πρώτο οικιστή και δάσκαλο των ντόπιων στο κρασί και στην αμπελουργία. Φαίνεται πως κι εδώ προηγήθηκε ο μινωϊκός πολιτισμός, κι από τους πελασγούς μέχρι τους ίωνες το νησί αναδείχθηκε πολύ, μέσα σε καθεστώς δημοκρατίας, από τον 6ο αιώνα π.Χ., με ένα τυπικό βασιλιά και τη βουλή και τους δημάρχους να κατέχουν την πολιτική εξουσία. Πέρασε τη μεγάλη περιπέτεια των περσικών πολέμων και ήρθε ο Αλέξανδρος να προασπίσει τους δημοκρατικούς κατά των συντηρητικών που στήριζαν οι πέρσες. Στα βυζαντινά χρόνια κτίστηκε το κάστρο της και τότε, στον 11ο αιώνα, θεμελιώθηκε και η περίφημη Νέα Μονή της Παναγίας της Χίου. Πέρασαν έπειτα οι γενοβέζοι και απόδωσαν οι τούρκοι τα προνόμια, μέχρι την Επανάσταση και την καταστροφή στα 1822, του τόπου. Ξεχάστηκαν ίσως πιά οι περιγραφές του Ξένου, του Πιτσιπίου και του Βικέλα, τα ιστορικά μυθιστορήματα  Λουκής Λάρας, Ορφανή της Χίου και Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, και η γλώσσα η καθαρεύουσα, που εξιστορεί τη ζωή, τα πάθη, τον αγώνα της εποχής εκείνης. Έτσι είναι οι νόμοι της εξέλιξης, ξεπέρασαν και τη μέση οδό του Κοραή στο γλωσσικό μας ζήτημα, του μεγάλου χίου, του εκπροσώπου του νεοελληνικού φωτισμού. Θα μείνουν πάντα αγέραστοι οι στίχοι του Ουγκώ για το Ελληνόπουλο, «Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα. / Η Χίο, τ’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα». Η πιο ταιριαστή λεζάντα για του Ντελακρουά τον φοβερό πίνακα, Η σφαγή της Χίου. Μα πέρασαν τα χρόνια, ξαναπήρε το νησί τα προνόμια, οι δημογέροντες και πάλι στη διοίκηση, και οι χιώτες στη μαστίχα, το κρασί, το λάδι και στη θάλασσα, έμποροι των εθνών με τα καράβια τους, Κολόμβοι των ωκεανών και ξακουστοί καπεταναίοι.

Στα βιαστικά, γιατί τέλειωνε πια ο χρόνος του ταξιδιού μας, διαβήκαμε από το λιμάνι ως κάτω την προκυμαία, τη Λεωφόρο του Αιγαίου με τους παράδρομους της, Βενιζέλου, Ψυχάρη και Ροδοκανάκη, μέχρι το πάρκο, το Δημαρχείο, την ιστορική Βιβλιοθήκη Κοραή, το Ομήρειο, το τζαμί, τις κρήνες, τα μαγαζιά με τις μαστίχες και μετά ανεβήκαμε στο Κάστρο. Και γυρίζοντας, εκεί στο «Τζιβαέρι» ακούστηκαν οι Θαλασσινοί στίχοι του Γεράνη, τραγουδισμένοι με την πενιά του Ζαμπέτα. «Πάρε ναυτάκι, / ναυτάκι Συριανό, / Λοστρόμο Πειραιώτη, / Μηχανικό Μυτηλινιό, / τιμόνι Καλαματιανό. / Και καπετάνιο Χιώτη». Και πήγε αμέσως το μυαλό στον δικό μας τον Μίκη και οι συνειρμοί μας έφτασαν μέχρι τον άλλο «χιώτη», τον Ανδρέα, που και οι δυο τους γεννήθηκαν εδώ στη Χίο.

Μόλις που προλαβαίναμε να πάμε στα Μαστιχοχώρια, στα Μεστά, το μεσαιωνικό χωριό με τα περίκλειστα προς τα έξω σπίτια, τα λιθόστρωτα, τους θόλους και τους πύργους. Και τον ιερό ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, τον τρισυπόστατο, Μιχαήλ και Γαβριήλ Ταξιαρχών, Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και Αγίου Χαραλάμπους. Σταθήκαμε στο γυρισμό για ένα «υποβρύχιο» μαστίχας στο Πυργί, πατρίδα του Κολόμβου, του μεγάλου μας ταξιδευτή, που το σπίτι του μάς  δείχνει ο καφετζής, κι αυτός με το όνομα Κολόμβος. Ναι, υπάρχουν αρκετοί Κολόμβοι στο χωριό, όπου όλα τα κτίρια ξεχωρίζουν για τα εξωτερικά «ξυστά» επιχρίσματα, με εγχάρακτα γεωμετρικά στολίδια, αξιοζήλευτα. Ο Πύργος διαφεντεύει όλο το Πυργί και στην πλατεία, «το λιβάδι», στα πανηγύρια, οι κάτοικοι με τις παραδοσιακές τους φορεσιές χορεύουν τον πυργούσικο χορό, όλο ομορφιά και χάρη.

Σαλπάραμε πια για τη Λέσβο, τελευταίο μας σταθμό σε αυτό το πολυήμερο ταξίδι και η αγάπη μας για τα νησιά μεγάλωνε ολοένα. Και όταν πατήσαμε πόδι στη Μυτιλήνη το άγχος του χρόνου που μας έμενε, άρχισε αργά να μας κυριεύει.

Ο Λέσβος, του Λαπίθου γιος, φαίνεται πως έδοσε το όνομα του στο νησί και ο Μακαρεύς με τις πέντε  κόρες, Μυτιλήνη, Μήθυμνα, Ίσσα, Αντίσσα, Αρίσβη ονομάτισε τις πόλεις του, αυτές που κατάστρεψαν στον πελοποννησιακό πόλεμο οι αθηναίοι. Και τρεις χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάστηκαν σε μια μέρα, όσο χρειάστηκε να φθάσει στο νησί η τριήρης, που έφερνε το ακυρωτικό του πρώτου ψήφισμα για το ξεκλήρισμα του τόπου. Έτσι η δημοκρατία είναι επίφοβη στην άκρατη δημαγωγία, που μπορεί να ξεπεράσει στα εγκλήματα την κάθε μοναρχία. Κι έρχονταν τώρα, που γράφονται αυτά, να μας μπαίνουν στο μυαλό οι συμπτώσεις, η προεκλογική εποχή του ταξιδιού τότε στη Μυτιλήνη, το βράδυ μίλησε εκεί ο Πρωθυπουργός, κι ύστερα το αποτέλεσμα των εκλογών, «λεφτά υπάρχουν», και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο «μνημόνιο», και καμιά τριήρης δεν πρόλαβε τον σφαγιασμό του ελληνικού λαού, απ΄ τη «δημοκρατία»…

Φωτογραφία Λέσβος: Panagiotis GalatisUnsplash

Συνήλθε βέβαια κάποτε η Λέσβος και αναπτύχθηκε και στα βυζαντινά χρόνια και μετά στην κατοχή των γενοβέζων και πήρε τα προνόμια της τουρκοκρατίας, μα και δικός της ήταν και ο Χαϊρεντίν ο Βαρβαρόσας. Μέχρι που τέλος ήρθε η Ένωση το 1913 και με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους πάνω στο μέτωπο του Σκρά έζησαν οι μυτιληνιοί τη Ζωή εν Τάφω, κατά τη μαρτυρία του Μυριβήλη, και άρχισαν από το 1922 να δέχονται ως τα σήμερα τους πρόσφυγες, μικρασιάτες του ξεριζωμού κι άλλους από μακρινές πατρίδες, που ο πόλεμος και η πολιτική τους έφερε ως εδώ να ζήσουν ή και να πεθάνουν. Εκεί, στην ακτή της Λέσβου, πάντα τραγουδούσε το κομμένο κεφάλι του Ορφέα, κι ο Αρίων και ο Τέρπανδρος ακολουθούσαν τον σκοπό, και ο Αλκαίος έγραφε τα ποιήματα για τη Σαπφώ, πάντοτε αδιάφορη στον έρωτα του. Και όλα τα ανθρώπινα έκρινε  ο Πιττακός Μυτιληναίος ο σοφός, με εκείνο το περίφημο «μηδέν άγαν», που ανάμεσα στον Έλεγχο Ψευδοαττικισμού πια, στη Βιβλιοθήκη του πατριώτη μας καθηγητή Βερναρδάκη, θα το βρεις καταχωμένο, σαν να απολιθώθηκαν, όπως τα δένδρα στο Σίγρι, αυτά τα ελληνικά και μόνο του Ελύτη «ο ήλιος ο ηλιάτορας, ο πετροπαιχνιδιάτορας» να μπορεί να τα φωτίσει.

Βαδίσαμε όλη την παραλία της Μυτιλήνης και την Ερμού επιστρέφοντας, για να δούμε τον μπαρόκ εντυπωσιακό ναό του Αγίου Θεράποντα, τη μητρόπολη του Αγίου Αθανασίου, το Δημαρχείο, το Μέγαρο της Θέμιδος και το Γενί και το Τσαρσί Τζαμί, και στη Σουράδα τα εκπληκτικά αρχοντικά με τους διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, που η εξέλιξη κι ο πλούτος έφεραν εδώ στη Μυτιλήνη. Ύστερα συνεχίσαμε  προς την Επάνω Σκάλα, το αρχαίο θέατρο και το βυζαντινό μεγάλο κάστρο που ο Ιουστινιανός φρόντισε να κτίσει, κι όλοι οι κατακτητές τού πρόσθεσαν για να ολοκληρωθεί η τωρινή μορφή του. Τις επόμενες δυο μέρες πήραμε σειρά τους δρόμους προς τον Μόλυβο, την Καλλονή, τη Γέρα, την Αγιάσο, το Πλωμάρι. Από έκπληξη σε θαυμασμό, μας οδηγούσαν η φύση, το τοπίο και τα κτίσματα, και οι άνθρωποι, τα προϊόντα και η διάθεση δεν μας άφησαν καθόλου σε ησυχία. Η θέα από το κάστρο της Μυθήμνης, και η απόλαυση της σκιάς του ολοσκέπαστου λουλουδισμένου δρόμου και η παραλία με τις νοστιμιές συναγωνίζονταν στο τι να μας προσφέρουν. Ακολούθησε ο θαυμάσιος κόλπος της Καλλονής, με τις φημισμένες σαρδέλες, ο πευκόφυτος κόλπος του Γέροντα, κι ο λιθόκτιστος παραδοσιακός οικισμός της Αγιάσου και η πλατεία και ο γραφικός δρόμος στο Πλωμάρι, με το περίφημο ούζο του.  Γεμάτο το νησί με ελαιώνες, βοσκοτόπια, βυρσοδεψεία, ελαιοτριβεία και μουσεία λαδιού. Και εκκλησιές με πολλά πανηγύρια, όπου οι ντόπιοι οργανοπαίχτες, ακολουθώντας την αρχαία παράδοση, συνοδεύουν τους χορούς, και το τραγούδι και το κισκέκ, που μεταβάλλει το βοδινό με το σιτάρι σε μια υπέροχη νοστιμιά, αντάξια αυτού του τόπου. Βραδάκι στο λιμάνι, στα «Καρντάσια», πηγαινοέρχονταν τα πιάτα με μεζέδες και έρεε το ούζο άφθονο και μέχρι αργά απολαύσαμε, μας είχε φύγει πια το άγχος, αυτή την πανδαισία, την τελευταία στα νησιά του Αιγαίου, που έπρεπε ως τόσο κάποτε να τελειώσει.

Πετάξαμε πρωί πάνω από τη Μυτιλήνη και το ένα πίσω από το άλλο, αφήναμε όλα τα νησιά του Αιγαίου, που γνωρίσαμε, μέχρι να φθάσομε στο αεροδρόμιο Αθηνών και από εκεί με άλλο αεροπλάνο πίσω στην Κρήτη. Και τέλειωσε κι αυτό μας το ταξίδι μόλις πατήσαμε στο αεροδρόμιο «Ιωάννης Δασκαλογιάννης», που η περισσή ευλάβεια στον αρχηγό και μάρτυρα ήρωα του 1770, τον Δάσκαλο Γιάννη, πρόσθεσε στο όνομά του, το αχρείαστο «Ιωάννης». Μα το έχουνε αυτό οι έλληνες  (από) ανέκαθεν, από τον καιρό που η κοινή ελληνική διαδόθηκε στον κόσμο, διάλεκτοι, διγλωσσία, ιδιώματα, να δημιουργούν ελληνικούρες, ολίγον μιξοβάρβαρα, να αντιπαλεύουν Κοραής, Ψυχάρης και Μιστριώτης, να μένει πάντα ανοικτό το γλωσσικό μας. Και ποιος να κατηγορήσει εμάς τώρα τους κρητικούς, που είπαμε τον γιο ή τον νεαρό Μανούσο, Μανουσάκη, μα τότε θάπρεπε να πούμε Μανουσάκι, κι όχι να ρίχνομε το φταίξιμο στους τούρκους, που ήθελαν δήθεν να μειώσουν έτσι τους ρωμιούς στα μάτια των μουσουλμάνων. Μα όπως και νάναι το όνομα είναι πάντα η ψυχή μας κι όλος ο αγώνας γίνεται, αν μπορούμε να τη σώσομε.

Τα Ιόνια νησιά μάς έβγαζαν απ΄ τα νερά του Αιγαίου, ακολουθώντας σαν τους παλαιούς κρητικούς, τους σίγουρους δρόμους προς τη Βενετιά, μετά την άλωση του Μεγάλου Κάστρου. Μα όσο απλή, πανέμορφη, γλυκιά είναι η φύση του Ιονίου, τόσο περίπλοκο, δύσκολο, αργό είναι το ταξίδι στα νησιά του. Δεν είναι μόνο η μεγάλη απόσταση από τα Αντικύθηρα ως τη νήσο Σάσωνα, που ανήκει σήμερα στην Αλβανία, αλλά και οι συγκοινωνίες που συνδέουν κάθε νησί ξεχωριστά με την ηπειρωτική Ελλάδα, ώστε να χρειάζονται περισσότερα από ένα ταξίδια για τα Επτάνησα. Αφήσαμε έξω από το πρόγραμμα Αντικύθηρα και Κύθηρα, που τα είχαμε επισκεφθεί στο ταξίδι στην Πελοπόννησο, κι έτσι χρειάστηκε ένα ταξίδι για τη Ζάκυνθο, Ιθάκη και Κεφαλλονιά από την Κυλλήνη, δεύτερο για Λευκάδα και Παξούς από την Πρέβεζα και τρίτο για την Κέρκυρα από την Ηγουμενίτσα. Τρία ταξίδια λοιπόν συμπυκνώθηκαν σε ένα, ξέχειλο από φύση, ιστορία και πολιτισμό, ταξίδι στη γη και στη θάλασσα του Ιονίου Πελάγους, ταξίδι στην αλήθεια, τη χαρά και τη ζωή στον κόσμο τούτο.

Ο  Όμηρος πρώτος  μάς ταξίδεψε στα Επτάνησα,  συντροφιά με τον Οδυσσέα, (πάντα ο Οδυσσέας πίσω από κάθε μας ταξίδι), και τι πειράζει αν η Ιθάκη του ταιριάζει ή όχι στον δικό μας χάρτη, το έχουμε καταλάβει πια οι Ιθάκες τι σημαίνουν. Ήρθαν ύστερα οι άποικοι ερετριέων και κορινθίων, ήρθε η διαμάχη αποικίας και μητρόπολης,  ήρθε η επέμβαση των  αθηναίων στην Κέρκυρα, που προκάλεσε τον πελοποννησιακό, τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο και έφερε την καταστροφή του κλασικού μας κόσμου. Και άφησε τα Επτάνησα έξω από τις κύριες γραμμές της ιστορίας. Μόλις τον 8ο  αιώνα εμφανίζεται το βυζαντινό Θέμα της Κεφαλληνίας και ύστερα από τις πολλές επιδρομές σαρακηνών, νορμανδών και ιταλών, κατά τον 12ο αιώνα, σχηματίστηκε αρχικά η Παλατινή Κομητεία Κεφαλληνίας και Ζακύνθου και μετά κατά τον 14ο αιώνα το Δουκάτο της Λευκάδος, υπό την εξουσία σικελών, ιταλών και γάλλων. Ήδη οι βενετοί από το 1204 είχαν προσαρτήσει Κέρκυρα, Παξούς και Κύθηρα και στη συνέχεια απορρόφησαν τα υπόλοιπα νησιά, κτίζοντας τη μεγάλη ναυτική αυτοκρατορία τους. Αλλά ήρθε η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και ο μέγας στρατηλάτης από την Κορσική τάραξε την Ευρώπη απ΄ άκρη σ΄άκρη, εξαφάνισε τη Βενετία από τον χάρτη σε μια νύκτα και άρχισε ο χορός των Συμφωνιών για τη νέα διαίρεση των ευρωπαϊκών εδαφών, ανάμεσα τους και των Επτανήσων. Το 1797 με τη Συνθήκη Κάμπο Φόρμιο τα ιόνια νησιά παραχωρήθηκαν στη Γαλλία. Το 1800 με τη Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως δημιουργήθηκε η Επτάνησος Πολιτεία, αυτόνομη υπό τη ρωσική εξουσία και την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Το 1807 με τη Συνθήκη Τίλσιτ επέστρεψαν τα Επτάνησα στους γάλλους. Το 1815 με τη Συνθήκη Παρισίων σχηματίστηκε το Ηνωμένο Κράτος των Ιονίων Νήσων, η Ιόνιος Πολιτεία, υπό την αγγλική «προστασία». Και το 1864 με τη Συνθήκη του Λονδίνου, παραχωρήθηκαν τέλος τα Επτάνησα στην Ελλάδα. Κουραστικοί αυτοί οι χοροί της ευρωπαϊκής διπλωματίας, που άλλαζαν συνέχεια το ρυθμό τους, ανάλογα με την τροπή των ναπολεοντείων πολέμων, και που μετά τον χορό των Βρυξελλών, παραμονή της μάχης του Βατερλώ, αποτέλεσαν το πλαίσιο του Συνεδρίου της Βιέννης, που ονομάστηκε εύλογα «το Συνέδριο που χορεύει». Αλλά δεν λένε τίποτε οι χοροί και τα συνέδρια κι οι συνθήκες για το υποκείμενο τους, τον λαό και τους ανθρώπους που αφορούν. Δεν λένε για τις δημοκρατικές αρχές που προώθησαν οι γάλλοι, ούτε και για τον συντηρητισμό που επανάφεραν οι ρώσοι και οι άγγλοι, μήτε για τα προνόμια των ευγενών του Libro d Oro, μήτε για τους αγώνες ευγενών, αστών και χωρικών, που ξέσπασαν στα χρόνια εκείνα. Τότε ήταν που έδρασαν ο πρίγκιπας Θεοτόκης, ο κόντε Μοτσενίγο, ο κόμης Ιωάννης Καποδίστριας, ο άγγλος διοικητής λόρδος Μαίτλαντ, το κόμμα των Αληθινών Ριζοσπαστών Ζερβού και Μομφεράτου, το κόμμα των Ενωτικών Ριζοσπαστών του Λομβάρδου. Στα νεότερα χρόνια το Ιόνιο υπήρξε κέντρο γραμμάτων και τεχνών, ανεξιθρησκείας, προοδευτικής σκέψης και δράσης. Η Ένωση έφερε στην Ελλάδα μια ιδιαίτερη περιοχή  με τη δική της ευρωπαϊκή, νεοτερική καλλιέργεια, ήθη, έθιμα, λατρεία, πολιτισμό, αρχιτεκτονική, μουσική, λογοτεχνία. Με τη δημιουργική αφομοίωση της εξόριστης κρητικής κληρονομιάς, της ιταλικής, της δυτικοευρωπαϊκής κουλτούρας, αναδείχθηκε ολόκληρη η επτανησιακή σχολή. Στη λογοτεχνία με Σολωμό, Κάλβο, Βαλαωρίτη, στην παιδεία με Δαμωδό, Βούλγαρη, Θεοτόκη, στη μουσική με Μάντζαρο, Σαμάρα, Λαυρέγκα, στη ζωγραφική με Δαμασκηνό, Μόσχο, Δοξαρά, στην πολιτική με Μομφεράτο, Αντύπα, Χοϊδά, αναφέροντας ελάχιστους από τους πολλούς δημιουργούς της.

Φωτογραφία Ζάκυνθος: Frenjamin BenklinUnsplash

«Ας χαμηλώναν τα βουνά να ΄βλεπα το Λεβάντε / να ΄βλεπα την Κεφαλλονιά και το ωραίο Τζάντε». Σάββατο του Λαζάρου κι ύστερα από τη διαδρομή Κίσσαμος-Γύθειο-Σπάρτη, γη και θάλασσα, αργά χαμήλωνε ο Ταΰγετος με το παλιό Citroen 1200 ως την Καλαμάτα, για να φθάσομε στην ώρα μας στο ferry της Ζακύνθου, στην Κυλλήνη. Το Φιόρε του Λεβάντε με ανοικτή την αγκαλιά μάς υποδέχθηκε, στην παραλία από τον Άγιο Διονύσιο ως την Πλατεία Σολωμού, στεφανωμένη με τον λόφο του Στράνη, τα πεύκα και το ενετικό φρούριο Μπόχαλης από πάνω. Ούτε ίχνος πια από τον μεγάλο σεισμό του 1953, από το Ρεμπελιό των Ποπολάρων, και από την «ανήμερη φυλακή» στο αρχοντικό της Στέλλας Βιολάντη. «Το χάσμα π΄άνοιξε ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ΄ άνθη». Οι δυο Διονύσιοι, ο Άγιος και ο Ποιητής, ισότιμα ορίζουν το νησί τους, στο Μαυσωλείο με τον Κάλβο ο Σολωμός, στην Εκκλησία με το άγιο σκήνωμα ο προστάτης. Καινούργια πόλη τώρα η Ζάκυνθος, με τα λιγοστά παλιά της κτίρια, τα αγάλματα, τις εκκλησιές και τις πλατείες. Στο Δημαρχείο, στη Βιβλιοθήκη, στο Ιστορικό Αρχείο, στο Μουσείο, μας συνοδεύει φιλικά η παρέα των «Επιφανών Ζακυνθίων». Προσκυνούμε στο Ναό του Αγίου Διονυσίου, στον Άγιο Νικόλαο του Μώλου και στον Άγιο Γεώργιο των Φιλικών και ήδη φθάσαμε στο «Πλάζα» για ξεκούραση. Σε τρεις μέρες καλύψαμε τις τρεις κύριες διαδρομές. Νότια, Λαγανάς, Άγιος Σώστης, Κοιλιωμένου, Λίμνη Κερίου, Κέρι, τους χελωνότοπους της καρέτα-καρέτα, τις σπηλιές, το μοναστήρι. Βόρεια, Τσιλιβή, Ακρωτήρι, Γερακάρι, Κορίθι, Καλιγκάδο, τα γραφικά χωριά, την αγγλική ερειπωμένη βίλλα, τη Μονή Αναφωνήτρας. Δυτικά Παντοκράτωρ, Μαχαιράδο, Αγία Μαύρα, Βολίμες, Άγιος Λέων, με τις πολλές παραλίες, το Ναυάγιο, τους γκρεμνούς, όλη την άγρια φύση.

Μεγάλη Πέμπτη η περιφορά του Σταυρού, το χριστιανικό πένθος μας κατέχει, καμιά ευκαιρία για τα δρώμενα, τις λαϊκές Ομιλίες της Ζακύνθου, τις χαρούμενες καντάδες. Μένει μόνο στη σκέψη μας το θέατρο του Ξενόπουλου, οι Ωδές του Κάλβου, οι Τάφοι του Φώσκολου οι Τριλογίες του Ρώμα. Ξανανεβήκαμε, ακόμη αχόρταγοι, στον Στράνη, μπορεί να ακούγαμε τις κανονιές της Επανάστασης απέναντι, όπως τις άκουγε ο Σολωμός γράφοντας εκεί τον Ύμνο. Τίποτε. Μονάχα «…αργοφυσούσε / τόσο γλυκό στό πρόσωπο τ΄αέρι, / πού λές καί λέει μές στής καρδιάς τά φύλλα / γλυκιά ή ζωή καί ό θάνατος μαυρίλα».

Από τη Ζάκυνθο στην Κεφαλλονιά, σύντομο το ταξίδι και πρωί της Μεγάλης Παρασκευής μπήκαμε στο Αργοστόλι, αργά και επίσημα, σαν να συνοδεύαμε τον Πρωθυπουργό του Σιάμ Γεράκη, που γύριζε στα πάτρια εδάφη για το Πάσχα. Πένθιμη η πόλη, λυπητερές καμπάνες, στολίζονταν στις εκκλησίες τα επιτάφια και δεν φαινόταν η δράση, η κίνηση, η περιπέτεια, αυτά τα έκδηλα σημεία, που απαρτίζουν τη ζωή κάθε κεφαλλονίτη. Ιδιαίτερη, αλήθεια, αυτή η φύση των εις -άτος, πήρανε την ομηρική Ιθάκη δική τους, κατάκτησαν τη Μάλτα, τη Μελίτη, όπου ναυάγησε ο Απόστολος Παύλος στο τέταρτο ταξίδι του, στη Ρώμη, κάνανε τα δώδεκα ευαγγέλια δεκατρία. Και εκεί που λέγαμε, αυτά είναι τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, να οι αποδείξεις, στα αρχαιολογικά συνέδρια, στα φιδάκια της Παναγιάς στα Αργίνια, όπως εκείνο που τυλίχθηκε στο χέρι του Παύλου, στο επιπλέον ευαγγέλιο του όρθρου του Ευαγγελισμού, στη Μηλαπιδιά, όταν έπεφτε Μεγάλη Παρασκευή. Παράδοξος ωστόσο ο κύκλος των συνθέσεων της Κεφαλλονιάς, αναρχικός Άβλιχος Μικέλης και Ιωάννης Μεταξάς δικτάτωρ, επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης και σατυρικός Ανδρέας Λασκαράτος, Βικέντιος Δαμωδός φιλόσοφος και ποιητής Νίκος Καββαδίας, απόδειξη κι αυτό λυμένων μυστηρίων.

Φωτογραφία Κεφαλονιά: Victor MalyushevUnsplash

Ένα αξιοθέατο η πόλη, το Αργοστόλι, με τη Νομαρχία, το Δημαρχείο, την Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη και το Μουσείο, το Ωδείο, το Θέατρο του. Κοντά η χαράδρα της Αγίας Βαρβάρας. Στα Βαλσαμάτα η σπηλιά και το μοναστήρι με το σκήνωμα του προστάτη του νησιού Αγίου Γερασίμου. Και ο άγιος Γεώργιος Μηλαπιδιάς στα Περατάτα. Από την άλλη πλευρά του κόλπου το Ληξούρι, επίμονος αντίζηλος στην πρωτοκαθεδρία του νησιού, του Αργοστολίου, με άλλοτε πολεμικές διαδηλώσεις, με τα πνευματικά του ιδρύματα, την Ιακωβάτειο Βιβλιοθήκη, τη Φιλαρμονική Σχολή Πάλλης, το Θέατρο Μαρκάτο. Και λίγο πιο πέρα από την πόλη η Μονή των Κηπουραίων, τα μυκηναϊκά ανάκτορα του «Οδυσσέα», η παραλία Ξι στα Μαντζαβινάτα. Και τέλος δυτικά το λιμάνι της Σάμης, με τα πρωτοελληνικά ερείπια, την ακρόπολη και την αρχαία πόλη. Γυρίσαμε σχεδόν όλη την ύπαιθρο, ως τον εθνικό δρυμό του Αίνου, του Monte Nero, με τη μαύρη ελάτη και τα μικρόσωμα άλογα, το λιμνοσπήλαιο Μελισσάνη και τη σπηλιά του Δρογκαράτη, κι ως τη Σκάλα και τον Πόρο. Στη διαδρομή μας τα Βλαχάτα, Τρωϊανάτα, Καλιγάτα, Σβορωνάτα, Μεταξάτα. Ο Καραβόμυλος με τα νερά από τις καταβόθρες, το κάστρο του Αγίου Γεωργίου, οι  μυκηναϊκοί θαλαμωτοί τάφοι στη Λακύθρα. Κι ακόμη το μνημείο της ιταλικής μεραρχίας Αcqui, μάρτυρας της σφαγής πέντε χιλιάδων ψυχών, στη δόξα του Γ΄ Ράϊχ…

Μεγάλο Σάββατο στην αγορά, ψώνια, καφέδες, ούζο και κρασί, φωνές και γέλια, το αρτοποιείον ¨Η Έλλειψις Πελατών» κι εκείνη η ανακοίνωση, «Όποιος πήρε την ξύλινη σκάλα να τη γυρίσει, για να μην τον εξευτελίσω, ως κλέπτη, χρονιάρες μέρες. Χρόνια Πολλά και Καλό Πάσχα», μέχρι την Ανάσταση στη Μητρόπολη της Παναγίας Ευαγγελιστρίας. Την άλλη μέρα πήραμε τον δρόμο προς τα βόρεια, διασχίζοντας τη λιμνοθάλασσα  Κουταβού, από τη λίθινη γέφυρα Δεβοσέτου, μεγάλο έργο του ελβετού διοικητή στην αγγλοκρατία ντε Μοσέ. Από την παραλία της Αγίας Ευφημίας, στο μεγάλο κάστρο της Άσσου και από εκεί στο Φισκάρδο, γραφικό, απολαυστικό, παραδεισένιο λιμανάκι. Επιστροφή στη βάση μας, γεμάτοι από τις όμορφες εικόνες του νησιού, για λίγο οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι στον κόσμο. Και ξαφνικά η είδηση για το Τσερνομπίλ μας γύρισε πίσω από την ουτοπία στην πραγματικότητα. Σκληρή η ζωή έξω από τον παράδεισο, σιγά σιγά επιστρέφοντας από τη Σάμη προς την Πάτρα και την Κρήτη, ο κίνδυνος, η αστάθεια, το πρόσκαιρο της ύπαρξης μάς συνεπήρε πάλι, ως το επόμενο αισιόδοξο ταξίδι.

Ακολουθήσαμε την ίδια διαδρομή του πρώτου ταξιδιού στα Επτάνησα, επεκτείνοντας την ως την Πρέβεζα, απ΄ όπου, σχεδόν χωρίς να το καταλάβομε, περάσαμε την πλωτή γέφυρα, και φθάσαμε μέσα στη Λευκάδα. Δεξιά μας λιμνοθάλασσα και το κάστρο της Αγίας Μαύρας, μπροστά μας η παραλία, η πόλη, η αγορά, το πάρκο των ποιητών, το μουσείο του Λευκάδιου Χερν, γη και ουρανός και θάλασσα του Ιονίου πελάγους. Από την πόλη ως το Νυδρί  σύντομος δρόμος και φθάνομε στο δάσος με κατάρτια, απέναντι τα καταπράσινα νησάκια, το άγαλμα του Ωνάση να ατενίζει τον Σκορπιό και τα ιστιοφόρα έτοιμα για τις τουριστικές διαδρομές τους. Ανάπαυλα για ένα καφέ και φεύγομε για τη Μονή Φανερωμένης με το μουσείο εκκλησιαστικής τέχνης που διαθέτει και την εξαίσια πανοραμική θέα που μαγεύει. Κι ύστερα, ανεβαίνοντας αργά προς τα δασωμένα υψώματα, ξαναβρισκόμαστε στην Κρήτη, στην Καρυά, στον Δήμο Σφακιωτών, στο ωραιότερο χωριό του τόπου. Μες στα αιωνόβια πλατάνια, η μεγάλη πλατεία με το υποβρύχιο του κουταλιού, τη ρακή, τα εργόχειρα, τη χαρωπή διάθεση, που και μόνο αυτή μας γαληνεύει.

Μικρός ο γύρος του νησιού, μεγάλη η ιστορία και η παράδοση του. Το βράδυ, στο θερινό σινεμά, απολαύσαμε τις άριες της Αϊντα, όχι δεν ήταν η Κάλλας, αλλά η αντίζηλος της η Τεμπάλντι, που ζωντάνευε το μπελκάντο του Βέρντι. Όμως για μας η Μαρία, η ελληνίδα ντίβα,  κυριαρχούσε στον μουσικό αέρα της Λευκάδας κι ο έρωτας του Αριστοτέλη, ενός σύγχρονου Οδυσσέα, κατακτητή, αποτελούσε έναν ακόμη κρίκο στη σειρά του μύθου και της ιστορίας της Λευκάδας. Η Λευκάς Πέτρα στο νότιο ακρωτήρι του νησιού ονομάτισε τη Λευκάδα, εκεί κοντά στους Εγκρεμνούς, που ο μύθος συνδέει την Αφροδίτη, τη Σαπφώ, τον Οδυσσέα, τους πρώτους μεγάλους έρωτες θεών και ανθρώπων. Η αρχαία πόλη Νήρικος αναφέρεται πως ανήκε στην Ιθάκη, δηλαδή στη Λευκάδα, εδώ στο παλάτι της περίμενε είκοσι χρόνια η Πηνελόπη, απ΄ εδώ έβγαινε  καπνός «αναθρώσκων», και εδώ τέλειωνε το μακρύ ταξίδι, ο νόστος και η Οδύσσεια. Ύστερα πέρασε πια το νησί όλες τις περιπέτειες της Επτανήσου, επιδρομές, επαναστάσεις, κατακτήσεις. Ο Φωτεινός ο ζευγολάτης, σφακισιάνος, στάθηκε ολόρθος μπροστά στον φράγκο Τζώρτζη τον Γρατζιάνο, κι έβγαλε την κραυγή του σκλαβωμένου, «Aν εξεράθη το κλαρί, /  πάντα χλωρή είν’ η ρίζα. / Και μένει πάντα ζωντανό ή ρόδι φάγ’ ή βρίζα, / αυτό το βόιδι το μανό, /  π’ όσο βαθιά ρουχνίζει / τόσο εύκολα μυγιάζεται κι ανεμοστροβιλίζει / και που το κράζουνε Λαό. Θα σπάσει το καρύκι / και θα προβάλει με φτερά μια μέρα το σκουλήκι». Κι αυτό το νικητήριο σάλπισμα του Βαλαωρίτη, του Ζαμπέλιου και του Σικελιανού, απ΄ εδώ δόνησε τη χώρα πέρα ως πέρα και ξεδίπλωσε τις φοβερές σημαίες, της Λευτεριάς, στον ελληνικό αέρα.

Από την Πάργα πήραμε το καραβάκι για Παξούς, κι αράξαμε στον Γάϊο, το Λογγό, τη Λάκκα, τους Αντίπαξους, παραδεισένια τα νερά, κατάφυτες αμμουδιές, απόκρυφες θαλασσινές σπηλιές, οικισμοί βγαλμένοι από τα παραμύθια. Νησιά του έρωτα του Ποσειδώνα και της Αμφιτρίτης, που για αυτή απόκοψε ο θεός της θάλασσας, με την τρίαινα,  τη νότια άκρη της Κέρκυρας, για να χαιρόμαστε κι εμείς τον τόπο. Λένε πως εδώ κρύφτηκε και ο μεγάλος έρωτας του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, μετά τη ναυμαχία του Ακτίου. Ο έρωτας της ελευθερίας έσπρωξε απ΄ εδώ στη θάλασσα τον πυρπολητή Ανεμογιάννη, φόβο και τρόμο του τουρκικού στόλου. Κι εδώ πάλι, στις δυτικές θάλασσες του νησιού, κατάγραψε κι ο «Παπανικολής», το θρυλικό υποβρύχιο, τις μεγάλες νίκες του κατά των ιταλών, που πήγαιναν να κλέψουν άνανδρα την Ελευθερία των ελλήνων.

Στον Γάϊο περπατήσαμε μέχρι την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, που κάτω από το ιερό βήμα της βρίσκεται ο τάφος του Αγίου Γαϊου, μαθητή του Αποστόλου Παύλου, που έδοσε το όνομα του στον τόπο. Ήπιαμε τον τελευταίο μας καφέ στην προκυμαία, κάτω από το Μουσείο των Παξών, αντίκρυ από τα δυο νησάκια, της Παναγιάς με το μοναστήρι και του Αγίου Νικολάου, με το ενετικό φρούριο. Κάποια ταινία γυριζόταν εκεί με φυσικό ντεκόρ την παραλία και πριν προλάβομε καν να απομακρυνθούμε, μας κύκλωσαν μηχανές, προβολείς, κοστούμια, τεχνικοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες και γίναμε άθελα μας έτσι οι κομπάρσοι μες στο πλάνο. Τέλειωνε το ταξίδι μας, αφήναμε πίσω τους Παξούς, το θέατρο της ζωής συνεχιζόταν, κι ο καθένας στον ρόλο του απάνω στη σκηνή της ζωής, γεμάτος πάθος, προσπαθώντας να βιώσει το αληθινό της νόημα, κρυμμένο εκεί βαθιά στα καταγάλανα νερά του Ιονίου.

Φωτογραφία Κέρκυρα: Erik KaritsUnsplash

Το τελευταίο μας ταξίδι στα Νησιά, με το αυτοκίνητο ως την Ηγουμενίτσα και με το ferry μετά στην Κέρκυρα, ολοκλήρωσε τη μεγάλη περιήγηση στα ελληνικά πελάγη. Πλησιάζοντας διακρίνονταν οι δυο κορφές, που γι αυτές ονομάστηκε απ΄ τους βυζαντινούς το νησί Κορφοί. Μα στην αρχαιότητα  λεγόταν Σχερία (σχειν, σταμάτησε τις προσχώσεις για να μην ενωθεί με την απέναντι ακτή, ζήτησε η Δήμητρα από τον Ποσειδώνα). Και Φαιακία, νησί των φαιάκων της Οδύσσειας. Αλλά και Δρέπανο το είπαν, από το δρεπάνι της Δήμητρας, που έδοσε το σχήμα του νησιού. Ίσως και η νύμφη Κέρκυρα, ερωμένη του Ποσειδώνα, νάναι πηγή του ονόματος. Αλλά τέλος αδιάψευστη απόδειξη η γραμμική Β, φαρδιά πλατιά, με τη λέξη Κέρκυρα, δεν άφησε καμιά αμφιβολία για το  όνομα του. Η Κέρκυρα έπαιξε τον ρόλο της στον πελοποννησιακό πόλεμο, κι ύστερα έμεινε κάπως στο περιθώριο. Εκχριστιανίστηκε από τον Ιάσωνα και τον Σωσίπατρο, που τα οστά τους τέθηκαν στον παλιό καθεδρικό ναό. Ακολούθησαν οι επιδρομές σαρακηνών και νορμανδών, η βενετική κατάκτηση και η ένδοξη απόκρουση των οθωμανών, που γι αυτή συντέθηκε το ωραιότατο ορατόριο του Βιβάλντι Juditha Triumphans. Γνωστές οι μετέπειτα εξελίξεις στο νησί, η τύχη των ανδρών του σερβικού στρατού στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, που θάφτηκαν στα νερά του «Μπλε Τάφου», ο ιταλικός βομβαρδισμός του 1923, η αντίσταση του 1941, η μοίρα των εβραίων της Κέρκυρας στο Άουσβιτς.

Εντυπωσιακή η πόλη της Κέρκυρας, μια άλλη Βενετία του Ιονίου, με τα πολυώροφα νεοκλασικά στο χρώμα της ώχρας, τις πλατείες της Σπινιάδας και Γαρίτσας, το παλιό και το νέο φρούριο, τα ανάκτορα Μιχαήλ και Γεωργίου (Μουσείο Ασιατικής Τέχνης), τα μέγαρα της Ιονίου Βουλής, της Ακαδημίας, της Ιόνιας Τράπεζας, του Καποδίστρια, της Αναγνωστικής Εταιρίας, του Δημαρχείου (Θέατρο Σαν Τζάκομο). Με την εκκλησία του προστάτη Αγίου Σπυρίδωνα, με το σκήνωμα του, την Ανατολική Μητρόπολη της Παναγίας Σπηλιωτίσσης, την καθολική Μητρόπολη των Αγίων Ιακώβου και Χριστοφόρου. Μια βόλτα με την άμαξα δεν φτάνει για να δούμε τις ομορφιές της Κέρκυρας, τα γραφικά καντούνια με την απλωμένη μπουγάδα, τη θέα από το Κανόνι, τη Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών, τη βυζαντινή εκκλησία της Μεταμόρφωσης στο Ποντικονήσι, την πεζογέφυρα ως το Πέραμα, το ανάκτορο του Μον Ρεπό και το Μουσείο του. Και είναι αναγκαία μια στάση στη μονή Πλατυτέρας, στον τάφο του Καποδίστρια και στην έπαυλη του,  μουσείο, στην Κουκουρίτσα, τιμή και μνήμη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας. Αφιερώσαμε μια μέρα στην παραλία της Παλαιοκαστρίτσας, στα νερά που η Ναυσικά αντίκρυσε τον Οδυσσέα, στο μοναστήρι, στο Αγγελόκαστρο, που κράτησε την άμυνα του νησιού κατά των τούρκων. Η δυτική ακτή γεμάτη από πανέμορφα χωριά, Πέλεκας, Σιναράδες, Γαρδίκι με το βυζαντινό του φρούριο, ως τη λιμνοθάλασσα των Κορισίων, όπου απολαύσαμε την κερκυραϊκή παστιτσάδα. Βραδάκι πίσω στο ιστορικό καφέ «Λιστόν», τακτοποιήσαμε στη μνήμη τις ωραίες μας εντυπώσεις. Αφήσαμε για το τέλος το «Αχίλλειον», από τα πιο φημισμένα ανάκτορα της Ευρώπης, έργο ιταλών αρχιτεκτόνων, σε θαυμάσιο πομπηιανό ρυθμό, διακοσμημένο, με τους εξαίσιους κήπους του, γεμάτους με αγάλματα, που κτίστηκε για την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Ελισάβετ. Η αρχαία Ελλάδα κυριαρχεί παντού, από τις Εννέα Μούσες ως τον Αχιλλέα, δείγμα γερμανικής αρχαιολατρείας. Αλλά συνδέεται και με την τραγική μοίρα της δυναστείας των Αψβούργων, την αυτοκτονία του διαδόχου  Ροδόλφου  και της ερωμένης του Μαρίας Βετσέρα στο Μάγιερλινγκ, τη δολοφονία της αυτοκράτειρας απ΄ τον αναρχικό Λουτσένι στη Γενεύη, την κακή τύχη του Κάϊζερ Γουλιέλμου, που το αγόρασε μετά, και παραιτήθηκε απ΄ τον θρόνο του, μετά την ήττα της Γερμανίας στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο Αχιλλεύς θνήσκων, ορειχάλκινο άγαλμα του Χέρτερ, έδοσε το όνομα του  στο ανάκτορο, συνδέοντας τη ζωή με τον θάνατο, το φως του Ιονίου με το σκοτάδι του βορρά, τον έρωτα με τη μοίρα, από την οποία κανένας δεν ξεφεύγει, θνητός ή γαλαζοαίματος, στον δρόμο της ιστορίας. Κι όμως εμείς τη ζήσαμε, τη μια στιγμή αθανασίας στην Κέρκυρα, στο Ιόνιο, στα ελληνικά νησιά, και πια κανείς δεν μπορεί να μας την αφαιρέσει.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

"google ad"

Ακολουθήστε το agonaskritis.gr στο Google News, στο facebook και στο twitter και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Αγώνας της Κρήτηςhttp://bit.ly/agonaskritis
Ο “Αγώνας της Κρήτης” εκδόθηκε στις 8 Ιουλίου του 1981. Είναι η έκφραση μιας πολύχρονης αγωνιστικότητας. Έμεινε όλα αυτά τα χρόνια σταθερός στη διακήρυξή του για έγκυρη – έγκαιρη ενημέρωση χωρίς παρωπίδες. Υπηρετεί και προβάλλει, με ευρύτητα αντίληψης, αξίες και οράματα για μία καλύτερη κοινωνία. Η βασική αρχή είναι η κριτική στην εξουσία όποια κι αν είναι αυτή, ιδιαίτερα στα σημεία που παρεκτρέπεται από τα υποσχημένα, που μπερδεύεται με τη διαφθορά, που διαφθείρεται και διαφθείρει. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εφημερίδα έμεινε μακριά από συσχετισμούς και διαπλοκές, μακριά από μεθοδεύσεις και ίντριγκες.

Τελευταία Νέα

Περισσότερα σαν αυτό
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ