Της Βασιλικής Σιούτη
Όπως πάντα στη χώρα μας, η δημόσια συζήτηση περιλάμβανε πολλή φασαρία και λίγη ουσία. Πολύ θόρυβο και ελάχιστη, έως καθόλου ουσιαστική συζήτηση και έντιμη ενημέρωση από τους πολιτικούς, ώστε να αντιλαμβάνονται οι πολίτες τα πραγματικά διακυβεύματα
Αναμφισβήτητα, το ζήτημα που κυριάρχησε την περασμένη εβδομάδα ήταν το Σκοπιανό, παρά τα όσα φέρνει η κυβέρνηση, δεσμεύοντας τη χώρα για πολλές δεκαετίες στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης του τρίτου μνημονίου.
Όπως πάντα στη χώρα μας, η δημόσια συζήτηση περιλάμβανε πολλή φασαρία και λίγη ουσία. Πολύ θόρυβο και ελάχιστη, έως καθόλου ουσιαστική συζήτηση και έντιμη ενημέρωση από τους πολιτικούς, ώστε να αντιλαμβάνονται οι πολίτες τα πραγματικά διακυβεύματα.
Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς είχαν δεσμευτεί εδώ και καιρό απέναντι στην Ουάσινγκτον και το Βερολίνο ότι θα έλυναν το θέμα με την ΠΓΔΜ, ώστε να προχωρήσουν ανεμπόδιστα οι διαδικασίες ένταξής της σε ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Κανείς ωστόσο δεν ήταν βέβαιος ότι θα το κάνουν, καθώς με δεδομένα τα όρια που έθετε η γειτονική χώρα έπρεπε η ελληνική πλευρά να κάνει πολλές υποχωρήσεις, που θα είχαν πολιτικό κόστος στο εσωτερικό. Στο παρελθόν είχαν υπάρξει κι άλλοι πολιτικοί πρόθυμοι να λύσουν το ζήτημα με τα Σκόπια, αλλά ο φόβος του πολιτικού κόστους τούς έκανε να μην το προχωράνε.
Ο Κώστας Σημίτης, η Ντόρα Μπακογιάννη και ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν από εκείνους που ήθελαν να το κλείσουν, αλλά, όποτε έφταναν κοντά, έβλεπαν ότι οι υποχωρήσεις που τους ζητούσαν ήταν περισσότερες απ’ όσες έκριναν ότι μπορούσαν να διαχειριστούν κι έτσι έκαναν πίσω. Οι πολιτικοί, άλλωστε, κρίνονται από τον λαό αλλά και από την Ιστορία, στην οποία λογοδοτούν, είτε το θέλουν είτε όχι.
Κάθε πολιτικός ηγέτης οφείλει να το θυμάται αυτό. Ειδικά στα εθνικά θέματα ο χρόνος και οι συγκυρίες συχνά επιφυλάσσουν απρόβλεπτες εξελίξεις, αλλά οι ηγέτες οφείλουν να είναι διορατικοί και η ευθύνη είναι μεγάλη, γιατί μια απόφαση για τα εθνικά θέματα που στις σημερινές συνθήκες μπορεί να μη μοιάζει τόσο σημαντική μετά από χρόνια μπορεί να αποδειχτεί μοιραία ή σωτήρια.
Ο Αλέξης Τσίπρας ζύγισε τα πράγματα πριν προχωρήσει στη συμφωνία αυτή, την οποία ήθελαν όλα τα ξένα ισχυρά κέντρα εξουσίας αλλά και η ελληνική επιχειρηματική τάξη, ειδικά ο κατασκευαστικός τομέας. Από την άλλη, γνώριζε ότι θα υπήρχαν λαϊκές αντιδράσεις, οριζόντιες, σχεδόν απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι περίπου 70%-80% δεν αποδεχόταν ούτε τις λιγότερες από τις υποχωρήσεις που ήθελε να κάνει η κυβέρνηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας ζύγισε τα πράγματα πριν προχωρήσει στη συμφωνία αυτή, την οποία ήθελαν όλα τα ξένα ισχυρά κέντρα εξουσίας αλλά και η ελληνική επιχειρηματική τάξη, ειδικά ο κατασκευαστικός τομέας. Από την άλλη, γνώριζε ότι θα υπήρχαν λαϊκές αντιδράσεις, οριζόντιες, σχεδόν απ’ όλους τους πολιτικούς χώρους, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι περίπου 70%-80% δεν αποδεχόταν ούτε τις λιγότερες από τις υποχωρήσεις που ήθελε να κάνει η κυβέρνηση.
Ζυγίζοντας και μετρώντας, λοιπόν, τις αντιδράσεις, το Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών επέλεξαν να ικανοποιήσουν τους πρώτους, αναλαμβάνοντας το ρίσκο του πολιτικού κόστους, καθώς εκτίμησαν ότι η στήριξη των ισχυρών ήταν πιο σημαντική γι’ αυτούς. Έτσι κι αλλιώς, πρόβλημα πολιτικών αρχών δεν είχαν με το θέμα.
Ούτε πρόβλημα να αποδεχτούν τις υποχωρήσεις που χρειάζονταν για να το κλείσουν. Ο οδηγός τους, όπως κάθε φορά, ήταν αυτό που τους συμφέρει περισσότερο. Και έκριναν ότι αυτό που έκαναν ήταν το πιο συμφέρον.Όπως λέει και το Μαξίμου, ήθελαν να δείξουν ότι είναι μια κυβέρνηση «που λύνει προβλήματα» αλλά και να δώσουν ευκαιρίες (με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους) για νέες δουλειές στην ελληνική επιχειρηματική τάξη, οι οποίες περιγράφονται με λεπτομερή τρόπο στη συμφωνία (άρθρο 14).
Η κυβέρνηση καθυστέρησε πολύ να ενημερώσει και τους πολιτικούς και τους πολίτες για το περιεχόμενο της συμφωνίας, μέχρι την τελευταία στιγμή. Κυκλοφόρησε πρώτα ένα non paper το οποίο ωραιοποιούσε τη συμφωνία, αποσιωπώντας πολλές πτυχές και κυρίως υποχωρήσεις.
Από την άλλη, εντυπωσιακή είναι και η αλλαγή του Κυριάκου Μητσοτάκη στο θέμα αυτό, καθώς και πολλών φιλελεύθερων στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, που επέλεξαν να ταυτιστούν με την πλειοψηφία, όπως αυτή εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις για το Σκοπιανό, παρά να υπερασπιστούν τις θέσεις που είχαν παλαιότερα. Όχι όλη η Νέα Δημοκρατία, αλλά η φιλελεύθερη πτέρυγα, στην οποία ανήκε και ο νυν αρχηγός του κόμματος, ο οποίος ήθελε να εμφανίζει ένα προφίλ πολιτικού που αγνοεί το πολιτικό κόστος. Αλλά αυτά πριν γίνει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αντιστοίχως, ο Νίκος Κοτζιάς ήταν κόκκινο πανί στον ΣΥΡΙΖΑ για χρόνια, καθώς τα περισσότερα στελέχη του κόμματος και ειδικά οι λεγόμενοι «δικαιωματιστές», οι «53» κ.λπ. τον χαρακτήριζαν «εθνικιστή», όπως και εκείνος τους αποκαλούσε «εθνομηδενιστές». Η εξουσία όμως ενώνει και τώρα αυτά τα παλιά πολιτικά μίση έχουν ξεχαστεί. Ειδικά μετά τη συμφωνία για το Σκοπιανό, όλοι εκείνοι που ο Κοτζιάς κάποτε αποκαλούσε εθνομηδενιστές πίνουν νερό στο όνομά του και τον υπερασπίζονται.
Την αριστερή κριτική, ωστόσο, δεν την απέφυγε, καθώς δέχτηκε τα πυρά πολλών παλιών συντρόφων του από το ΚΚΕ και τη ΛΑΕ και όχι μόνο, που τον κατηγόρησαν ότι εφαρμόζει πιστά τις εντολές του ΝΑΤΟ. Κάποιοι έκαναν και πιο σκωπτικά σχόλια, όπως ο Δημήτρης Μπελαντής, που του έγραψε: «Όταν σε ένα πρώιμο στάδιο της καριέρας σου έχεις εκδώσει μπροσούρα για να πεις πόσο σοσιαλιστικό ήταν το πραξικόπημα του στρατηγού Γιαρουζέλσκι, δικαιούσαι να την ολοκληρώσεις με μια συμφωνία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αμερικανικής υπερδύναμης. Υπάρχει μια συμμετρία σε αυτόν τον πολιτικό βίο μεταξύ των υπερδυνάμεων».
Τα γκρίζα σημεία της συμφωνίας, πάντως, είναι αρκετά, η έλλειψη συνοχής υπαρκτή και τα ερωτήματα που γεννώνται ακόμα περισσότερα. Π.χ. η χώρα θα λέγεται διεθνώς Βόρεια Μακεδονία, αλλά οι πολίτες της Μακεδόνες και η γλώσσα μακεδονική. Με βάση τη λογική, η σύνθετη ονομασία κανονικά υπάρχει σε όλα τα επίπεδα, αλλιώς δεν είναι ούτε σύνθετη ονομασία ούτε erga omnes.
Όσο για το περίφημο ζήτημα του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού που επικαλέστηκε ατυχώς ο Αλέξης Τσίπρας, όπως επισημαίνουν νομικοί και αναλυτές, κάθε δικαίωμα ασκείται ως εκεί που δεν προσβάλλει ένα αντίθετο δικαίωμα, αλλιώς βρίσκεται μια λύση που ικανοποιεί και τις δύο πλευρές. Και το σκέτο Μακεδονία προσβάλλει τα εθνικά συναισθήματα όσων κατοικούν στην ελληνική Μακεδονία, καθώς το μέρος επικαλείται το όλον.
Σχετικά με τις πολιτικές συνέπειες της συμφωνίας, ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να πετυχαίνει έναν από τους παράλληλους στόχους του. Μπορεί να μην κατάφερε, όπως φαίνεται για την ώρα, να προκαλέσει ρήγμα στη ΝΔ, το προκάλεσε όμως στο Κίνημα Αλλαγής, όπου ο διχασμός είναι προφανής, με τους μισούς να επιθυμούν να στηρίξουν τη συμφωνία και τους άλλους μισούς όχι. Παράπλευρες απώλειες όμως λόγω Σκοπιανού βιώνουν κι άλλα δύο κόμματα: το Ποτάμι και οι ΑΝ.ΕΛ.
Στο Ποτάμι έτσι κι αλλιώς βρίσκονται σχεδόν σε αποσύνθεση, με τα μισά περίπου στελέχη του να συζητάνε με τον ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα μισά με τη ΝΔ. Όλα αυτά στο παρασκήνιο, βέβαια, και με το βλέμμα στις επόμενες εκλογές. Δύσκολα είναι τα πράγματα όμως και για τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που η συμφωνία αυτή μπορεί ακόμα και να τους αφανίσει, καθώς καθημερινά υπάρχουν μαζικές παραιτήσεις και τα κυβερνητικά στελέχη του αποδοκιμάζονται, κάτι που συμβαίνει και με στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.
Σημαντική εξέλιξη για την κυβερνητική πλειοψηφία ήταν και η απώλεια ενός βουλευτή, του Δημήτρη Καμμένου των ΑΝ.ΕΛ., που στήριξε την πρόταση μομφής της ΝΔ και διαχώρισε τη θέση του λόγω της συμφωνίας, με αποτέλεσμα να διαγραφεί από το κόμμα του.
Η Συμφωνία των Πρεσπών αναμένεται να έρθει στην ελληνική Βουλή προς κύρωση στο τέλος του έτους, σύμφωνα με την κυβέρνηση. Εκεί θα δούμε αν θα υπάρξουν κι άλλες αναταράξεις.