Ο Βόλφγκαγκ Στρέεκ στο βιβλίο του «Αγοράζοντας Χρόνο: Η Αναβληθείσα Κρίση του Δημοκρατικού Καπιταλισμού» ξεκινά με μια κριτική αποτίμηση του πόσο έγκυρες είναι οι θεωρίες περί της καπιταλιστικής κρίσης της Σχολής της Φραγκφούρτης, όσον αφορά την κατανόηση των κρίσεων του σήμερα. Ο Στρέεκ υποστηρίζει ότι οι παλιότεροι θεωρητικοί της κρίσης ελάχιστα θα μπορούσαν να συλλάβουν επί πόσον καιρό οι καπιταλιστικές κοινωνίες θα είχαν τη δυνατότητα να “εξαγοράζουν χρόνο με χρήμα”, αποφεύγοντας έτσι τα επακόλουθα των αντιφάσεων και εντάσεων που είναι εγγενείς στον σύγχρονο καπιταλισμό. Εν συνεχεία, ερμηνεύει τους μετασχηματισμούς του δυτικού καπιταλισμού από τη δεκαετία του ’70 σαν ένα ξεσηκωμό του κεφαλαίου ενάντια στη μεικτή οικονομία της μεταπολεμικής περιόδου.
Να το κάνουμε λιανά διά παραδείγματος. Καρέ 1ο.
Ανάμεσα στους διακηρυγμένους στόχους της ΕΟΚ ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης ενιαίας αγοράς, όπου τα προϊόντα των χωρών-μελών θα κυκλοφορούσαν ελεύθερα χωρίς ποσοτικούς περιορισμούς και δασμούς. Δηλαδή η απαγόρευση των κρατών-μελών να επιβάλλουν ποσοτικούς περιορισμούς στις εισαγωγές από άλλα κράτη-μέλη –και όχι μόνο- και δασμούς. Πράγματι, μέσα στην ΕΟΚ και την ΕΕ το κράτος έχασε αυτόν τον ρυθμιστικό ρόλο. Ο “ξεσηκωμός” εκδηλώθηκε.
Ο Στρέεκ παρουσιάζει την απο-ενσωμάτωση της οικονομίας από το κράτος-ρυθμιστή σαν μια παρατεταμένη αντίδραση επιτυχούς αντίστασης των κατόχων του κεφαλαίου απέναντι στους όρους που ο καπιταλισμός είχε υποχρεωθεί να αποδεχθεί μετά το 1945 για να παραμείνει πολιτικά αποδεχτός σε μια περίοδο διαπάλης των οικονομικών συστημάτων. Ο γερμανός οικονομολόγος υποστηρίζει επίσης ότι από τη δεκαετία του ’70 ο καπιταλισμός είχε αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα νομιμοποίησης, αλλά λιγότερο από πλευράς των μαζών και περισσότερο από πλευράς της ίδιας της καπιταλιστικής τάξης. Αναφερόμενος στον Kalecki, προτείνει ότι οι θεωρίες της κρίσης πρέπει να αναθεωρηθούν επικεντρώνοντας στην πλευρά του κεφαλαίου, και ερμηνεύει τις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις σαν μία απεργιακή κινητοποίηση του κεφαλαίου, που συνίσταται στην άρνησή του να παράσχει στην κοινωνία τις “ζωογόνες” δυνάμεις του, δηλ. τις δυνάμεις της επένδυσης και της παραγωγικής ανάπτυξης.
Να το κάνουμε λιανά και πάλι. Καρέ 2ο.
Με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, ενώ πριν εξάγαμε περισσότερα αγροτικά προϊόντα απ’ όσα εισάγαμε (το 1980 οι εξαγωγές ήταν κατά 6,9 δισ. δρχ. περισσότερες από τις εισαγωγές), από το ’81 και μετά, το ισοζύγιο αντιστράφηκε. (Το 1981 παρουσίαζαν έλλειμα 11 δισ. δρχ., το ’82 19,7 δισ. δρχ. και πήγε λέγοντας).
Το παράδειγμα αυτό από τον πρωτογενή τομέα είναι ενδεικτικό του ότι οι συμφωνίες τύπου ενιαίων αγορών –αργότερα μετεξελίχθηκαν σε συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου- αντί να στοχεύσουν σε μία ισομερή ανάπτυξη, λειτούργησαν –όχι μόνο για τον πρωτογενή τομέα- προς την κατεύθυνση της επενδυτικής ενίσχυσης σχεδόν αποκλειστικά προς συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους-επιχειρήσεις. Αυτοί είχαν έδρες και μονάδες παραγωγής σε επιλεγμένες χώρες, -αφήνοντας άλλες έξω από το παιχνίδι-, σταδιακά κυριάρχησαν καθώς η διεθνοποίηση του κεφαλαίου αναβαθμιζόταν, και τελικά δημιούργησαν θανάσιμες για το σύστημα ανισορροπίες.
Όταν οι μεγάλοι παίχτες έπιασαν τις “γωνίες” της παραγωγής, μεγάλο μέρος του κεφαλαίου στράφηκε στην παραγωγή-εμπορεία υπηρεσιών και στην επένδυση σε χρηματοπιστωτικές παρασιτικές (μη-παραγωγικές) επενδύσεις (βλ. το οικονομικό μοντέλο της Αγγλίας -δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη ευρωπαϊκή τράπεζα που κατέρρευσε ήταν η Royal Bank of Scotland). Για χώρες που έμειναν εντελώς στην απ’ έξω, όπως η Ελλάδα, το εντόπιο κεφάλαιο ακολούθησε την ανέξοδη λύση της δραστηριοποίησης στον εισαγωγικό κλάδο –μεταπρατικό μοντέλο- και στις εργολαβίες.
Επιστρέφουμε στον Στρέεκ, ο οποίος εξηγεί ότι η κρίση του 1973-75 και τα μονοπάτια που οδήγησαν στην έξοδο απ’ αυτήν ήταν το αποτέλεσμα της απροθυμίας του κεφαλαίου να γίνει ένα απλό υποζύγιο για τη διαδικασία της παραγωγής, πράγμα που πολλοί θεωρητικοί της Σχολής της Φραγκφούρτης είχαν προβλέψει. Η αντίδραση του κεφαλαίου στην επαπειλούμενη εξημέρωσή του έβαλε σε λειτουργία μια διαδικασία “απο-δημοκρατικοποίησης του καπιταλισμού μέσω της απο-οικονομικοποίησης της δημοκρατίας”.
Απ’ το 1973 μέχρι το 2013, οι μανοί ταύροι που θα αυλάκωναν ήσυχα τη γης με το αλέτρι, στασίασαν, μεταμορφώθηκαν σε ωρυόμενα λιοντάρια γαμψόνυχα, και καταπίνουν τους γεωργούς. Οι πανικόβλητοι γεωργοί μπορούν τώρα ν’ αφήσουν καταγής τ’ ανωφέλευτα πλέον ξινάρια, να πιάσουν τα μαστίγια και να δαμάσουν τα κτήνη;
Ζ. Νικολακάκης