Ερώτηση Νίκου Χουντή σε Μάριο Ντράγκι για την χρηματοοικονομική ευπάθεια των ευρωπαϊκών νοικοκυριών.
Γραπτή ερώτηση προς τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κ. Μάριο Ντράγκι, κατέθεσε ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας, Νίκος Χουντής, αναφορικά με την «χρηματοοικονομική ευπάθεια» των νοικοκυριών στην Ευρωζώνη, ενός δείκτη που εξετάζει το ποσοστό του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού που δαπανάται για την εξυπηρέτηση δανείων.
Πιο συγκεκριμένα, ο ευρωβουλευτής της Λαϊκής Ενότητας υπογραμμίζει τα αποτελέσματα της Έρευνας Κατανάλωσης Νοικοκυριών (HFCS) της ΕΚΤ, στην οποία σημειώνεται ότι «σύμφωνα με τον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς το εισόδημα (debt service–to–income ratio) τα φτωχότερα νοικοκυριά της Ευρωζώνης δαπανούν τουλάχιστον το 20% των εισοδημάτων τους για την εξυπηρέτηση χρέους», ποσοστό το οποίο «απογειώνεται» στις χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετώπισαν πιο έντονα την οικονομική κρίση, όπως η Ελλάδα όπου «οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των δανείων ισοδυναμούν με το 69,7 % του εισοδήματος των φτωχότερων νοικοκυριών».
Στη συνέχεια της ερώτησής του ο Νίκο Χουντής, αφού τονίζει ότι τα κράτη-μέλη και η ΕΚΤ αναπτύσσουν πολιτικές μείωσης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων των τραπεζών, χωρίς να υπολογίζουν τις κοινωνικές τους επιπτώσεις, ειδικά όταν οι ευρωπαϊκές οικονομίες χαρακτηρίζονται από γενικευμένη χρηματοοικονομική ευπάθεια, μείωση εισοδημάτων και υπερχρέωσης νοικοκυριών, απευθύνει στον Μάριο Ντράγκι το εξής ερώτημα:
«Αναγνωρίζει κάποιο μερίδιο ευθύνης για την προαναφερθείσα κατάσταση στα φτωχά νοικοκυριά της Ευρωζώνης, τα οποία υπερχρεώθηκαν στις τράπεζες ώστε να καλύψουν βασικές κοινωνικές τους ανάγκες τις οποίες σταμάτησαν να καλύπτουν τα εθνικά κράτη, στο όνομα της ‘εξυγίανσης του δημόσιου τομέα’, της ‘δημοσιονομικής αναπροσαρμογής’ και της αξιοποίησης ‘επενδυτικών ευκαιριών’ από τον ιδιωτικό τομέα, όπως η στέγαση, η παιδεία και η υγεία;»
Ακολουθεί η ερώτηση του Νίκου Χουντή:
Σύμφωνα με έρευνες της ΕΚΤ για την χρηματοοικονομική ευπάθεια των πολιτών της Ευρωζώνης, τα φτωχότερα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους πτώχευσης και οικονομικής πίεσης για την εξυπηρέτηση των δανείων τους, σε σχέση με τα πλουσιότερα νοικοκυριά.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον δείκτη εξυπηρέτησης χρέους προς το εισόδημα (debt service-to-income ratio) τα φτωχότερα νοικοκυριά της Ευρωζώνης δαπανούν τουλάχιστον το 20% των εισοδημάτων τους για την εξυπηρέτηση χρέους, ποσοστό το οποίο εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση, σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των δανείων ισοδυναμούν με το 69,7 % του εισοδήματος των φτωχότερων νοικοκυριών.
Σε αυτό το πλαίσιο χρηματοοικονομικής ευπάθειας, γενικευμένης μείωσης εισοδημάτων και θέσεων εργασίας και τραπεζικής υπερχρέωσης των ευπαθών νοικοκυριών, τα κράτη-μέλη και η ΕΚΤ αναπτύσσουν πολιτικές για τη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων, χωρίς να εξετάζονται οι κοινωνικές τους επιπτώσεις.
Ερωτάται ο Πρόεδρος της ΕΚΤ:
Αναγνωρίζει κάποιο μερίδιο ευθύνης για την προαναφερθείσα κατάσταση στα φτωχά νοικοκυριά της Ευρωζώνης, τα οποία υπερχρεώθηκαν στις τράπεζες ώστε να καλύψουν βασικές κοινωνικές τους ανάγκες τις οποίες σταμάτησαν να καλύπτουν τα εθνικά κράτη, στο όνομα της «εξυγίανσης του δημόσιου τομέα», της «δημοσιονομικής αναπροσαρμογής» και της αξιοποίησης «επενδυτικών ευκαιριών» από τον ιδιωτικό τομέα, όπως η στέγαση, η παιδεία και η υγεία